Λόγος εις Αλεξανδρον Κοσματόπουλο*

8
555

Κώστας Μαρτζούκος*

Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για τον Αλέξανδρο Κοσματόπουλο. Αισθάνεσαι ότι κρατάς στο χέρι σου ένα ρέον υλικό και βρίσκεσαι, συνεχώς, σε αδυναμία να το συγκρατήσεις. ΄Εχω να σας πω μόνο σκόρπιες σκέψεις και παρατηρήσεις. Θα προσπαθήσω, όμως, να τις πειθαρχήσω και να τις συμπυκνώσω σε δέκα σημεία, πιστεύοντας ότι αυτός μπορεί να είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να ανιχνεύσουμε τη συγγραφική φυσιογνωμία του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου.

1. Ποιος είναι ο Κοσματόπουλος; Είναι ένας άνθρωπος που επιμένει, εν καιρώ πολέμου, να γράφει ‘‘ποιήματα ελληνικά’’. Θέλω να πω κείμενα, τα οποία είναι εξ ορισμού εναντίον του χρόνου. Τον αισθάνομαι μέσα από τις γραμμές του να βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με αυτό που πάντα αποκαλούμε ‘‘πραγματικότητα’’. Ιδιαίτερα σήμερα, όπου τα πιο ‘‘πραγματικά πράγματα’’ του βίου, δηλαδή, ο έρωτας, ο θάνατος και η ομορφιά έχουν καταντήσει ‘‘είδηση’’ και ‘‘πληροφορία’’. Ελάχιστοι καταλαβαίνουμε ότι αυτά συνιστούν απλώς το προσωπείο της πραγματικότητας, παραμορφωμένης από τον πληθωρισμό της φλυαρίας, τον καταιγισμό της ενημέρωσης, το γάντζωμα από την επιφάνεια και την εξωστρέφεια. Η αληθινή ζωή απουσιάζει. Δεν θέλω τίποτα να εξιδανικεύσω και τίποτα να δραματοποιήσω αλλά, πολύ συχνά, τα κείμενά του μου θυμίζουν πλάνα από ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι, όπου ο ήρωας ενάντια στις θύελλες και στις καταιγίδες αγωνίζεται να κρατήσει ζωντανή τη φλογίτσα του κεριού του – αλλά και την ίδια στιγμή ακούω και την τελευταία φράση από τον «Γυάλινο κόσμο», λίγο πριν πέσει η αυλαία: ‘‘Ο κόσμος σήμερα φωτίζεται από αστραπές’’.
 

2. Aναρωτήθηκα πολλές φορές ποιο είναι το πρόβλημα που απασχολεί τον Κοσματόπουλο. Νομίζω ότι από το πρώτο του βιβλίο «Τα δύο φορέματα» μέχρι τον «Πιο σύντομο δρόμο», το πρόβλημα και το ερώτημα είναι ένα: Ποια είναι η πραγματική ζωή; Και τον βλέπω να συναντά τον Ρίλκε, τον ΄Ιψεν και τον ΄Ελιοτ, κυρίως όμως να διασταυρώνεται με τον Φερνάντο Πεσσόα και μάλιστα να δίνουν, και οι δύο, την ίδια απάντηση μέσα από διαφορετικό δρόμο. Προσέξτε αυτή την ενδιαφέρουσα σύμπτωση:

Λέει ο Πεσσόα:
΄Ολοι έχουμε δυο ζωές. Η αληθινή είναι εκείνη που ονειρευτήκαμε στην παιδική μας ηλικία. Η ψεύτικη είναι αυτή που ζούμε μέσα από το εμπόριο των άλλων, αυτήν που είναι πρακτική και χρήσιμη. Σ’ αυτήν εδώ πεθαίνουμε. Γιατί το να πεθαίνεις είναι το νόημα της ζωής.

Λέει ο Κοσματόπουλος:
Ακούγεται μέσα σου ο λόγος που θα ζωντανέψει την ύπαρξή σου, θα ζωντανέψει τις ακίνητες μορφές της μνήμης στη διάρκεια, που για να τις αγγίξεις και να τις αισθανθείς πρέπει να ωθήσεις τα πράγματα ως το θάνατο, το θάνατο που κανείς στις μέρες μας δεν θεωρεί αναγκαίο. Γιατί όλοι ζουν για να πεθάνουν και όχι για να ζήσουν πεθαίνοντας.

Μου άρεσε αυτή η σύμπτωση αλλά με γοήτεψε περισσότερο ο διαφορετικός τρόπος. Ο Πεσσόα ακολουθεί τον δρόμο του ονείρου, ο Κοσματόπουλος το δρόμο της πίστης. Ο Πεσσόα γράφει με τον άνεμο, ο Κοσματόπουλος γράφει με το νερό.

3. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η αναζήτηση της πραγματικής ζωής εμπεριέχει το αίτημα της ενότητας του κόσμου. Αυτή την ενότητα θέλει να αποκαταστήσει ο συγγραφέας έχοντας ταυτόχρονα πλήρη επίγνωση του συνόρου που διακρίνει την μία ζωή από την άλλη. «Το νήμα αναζητάς, το νήμα που συνδέει τους ζώντες με τους νεκρούς», λέει ο Κοσματόπουλος, συναισθανόμενος τον αγώνα και την αγωνία των ανθρώπων να βγουν στο φως της αγάπης, για να το συμπληρώσει με ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου του: «Και δεν γνωρίζουμε τι αγώνας χρειάζεται για να αποκατασταθεί σε μια έστω διαφορετική στροφή της σπείρας η ενότητα του κόσμου, όπου το δέντρο στην αυλή του σπιτιού μαραίνονταν όταν πέθαινε ο αδερφός στην ξενιτιά, και θόλωνε το δαχτυλίδι του γάμου όταν  η γυναίκα απατούσε τον ξενιτεμένο».

4. Αλλά ο δρόμος για την πραγματική ζωή είναι μια πορεία επώδυνη, γεμάτη ανατροπές. Μια διαρκής εξέγερση, μια διαρκής επανάσταση που, βεβαίως, δεν γίνεται ποτέ εξουσία. Και προϋποθέτει την παραίτηση, την αναχώρηση, την προσευχή, την εγρήγορση της αγρυπνίας, αν θα πρέπει να μιλήσουμε με όρους της χριστιανικής μυθολογίας. «ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ!», αναφωνεί ο ΄Ελιοτ. Πρέπει να εκμηδενίσεις κάθε ατομικό και κοινωνικό εγώ, πρέπει να συντρίψεις κάθε ατομικό και κοινωνικό προσωπείο που σε κρατάει δέσμιο της επιφάνειας, προκειμένου να αναδειχτεί και να λάμψει το ‘‘πρόσωπο’’, ελευθερωμένο από τη σύμβαση και το χρόνο. Δεν αποκλείεται αυτό ακριβώς να συμβολίζει και το φωτοστέφανο, που περιβάλλει τα κεφάλια των αγίων στη χριστιανική εικονογραφία. Λάμπει το πραγματικό τους πρόσωπο! Κι αυτό το φως είναι η δόξα της αλλαγής τους!

5. Τα σημεία που ανέφερα και τα οποία βρίσκονται σε αδιάσπαστη ενότητα μεταξύ τους συνιστούν τη γενεσιουργό αιτία, τον ‘‘λόγο’’ του λόγου του Κοσματόπουλου αλλά, ταυτόχρονα, και εκείνο που τον διαφοροποιεί και τον διακρίνει σε σχέση με ό,τι σήμερα αποκαλούμε ‘‘λογοτεχνία’’. Για τον Κοσματόπουλο, το πραγματικό είναι αυτό που δεν υπάρχει και, μ’ αυτή την έννοια, η κατάδυσή του σε ένα χώρο αόρατο προσδίδει στη σκέψη και στο λόγο του χαρακτήρα θεολογικό. Μόνο που αυτό δεν αποτελεί ούτε αφ’ υψηλού θεώρηση, ούτε ακαδημαϊκή διαπίστωση, ούτε λογοτεχνικό εύρημα. Είναι για τον ίδιο σωματική εμπειρία που βρίσκει έδαφος και τρόπο έκφρασης μέσα από τον πλούτο της ορθόδοξης παράδοσης και της Εκκλησίας, που παραδόξως, εξακολουθεί να παραμένει ανεξάντλητη χρυσοφόρος φλέβα, ανεξερεύνητη ακόμη και από εκείνους που συμβατικά ίσως ‘‘πιστεύουν’’. Στα κείμενά του ο Κοσματόπουλος πολεμάει το χρόνο με τον λόγο. Και ο λόγος γίνεται ροή νερού και το νερό γίνεται ύδωρ, και το ύδωρ αποκτά καθαρτήριο και εξαγνιστικό ρόλο. Ο ίδιος αγωνίζεται να δώσει σ’ αυτό το άπιαστο υλικό μια μορφή, ένα σχήμα, να το οδηγήσει σε μια κοίτη. Η ρέουσα σύσταση του υλικού του προσδιορίζει και το ‘‘πώς’’ με τα οποίο εκφράζεται. ΄Όταν κρατάς στα χέρια σου ρέον υλικό, ο τρόπος που θα το  διαχειριστείς δεν μπορεί παρά να είναι ρέων. Το ‘‘πώς’’, λοιπόν, προκύπτει εκ του ‘‘τι’’. «Εκ των πραγμάτων τα ονόματα και όχι τα πράγματα εκ των ονομάτων».

6. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο Κοσματόπουλος είναι ένα πρωτοποριακό είδος και ύφος λόγου, που δεν νομίζω ότι μπορεί να καταταχτεί πουθενά. Δεν είναι, βέβαια, μυθιστόρημα, δεν είναι ούτε διήγημα, ούτε νουβέλα, ούτε ίσως καν ‘‘πεζογράφημα’’. Θα το ονόμαζα απλά ένα ‘‘ρέον κείμενο’’, που επαναφέρει στον πεζό λόγο εξόριστα ποιητικά στοιχεία κι αυτά όχι ως ‘‘κοσμήματα’’ αλλά ως συστατικά του. Το ενδιαφέρον και η έκπληξη βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Κοσματόπουλος ούτε προσπαθεί ούτε ενδιαφέρεται να κάνει ‘‘λογοτεχνία’’. Στα κείμενά του δεν υπάρχει κανένα τέχνασμα, καμιά επίδειξη δεξιοτεχνίας ή ύφους. Το μόνο που υπάρχει είναι η ταύτιση με την αγωνία του και σ’ αυτό συντείνει και η αυστηρότητα του δεύτερου προσώπου που χρησιμοποιεί. «Να ξεκλειδώνεις, να λύνεις τον εαυτό σου ώσπου να χυθείς ολάκερος στο χαρτί. Το γράψιμο το αισθάνεσαι σαν να σμιλεύεις το σκαρί, με το οποίο θα ταξιδέψεις στον άλλο κόσμο».

7. Ρέει ο λόγος του Κοσματόπουλου. Ρέει επί οδών ποταμίων. Ρέουν τα κείμενα και στη ροή τους ανατρέπουν τα πάντα. Ανατρέπεται η τάξις των πραγμάτων. Ανατρέπεται η ιεραρχία των  αισθήσεων. Θυμάμαι τον ποιητή: «Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου». Είσαι εδώ αλλά βρίσκεσαι αλλού, δεν ξεχωρίζεις το αύριο από το χθες, το πριν από το τώρα. Επάλληλα στρώματα νεκρών και παλίμψηστα μνήμης ορίζουν την ύπαρξή σου. Ρέουν τα κείμενα, ονόματα απαριθμούνται. Απλές γυναίκες διηγούνται όνειρα και βίους αγίων, το αίμα των μαρτύρων και των ηρώων ζωντανό ακόμη. Ακούς συνομιλίες με περαστικούς και ασήμαντα περιστατικά του βίου αποκτούν συμβολική διάσταση. Ρέουν τα κείμενα, οι νεκροί πεθαίνουν τη δική μας ζωή, διερωτάσαι αν εμείς ζούμε το θάνατό τους. Αισθάνεσαι πανευτυχής επειδή δεν υπάρχεις. Νιώθεις πλούσιος από τις επώδυνες εμπειρίες σου. Αναμετράς τα οφέλη της ήττας σου και εύχεσαι να μην κερδίσεις ποτέ. Η Θεσσαλονίκη, ο Χολομώντας, η Καστοριά, το ΄Αγιον ΄Ορος, γίνονται εσωτερικά τοπία, μέσα στα οποία εκτυλίσσεται ένα ταξίδι εν ακινησία. Και πιο μακριά η Αλεξανδρούπολη – που όλο την πλησιάζεις, κι όλο απομακρύνεται – έχεις εκεί ένα ραντεβού, που συνεχώς αναβάλλεται. ΄Όλα ρέουν στα κείμενα του Κοσματόπουλου και με την τγριβη του λόγου αποκτούν μορφή και σχήμα μέχρι να καταλήξουν στην έξοδο, στην ένωσή τους με τον ωκεανό, στο «Δεύρο προς τον Πατέρα». Νομίζω ότι η διαρκής ανατροπή, όπως εγώ τουλάχιστον την αισθάνομαι, είναι αυτή που προικίζει τα κείμενα με το χάρισμα της υπέρβασης και ανάγει το λόγο σε μέσο παραμυθίας ύψιστης λυτρωτικής αξίας. Αποκαθίσταται η εσωτερική ενότητα, θεραπεύεται η ζωή – «κερδίζεις μια αίσθηση αιωνιότητας μέσα στο φθαρτό και εφήμερο».

8. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, νομίζω, και με τη Θεσσαλονίκη του «Σύντομου Δρόμου».  Θα σας φανεί παράξενο, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα το διαπιστώσετε κι εσείς διαβάζοντας το βιβλίο: ενώ το κείμενο είναι κατάφορτο ιστορικών αναφορών, και μάλιστα με ακρίβεια ημερομηνίας και ώρας, ενώ στις γραμμές του καταγράφονται δεκάδες γνωστά σημεία της πόλης με την πληρότητα και μεθοδικότητα ενός ταξιδιωτικού οδηγού, όλο το έργο κινείται εκτός τόπου και χρόνου. Ο Κοσματόπουλος μιλάει για την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη αλλά ταυτόχρονα την έχει υπερβεί. ΄Εχει αναληφθεί στον ουρανό της. Ξέρετε γιατί; Γιατί πρώτα έχει καταδυθεί στο μυστικό της υπέδαφος.

9. Προτελευταία ερώτηση: Για ποιον γράφει ο Κοσματόπουλος; Θα μπορούσα να σας έλεγα ότι γράφει για την ‘‘συντριπτική μειοψηφία’’ του εαυτού του ή ότι ‘‘γράφει για όλους και για κανέναν’’, αδιαφορώντας μάλιστα για την απήχηση και την ανταπόκριση των κειμένων του. Αλλά θέλω, παράλογα ίσως, να είμαι πιο συγκεκριμένος: ο Κοσματόπουλος γράφει για τρεις ομάδες ‘‘κοινού’’. Απευθύνεται πρώτα στους νεκρούς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγει και τον εαυτό του. Απευθύνεται ύστερα στους πολύ άρρωστους και τους ετοιμοθάνατους. Αυτοί μπορούν να νιώσουν απόλυτα τα κείμενά του, ακόμη και αν είναι αγράμματοι. Και τέλος, απευθύνεται σε όσους από εμάς διατηρούμε, έστω και λίγη, καθαρή καρδιά.

10. Τελευταία ερώτηση, εις εαυτόν αυτή τη φορά. «Κι εσύ που διάβασες όλα του τα βιβλία τι αποκόμισες»; Αποκόμισα αίσθηση χαράς και ελευθερίας. Αισθάνθηκα πολλές φορές ότι τελούσα, εν ζωή, το μνημόσυνο του εαυτού μου. Μου ήρθε συχνά στο μυαλό η προειδοποίηση του αγγλικού υπόγειου σιδηροδρόμου ‘‘Mind the gap’’ – προσοχή στο κενό. Θυμήθηκα το απίστευτο έθιμο των Ποντίων μας που συνεχίζουν να στρώνουν το πασχαλινό τραπέζι πάνω στους τάφους των νεκρών τους και ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι, στο οποίο συμμετέχουν και οι νεκροί. Πάνω απ’ όλα, όμως, διατηρώ την αίσθηση ενός τρελά ερωτευμένου ανθρώπου που ανακαλύπτει, έστω και αργά, πως δεν μπορούμε να δούμε, αν πρώτα δεν αγγίξουμε και δεν μπορούμε να ζήσομεν, αν πρότερον δεν αποθάνομεν.

Αναφορές

Κ.Π.Καβάφης: «Ο Δαρείος». * Αντρέι Ταρκόφσκι: «Νοσταλγία».

*Τενεσσή Ουίλιαμς: «Γυάλινος Κόσμος». * Ράινερ Μαρία Ρίλκε: «Γράμματα σε έναν νέο ποιητή». Χένρικ ΄Ιψεν: «΄Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί». * Φερνάντο Πεσσόα: «Ο ναυτικός». *Χρήστος Γιανναράς, «Επιφυλλίδες στο Βήμα». *Αλέξανδρος Κοσματόπουλος: «Ταξείδι στην Αλεξανδρούπολη» & «Ο πιο σύντομος δρόμος». * Τ.Σ.΄Ελιοτ: «Δυσκολίες πολιτευομένου». * Γεώργιος Βιζυηνός: «Το φάσμα μου». * Διονύσης Σαββόπουλος: «Μη πετάξεις τίποτα».

*Ομιλία στο βιβλιοπωλείο «Ιανός», με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου «Ο πιο σύντομος δρόμος». Θεσσαλονίκη, 4 Οκτωβρίου 1999

* Ο Κώστας Μαρτζούκος είναι Διαφημιστής, Σύμβουλος Επιχειρήσεων και Οργανισμών σε θέματα Εταιρικής και πολιτικής Επικοινωνίας. ΄Εχει γράψει, μαζί με τον Φ. Παπαπολύζο, το ιστορικό Λεύκωμα, ‘‘Hellads – Η Ελλάδα μέσα από τη Διαφήμιση (1940-1989)’’.

πηγή: Αντίφωνο

8 Σχόλια

  1. Αγαπητέ κύριε Μαρτζούκο,
    διάβασα το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενό σας για έναν συγγραφέα που παρακολουθώ από χρόνια, έτσι, ας πούμε, σαν άσκηση αναπνοής. Θα ήθελα να σταθώ σε δύο σημεία του κειμένου σας που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Το πρώτο είναι αυτό που λέτε ότι “ενώ το κείμενο είναι κατάφορτο ιστορικών αναφορών, και μάλιστα με ακρίβεια ημερομηνίας και ώρας, ενώ στις γραμμές του καταγράφονται δεκάδες γνωστά σημεία της πόλης με την πληρότητα και μεθοδικότητα ενός ταξιδιωτικού οδηγού, όλο το έργο κινείται εκτός τόπου και χρόνου”. Τ Και το δεύτερο είναι οι κατηγορίες ανανωστών που κατά τη γνώμη σας απευθύνεται ο Κοσματόπουλος.
    Να είστε καλά για τη χαρά που μου δώσατε. Θυμήθηκα μάλιστα και κάποιες φράσεις από τον “Τρίτο Αναβαθμό” του βιβλίου του “Αναβαθμοί και Στάσιμα”. Γράφει: “Αγκίστρι παραμικρό κρατάει το νου. Δάχτυλα που αίρονται μυστικά σε πόλεμο, χέρια που σηκώνονται σε νοερές συμπλοκές, επιδιώκοντας την όντως ζωή και πνοή, πέρα από τα σκύβαλα και τη χλεύη”.

  2. Εντάξει, και το καλαμπούρι έχει τα όριά του.

    Ο Κοσματόπουλος είναι πολύ σοβαρός και τίμιος άνθρωπος και συγγραφέας, για να υφίσταται τέτοια μεταχείριση.

  3. Καταθέτω μια προσωπική εμπειρία:Πρίν απο πολλά χρόνια έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Α. Κοσματόπουλου”Τα δύο φορέματα”.Το διάβασα ανύποπτος και ομολογώ δέν κατάλαβα τίποτα.Συγκράτησα όμως ορισμένα ποιητικά στοιχεία στο κείμενο,τα οποία με βοήθησαν αργότερα να διαπιστώσω οτι αυτό το είδος του λόγου κατάγεται ευθέως απο τα πατερικά κείμενα,τα οποία είναι εξ όρισμού ¨εκτός του κόσμου τούτου”.Φοβάμαι οτι, δυστυχώς,η άκρατη” θεολογία” τους
    τα έχει καταστήσει απρόσιτα και εν πολλοίς ανυπόληπτα.Τί μέλλον μπορεί να έχει αυτός ο λόγος στις μέρες μας,δέν ξέρω.Η ομιλία του
    κ.Μαρτζούκου φαίνεται να είναι μιά πολύ καλή εισαγωγή στο εργο του συγγραφέα,την εξέλιξη του οποίου,έκτοτε δεν παρακολούθησα.

  4. Ούτε κι εγώ ξέρω τι μέλλον μπορεί να έχει αυτός ο λόγος στις μέρες μας. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι λειτουργεί σαν καθρέφτης, όπου μπορεί να δει κανείς το πρόσωπό τους και τις παραμορφώσεις του. Και τούτο είναι που ενοχλεί.
    Όσο για τους τζουτζούκους και τα τζουτζουκλέρια το έχουν χάσει το παιχνίδι. Ο Κοσματόπουλος θα τρίψει τη μούρη πολλών σαν κι αυτούς.

  5. Και ποιος σου είπε, φίλτατε/η, πως εμείς ξέρουμε αν ο Κοσματόπουλος ενοχλήθηκε ή όχι από τα σχόλιά σου;
    Την άποψή μας καταθέτουμε για τη [u]δική σου[/u] συμπεριφορά και το ότι δεν είναι όλα πρόσφορα για ευφυολογήματα.
    (Μου θυμίζεις ένα μοναχό που όταν ο προϊστάμενός του τον έλεγξε για κάτι που δεν έκανε σωστά, του απάντησε: “Είσαι καλόγερος. Να κάνεις υπομονή”!)

  6. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι ένα κείμενο που γράφτηκε για μένα προ δωδεκαετίας θα προκαλούσε τέτοια διέγερση. Τι να πω. Πραγματικά το απόλαυσα….
    Ευχαριστώ και πάλι από καρδιάς τον αγαπητό φίλο μου “νεαρό διαφημιστή” Κώστα Μαρτζούκο με τον οποίο γνωριζόμαστε από το 1986 και αισίως διανύει το 65ο έτος της ηλικίας του.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