Στὴ μαύρη νύχτα
ζωγραφίζω γιασεμιὰ
νὰ ξημερώσει
Δ. Ι. Ἀντωνίου
Νύχτα ἀνοιξιάτικη. Στριμωγμένοι – μὲ τὰ καλά μας – στὸν αὐλόγυρο τοῦ ναοῦ, μὲ ὁλόφρεσκες λευκὲς λαμπάδες καὶ περίεργες προσδοκίες, ἀκοῦμε ἀπὸ τὰ μεγάφωνα τὸ ἑωθινὸ ποίημα «Ἰδοὺ σκοτία καὶ πρωΐ, καὶ τί πρὸς τὸ μνημεῖον Μαρία ἕστηκας, πολὺ σκότος ἔχουσα ταῖς φρεσίν;». Η ζωή μας σε περίληψη. Σπασμένες οι λάμπες τοῦ βίου κι ἐμεῖς νὰ ψαχουλεύουμε ἀνίδεοι.
Σκοτίδα παντοῦ. Τὸ μηδὲν φάρος ἰδιότυπος. Φοράει κι αὐτὸ τὰ καλά του καὶ προσκαλεῖ σὲ λειμώνα ὑποσχέσεων. Σὰν ἐκεῖνο τὸ παλαιὸ λιβάδι (ἀλλά τε Σειρῆνες λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ ἥμεναι ἐν λειμῶνι, πολὺς δ᾿ ἀμφ᾿ ὀστεόφιν θὶς ἀνδρῶν πυθομένων) τὸ στρωμένο μὲ ἀνήμπορα κόκκαλα. Θριαμβεύει λοιπόν; Τζάμπα θὰ θραύσουμε τὰ κόκκινα αὐγὰ τὸ βράδυ τοῦ μοναδικοῦ Σαββάτου;
α. ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΛΙ
Τὸ Ναύπλιο ἐκτὸς ἀπὸ τυπογραφεῖο ἱστορίας καὶ κυβερνήσεων τῆς πρώτης Ἑλλάδας, εἶναι καὶ πολύκαρπο χωράφι ποίησης. Ὅταν οἱ λέξεις γίνονται καραμέλες ἢ ξύλα ἀπελέκητα, ἔρχονται οἱ ποιητὲς καὶ σώζουν. Μᾶς φυγαδεύουν ἀπὸ τὴν ἀ-νοησία. Ἔχουν περάσει ἀπὸ ὀδύνες καὶ ἀποτυχίες, γδέρνοντας ναρκισσισμοὺς καὶ ψευδαισθήσεις. Γνωρίζουν.
Γιὰ χρόνια μὲ συντροφεύει τόμος μὲ τοὺς στίχους τοῦ Πάνου Λιαλιάτση. Τὸν ἀνοίγω σὰν Τυπικό, νὰ μάθω ποιά ἀκολουθία πόνου ψέλνεται σήμερα, σὲ ποιό ἦχο παραμυθητικό.
«Ἔτσι ἄρχισε ὁ διάλογος μὲ τὸ ἔσω φῶς
ποὺ ἐξαίφνης πέρασε τὴν πληγὴ καὶ ἔφτασε
στὴν καρδιά.
Κι ἂν σοῦ γράφει νὰ ντυθεῖς ὁλόκληρη τὴ νύχτα
θὰ τὴ δεχτεῖς πιὰ ὡς προάγγελο τῆς Ἄλλης ἡμέρας».
Εἶναι ἐκεῖνο τὸ μαῦρο σκοτάδι πρὸ τοῦ φωτοφόρου μνήματος. Ντυνόμαστε τὴ νύχτα ὁλάκερη. Δὲν ἔχει, ἐδῶ, παιχνίδια ἢ λεκτικὰ τερτίπια. Βλέπεις κατάματα τὸν φόβο. Δὲν τὸν ντύνεις μὲ δόξα, χρυσὸ ἢ ἡδονή. Ὄχι εἴδωλα, ἐκ πέτρας ἀγόνου. Τότε μποροῦμε νὰ πᾶμε παραπέρα, νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸ ἀπρόβλεπτο.
β. ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ
Ποίηση τώρα τοῦ 1908. Ὁ Γέροντας τῆς Σκιάθου σκαλίζει τὸ πυξάρι τοῦ νοήματος:
«Ὁ γερο-Γατζῖνος μοῦ ἔκαμε καφέν, χωρὶς νὰ τοῦ παραγγείλω. Δὲν ἦτο ἡ ὥρα τώρα δι᾿ ὁμιλίαν. Εἰς τὰς ὥρας τοῦ ροδίνου λυκαυγοῦς κανὲν τοιοῦτον δὲν ἔχει τὸν τόπον του. Δὲν εἶχε σκάσει ἀκόμη τ᾿ ἀφιόνι. Ἦτο ἡ ὥρα διὰ μαχμουρλίκι τουρκικόν. Ἄλλως θὰ μοῦ διηγεῖτο πολλὰς ἱστορίας· πῶς ὁ γερο-Ἀκούκατος, τὸν παλαιὸν καιρόν, εἶχε λάβει τὸ ἐπώνυμον τοῦτο, καθότι ὅταν ἔκαμνε τὸν διαλαλητήν, εἰς τὰς δημοπρασίας, ἐπανελάμβανε συχνὰ ἐρωτηματικῶς πρὸς τὸ κοινὸν «τ᾿ ἀκούκατε, βρὲ παιδιά;», ἐπειδὴ κατήγετο ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ὅπου ἐπροφέρετο οὕτω, ἀντὶ ἀκούσατε· αὐτὸς λοιπὸν ὁ Ἀκούκατος, ὅταν εἶχε τὸ καφενεδάκι, εἰς τὸν ἄλλον γιαλόν, πρὸ χρόνων, ἔρημος καὶ μοναχὸς στὰ ξένα, εἶχεν ὡς κατοικίαν αὐτὸ τὸ μαγαζάκι του, κ᾿ ἐκοιμᾶτο ἐπὶ τῆς σανίδος τοῦ καναπέ, δύο σπιθαμῶν τὸ πλάτος, μὲ δύο προσκέφαλα εἰς τὰς δύο ἄκρας· ὥστε, ὅταν ἤθελε νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, ἀνεκάθιζε, κ᾿ ἐπλάγιαζε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐκεῖ ὅπου εἶχε πρὶν τοὺς πόδας. Ἀλλ᾿ ἦτο τόσον πρόθυμος νὰ περιποιῆται τοὺς πελάτας, ὥστε ποτὲ δὲν ἐχόρταινε τὸν ὕπνον, καὶ ἅμα τοῦ ἔκρουέ τις τὴν θύραν, ξένος, πτωχὸς ἢ ἄστεγος, πάραυτα ἐσηκώνετο καὶ τοῦ ἤνοιγε· καὶ τοῦ ἔκαμνε καφὲν ἢ φασκομηλιάν, καὶ ἂν εἶχε καὶ ἂν δὲν εἶχε πεντάλεπτον».
Γιατί νὰ μὴ πάρω ἀπὸ Τὰ ρόδινα ἀκρογιάλια ἰδέες (τρέμω τὴ λέξη) ἀπὸ τὸ ὑπέροχο συμπόσιο τῶν φίλων δίπλα στὸ κῦμα; Ἐκεῖ ποὺ μὲ κέφι καὶ μελαγχολία γυροφέρνουν τὶς ἀνησυχίες τους καὶ τὰ ναυάγιά τους. Τί νὰ μᾶς πεῖ ὁ γεροΑκούκατος; Τί εἶναι τοῦτα;
Μά, χαρά. Ὀμορφιά. Ἁπλά, στέρεα, ἀνεπιτήδευτα στήνει τὸν ἀργαλειό της. Πετάει τὰ ξέφτια τῆς τυχαιότητας, τοῦ τίποτα, τοῦ κενοῦ. Καὶ ἱστορεῖ χαλὶ ποὺ ἀλλιῶς σὲ τυλίγει. Βλέπεις, πιά, πὼς ἐδῶ κάτι γίνεται, κάτι ἀξίζει. Τὸ Σκιαθίτικο κελάρι εἶναι ἀπὸ μόνο του ζωῆς πλημμύρισμα. Σχολεῖο.
γ. ΤΙ ΕΜΑΘΕ Η ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Τὴν ἑπομένη τῆς Παναγίας τοῦ 1993. Αὔγουστος στὸ Μπρίστολ κι ἀγοράζω ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι. Seasons of the Spirit. Τὸ ἀνέσυρα τὶς προάλλες ἀπὸ τὴ λήθη τῆς σκόνης καὶ τῶν μεριμνῶν τὴν σπουδαιότητα. Κι ἐκεῖ στὴ σελίδα 201, ὑπὸ τὸν τίτλο Facing despair, ἡ κυρία τῶν ἀστυνομικῶν μυστηρίων, ἡ Ἀγκάθα Κρίστι, δίνει λύσεις καὶ στῆς ὕπαρξης τὰ ἀδιέξοδα.
Περιγράφει – στὴν αὐτοβιογραφία της – μιὰ καθημερινὴ σκηνὴ μέσα στὴν τάξη. Ἀριθμοὶ στὸν μαυροπίνακα. Πλήξη. Ἡ λογικὴ ἀπαστράπτουσα. Ὅταν, ξάφνου, ἡ κοντούλα δασκάλα (μὲ τὸ θεληματικὸ πηγούνι) γυρνάει πρὸς τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς μιλᾶ. Δίνει μαρτυρία. Ὅλοι σας, τοὺς λέει, μὰ ὅλοι σας, θὰ ἔρθει στιγμὴ ποὺ θὰ ἀντικρύσετε τὴν ἀπόγνωση. Θὰ περάσετε ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆς. Πιστέψτε πὼς αὐτὸ δὲς εἶναι τὸ τέλος. Κρατηθεῖτε ἀπὸ τὴν πίστη αὐτή. (Ἐκεῖ ὁ Κύριος). Ἐὰν δὲν ἀγαπᾶτε, δὲν γνωρίζετε τὸ νόημα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.
Καὶ μετὰ γύρισε στὸν πίνακα καὶ στὰ προβλήματα.
Ἀφοῦ μᾶς κούφανε ὅλους. Μὲ τὴν ἐξίσωση τῆς ὑποφέρουσας ἀγάπης, ὅπου ἡ λύσις, ὁ ἄγνωστος Χ, εἶναι γνωστός: καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν.
δ. ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΕΛΑΣΙΣ
Ἑτοιμάζω δίπλα στὸ σβηστὸ τζάκι μιὰ στοίβα βιβλίων. Λίστα θερινῆς ἀνάγνωσης. Πρῶτο, στὴν κορυφὴ τῆς ἀγωνίας: «π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἡμερολόγιο 1973-1983». Ξανὰ νὰ τὸ πιάσω – πῶς λέγαμε πιάνω προζύμι. Γιὰ νὰ γένει τὸ πρόσφορο τῆς εὐχαριστίας, τῆς δοξολογίας.
Οἱ Ρῶσοι. Λόσκυ, Φλωρόφσκυ, Σμέμαν, Μέγιεντωρφ καὶ τόσοι ἄλλοι. Μιὰ ἐπέλασις πραγματικῆς ἀγάπης, χαρᾶς, δίψας γιὰ τὴ Βασιλεία. Μὲ προβλήματα, μὲ χούγια, μὲ ἐλλείψεις, ἴσως. Ἀλλὰ μὲ πάθος γιὰ τὸ φῶς, τὴν χάρη, τὸν Λόγο.
Νὰ παλεύουν ντόμπρα μὲ τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ ἀποστάζουν χαρά.
Μᾶς λέει ὁ παπαΑλέξανδρος: «Ἡ κύρια καὶ διαρκὴς αἴσθησή μου εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ζωῆς. Εἶναι ἀρκετὰ δύσκολο νὰ τὸ ἐκφράσω μὲ λόγια. Ἴσως ἡ πληρέστερη λέξη σ’ αὐτὸ τὸ αἴσθημα νὰ εἶναι τὸ θαῦμα, ἡ ἀντίληψη πὼς ἡ κάθε στιγμή, ἡ κάθε κατάσταση εἶναι ἕνα δῶρο (καὶ ὄχι κάτι τὸ προφανές, τὸ δεδομένο). Τὸ κάθετι εἶναι πάντα νέο, τὸ κάθετι δὲν εἶναι ἁπλῶς ζωή, ἀλλὰ συνάντηση μὲ τὴ ζωή, καὶ γι’ αὐτὸ μιὰ ἀποκάλυψη. Τὸ γράφω αὐτὸ καὶ συνειδητοποιῶ πὼς αὐτὲς δὲν εἶναι οἱ σωστὲς λέξεις, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ βρῶ ἄλλες. Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι πὼς αὐτὴ ἡ ζωὴ ὡς δῶρο ἀπαιτεῖ τὴν προσοχή μου, μιὰν ἀπάντηση ἐκ μέρους μου· μ' ἄλλα λόγια, ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ συνεχὴς ἀποδοχὴ ἑνὸς δώρου».
Ἡ ζωὴ μιὰ συνεχὴς ἀποδοχὴ ἑνὸς δώρου. Μάλιστα. Πολυώδυνη ἐπιλογή. Κάτι πιὸ εὔκολο δὲν ἔχει τὸ μενού;
ε. ΑΘΩΝΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑΤΑΡΙΟΝ
Τὸ κούφωμα τοῦ παραθύρου σχηματίζει ἕνα σταυρό. Ἀπὸ ἐκεῖ βλέπεις τὸ ἁγιονορείτικο καθολικό. Εἶναι πρωὶ ἀκόμη. Καὶ στὴν ἐσοχή, ἀκουμβισμένο ἕνα Ἀναστασιματάριον. Ἡ φωτογραφία τοῦ φίλου τὰ ἔχει ὅλα. Ὁ Σταυρός, ἡ Ἀνάστασις, ἡ Ἐκκλησία.
Πῶς τὸ ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: «Τώρα δὲν ὑπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, ἅδης. Τώρα ὅλα χαρά, χάρις στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀναστήθηκε μαζί Του ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τώρα μποροῦμε καὶ μεῖς νὰ ἀναστηθοῦμε, νὰ ζήσουμε αἰώνια κοντά Του… Τί εὐτυχία ἡ Ἀνάσταση! “Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον”. Ἔχεις δεῖ τὰ κατσικάκια τώρα τὴν ἄνοιξη νὰ χοροπηδοῦν πάνω στὸ γρασίδι· νὰ τρῶνε λίγο ἀπὸ τὴ μάνα τους καὶ νὰ χοροπηδοῦν ξανά; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκίρτημα, τὸ χοροπήδημα. Ἔτσι ἔπρεπε καὶ μεῖς νὰ χοροπηδοῦμε ἀπὸ χαρὰ ἀνείπωτη γιὰ τὴν Ἀνάσταση τὸν Κυρίου καὶ τὴ δική μας».
Τὸ σκίρτημα αὐτὸ δίνει ἀπαντήσεις.
Ψαρεύει νόημα ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ νερά. Φωτίζει καὶ ἀπαντᾶ στὸ κενό, στὸ ζόρικο μηδέν. Πῶς; Μὲ τὸ κενὸ τοῦ μνήματος.
ΟΡΘΡΙΣΩΜΕΝ ΟΡΘΡΟΥ ΒΑΘΕΩΣ
Τὰ τσόφλια τοῦ Ἅδη
συντρίβεις,
ἀγαπώντας.
Από το αφιέρωμα «Tο μηδέν και το νόημα» του περιοδικού Πειραϊκή Εκκλησία, τεύχος 29, Ιανουάριος 2018
Ο ζωγραφικός πίνακας ("Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης") που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Νίκου Εγγονόπουλου.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο