Η μετάφραση των ομηρικών επών, πρώτα της Οδύσσειας και τώρα της Ιλιάδος, είναι το επιστέγασμα της πολύχρονης φιλολογικής ενασχόλησης του Δ. Μαρωνίτη με τον Όμηρο. Δεν θα μας ενδιέφερε όμως τόσο, από ποιητικής άποψης, ετούτο το μεταφραστικό πόνημα, αν ο Μαρωνίτης ήταν μόνον ομηριστής κι αν, πέρα από ομηριστής, δεν είχε σταθεί συνοδοιπόρος κι ερμηνευτής της νεωτερικής μας ποίησης, της ποίησης δηλαδή που ξεκινά από τον Σεφέρη και τον Ελύτη και συνεχίζεται με τον Πατρίκιο, τον Σινόπουλο, τον Αλεξάνδρου, τον Σαχτούρη, τον Πατρίκιο. Η μετάφρασή του είναι μια προσπάθεια να αποδοθεί ο Όμηρος σύμφωνα με τους τρόπους και τη γλώσσα της σύγχρονης ποίησης. Δηλαδή ο Μαρωνίτης επιχειρεί ό, τι, τηρουμένων των αναλογιών, έκαναν ο Πολυλάς, ο Πάλλης κι ο Καζαντζάκης, που μετέφρασαν τον Όμηρο σύμφωνα με τους τρόπους και τη γλώσσα της ποίησης του δικού τους καιρού.
Νομίζω πως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις παραμέτρους σ’ όλη αυτή την μεταφραστική απόπειρα και να τις σχολιάσουμε ξεχωριστά: την λέξιν, τη γλώσσα και τον ρυθμό.
Ξεκινώ από την λέξιν, δηλαδή τις λεξιλογικές επιλογές του μεταφραστή. Το λεξιλόγιο του Μαρωνίτη είναι, κατά βάσιν, αυτό της κοινής νεοελληνικής, στο οποίο όμως ενσωματώνονται πολλά λόγια στοιχεία. Ιδιαίτερα τολμηρή και, κατά τη γνώμη μου, επιτυχής είναι η χρήση πάμπολλων ομηρικών επιθέτων που έχουν χαθεί από τη γλώσσα μας: κορυθαίολος (Έκτωρ), τερπικέραυνος (Δίας), ωκύμορος, ωκύπορος, χαλκόβατος, ιππόδαμος (Νέστωρ) κτλ.. Ο Μαρωνίτης εδώ ακολουθεί τη σοφή διδαχή του Σεφέρη, ο οποίος, όταν υπεραμύνεται της επιλογής του, να χρησιμοποιήσει στην Κίχλη του αυτούσια δύο επίθετα από τον Ησίοδο, το «ελικοβλέφαρη» και το «βαθύζωνη», τονίζει «πως αξίζει να μην τα παραπετάξει η σημερινή χρήση της λαλιάς μας». Φυσικά, ταυτόχρονα λειτουργεί εδώ και το παράδειγμα του Ελύτη, που εγκατασπείρει στα κείμενά του λέξεις από όλο το ιστορικό φάσμα της ελληνικής. Εκεί που οι δημοτικιστές -όσο δεινοί ελληνιστές κι αν ήταν- περιορίζονταν στις πιο πρόσφατες διαστρωματώσεις της γλώσσας μας, οι νεωτερικοί ποιητές μας ανασκάπτουν τα βαθύτερα κοιτάσματά της και φέρνουν στο φως της ημέρας λεξιλογικούς θησαυρούς θαμμένους βαθιά στη γη.
Το ζήτημα της ομηρικής γλώσσας όμως είναι ευρύτερο. Συμφωνώ με τον Μαρωνίτη, πως η καλύτερη επιλογή είναι η σύγχρονη ποιητική γλώσσα, δίχως όμως να αγνοείται η προηγούμενη διαστρωμάτωση της ελληνικής. Και πάλιν όμως δύσκολα επιτυγχάνεται ένα σύγχρονο, έστω και κατά προσέγγισιν, αντίστοιχο της ομηρικής γλώσσας. Αλλά είναι εφικτό κάτι τέτοιο;
Ο Όμηρος χρησιμοποιεί μια ποιητική ιδιόλεκτο, που καθιερώθηκε ως γλώσσα της επικής ποίησης μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Κάτι παρόμοιο δεν υπάρχει στις άλλες δυτικές γλώσσες – μήτε στη λατινική που βρίσκεται πλησιέστερα στην αρχαία ελληνική.
Αυτή την ιδιοτυπία της ομηρικής γλώσσας, και της αρχαίας γενικότερα, είναι για μας τους νεοέλληνες πιο δύσκολο να τη συλλάβουμε, γιατί εκφράζει μιαν ασυνέχεια στην εξέλιξη της γλώσσας μας. Ας εξηγηθούμε καλύτερα.
