Σε όλες τις διαστάσεις της, άξιες και ανάξιες, η ζωή το έχει αυτό το συγκλονιστικό ελάττωμα: αφήνει σκουπίδια. Η λέξη μοιάζει ρηχή και ματζόβολη όσο θυμίζει τη σκόνη, τα καθημερινά απορρίμματα, τα σκύβαλα, τα αποσαρίδια, τα απολουσίδια και τα αποβράσματα. Κάθε σπίτι αφήνει βρόμα πίσω του, όπως και κάθε μικρή ή μεγάλη πόλη. Τι να πούμε όμως για τα βιομηχανικά λύματα, για τα μολυσμένα ποτάμια και τα τοξικά που ενίοτε ποντίζονται στους ωκεανούς. Ενώ τα ζώα είναι πεντακάθαρα, ο άνθρωπος -το πιο βρόμικο ζώο - δεν αρκείται στη φύση ούτε στο φιλόξενο ξενοδοχείο του πλανήτη: αναλύει, διασπά, ανεβάζει από τα έγκατα της γης κοιτάσματα που απειλούν τα πιο αρχέγονα στοιχεία - το νερό και τον αέρα. Για να απολαύσει την ισχύ της η ανθρωπότητα πρέπει να είναι πολύ κοντά και απείρως μακριά από τη φύση.
Μόνο που η χωματερή δεν σταματά εκεί. Ο χρόνος και πιο σωστά η μηχανή του χρόνου αφήνει κι αυτή ρύπους, κατακάθια, επικίνδυνα ιζήματα. Μη σκοτίζεσαι, λέει η σοφή συμβουλή, και αυτό θα περάσει. Αύριο θα το έχεις ξεχάσει. Δοθέντος όμως ότι κάθε τι που διαβαίνει κάπου πηγαίνει, το παρελθόν αρχίζει να μοιάζει με απίθανη και ακατανόητη χωματερή που, έστω κι αν δεν επιστρέφει σαν εφιάλτης, διατηρεί στα σωθικά της το βιωμένο και το εν πολλοίς «χαλασμένο» μέλλον που τυχαίνει συχνά να επανέρχεται υπό άλλη μορφή, παίζοντας την παρωδία της αιώνιας επιστροφής. Όποιος χαλάει τον χρόνο καταδικάζεται σε ισόβια παθητικότητα, καθότι τον χαλάει πλέον ο ίδιος ο χρόνος. Τον χαλάμε για να μας χαλάσει, τον ξεχνάμε, αλλά ο ίδιος δεν μας ξεχνάει ποτέ.
Αν μπορούσε κάποιος να συλλάβει την πανανθρώπινη μνήμη συνολικά, σάμπως να πρόκειται για προσωπικό του βίωμα, εκείνο που πάνω απ' όλα θα τον συνέτριβε δεν αφορά τα άθλα του πολιτισμού που έτσι κι αλλιώς επιβιώνουν στην τεχνική, στα μουσεία και στους μύθους, παρά η χαώδης αναξιότητα προσώπων, πραγμάτων, έργων, πολέμων και ό,τι άλλο μπορεί να βιώσει η ανθρώπινη παράνοια. Λόγου χάρη, πότε αναρωτηθήκαμε για τα «σκουπίδια» που άφησε πίσω της μια από τις μεγάλες μάχες; Δεν πρόκειται για τις υλικές καταστροφές μόνο, αλλά για το ίδιο το έμψυχο υλικό που κατέφθασε στο πεδίο της μάχης ορθό και αρειμάνιο για να θαφτεί τελικά σε ομαδικούς τάφους κατά χιλιάδες. Η Ιστορία επιμένει σε αριθμούς, αλλά η χωματερή με τους τόνους οστά, τα διαμελισμένα πτώματα, το ακριβό αίμα που πότισε τα δοξασμένα ή τα άδοξα χώματα περνάει σε δεύτερη μοίρα. Ακριβέστερα, αποσιωπάται διότι η δύναμη του παρόντος αφορά πάντα τη φυγή προς το μέλλον.
