Αντώνης Σουρούνης
Κάποιες νύχτες που το γράψιμο τσινάει και δεν θέλει να προχωρήσει, ανοίγω την τηλεόραση. Αυτό κρατάει πέντε-δέκα λεπτά, γιατί σε λίγο έρχεται εκεί που κάθομαι και μ’ εξωθεί να συνεχίσω. Μπορεί να ζηλεύει που το παράτησα, μπορεί να με λυπάται, μερικές φορές όμως που με βλέπει προσηλωμένο, κάθεται πλάι και παρακολουθεί μαζί μου.
Μια τέτοια νύχτα άνοιξα πάλι την τηλεόραση κι αντίκρισα μια εικόνα που έμοιαζε με έγχρωμη φωτογραφία. Εδειχνε έναν παππού να κάθεται στον απλό καναπέ ενός απλού σαλονιού και να μιλάει απλά και συνεσταλμένα. Μιλούσε με χαμηλή φωνή, σαν να ντρεπόταν για όσα έλεγε, λες και το στόμα του δεν ήταν άξιο να τα προφέρει, και με τη γνώση ότι άλλοι τα είπανε εδώ και αιώνες καλύτερα απ’ αυτόν.
Φορούσε μια κόκκινη μάλλινη μπλούζα που στο λαιμό έφεγγε ο γιακάς από ένα μπλε πουκάμισο και κοιτούσε στο ίδιο σημείο δεξιά κάτι που εσύ δεν έβλεπες. Όσο μιλούσε είχε τα δάχτυλα ενωμένα μπροστά του, ούτε μια φορά εγκατέλειψε το ένα το άλλο για να τονίσει κάτι, να δείξει κάτι ή και για να ξυθεί. Όλες οι λέξεις εκφράζονταν με τον ίδιο ήχο, σαν να ήταν όλες παιδιά του με την ίδια ανατροφή και την ίδια αγάπη. Κι ούτε μια φορά βρήκε στα λεγόμενά του αιτία να χαμογελάσει.
Τη στιγμή που είπε κάτι συμπερασματικό, η εκπομπή σταμάτησε. Εμεινα με την αίσθηση ότι δεν είχα προλάβει να δω τίποτε. Ούτε όνομα ν’ ακούσω. Ευτυχώς το κανάλι ήταν το κρατικό, που μπορεί να βάζει τα καλύτερα προγράμματά του τις ώρες που οι άνθρωποι κοιμούνται, δείχνει όμως στο τέλος τους τίτλους. Έλεγα τα ονόματα των συντελεστών δυνατά για ν’ ακούσουν και τ’ αφτιά μου και να τα συγκρατήσουν. Πρόλαβα ν’ αρπάξω ένα όνομα τη στιγμή που χανόταν προς τα πάνω. Αναστασία Λαμπρία. Η Αναστασία ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που μου είχε πάρει συνέντευξη όταν άρχισα να δημοσιεύω και ήταν καιρός να της πάρω κι εγώ συνέντευξη.
«Μα, δεν ξέρεις τον Κώστα Μπαλάφα;» απόρησε. «Έχει φωτογραφίσει όλη την Ελλάδα. Ήπειρο, Γιάννενα, Μετέωρα, αντάρτικο, νησιά. Πάρε ένα βιβλίο του και θα δεις τους Έλληνες όπως δεν τους έχεις δει ποτέ σου».
Την ίδια μέρα πήγα και πήρα όλα τα βιβλία που ανέφερε η Αναστασία και τα άπλωσα στο πάτωμα. Είχα δει φωτογραφίες του Μπαλάφα και τις θαύμαζα, αλλά τώρα το πράμα άλλαζε.
