Κ.N. Mπαραμπούτης
Αφιερωμένο στον καθηγητή μου της Θεωρητικής Υδραυλικής Θ. Ξανθόπουλο
Είναι ενδιαφέρον νομίζω να επιχειρήσω μια σκιαγράφηση της προϊστορικής κοινότητας υπό το φως των μαρτυριών, κυρίως της παλαιοντολογίας, της αρχαιολογίας και της εξελικτικής βιολογίας, που εκθέτει με άψογη συνθετική ικανότητα επιστημονικού ήθους και μεθοδολογίας ο Θ. Ξανθόπουλος, και της υπόθεσης του θυματικού μηχανισμού που επιβεβαιώνουν οι μύθοι και τα τελετουργικά των λαών. Υποθέτουμε την ύπαρξη ενός ομίλου οικογενειών –κάθε όμιλος αποτελείται από 25-70 μέλη− που έχουν συγκροτήσει τον πυρήνα της φυλής τους, αποτελούμενο περίπου από τριακόσια άτομα όλων των ηλικιών. Κατέχουν ένα μέρος μιας εύφορης παραποτάμιας περιοχής που τους προσφέρει τις δυνατότητες να αναπτύξουν τις αναγκαίες γεωργικές καλλιέργειες και την εκτροφή ενός μικρού αριθμού ζώων για τη διατροφή τους. Να έχουμε υπ’ όψη μας ότι ο ζωτικός χώρος που τους ανήκει συνορεύει με τον αντίστοιχο χώρο που κατέχει ένας άλλος όμιλος οικογενειών, ενδεχομένως της ίδιας φυλετικής καταγωγής. Η διάσπαση είναι πολύ πιθανόν να προήλθε από τις διαθέσεις κυριαρχίας που εκδήλωσαν μεταγενέστερα κάποια άρρενα μέλη των αρχικών ομίλων. Εντοπίζουμε την ύπαρξη του πυρήνα της φυλής στις αρχές της 6ης χιλιετίας π.Χ., στα μέσα της λίθινης περιόδου (10000 - 3000 π.Χ.), όταν τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να καλλιεργήσει τη γη και να θηρεύσει μεγάλα ζώα, και γενικώς τα τεχνουργήματα, είναι λίθινα. Έχουν περάσει περίπου 4000 χιλ. χρόνια από τότε που ένα μεγάλο μέρος της γης το κάλυπταν οι πάγοι και η μεγάλη άνοδος της επιφάνειας της θάλασσας, περίπου 120 μ., σε ορισμένες παράκτιες περιοχές έχει σταματήσει. Βρισκόμαστε στη Μεσοπαγετώδη περίοδο που διαρκεί ως σήμερα∙ οι εύφορες παραποτάμιες περιοχές που υποδέχονταν τις πλημμύρες των νερών αποτελούσαν το μήλο της έριδος μεταξύ των μακρινών προγόνων μας.
Πριν αποπειραθούμε να περιγράψουμε την πρώιμη πολιτική οργάνωση του ομίλου, θα ανατρέξουμε σε δύο υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί με διαφορετικές προκείμενες βιολογικού και ψυχολογικού περιεχομένου. Οι επινοητές τους προτάσσουν διαφορετικού είδους επιχειρήματα για να τις υποστηρίξουν, καταλήγουν όμως σε παρόμοια συμπεράσματα για την ανθρώπινη φύση. Η πρώτη υπόθεση που διατυπώθηκε από τον Diamond, ερευνητή της εξελικτικής βιολογίας, αναφέρεται απευθείας στα γενετικά χαρακτηριστικά του homo sapiens, τα οποία συνέδεσε με εκείνα του γένους του που θεωρούσε φονικά. Συγκεκριμένα, ένα είδος ανθρωποειδούς πιθήκου που ζούσε στην Αφρική πριν από έξι με οκτώ εκατομμύρια χρόνια διαφοροποιήθηκε γενετικά σε δύο νέα είδη πιθήκων (κοινός και πυγμαίος χιμπαντζής) και στον γεννήτορα της οικογένειας των ανθρωπιδών. Από την οικογένεια των ανθρωπιδών, με την τροποποίηση ενός μικρού αλλά σημαντικού ποσοστού του γονιδιώματός της θα προέλθουν τα διάφορα γένη, με τελευταίο τον homo (ανθρώπινο γένος). Από αυτό θα προκύψει το είδος μας, ο homo sapiens, απόγονος ενός από τα τρία «παιδιά» (homo habilis – homo ergaster – homo erectus) του μακρινού κοινού προγόνου μας. O homo sapiens παραμένει εξ αυτού του λόγου στενός συγγενής των σημερινών δύο ειδών χιμπαντζήδων με τους οποίους έχουμε κοινό το 98,4% του γονιδιώματος[1]. Με την υπόθεση του Diamond συνδέεται η θεωρία του Μarcel Mauss για τη θυσία, σύμφωνα με την οποία οι πρωτάνθρωποι επέλεγαν αναιτιολόγητα κάποιο θύμα για να φονεύσουν, προφανώς για να ικανοποιήσουν τις φονικές τους τάσεις[2].
Η δεύτερη υπόθεση είναι του θυματικού μηχανισμού που διατύπωσε ο Ρενέ Ζιράρ, την οποία και στήριξε στη μυθολογία και τα τελετουργικά των λαών, αλλά και στις διαισθήσεις των μεγάλων τραγικών και μυθιστοριογράφων. Προκείμενη της υπόθεσης του Ζιράρ είναι η επιθυμία της ανθρώπινης ύπαρξης, που εμφανίζεται μετά από ένα ορισμένο επίπεδο μιμήσεως που υπερβαίνει απολύτως την ζωική επιθυμία. Είναι το αποτέλεσμα του έργου που επιτελείται διά των μιμητικών λειτουργιών στη διαδρομή του χρόνου και έχει ως συνέπεια την επανοργάνωση της ψυχής του ζώου σε ανθρώπινη ψυχική παρουσία. Στη διαδικασία της επανοργάνωσης σημαντικότατος είναι ο ρόλος της αύξησης του εγκεφάλου που συνδέεται με αύξηση και ένταση της μίμησης[3]. Να διευκρινίσουμε εδώ ότι η επιθυμία όπως εμφανίζεται στον άνθρωπο, δεν πρέπει να συγχέεται με τις ζωικές ορέξεις και τα ένστικτα, τα οποία, αν και τροποποιημένα, εξακολουθούν να συνιστούν ένα μέρος της ψυχής του. Είναι λοιπόν φυσικό στο κατώφλι της ανθρωποποιήσεως η επιθυμία να έχει μιμητική προέλευση και να εκδηλώνεται κυριαρχικά ως επιδίωξη ιδιοποίησης, πρόσκτησης του αντικειμένου που ανήκει στον άλλο. Πρόκειται για την αρχή της σύγκρουσης δύο ή περισσοτέρων ατόμων για ένα και το αυτό αντικείμενο που θέλουν να ιδιοποιηθούν. Θα επακολουθήσει η εκδήλωση ενδιαφέροντος και των άλλων μελών της κοινότητας προς το ίδιο αντικείμενο με συνέπεια η μιμητική φρενίτιδα να μεγεθύνεται και να φθάνει σε παροξυσμό, όταν το αντικείμενο για διάφορους λόγους εξαφανιζόταν. Στο εξής η προσκτητική μίμηση θα μετεξελιχθεί σε συγκρουσιακή με την εκατέρωθεν βία να ογκούται με ρυθμό γεωμετρικής προόδου και τα μέλη της κοινότητας να εισέρχονται σε μια σύγκρουση άνευ περιεχομένου. Η βία σε όλο της το μεγαλείο προοιωνίζεται την καθολική καταστροφή του πυρήνα της φυλής, άρα σύμφωνα με τον μαθηματικό λογισμό της ολοκλήρωσης, αυτή η βία θα συνεπαγόταν την εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους. Πώς λοιπόν αυτή η καταστροφή θα αποφευχθεί και τελείως απροσδόκητα το περιβάλλον της γενικευμένης βίας, «όλοι εναντίον όλων», θα μετεξελιχθεί σε περιβάλλον ειρήνης κατάλληλο για να μεγαλουργήσει η «βασιλεύουσα φαιά ουσία» με έργα ειρηνικά στο υλικό και πνευματικό πεδίο;
Με την υπόθεση του θυματικού μηχανισμού που επιχειρεί ο Ζιράρ, όχι μόνο απαντά στο πώς θα αποτραπεί η καταστροφή του είδους μας, αλλά και υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη συνδέει τη μοίρα της με το «ιερό», το πρώτο σημαίνον σύμβολο στην ιστορία της που θα την εισαγάγει στη μεγαλειώδη πολιτισμική της πορεία. Ορίστε η απάντηση: Στην οχλαλοή της μιμητικής σύγκρουσης, όταν η συνειδητή διαχείριση των περιστάσεων από το ανθρώπινο υποκείμενο έχει απολύτως συσκοτισθεί κι επικρέμαται κίνδυνος εξόντωσης όλων των εταίρων από τη δική τους βία, η φονική διάθεση μεταβιβάζεται στο ανθρώπινο «αντικείμενο», ένα μέλος πιθανώς επείσακτο στον όμιλο της φυλής. Επιλέγεται με κριτήρια αδιευκρίνιστα, ίσως γιατί τα χαρακτηριστικά του τον ξεχωρίζουν. Το φονεύουν και γίνεται το «εξιλαστήριο» θύμα που αναδέχεται τη συσσωρευμένη βία και γι’ αυτό γίνεται πρόξενος της ειρήνης, έστω και προσωρινής. Με την «εξαίφνης» μεταβολή των δεδομένων που αποτύπωναν στο κοινωνικό περιβάλλον την τραγική φυσιογνωμία του με έκδηλα τα χαρακτηριστικά του τέλους, η είσοδος των μελών του ομίλου στις συνθήκες της υπήνεμης γαλήνης που υποσχόταν έργα δημιουργικά και αναγκαία της καθημερινής τους βιοτής θα προκαλέσει ένα ψυχικό τραύμα με συνέπεια να «παραγνωρίζουν» τα περιστατικά της σωτηρίας τους που είχαν προηγηθεί. Η λειτουργία της παραγνώρισης −ένα ψυχικό φαινόμενο που απωθεί τα δυσάρεστα γεγονότα στο υποσυνείδητο− έχει ως αποτέλεσμα την επίσης ψυχική λειτουργία της «διττής μεταβίβασης», όπως την ονομάζει ο Ζιράρ, από τα μέλη του ομίλου η οποία δεν είναι απαραίτητο να εκδηλώνεται ταυτόχρονα με την έκβαση του αρχέγονου φόνου.
Πρώτα λοιπόν η συσσωρευμένη βία μεταβιβάζεται στο εξιλαστήριο θύμα και του στοιχίζει τη ζωή του∙ ύστερα, η προσοχή των μελών της κοινότητας προσηλώνεται στη φυσιογνωμία του. Η μορφή του αποτυπώνεται στο συλλογικό υποσυνείδητο του ομίλου με έναν ασαφή τρόπο που εξάπτει τη φαντασία και σύνολη η κοινότητα του αποδίδει, εκτός από την πρόκληση της κρίσης, και τη θαυμαστή λύση της. Στο εξής θα είναι ο «από μηχανής θεός» που σώζει την κοινότητα από την καταστροφή και την εισάγει στη θαυμαστή ειρήνη. Οι δυνάμεις του υπερβαίνουν κατά πολύ εκείνες που αισθάνονται ότι διαθέτουν τα μέλη της κοινότητας∙ θα αποτελέσει κατά συνέπεια το «υπερβατικό σημαίνον» για τον όμιλο της φυλής. Γίνεται καθολικά αποδεκτό και αναγορεύεται «ιερό» της κοινότητας, αποτελώντας έτσι κέντρο της ιερότητας, του πρώτου θεσμού στην ιστορία του πολιτισμού. «Δεν υπάρχει πολιτισμός που να μην θεωρεί ως πρώτο και θεμελιακό στοιχείο στην τάξη της γλώσσας το λεξιλόγιο της ιερότητας»[4]. Και οι δύο υποθέσεις αναδεικνύουν το ρόλο της βίας στις ανθρώπινες σχέσεις και η διαφορά τους θα είχε καθαρά θεωρητική σημασία, αφού η παρουσία της βίας στην καταγεγραμμένη Ιστορία είναι γνωστή και πολλές φορές κυριολεκτικά εγκληματική. Παρά ταύτα η διαφορά τους είναι ουσιαστική και σπεύδω αμέσως να την αναδείξω. Στην υπόθεση του Diamond η ανθρώπινη φύση παρουσιάζεται εγγενώς βίαιη: Αν δηλαδή ο άνθρωπος δεν διστάζει να φονεύσει μέλη της ομοείδειας που ανήκει, αυτό οφείλεται στα βιολογικά υλικά που τον συνθέτουν, επομένως «δεν μπορεί να παραιτηθεί από την ακραία βία, γιατί έτσι είναι φτιαγμένος»∙ το ίδιο υποστηρίζει και ο Clausewitz, ο οποίος όμως συμπληρώνει πως «δεν μπορεί να ζήσει διαρκώς με αυτήν»[5]. Το συμπέρασμα, εννοείται, από μια τέτοια κατασκευαστική εκδοχή της ανθρώπινης φύσης είναι να ελπίζουμε μόνο σε μετάλλαξη του σχετικού με τη βία γενετικού υλικού, αν φυσικά δεν είμαστε ικανοποιημένοι με την μέχρι τούδε εγκληματική συμπεριφορά της. Ή σε μια κατάλληλη κοπτορραπτική του γενετικού υλικού από τους ειδικούς της μοριακής βιολογίας, αν φυσικά τους το επέτρεπαν αυτοί που κατέχουν την εξουσία και ορίζουν τις τύχες του κόσμου. Οι τελευταίοι πάντως είναι μάλλον εκείνοι στους οποίους το σχετικό γενετικό υλικό, συνδυαζόμενο με άλλους παράγοντες, βρίσκει την έκφρασή του σε υψηλό επίπεδο εγκληματικής τελειότητας∙ άρα μάλλον οι προσπάθειες των επιστημόνων για καλυτέρευση του ανθρώπινου είδους θα μείνουν ατελέσφορες. Σχεδιασμοί, θα μου πείτε, επιστημονικής φαντασίας, που όμως δεν πρέπει να αποκλείονται, αν έχουμε υπ’ όψη μας τη Σοφόκλεια ρήση: «Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ανθρώπου δεινότερον πέλει».
Τα πράγματα με την υπόθεση του Ζιράρ είναι αρκετά διαφορετικά, γιατί σε μας, τους ανθρώπους, που ελπίζουμε σ’ ένα καλύτερο κόσμο, απαλλαγμένο από τη βία και την εκμετάλλευση, παρέχει λογική διέξοδο πως αυτή η ελπίδα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Η υπόθεση λοιπόν του Ζιράρ έχει προκείμενη την ανθρώπινη επιθυμία∙ είναι η τελική έκφραση της επανάληψης της μιμητικής λειτουργίας που εντατικοποιείται στην πορεία ανθρωποποίησης του ζώου. Θα πρέπει μάλιστα η μίμηση μεταξύ ομοιοτύπων σε συνθήκες παροξυσμού της σύγκρουσης μεταξύ των αντιπάλων να προίκισε τους μακρινούς προγόνους μας με δύο ιδιότητες: «πρώτον να κοιτάζουν τον άλλο, το μιμητικό ομοιότυπο, σαν ένα alter ego και, δεύτερον, τη σύστοιχη ικανότητα εγκαθιδρύσεως ενός ομοιοτύπου εσωτερικά του εαυτού, διά μέσου διεργασιών όπως ο αναστοχασμός και η συνείδηση».[6] Επομένως η μίμηση καθαυτήν είναι στην κυριολεξία ο τρόπος κατασκευής του ανθρώπου, γι’ αυτό και ο Πλάτων της αναθέτει σπουδαίο ρόλο στην παιδεία του ανθρώπου όταν κατασκευάζει την ιδανική Πολιτεία του. Τι μπορεί, λοιπόν, να σημαίνουν οι ανωτέρω διαπιστώσεις που προκύπτουν από την υπόθεση του Ζιράρ, ο οποίος κατέθεσε ένα πλήθος επιχειρημάτων από τη μυθολογία και τα τελετουργικά των λαών για να την υποστηρίξει; Πολύ απλά, πως υπάρχει ελπίδα για τους ιδαλγούς ενός καλύτερου κόσμου, ότι τελικά είναι δυνατή μια απάντηση αρνητική στο Ρέκβιεμ με Κρεσέντο, που έθεσε ως τίτλο του έργου του ο Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος. Η απάντηση εξαρτάται βέβαια από τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος την τεράστια δύναμη που του έχει χαρίσει ο Δημιουργός του, εννοώ τη μιμητική επιθυμία, αν δηλαδή θα την στρέψει προς την πλάγια ή την κάθετη υπερβατικότητα. Η πλάγια υπερβατικότητα είναι τα «είδωλα» του παρόντος κόσμου προς τα οποία πάντοτε είχε ο άνθρωπος μια ενδιάθετη τάση να αφοσιώνεται καθ’ υπερβολήν. Και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η ανωτέρω κλίση του είναι φυσική, αφού και ο ίδιος είναι δημιούργημα, κατασκευή που έχει χρέος να υπηρετεί τη Δημιουργία. Υπό τον όρο, όμως, να μην αφήνεται η μιμητική λειτουργία να προσλαμβάνει χαρακτήρα ιδιοποίησης από ανεξέλεγκτο εγωισμό και να μεταβάλλει τον κόσμο μας σε πεδία φονικών συγκρούσεων. Αυτή οφείλει να παραμένει αποκλειστικά δημιουργική, να αποτελεί εργαλείο παιδείας του ανθρώπου που, για να επιτελέσει την υψηλή αποστολή που του ανατέθηκε, έχει ανάγκη το κατάλληλο πρότυπο. Αυτός είναι ο Δημιουργός του παντός, ο αιώνιος Θεός που «ανατέλλει τον ήλιο επί δικαίους και αδίκους», προς αυτόν πρέπει να στρέψει την επιθυμία του ο άνθρωπος, είναι Εκείνος που συνιστά την «κάθετη υπερβατικότητα», όπως λέει ο Ζιράρ.