Αν οι μεγάλες στιγμές απαιτούν θυσίες που τελικά εξιδανικεύουν το χυμένο αίμα, τι μπορούμε να πούμε για τις μικρές στιγμές, τα ιδιωτικά πάθη χωρίς φιλοδοξία, την αδιάπτωτη τριβή με τον χρόνο που δεν έχει μύθο, δεν κοιτάζει πέρα από τον ορίζοντα της εποχής, για το ρεύμα ζωής δηλαδή που μιμείται το ζην επειδή έτσι του υπαγόρευσαν, που ερωτεύεται επειδή άκουσε ότι υπάρχει ο έρωτας, που ζει από επιβεβλημένη συνήθεια και πεθαίνει εντέλει επειδή έτσι είναι το πανανθρώπινο και πανάρχαιο έθιμο; Το μεγαλείο και η φρίκη είναι συνοδοιπόροι κι όταν το μεγαλείο αποσύρεται, η φρίκη συνεχίζει ακατάσχετη, άλλωστε έχει πολλή δουλειά να κάνει. Αυτή έχει αναλάβει τη χωματερή, αυτή πρέπει «να πλύνει και να ξαναπλύνει τον ουρανό» για να παραδοθεί πεντακάθαρος στους επερχόμενους.
Μια ματιά στις τέχνες και στα έργα της ανεβάζει τη στάθμη της τραγικής και κωμικής ειρωνείας. Πόσοι είναι οι άνθρωποι που καταγίνονται με τη γραφή; Ουκ έστιν αριθμός. Το μεγάλο έργο, όπως ξέρουμε, τιμάται και αθανατίζεται. Σάμπως ο δημιουργός να έζησε όλες τις ιστορικές εποχές, παρελθούσες και μελλοντικές, η γραφή του γίνεται εσαεί ταυτότητα της ανθρωπότητας, όπερ σημαίνει ότι η χωματερή δεν την αντέχει· αντίθετα αντέχει και χωνεύει μακαρίως απειράριθμους γραφιάδες, εκατομμύρια βιβλία και βιβλιάρια που στοίχισαν σε μόχθο, αλλά η μοίρα τους τα έταξε στην αχόρταγη φωτιά. Τον έντυπο ορυμαγδό με άλλα λόγια, το θλιβερό κροτάλισμα γραφομηχανών και υπολογιστών, τη φτηνή δαψίλεια του άγραφου χαρτιού, τα σαθρά όνειρα που μόνο την ιδιωτική αυταπάτη υπηρετούν. Τόσοι ζωγράφοι, τόσοι ηθοποιοί, τόσοι ποιητές, τόσες «καλλικέλαδες φωνές» - όλα για τη χωματερή, όλοι εκτός ιστορίας.
Η μετριότητα βέβαια -όλοι εμείς με άλλα λόγια- διαθέτει τη σωτήρια άμυνα του αντικατοπτρισμού. Η αναξιότητα δεν είναι εύκολο επιτήδευμα. Ούτε κανείς γεννιέται για να τον πετάξουν στα σκουπίδια. Αυτό γίνεται σιγά σιγά και με πλήρη συνενοχή και συνεργασία. Δεν αρκεί να μιλάμε για άδοξες κεφαλές, αποσαθρωμένες μικροδημοκρατίες και φτωχά αρχίδια. Το σημαδιακό είναι ότι -όπως τους αθλητές στην εκκίνηση- η φιλοδοξία κάνει όλους τους καλλιτέχνες ίσους. Όλους τους ανταγωνιζόμενους ίσους. Άρα έχουν κι αυτοί δικαίωμα στη ζωή και -τυπικά- στο θέατρο της αξιοσύνης.
Μάλιστα η αναξιότητα, κοιταγμένη με άλλα μάτια, συγκροτεί κι αυτή μέγα μύθο. Οι κοσμοπλημμύρες που ζουν και πεθαίνουν σε κάθε εποχή ενσαρκώνουν μυρμηγκολογικά το πολυκέφαλο πλήθος, τα στίφη και τις μυριάδες, ήτοι το θαύμα της ανθρωπότητας που μπορεί να είναι ταμένη στη χωματερή, αλλά όσο ζει χαλάει και φτιάχνει τον κόσμο. Όταν κοιτάς έναν ξεχωριστό άνθρωπο, αναρωτιέσαι: τι νόημα έχει η ύπαρξή του; Όταν όμως ο ένας γίνεται δέκα, εκατό, χίλιοι, εκατομμύρια εκατομμυρίων το θέαμα υπερβαίνει κάθε δεδομένη κατηγορία. Το πλήθος είναι αδήλωτη θρησκεία και όπως όλες οι θρησκείες ψυχανεμίζεται τη ρήτρα του τέλους και της ακατανόμαστης απώλειας.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Τζον Όρτον: Loot, μτφρ. Τώνια Ράλλη, εκδόσεις Σκρίπτα. Ο ορισμός της μαύρης κωμωδίας.