Ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη μνήμη του μαρξιστή διανοούμενου Νίκου Πουλαντζά που απεβίωσε στις 3 Οκτωβρίου του 1979 επιχειρεί να φωτίσει την προσωπικότητα και την πολιτική σκέψη του θεωρητικού της πολιτικής κοινωνιολογίας.
Παρουσιάζει τα μαθητικά του χρόνια, τις σπουδές του, την πολιτικοποίησή του ως φοιτητή και την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Γίνεται, επίσης, αναφορά στις επιρροές που διαμόρφωσαν τον πολιτικό του στοχασμό στο πλαίσιο της μαρξιστικής σκέψης, με σταθμό την έκδοση του έργου του «Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις» που συνέπεσε με τα γεγονότα του Μάη του 1968 στη Γαλλία και τον έκανε παγκόσμια γνωστό για τη συνεισφορά του στη θεωρητική ανάλυση του κράτους και της κρατικής εξουσίας.
Tο ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τη συμμετοχή του στο κομμουνιστικό κίνημα της Γαλλίας και ταυτόχρονα της Ελλάδας, μέσα από το ΚΚΕ Εσωτερικού και τη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Αγώνας», όργανο του κόμματος στο Παρίσι και
Για τον Νίκο Πουλαντζά και το έργο του μιλούν οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και Γιώργος Στεφανίδης, ο εκδότης και διευθυντής του περιοδικού «Ο Πολίτης» Άγγελος Ελεφάντης, η φεμινίστρια συγγραφέας σύζυγος του Πουλαντζά Αννι Λεκλέρ, η πολιτειολόγος Κριστίν Μπισί-Γκλισμάν, ο πολιτικός επιστήμονας Μάκης Καβουριάρης και ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής.
Μεταξύ 42’19” και 42’29” λέει η πρώην σύζυγος του Πουλαντζά Anne Leclerc: “mais la vraie raison sait seulement Nicos ou Dieu, pas nous” (Αλλά τον πραγματικό λόγο [που αυτοκτόνησε] τον γνωρίζει μόνον ο Νίκος ή ο Θεός, όχι εμείς”. Την φράση την εκφέρει πολύ αργά και πριν από το “ou Dieu” υπάρχει παύση. Σίγουρα το “ή ο Θεός” μπορεί να μπει στους υποτίτλους. Ωστόσο λογοκρίνεται και μένει αμετάφραστο. Οι ρηγάδες της ΕΡΤ την λογόκριναν την συντρόφισσα… Σιγά μην την άφηναν!
Αν πεις ο Σμαραγδής: τι θλιβερό όταν ένας άνθρωπος προσπαθεί να πει ότι είναι φίλος του τάδε ή του δείνα γνωστού. Αλλά επίσης ρηγάδικο και αυτό. Αν παει κανείς στο ινστιτούτο Πουλαντζά στου Ψυρρή (στου οποίου τους χώρους καθορίζεται η πραγματική πανεπιστημιακή πολιτική) και πει ότι γνώριζε τον Πουλαντζά, τα ψυχοπαίδια της αριστεράς του προσφέρουν την παρέα τους. Αν πει ότι ήταν και φίλος του Πουλαντζά, του προσφέρουν χώρο στα διάφορα παρεϊστικα περιοδικά τους. Αν πει δε ότι είναι φίλος και του Τσόμσκυ, τότε του προσφέρουν και λεκτοριλίκι. Ίσως και καθηγητηλίκι. Έτσι είναι σε μία χώρα που αποτελείται από φίλους και φίλους φίλων: το να είσαι φίλος κάποιου είναι πιο σημαντικό από το να έχεις καταλάβει ένα-δύο πράγματα, οπότε προβάλλεται δεόντως.
Τελικά ο Πουλαντζάς ήταν πανεπιστημιακός που έβγαζε το ψωμί του με διδασκαλία και έρευνα ή μπεκτασής δερβίσης; Ερωτώ διότι το επικολυρικό ύφος του ντοκυμαντέρ αρχίζει να με πείθει για το δεύτερο.
Δεν το λέει κι ο Σαββόπουλος; “Φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες”. Και χειροκροτάνε όλοι απο κάτω ευχαριστημένοι.
Φαίνεται, κανείς δεν αναρωτιέται: κι αν κάποιος δεν ανήκει σε κύκλωμα ή “παρέα” (ο ευφημισμός της κλίκας), τότε τι γίνεται; Την πάτησε προφανώς. Ή θα πρέπει να μεταναστεύσει ή να περιμένει κάποια επόμενη ζωή, αν υπάρχει, για να δει φως κι αυτός.
Η “παρέα”, η συντεχνία, η “κοινότητα”, το κλαμπ, το καρτέλ, το συνδικάτο, το κόμμα κλπ. Ο τύπος κοινωνικής οργάνωσης που στη Σικελία τον λένε πιο σύντομα “Κόζα Νόστρα”.
[i]«αν κάποιος δεν ανήκει σε κύκλωμα ή “παρέα” (ο ευφημισμός της κλίκας), τότε τι γίνεται; Την πάτησε προφανώς.»[/i]
Όχι ακριβώς. Ας πάρουμε, ξανά, το παράδειγμα του Γιανναρά την εποχή που υπέβαλλε υποψηφιότητα για την Πάντειο… Κι ας θυμηθούμε από ποια [i]συγκεκριμένη[/i] παρέα είχε εκπορευθεί το πάθος αποκλεισμού του.
Όλως αντιθέτως, όταν (προγενέστερα) τα μέλη της εν λόγω παρέας είχαν υποβάλει τις δικές τους υποψηφιότητες, κανένα επικεφαλής του τότε πανεπιστημιακού κατεστημένου δεν είχε εκδηλώσει ανάλογο ζήλο αποκλεισμού τους.
Ο κ. Κυριακίδης, θέλω να πω, για μια ακόμα φορά αφηγείται τα δρώμενα με α ν τ ε σ τ ρ α μ μ έ ν ο υ ς τους ρόλους.
ΥΓ: Αξίζει, κατά τα άλλα, να ξαναδιαβάσουμε ολόκληρο το σχόλιό του, για να προσέξουμε δύο “λεπτομέρειες”:
1) Ποιος είναι ο σ υ ν ή θ η ς [b]τόνος γραφής[/b] ενός συνομιλητή ο οποίος καιροφυλακτεί, ανά πάσα περίσταση, να διαμαρτυρηθεί για (σε βάρος του!) [i]«επιθέσεις, λοιδωρίες και ύβρεις»[/i].
2) Ποιος ο σεβασμός στο κυρίως θέμα / πρόσωπο αυτής της ανάρτησης.
Δεν μας ενδιαφέρουν τα προσωπικά του Γιανναρά και των οπαδών του, ούτε η διαπάλη ισχύος μεταξύ της δικής του παρέας και άλλων παρεών. Το “παρεΐστικο” φαινόμενο τους αφορά όλους, αριστερούς, δεξιούς, κεντρώους, δυτικόφιλους, ανατολίτες, προοδευτικούς, συντηρητικούς κοκ.
Είναι ο πολιτισμός της προ-νεωτερικότητας ο οποίος επικαλύπτει τα πάντα, προέκταση της φαμίλιας και του σογιού, που βιάζει την ατομικότητα και την ελεύθερη συνείδηση και μετά τις καταριέται κιόλας για τα αποτελέσματα των δικών του κοινωνικών παθογενειών.
Φυσικά ο παρεοκρατικά σκεπτόμενος εκλαμβάνει την γενική κριτική του φαινόμενου ως ειδική κριτική της δικής τους παρέας, εξ ου και σπεύδει να “απαντήσει” για το πόσο η δική του παρέα είναι η καλή και η αδικημένη (χωρίς φυσικά το ένα να συνεπάγεται το άλλο) και πρέπει να την λυπόμαστε και πόσο οι άλλες παρέες μόνο είναι οι κακές.
Ο έχων τη μύγα μυγιάζεται δηλαδή και άθελά του αποκαλύπτεται.
ΥΓ: 1) Αξίζει να προσέξουμε την εμμονή του “Γιώργος Καστρινάκης” να σπεύδει εν είδει αυτόκλητου παιδονόμου να αντι-σχολιάζει με χαρακτηριστικά ανούσιο τρόπο και με αυτό το μονίμως “αγανακτισμένο” ύφος, σαν να τον έχει πιάσει κάποιος από τον λαιμό και δεν τον αφήνει να μιλήσει.
Είναι η αγανάκτηση του αυτάρεσκου “ορθόδοξου” όταν βλέπει κάτι “αιρετικό”, το οποίο βέβαια πρέπει να καταστραφεί. Σε άλλες εποχές θα είχε φροντίσει να λύσει με συνοπτικές διαδικασίες τέτοια ζητήματα, τώρα δυστυχώς είναι αναγκασμένος να διαβάζει και πράγματα με τα οποία διαφωνεί. Καταραμένη νεωτερικότητα…
2) Επίσης την χαρακτηριστική απουσία σεβασμού στο θέμα και τους συνομιλητές, αφού ο σκοπός του σχολιασμού δεν είναι να πει κάτι δικό του, έστω και ανούσιο, αλλά να αντι-πει κάτι σε κάποιον άλλον που έχει ήδη σχολιάσει.
Επ’αυτού συνήθως επιλαμβάνεται μαζί με την υπόλοιπη αγία τριάδα της “ορθόδοξης” μούχλας για να ξεκινήσει η κλασσική δολοφονία χαρακτήρος του εκάστοτε “αιρετικού” με συνεχείς ad hominem επιθέσεις, οι οποίες βέβαια ούτε καν αναγνωρίζονται ως τέτοιες (η “ορθόδοξη” αγανάκτηση θολώνει την ούτως ή άλλως μειωμένη διάθεση ειλικρίνειας και κριτικής σκέψης).
3) Ακολουθεί φυσικά του παρόντος σχολίου, εκ νέου αντι-σχολιασμός που απλά επιβεβαιώνει τα παραπάνω.
[quote name=”ΚυριακίδηςΘ.”]Επίσης την χαρακτηριστική απουσία σεβασμού στο θέμα και τους συνομιλητές, αφού ο σκοπός του σχολιασμού δεν είναι να πει κάτι δικό του, έστω και ανούσιο, αλλά να αντι-πει κάτι σε κάποιον άλλον που έχει ήδη σχολιάσει. [/quote]
Σας παρακαλώ να παρατηρήσετε αν θέλετε, κ. Κυριακίδη, ότι εσείς είστε εκείνος που προσέρχεται μέσα στις σελίδες του “Αντίφωνου” κ α τ α σ τ α τ ι κ ώ ς [b]αντιρρητικά / αρνητικά[/b]: Ως προς αυτό δηλαδή που, κυρίως, προβάλλεται μέσα απ’ τις παρούσες σελίδες.
Κι ενεργείτε έτσι επειδή – συνηθισμένος, προφανώς, από το μονολογικό καθεστώς τών “εγκρίτων”, πχ, εφημερίδων – δυσανασχετείτε ενώπιον τής δημοσιοποίησης μιας οπτικής διαφορετικής από την κυρίαρχη, η οποία επιχειρείται σε αυτό το ιστολόγιο.
[b]Οι παρεμβάσεις σας πάντως, από πλευράς μου, κρίνονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες: Δίνουν μια σπάνια ευκαιρία να εκτιμήσει, οποιοσδήποτε χρήστης του διαδικτύου, ποια απ’ τις δύο εκδοχές είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές ενός ανοιχτού διαλόγου.[/b]
ΥΓ: Στην αρχική σας παρέμβαση, σε αυτή τη σελίδα, φτάσατε στο σημείο να μετονομάσετε σύσσωμο τον ελληνικό λαό σε… [i]«Κόζα Νόστρα»[/i].
Το γυμνό υβρεολόγιο είναι η πάγια τακτική – επισημαίνω – από πλευράς επικυρίαρχου λόγου, προκειμένου να εκβιάζει μια ολόκληρη κοινωνία να υπαχθεί στις κανοναρχήσεις του.
Ενώ ομόλογες κατασταλτικές μέθοδοι ασκούνται – αυτονοήτως – και εναντίον οποιουδήποτε μέλους της διανοηθεί να αρθρώσει τήν, από πλευράς της, διαμαρτυρία…
[quote name=”ΚυριακίδηςΘ.”]Ακολουθεί φυσικά του παρόντος σχολίου, εκ νέου αντι-σχολιασμός που απλά επιβεβαιώνει τα παραπάνω. [/quote]
Είναι η καταληκτική σας παράγραφος! Εν είδει “υ π ο γ ρ α φ ή ς”, από πλευράς μιας [b]ταυτολογικής συλλογιστικής[/b], ενώπιον της οποίας οποιοσδήποτε αντίλογος αδυνατεί – εξ ορισμού, τάχα; – να πράττει ο,τιδήποτε διαφορετικό, παρεκτός να την επιβεβαιώνει…