Να επιστρέψουμε τώρα στην περιγραφή της προϊστορικής κοινότητας∙που, εκτός τις γνώσεις που μας παρέχουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, έχομε στη διάθεσή μας με τον ένα ή άλλο τρόπο ψυχικές σταθερές του ανθρώπου που κατέχει και ζει σε κάποια παραποτάμια περιοχή, ας πούμε στο δέλτα μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη ποταμού. Ο τρόπος, βέβαια, λειτουργίας της σκέψης του δεν είναι καθόλου διαφορετικός από του σημερινού ανθρώπου που αντιμετωπίζει, και αυτός, παρόμοια βιοτικά προβλήματα. Έχει ήδη κατακτηθεί προ πολλού από τους ανθρώπους εκείνης της εποχής η έναρθρη επικοινωνία, που τους επιτρέπει με την ανταλλαγή απόψεων και προβληματισμών να επιτυγχάνουν τελεσφόρες λύσεις κυρίως στον πρωτογενή τομέα της γεωργοκτηνοτροφίας. Τίθεται αμέσως το ερώτημα πώς παράγουν ατομικά ή συλλογικά και πώς γίνεται η διανομή των παραγομένων προϊόντων τους. Εξετάζουμε ένα όμιλο πυρηνικών οικογενειών και γνωρίζουμε ότι οι τελευταίες διαθέτουν, ακόμη και σήμερα σε αναπτυσσόμενες κοινωνίες, «αυστηρή ιεραρχία, εθιμικά θεμελιωμένη και βαθιά ριζωμένη στις συνειδήσεις των μελών της. Λειτουργούσε υπό την αιγίδα του πατριάρχη, πατέρα της πρώτης γενιάς, ή της πρεσβύτερης μητέρας κατά την περίοδο της μητριαρχίας»[7]. Ήδη κάθε οικογένεια έχει γεωργική γη στην κατοχή της που καλύπτει τις στοιχειώδεις βιοτικές της ανάγκες, την οποία θα διατηρήσει στα πλαίσια του ομίλου που έχει συστήσει. Ο κύριος σκοπός της ένωσης που δημιουργείται είναι να διαθέτουν τα μέλη μεγαλύτερη παραγωγική ισχύ, ικανοποιητική για να αντιμετωπίζουν με την παραγωγή πλεονασμάτων περιόδους που οι κλιματικές συνθήκες δυσχεραίνουν ή καταστρέφουν την παραγωγή. Αυτό θα το επιτύχουν με την αύξηση της γεωργικής γης, που συνεπάγεται ενδεχομένως συγκρούσεις με γειτονικούς ομίλους, επένδυση εργασίας από τα μέλη του ομίλου για την κατασκευή εργαλείων, χώρων αποθήκευσης των πλεονασμάτων και έργων άρδευσης και προστασίας των καλλιεργουμένων εκτάσεων από τις πλημμύρες. Η προσφορά εργασίας από όλα τα μέλη του ομίλου είναι εύλογο, τότε, να δημιουργεί ίσα δικαιώματα στο παραγόμενο προϊόν και στα παραγωγικά και πάγια αγαθά. Η κοινωνία του ομίλου είναι αταξικού χαρακτήρα και η πειθαρχία και η συνοχή της εξασφαλίζονται με τους όρους που ίσχυαν ήδη στην πυρηνική οικογένεια. Στις καινούργιες συνθήκες ο όμιλος διοικείται από το συμβούλιο των αρχηγών και φαίνεται πως η ηγεσία, ενδεχομένως μέσα από συγκρούσεις, ανετίθετο στον αρχηγό της ισχυρότερης οικογένειας[8]. Η διαστρωμάτωση των αρχαίων κοινωνιών, «το κοινωνικό προπατορικό αμάρτημα», κατά τον Θ. Ξανθόπουλο, αρχίζει από τα μέσα της 4ης χιλιετίας π.Χ. στις νότιες περιοχές της Μεσοποταμίας, όπου και παρατηρούνται και οι πρώτες πολυφυλετικές επικράτειες[9].
Να δούμε, τώρα, τί είδους οργάνωση έχει επιλέξει στις ανωτέρω συνθήκες παραγωγής η αρχαία πολίχνη και τι είδους απαγορεύσεις –κανονιστικές διατάξεις− έχει επιβάλει το συμβούλιο των αρχηγών, οι οποίες προφανώς δεν εξαρτώνται μόνο από τις συνθήκες παραγωγής. Καταρχάς, δύο τρόποι οργάνωσης της παραγωγής και της διανομής του διατιθέμενου προϊόντος θα ήταν δυνατοί, έχοντας υπόψη τις εκ των πραγμάτων επικρατούσες συνθήκες παραγωγής. Ο πρώτος τρόπος θα ήταν η εκδοχή μιας μικτής «πολιτικής» οργάνωσης, σύμφωνα με την οποία το παραγόμενο προϊόν στα πλαίσια της οικιακής παραγωγής (οι πυρηνικές οικογένειες σ’ αυτή την περίπτωση έχουν διατηρήσει ένα μικρό μέρος γεωργικής γης) να ικανοποιεί επιλεγμένες προσωπικές τους διατροφικές ανάγκες, ενώ από το συλλογικά παραγόμενο προϊόν στους ζωτικούς χώρους της κοινότητας να δικαιούνται μέρος ανάλογο με την προσφορά εργασίας τους και των παγίων πόρων που διέθεσαν για τη συλλογική εκμετάλλευση. Να σημειώσουμε ότι για τη γεωργική γη στα περισσότερα μέρη του πλανήτη η έγγεια πρόσοδος ήταν χαμηλής απόδοσης και επομένως στη διανομή του προϊόντος ο ρόλος της ήταν ασήμαντος. Επίσης ο ανωτέρω τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και της διανομής συμφωνούσε με αρχέγονες συνήθειες της ανθρώπινης ύπαρξης, στις οποίες η ατομική με τη συλλογική ιδιοκτησία συνυπήρχαν για να εξασφαλίζουν την επιβίωση τους είδους μας στα αρχικά του βήματα. Εκ των πραγμάτων ο αμυντικός και επιθετικός εξοπλισμός του ανθρώπου, τα πρωτόγονα εργαλεία θήρευσης και καλλιέργειας δεν μπορεί παρά να του ανήκαν αποκλειστικά, ενώ τις κατάλληλες σπηλιές που επέλεγαν από κοινού οι ορδές του είδους μας τις χρησιμοποιούσαν όλα τα μέλη τους για να προφυλαχτούν από το κρύο και τους άλλους κυνηγούς[10]. Στην ατομική ιδιοκτησία των οικογενειών του ομίλου θα πρέπει να βρίσκονταν και οι λιτές κατοικίες τους που διαφυλάσσουν τις ιδιαιτερότητες των οικιστών τους και οπωσδήποτε θα υπήρχε ένα κατοχυρωμένος τρόπος μεταβίβασής τους στους κατιόντες. Σχετικές προβλέψεις θα καθόριζαν την επιλογή του χώρου για την ανέγερση νέας κατοικίας από νεότευκτες οικογένειες, π.χ., με την επέκταση της παλιάς κατοικίας στο χώρο της και με την προσφορά εργασίας από μέλη του ομίλου, με την υποχρέωση φυσικά ανταπόδοσης της δωρεάς.
Ο δεύτερος, μάλλον απίθανος, τρόπος θα προέβλεπε την εκχώρηση του συνολικού εδάφους της οικογένειας στη συλλογική ιδιοκτησία του ομίλου, ενδεχομένως της κατοικίας τους και γενικά των πάγιων στοιχείων παραγωγής. Θα επρόκειτο για ένα πρωτόγονο κομμουνισμό με την ιδιοκτησία όλων των αγαθών, παγίων και κινητών, να ανήκουν στον όμιλο των οικογενειών, και η διανομή των προϊόντων να καθορίζεται μέσω «δελτίου» που θα εδικαιούντο τα μέλη του.
Και στον ένα, πάντως, και στον άλλο τρόπο οργάνωσης επί της ουσίας έχουμε «πολιτικές δομές» με αταξικό χαρακτήρα, στις οποίες, όμως, παρά την σχεδόν παντελή απουσία της ατομικής ιδιοκτησίας, τώρα, με την γνώση που κατέχουμε για την μιμητική φύση της ανθρώπινης ύπαρξης δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τις συγκρουσιακές εντάσεις μεταξύ των μελών τους, που ενέχουν μάλιστα τον κίνδυνο ολικής καταστροφής της κοινότητας. Και τούτο γιατί πάντοτε θα υπάρχει το «αντικείμενο» που θα γίνει η αφορμή σε δύο ή περισσότερα άτομα να το διεκδικήσουν και η προσκτητική μίμηση να μετεξελιχθεί περαιτέρω σε συγκρουσιακή για το σύνολο της κοινότητας. Έτσι παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η ανισοτιμία μεταξύ των μελών μιας κοινότητας –αφενός ανθρώπων που δεν έχουν «στον ήλιο μοίρα» και αφετέρου ανθρώπινων υπάρξεων παραδομένων στην καταναλωτική ευωχία όπως τα κτήνη[11]− είναι η αιτία για πολλά από τα δεινά της ανθρωπότητας. Δεν αρκεί, λοιπόν, η αταξική οργάνωση της κοινωνίας για να επιτύχουμε την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων[12]. Θα ισχυρισθούμε, μάλιστα, πως η αιτία αυτής της κατάστασης είναι η αλόγιστη χρήση της ανθρώπινης επιθυμίας, ιδιαίτερα όταν τείνει να ιδιοποιηθεί «…ὅσα τοῦ πλησίον... ἐστί». Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο η σοφία των μακρινών προγόνων μας επέβαλε: (α) ένα σύνολο απαγορεύσεων που θα απέτρεπαν την εκδήλωση της ανθρώπινης επιθυμίας να ιδιοποιηθεί αυτό που ανήκει στον άλλο, και (β) συλλογικές εκδηλώσεις, αυτές που γνωρίζουμε ως τελετουργίες, και που σύμφωνα με εθνολογικά, μυθολογικά και ιστορικά δεδομένα τελούνταν σ’ ένα περιβάλλον απαγόρευσης των απαγορεύσεων. Το σύνολο αυτών των απαγορεύσεων, οι οποίες ασφαλώς θα εμπλουτίζονταν στη διαδρομή του χρόνου, θα αφορούσαν τα κυρίως επίδικα αντικείμενα που γενικά «η ανθρώπινη ομάδα είναι ανίκανη να μοιραστή ειρηνικά: τις γυναίκες, την τροφή, τα όπλα, τις καλύτερες τοποθεσίες κατοικίας κ.λπ.[13]» Ακόμη απαγορεύονταν έξαλλες και βίαιες συμπεριφορές που προκαλούσαν φόβο, και περιθωριοποιούνταν άτομα με ιδιαιτερότητες για τις οποίες οι άνθρωποι του απώτατου παρελθόντος πίστευαν πως έχουν μεταδοτικό χαρακτήρα. Μας είναι γνωστή από την εθνολογία η συμπεριφορά της ομάδας απέναντι στους δίδυμους αδερφούς, τον ένα από τους οποίους, ή και τους δύο, τους αντιμετώπιζαν ως αποδιοπομπαίους τράγους. Ενδεχομένως και η ρίψη στον Καιάδα από τους Σπαρτιάτες των φυσικά προβληματικών νεογνών να κατάγεται από αντιλήψεις για την μεταδοτικότητα των φυσικών τους ελαττωμάτων. Ο γενικός κανόνας των απαγορεύσεων ήταν η αποφυγή της μιμητικής αντιπαλότητας που με τον ένα ή άλλο τρόπο θα κατέληγε στην καθολική σύγκρουση, περιβάλλον επικίνδυνο για τα μέλη της κοινότητας.
Από ποιους τίθενται οι απαγορεύσεις για την προστασία μιας ομάδας ανθρώπων που συνεργάζονται; Η απάντηση συνδέεται με εκείνο το μέρος του θυματικού μηχανισμού, όπου το πάνδημο θύμα προσλαμβάνει ιερό χαρακτήρα. Με τη δύναμη της ψυχής και του νου οι της ομάδας θα πρόβαλλαν τις δικές τους εκτιμήσεις για την αποτροπή καταστάσεων που πρόσφατα είχε βιώσει η ομάδα τους, με κύριο άξονα τη μιμητική αντιπαλότητα που ορθώς είχε διαπιστωθεί ως πρωταρχική αιτία. Αυτές οι εκτιμήσεις έφτιαξαν τις απαγορεύσεις για τα μέλη της κοινότητας, οι οποίες και τέθηκαν υπό την επίβλεψη του ιερού, τίτλος που πρόσφατα είχε απονεμηθεί στο εξιλαστήριο θύμα. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι που καθιέρωσαν τις απαγορεύσεις, τις συνέδεσαν με το ιερό και τους προσέδωσαν κύρος, σκέφθηκαν δε να αναστέλλουν την ισχύ τους σε έκτακτες περιστάσεις ή ακόμη σε τακτά χρονικά διαστήματα με σκοπό, αφενός, να υπενθυμίζονται στα μέλη της κοινότητας οι ζοφερές καταστάσεις των συγκρούσεων, προκειμένου να μην εφησυχάζουν και, αφετέρου, να ελέγχεται η επανάληψη των κρίσεων με προκατασκευασμένο θύμα. Καθιέρωσαν έτσι ως θεσμό την τελετουργία, που διαμέσου των χιλιετιών παρουσιάζει αξιοσημείωτη ομοιότητα, όταν εφαρμόζεται από τις διάφορες κοινωνίες σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης. Για τη θυσιαστική θεωρία μάλιστα, ο πάγκοινος θεσμός της τελετουργίας αποτελεί σημείο αναφοράς και επαλήθευσης. Είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός το οποίο μας δίνει τη δυνατότητα να απαντήσουμε σε ερωτήματα για την καταγωγή της θυσίας και της θρησκείας συνολικά[14].
Να δούμε, όμως, τί είδους είναι αυτές οι θρησκευτικές τελετές που το περιεχόμενο τους αποτελούσε «απαγόρευση των απαγορεύσεων». Το Ιερό είναι το αποτέλεσμα μια ουσιαστικής παραγνώρισης της μιμητικής κρίσης, άρα η θρησκευτική σκέψη στο σύνολό της κατατρύχεται από αυτή την έμμονη ιδέα. Αυτό λοιπόν το εντυπωμένο γεγονός στα βάθη της ψυχής των μακρινών προγόνων μας θα αποτελέσει την καρδιά της τελετουργίας, η οποία διαρθρώνεται σε μια σειρά πράξεων με τελικό σκοπό την άρση της οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των συμμετεχόντων –γίνονται τα ομοιότυπα, αποκτώντας την κοινή συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον όχλο– με κατάληξη την αποτρόπαια πράξη του φόνου, ανθρώπου ή ζώου. Έτσι δικαιολογείται η παράβαση των απαγορεύσεων και στην ένταση της κρίσης οι άντρες διεκδικούν ο καθένας βίαια τα αντικείμενα του άλλου. Από τους εθνολόγους αναφέρεται το καλούμενο φαινόμενο της τελετουργικής αιμομιξίας, που σημαίνει συνεύρεση με γυναίκες που υπό άλλες συνθήκες απαγορεύεται η σεξουαλική επαφή μαζί τους. Η εθνολογία, όταν αναφέρεται στα τελετουργικά, γίνεται αποκαλυπτική για το περιεχόμενο και τους μετασχηματισμούς τους: «Για το ένα άκρο του φάσματος ομιλούν για συμπλοκές, οχλαλοή και εξωφρενικές κατηγορίες. Ακολουθούν οι προσομοιώσεις μάχης και οι ρυθμικές κινήσεις των ποδιών που συνοδεύονται από πολεμικές ιαχές, οι οποίες μετατρέπονται με τρόπο ανεπαίσθητο σε θούρια∙ στη συνέχεια έρχονται οι πολεμικοί χοροί που παραχωρούν τη θέση τους σε αμιγείς χορούς και τραγούδια. Τα περίτεχνα χορομιμήματα, οι εναλλασσόμενες αλλά πάντα αντιμέτωπες θέσεις των χορευτικών εταίρων, οι κατοπτρικοί αναδιπλασιασμοί – όλα αυτά μπορούν να ερμηνευθούν ως σχηματοποιημένα και αποκαθαρμένα ίχνη περασμένων αντιπαραθέσεων»[15]. Τα τελετουργικά επομένως των λαών μπορεί να είχαν μια κοινή αφετηρία που χαρακτηρίζεται από το χάος της μιμητικής σύγκρουσης και τον αρχέγονο φόνο του θύματος, τελικά όμως μετασχηματίζονται με τον χρόνο σε παραστάσεις με αισθητικό περιεχόμενο και τάξη, που δηλώνει πως οι διοργανωτές τους θέλουν να προβάλουν την κοινωνική συνεργασία, αποτέλεσμα της ανάδειξης του Ιερού. Οπωσδήποτε, χωρίς την ισχύ της θυματικής υπόθεσης, η συγκατοίκηση των απαγορεύσεων με τα τελετουργικά είναι παράδοξη. Όσο και να θέλουν οι εθνολόγοι να την υποτιμούν ή οι ψυχαναλυτές να ερμηνεύουν την παραβατική πλευρά των τελετουργιών ως αντίδραση κατά των απαγορεύσεων, αυτή είναι μια πρακτική των προϊστορικών λαών απολύτως ελεγμένη, προφανώς, από την κατά το δυνατόν ερμηνεία των μύθων και τις ιστορικές μαρτυρίες που μας έχουν αφήσει οι αντίστοιχες πρακτικές, έστω και με αμβλυμμένη την παρουσίαση της μιμητικής κρίσης και των απαγορεύσεων. Στους δύο αυτούς αντίθετους πόλους στηρίζεται όλη η θρησκευτική πρακτική των μακρινών προγόνων μας και ο ανωτέρω ακριβώς τρόπος, που εντέλει οργανώνει τη ζωή τους, επαληθεύει αντιστρόφως την θυματική υπόθεση και την εξ αυτής ερμηνεία του θρησκευτικού φαινομένου.
Τώρα που κατέχουμε σε γενικές γραμμές τη θρησκευτική πρακτική, μπορούμε να επανέλθουμε στα κύρια σημεία της οργάνωσης του ομίλου των οικογενειών που αγωνίζεται να αντιμετωπίσει με τον ιδρώτα των μελών της τις κακοτοπιές της ζωής, έχοντας προηγουμένως στο νου μας την ιλιγγιώδη χρονική απόσταση που χωρίζει μια παραποτάμια πολίχνη της 6ηςς χιλιετίας π.Χ. από την αρχή του χρόνου, όταν εμφανίζεται στον φιλόξενο πλανήτη μας η ύπαρξη που δικαιούται να ονομάζεται άνθρωπος. Χωρίς να επεισέλθουμε στη μακρά διαδικασία της ανθρωποποιήσεως, για την οποία έχουν προταθεί ένα πλήθος ερμηνείες, εδώ θα πούμε επιγραμματικά ότι η ένταση της μίμησης είναι προϋπόθεση της έκλυσης του θυματικού μηχανισμού∙ η αύξησή της έπεται της αύξησης του όγκου του εγκεφάλου που σύμφωνα με την επιστήμη της βιολογίας συμπορεύεται με τη διαδικασία μετάβασης από την ζωική στην ανθρώπινη πραγματικότητα.[16] Έτσι, μας λέει ο Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος[17], επι ένα εκατομμύρια χρόνια συνεχίζεται η εξέλιξη του είδους μας (homo sapiens) από την «αρχαϊκή» του μορφή μέχρι τον σύγχρονο άνθρωπο (sapiens-sapiens), ενώ υπάρχουν και απόψεις ανθρωπολόγων που υποστηρίζουν ότι εμφανίστηκε στην ανατολική Αφρική πολύ αργότερα, περίπου τριακόσιες χιλιάδες χρόνια π.Χ.∙ εξελίχθηκε μάλιστα στη σημερινή του μορφή πριν από διακόσιες χιλιάδες χρόνια. Είναι ζήτημα προτίμησης της μιας ή άλλης χρονολογίας ως αρχής για την είσοδο του homo sapiens στην προϊστορία του ανθρώπινου είδους, εμείς όμως θα επιλέξουμε την έναρξη της εμφάνισης του θυματικού μηχανισμού και έκτοτε της αδιάλειπτης επανάληψής του τη χρονολογία εκατό πενήντα χιλιάδες π.Χ., όταν αρχίζει «να πραγματοποιείται το μεγάλο επικοινωνιακό άλμα μεταξύ γειτονικών πυρηνικών οικογενειών, που οδήγησε στη συγκρότηση των ομίλων οικογενειών για την αναρρίχηση στην κορυφή της κλίμακας των μεγάλων θηρευτών, την κυριαρχία στην πανίδα και την εξάπλωση στον πλανήτη[18]». Η επιλογή μας δικαιολογείται για να υπάρχει ένα ελάχιστο κοινωνικό περιβάλλον, όπου η μίμηση ιδιοποιήσεως να προσλαμβάνει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα και την εν συνεχεία έκλυση του θυματικού μηχανισμού. Δεν αποκλείεται πάντως ο τελευταίος να εμφανίζεται πολύ πριν, στα πλαίσια των πυρηνικών οικογενειών, αφού η εμφάνιση της βίας, «ο ενδοοικογενειακός φόνος υπάρχει…»[19]. Να έχουμε επίσης υπόψη μας πως το γένος Homo που προήλθε από την οικογένεια των ανθρωπιδών ανιχνεύεται από την επιστήμη της παλαιοντολογίας 2,5 εκ. χρόνια π.Χ. στην ανατολική Αφρική. Τελικά, αν μπορεί να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα από τα χρονικά διαστήματα, ιλιγγιώδη αν συγκριθούν με το εύρος της ανθρώπινης ζωής και των προσδοκιών του μέσου ανθρώπου, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο χρόνος είναι σημαντικό εργαλείο της Δημιουργίας. Αυτός είναι ενδεχομένως ένας από τους σοβαρότερους λόγους που οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις-προφητείες είναι παρακινδυνευμένες και μόνο ως ερωτήματα μπορούμε να θέτουμε τους στοχασμούς μας για το μέλλον.
Έχουμε επιλέξει ως την πιθανότερη πολιτική οργάνωση αυτήν της μικρής πολίχνης στο δέλτα του Ευφράτη και Τίγρη ποταμού∙ εκεί, η συλλογικότητα έχει θέσει υπό τον έλεγχο μιας μικρής ομάδας ανθρώπων τα κύρια παραγωγικά μέσα που διαθέτει, τα οποία και συνιστούν συλλογική ιδιοκτησία της. Πιθανολογήσαμε ακόμη ότι αυτή η ομάδα αποτελείται από τους αρχηγούς των πυρηνικών οικογενειών που συνενώθηκαν, των οποίων το κύρος συνδέεται με το ιερό της κοινότητας. Τώρα που γνωρίζουμε αρκετά για τον τρόπο θέσμισης των απαγορεύσεων και για τις ικανότητες εκείνων που τις επέβαλαν, μας δίνεται το δικαίωμα να ισχυρισθούμε πως αυτοί ανήκουν στην προηγούμενη ομάδα εξουσίας ή απλώς ταυτίζονται με εκείνους. Τίποτε δεν αποκλείει − απεναντίας, είναι πολύ πιθανό οι άνθρωποι γύρω από το ιερό, το αποκαλούμενο ιερατείο, να είναι εκείνοι που συντηρούν τους κανόνες των απαγορεύσεων, το παραδόσιμο «εθιμικό δίκαιο» για την κοινωνία τους, και να εμπλουτίζουν στις καινούργιες συνθήκες το corpus των κανόνων με θετικές διατάξεις που να αφορούν την γενική οργάνωση της πολίχνης τους. Αν λάβουμε υπ’ όψη μας την τεράστια χρονική απόσταση που χωρίζει τον όμιλο των οικογενειών από την εποχή των αρχέγονων φόνων που πρόσφεραν στις ανθρώπινες συσσωματώσεις την εκ «θαύματος» σωτηρία τους και ταυτόχρονα το σύμβολο, που παραπέμπει στην ανώτερη πραγματικότητα του Ιερού, ίσως, να μας επιτρέπεται να υποθέσουμε πως ένας διαχωρισμός μεταξύ ιερατικής και κοσμικής εξουσίας έχει ήδη προχωρήσει.
Ένας επίσης σημαντικός λόγος διαχωρισμού της δεύτερης από την πρώτη θα πρέπει να οφείλεται στο γεγονός της συμμετοχής στην κοσμική εξουσία εκείνων των ανδρών του ομίλου που ηγούνται ή σχεδιάζουν τις πολεμικές επιχειρήσεις με στόχο «φιλέτα» γης των γειτόνων τους. Όταν η θυματική διαδικασία εκτείνεται πέρα από τον στενό κύκλο της πυρηνικής οικογένειας, προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της «διασυλλογικής κοινωνικής αυτοθέσμισης»[20], που είναι συνέπεια της σύγκρουσης μεταξύ των γειτονικών οικογενειών και στη συνέχεια της συσσωμάτωσής τους ύστερα από τον συλλογικό φόνο του εξιλαστηρίου θύματος. Φυσικά η διαδικασία αυτή με την πάροδο των χιλιετιών τροποποιείται για να καταλήξει σε πολεμικές επιχειρήσεις «αρπαγής», οι οποίες θα τελειώσουν με την αναγκαστική επιβολή επι των ηττημένων από τους νικητές κανόνων που εικονίζουν την βουλιμική τους διάθεση, το μιμητισμό της «αρπαγής». Τελικά πρόκειται για την ίδια διαδικασία –καταγωγής από την αρχέγονη βία− που ακολουθείται από τις περίφημες δεξαμενές σκέψεις και για σχεδιασμούς που τα συμπεράσματά τους εμφανίζονται με τον εντυπωσιακό τίτλο της «γεωστρατηγικής». Βέβαια όλα εκείνα στα οποία έχουμε αναφερθεί και συνιστούν την «κοινή» ζωή των ανθρώπων μιας κάπως ευρύτερης ομάδας, είναι πολύ αόριστα, και φυσικά η έλλειψη στοιχείων κάνει αδύνατη την λεπτομερή περιγραφή των τελετουργιών τους, της συμμετοχής τους στα κοινά με τις συνελεύσεις και τις αποφάσεις τους, των πολεμικών τους επιχειρήσεων και της ακριβούς μορφής της πολιτικής και δικαστικής τους εξουσίας. Παρά ταύτα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως η κοινωνική τους ζωή έχει αποκτήσει συνοχή πολύ πέρα από εκείνην που επιβάλλει η κοινή διαβίωση σε συγκεκριμένο τόπο και ότι θα έχουν αναπτύξει το αίσθημα της ευθύνης και της υποχρέωσης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Την ανάγκη της συνοχής της ομάδας την έχουν βιώσει πολυποίκιλα και φροντίζουν με τις τελετουργίες τους να την ανανεώνουν σε τακτά διαστήματα, ή σε έκτακτες περιστάσεις, όταν διαφαίνεται να ενσκήπτει η καλούμενη θυσιαστική κρίση, μια γενική αμφισβήτηση των κανόνων που προστατεύουν την κοινωνική ειρήνη[21]. Μπορούμε ακόμη να υποθέσουμε ότι οι τελετουργίες έχουν ήδη μετεξελιχθεί σε ένα είδος γιορτής, στις οποίες οι καινούργιες εκδηλώσεις που παρατηρούνται συνεισφέρουν στην άμιλλα μεταξύ των μετεχόντων, όπως οι αθλητικές παιδιές∙ έτσι η γενική εξάλειψη των διαφορών που χαρακτηρίζει τους εορτάζοντες μετριάζεται και στο εορταστικό περιβάλλον αφήνονται περιθώρια για ουσιαστικότερη επικοινωνία.
[1] Θ. Ξανθόπουλου, Ρέκβιεμ με κρεσέντο, εκδ. Ε.Μ.Π., υποσημ. 11, σελ. 87 και 81, 123.
[2] Η.Ο.Η.Τ.Δ., Α΄ τόμ., σελ. 290-291.
[3] Στο ίδιο, σελ. 444-445 και 453.
[4] Η.Ο.Η.Τ.Δ., Α΄ τόμ., από σελ. 50-61.
[5] Στο ίδιο, σελ.425.
[6] Η.Ο.Η.Τ.Δ., Α’ τόμ., σελ. 445.
[7] Θ. Ξανθόπουλου, Ρέκβιεμ με Κρεσέντο, Εκδ. Ε.Μ.Π., σελ. 98.
[8] Στο ίδιο, σελ. 98.
[9] Στο ίδιο, σελ. 98-99.
[10] Στο ίδιο, σελ. 124.
[11] Ηράκλειτος, Diels-Kranz (Κύρκος), ἐρεύγονται γὰρ ἓν ἀντὶ ἁπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητῶν οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὁκώσπερ κτήνεα.
[12] Θ. Ξανθόπουλου, Ρέκβιεμ με Κρεσέντο, εκδ. Ε.Μ.Π., σελ.125.
[13] Ρενέ Ζιράρ, Κεκρυμμένα από καταβολής, σελ. 37.
[14] Η.Ο.Η.Τ.Δ., Α’ τόμ., σελ. 292.
[15] Στο ίδιο, σελ. 39. Ο αναγνώστης μπορεί να σκεφτεί τους λεγόμενους πολεμικούς χορούς, π.χ. τον Πυρρίχιο, που θα πρέπει η προέλευσή τους να ανάγεται στα μακρινά τελετουργικά.
[16] Στο ίδιο, σελ. 51-61.
[17] Η πρώτη άποψη διατυπώνεται από τον Andrew Sherratt, καθηγητή της αρχαιολογίας στην Οξφόρδη, στα πλαίσια της ολιστικής θεωρίας του, όπως την αποκαλεί για την ευρύτητα του περιεχομένου της ο Θ. Ξανθόπουλος.
[18] Στο ίδιο, σελ. 96.
[19] Ρενέ Ζιράρ, Κεκρυμμένα από καταβολής, σελ. 114.
[20] Η φράση οφείλεται στον Ζιάκα που τη χρησιμοποίησε με το νόημα που της δίνεται στο κείμενο σε μια σχετική συζήτηση στο Αντίφωνο.
[21] Η.Ο.Η.Τ.Δ Α’ τόμος, σελ. 182
πηγή; Aντίφωνο