Συνήθως αντικρίζουμε τη γλώσσα μας υπό το πρίσμα της συνέχειας. Επαναλαμβάνουμε πως από τον καιρό του Ομήρου ως σήμερα λέμε «ήλιος», «θάλασσα» και «ουρανός». Αυτή είναι η μία πλευρά. Λησμονούμε όμως πως στην ελληνιστική εποχή και τη ρωμαϊκή εποχή συντελέστηκε μια γλωσσική κοσμογονία που άλλαξε άρδην τη γλώσσα μας. Οι πιο εμφανείς επιπτώσεις αυτής της κοσμογονίας ήταν η κατάργηση της προσωδίας και η αλλαγή της προφοράς. Πρόκειται ίσως για έναν εκτεταμένο εκσημιτισμό της ελληνικής, αφού εικάζεται πως αυτές οι αλλαγές οφείλονται στην επίδραση των σημιτικών γλωσσών. Αν βάζαμε να συνομιλήσουν έναν συγκαιρινό του Ομήρου με έναν συγκαιρινό του Παύλου, οι άνθρωποι αυτοί θα έμεναν με την εντύπωση πως μιλούν διαφορετικές γλώσσες.
Στον βαθμό, λοιπόν, που εμείς οι Νεοέλληνες δυσκολευόμαστε –υπό το πρίσμα, όπως είπαμε, της συνέχειας- να συλλάβουμε αυτή την ετερότητα, δυσκολευόμαστε και να την αποδώσουμε. Οι συνέπειες αυτής της δυσκολίας εμφανίζονται και στις μεταφράσεις μας. Ίσως η μόνη μετάφραση που αποδίδει κάτι απ’ την ατμόσφαιρα της ομηρικής γλώσσας είναι το μικρό απόσπασμα της Ιλιάδος που μετέφρασε ο Κάλβος:
Έπειτα αφ’ ού διετάχθησαν / υπό τους ηγεμόνας
άπαντες με φωνάς / και με κτύπον ως όρνεα
κινούνται οι Τρώες· / ωσαύτως ο ουρανός ακούει
εναερίους κλαγγάς / ότε την πολλήν φεύγοντες
βροχήν και τον χειμώνα / οι γερανοί διαβαίνουσι
της θαλάσσης τα κύματα / μακρά, και εις τα πυγμαία
έθνη, με της αυγής / το φως, φέρουσι φόνον,
φέρνουν πικράν διχόνοιαν / και πολύστονον μοίραν.
Οι δ’ Αχαιοί με σιγήν / , πολλήν πνέοντες, δύναμιν,
και εις αμοιβαίαν βοήθειαν / δεινοί, πρόθυμοι έχώρουν.
Παραθέτω και την μετάφραση του Μαρωνίτη:
Αφού βρήκαν τη θέση τους, καθένας με τον ηγεμόνα του,
οι Τρώες, μ’ άναρθρες φωνές, σαν τα πουλιά κραυγάζοντας, κινούσαν,
όπως ψηλά στον ουρανό οι γερανοί στριγκλίζουν, όταν γυρεύουν
να ξεφύγουν νεροποντή ακατάσχετη στη βαρυχειμωνιά,
κι ορμούν πετώντας με κρωγμούς προς τις ροές του Ωκεανού,
να φέρουν στους Πυγμαίους θάνατο, τον όλεθρό τους,
οπότε ξημερώνοντας ανοίγουν πόλεμο φαρμακερό μαζί τους.
Οι Αχαιοί ωστόσο προχωρούσαν σιωπηλοί, με μένος,
κι είχαν τον νου τους να παραστέκεται ένας στον άλλο.
Η μετάφραση του Κάλβου είναι καλύτερη, αλλά κι η γλώσσα του Μαρωνίτη είναι, αναμφίβολα, αιχμηρή. Νομίζω πως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις εγγενείς δυσχέρειες που προκύπτουν απ’ το γλωσσικό χάσμα που μας χωρίζει απ’ τον Όμηρο, η γλώσσα της μετάφρασης του Μαρωνίτη δικαιώνεται. Ο λόγος που ο Κάλβος υπερέχει δεν είναι μόνον ο συνειδητός αρχαϊσμός του, που βέβαια, δεν θα μπορούσε να τον μιμηθεί κανείς σήμερα, αλλά κι ο πιο σφιχτός ρυθμός του.