Εδώ έβλεπα όλη την Ελλάδα μπροστά μου. Όχι πώς είναι – πώς ήταν. Γυναίκες και άντρες, παιδιά μικρά και μεγάλα, εκκλησιές και μοναστήρια, μοναχούς και παπάδες, σπαρτά, βουνά, ποτάμια, ζώα κάθε λογής, δάση, σπηλιές, λίμνες και θάλασσες. Έλληνες όπως στην πραγματικότητα ήταν κι όχι όπως θέλουν να τους κάνουν σήμερα κάποιοι, ούτε κι όπως θέλουν να φαίνονται οι ίδιοι. Άνθρωποι αληθινοί, που δεν μπορούν να πουν ψέμα στο ζώο τους, ούτε στο δέντρο ούτε στη βροχή ούτε στο χιόνι ούτε ο ένας στον άλλον.
Εποχές που οι καλοί και ντόμπροι ήταν περισσότεροι από τους κακούς, τους ψεύτες και τους άρπαγες. Άνθρωποι που δουλεύουν, που βρέχονται, που κρυώνουν, που γελάνε, που κλαίνε, που γλεντάνε, που παίζουν τα όργανα πάνω από φρέσκα μνήματα. Άντρες που χαμογελάνε στη γυναίκα τους και μάνες στα παιδιά τους. Άνθρωποι που πρόλαβαν και πέθαναν προτού κυριεύσουν τον κόσμο οι μπίζνες, οι μίζες, τα εξοχικά, τα κότερα και οι πισίνες.
Ολες οι φωτογραφίες σε μαύρο - άσπρο, έτσι όπως είμαστε οι άνθρωποι και με το βλέμμα, την έκφραση, την κίνηση όπως τό ’πιασε το μάτι του Μπαλάφα κι όπως το είχε πρωτοπιάσει το μάτι του Θεού.
«Ποτέ δεν έβγαλε λεφτά από τις φωτογραφίες», με πληροφόρησε η Αναστασία. «Και γιατί αυτό;». «Γιατί δεν θέλησε να πουλήσει ποτέ καμία. Πίστευε πως έτσι θα πουλούσε και τον αθώο άνθρωπο που φωτογράφιζε».
Τότε θυμήθηκα τα λόγια εκείνα που είπε ο Κώστας Μπαλάφας προτού χαθεί από την οθόνη. «Δεν είμαστε έθνος περαστικό, ήρθαμε για να μείνουμε». Αυτός θα μείνει σίγουρα.
πηγή: Ελευθεροτυπία, Τρίτη 2/09/2008
Ωραίο άρθρο από κάποιον που μας έχει συνηθίσει σε χυδαία κείμενα.
Φαίνεται πως κάτι από τη μορφή και τις φωτογραφίες του Μπαλάφα δόνησε κάτι βαθύτερο στην καρδιά του Σουρούνη.
Έχω δει μια έκθεση των έργων του Μπαλάφα κι έχω στη βιβλιοθήκη μου δύο από τα βιβλία του.
Αυτό για την Ήπειρο είναι καταπληκτικό! Έχει μπει μέσα στο πετσί και στην καρδιά των ανθρώπων, έχει επικοινωνήσει βαθύτερα μαζί τους, γι’ αυτό και τα πορτρέτα τους αναδίδουν αυτή την ανθρωπιά, την αδρότητα, τη λιτότητα, την αλήθεια και την αρχοντιά των απλών ψυχών που αρκούνται στα λίγα, εκφράζουν την εγκαρτέρηση με μια δοξολογία και σκορπίζουν τον πλούτο της αγάπης και της ύπαρξής τους χαμηλόφωνα στους άλλους. Οπωσδήποτε, κι ο Μπαλάφας ήταν μια συγγενική ψυχή, για να καταφέρει να βγάλει από μέσα τους αυτές τις ποιότητες και την αλήθεια τους.
Το άλμπουμ του όμως για το Άγιο Όρος με απογοήτευσε. Στημένες πόζες και επιφανειακή καταγραφή. Φαίνεται πως ο φωτογράφος δεν κατάφερε να εισδύσει στον εσωτερικό κόσμο των Αγιορειτών. Ας είναι.
Αιωνία, λοιπόν, η μνήμη αυτής της ευαίσθητης ψυχής. Ας ευχηθούμε ο Κύριος να αναπαύσει “ἐν σκηναῖς δικαίων” αυτόν που πόθησε τη δικαιοσύνη και την αλήθεια.