Κι έτσι έρχομαι στον ρυθμό, που θεωρώ πως αποτελεί και το αδύνατο σημείο της μετάφρασης. Κατ’ αρχήν, έχει δίκιο ο Μαρωνίτης, όταν αποτάσσεται τους δεκαπεντασυλλάβους και τους καζαντζάκειους δεκαεπτασυλλάβους. Δεν είναι μόνον πως σήμερα μια τέτοια επιλογή όζει παραλογοτεχνικής γραφίδος (ετεροχρονισμένα, κυκλοφορούν μεταφράσεις των ομηρικών επών στην κρητική και στην ποντιακή διάλεκτο!). Είναι κυρίως και κάτι άλλο: οι δεκαπεντασύλλαβοι και γενικότερα τα μέτρα κι οι ρυθμοί της ποίησης των νεότερων χρόνων δεν μπορούν να αποδώσουν την ρυθμική ετερότητα της αρχαίας ποίησης (ιδίως της επικής και των παραφυάδων της), γιατί το ρυθμικό αίσθημα που υποβάλλουν τα αρχαία ποιήματα είναι τελείως διαφορετικό, αν όχι και αντίρροπο, από αυτό που υποβάλλουν τα νεώτερα. Ακόμα πιο απλά: η γλώσσα, το μέτρο κι οι ρυθμοί του Ομήρου δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με την κρητική ποίηση ούτε με τα δημοτικά τραγούδια.
Ο ελεύθερος στίχος με τον εσωτερικό ρυθμό που προκρίνει ο Μαρωνίτης δεν οικειώνεται αυτή την ετερότητα, αλλά την παρακάμπτει, προτάσσοντας ένα «μη χείρον».
Εδώ θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε τις μεταφραστικές λύσεις που δόθηκαν σε άλλες νεώτερες γλώσσες, και ιδίως στις γερμανικές. Στην γερμανική ποίηση σημειώθηκε μια αληθινή αναγέννηση της αρχαίας μετρικής παράδοσης. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα της είναι γραμμένα σε αρχαία μέτρα (π. χ. τα Ρωμαϊκά Ελεγεία του Goethe κι οι Ωδές του Hoelderlin). Έτσι εκεί δημιουργήθηκε, από τον Voss ως τον Rudolf Alexander Schroeder, μια σημαντική μεταφραστική παράδοση της αρχαίας ποίησης σε αρχαία μέτρα.
Την δυνατότητα αυτή την έχει κι η δική μας γλώσσα, αλλά ελάχιστα αξιοποιήθηκε τόσο στην πρωτογενή δημιουργία (ο «Ομηρικός Ύμνος» του Παλαμά είναι μια λαμπρή εξαίρεση) όσο και στην μετάφραση.
Ας σημειώσω πως ήδη στον Νόννο, δηλαδή σε μια εποχή -τον 5ο μ. Χ. αιώνα- που το γλωσσικό αίσθημα άρχιζε να πλησιάζει το σύγχρονο, οι προσωδικοί δάκτυλοι υποστηρίζονται συχνά από τονικούς δακτύλους. Π. χ.: «εμήν εμαντεύετο νίκην», «φερέσβιον ήγαγον ύδωρ», «άμπελον οίνοπι Βάκχω», «επάλετο χάρματι μήτηρ», «φιλόπτολιν οίστρον Ερώτων».
Ο Όμηρος ασφαλώς δεν είναι Νόννος και δεν πρεσβεύω πως οι τονικοί εξάμετροι είναι πανάκεια (η έλλειψη σπονδείων τους προσδίδει μονοτονία και ισοπεδώνει τη ρυθμική ποικιλία της αρχαίας προσωδίας). Πιστεύω όμως πως για να μεταφράσουμε τους αρχαίους θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τον αντίστροφο δρόμο από αυτόν που ακολουθήσαμε μέχρι σήμερα: αντί να προσπαθούμε να εφαρμόσουμε στους αρχαίους σύγχρονα σχήματα, πράγμα που αντί να πλουτίζει εμάς φτωχαίνει εκείνους, καλό θα ήταν να δούμε τι δικό τους μπορεί ακόμα να αναζωογονηθεί. Αν ο Μαρωνίτης κρίνει –και σωστά- πως μια πληθύς αρχαίων λέξεων μπορεί να περάσει αυτούσια στη σύγχρονη λαλιά μας, τι μας εμποδίζει να δοκιμάσουμε ποιοι αρχαίοι ρυθμοί μπορούν να τη δονήσουν ξανά;
Τελειώνοντας, θα ήθελα να θυμηθώ εκείνο το ωραίο σονέτο του Κήτς, στο οποίο ο άγγλος λυρικός εκφράζει την αλησμόνητη εντύπωση της πρώτης του γνωριμίας με τον Όμηρο μέσω της δυνατής μετάφρασης του Chapman: «σαν αστρονόμος ένιωσα που ξάφνου / κάποιο καινούργιο αστέρι ανακαλύπτει / ή σαν Κορτές που μ’ αετίσιο βλέμμα / ατένισε αίφνης τον Ειρηνικό / -κι όλοι του οι άντρες μ’ υποψία κοιτιούνταν- / βουβός, σε μια κορφή του Νταριέν».
Μετάφραση του Ομήρου που θα μπορούσε να προκαλέσει μια τόσο ισχυρή εντύπωση δεν έχουμε στη γλώσσα μας.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Αχιλλέα Δρούγκα.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο