ΠΡΟΟΙΜΙΟ Ι
Ὕπνος διὰ βίου, πρόβα τοῦ θανάτου. Νυχτώνει κι ὅλα θὰ καοῦν στὸ χιόνι. Τὸ φέρνει μαῦρο κι ὅλο τὸ πετρώνει
ὁ χιονιστὴς Βορρᾶς. Καὶ νά ̓το,
ἔστερξε ἀληθινὸ τ’ ὄνειρο τῆς ζωῆς. Προπόνηση, στὸ μέγα ξύπνημα νὰ βγεῖς. Τώρα τὸ στῆθος σου εἶναι φρέσκο χῶμα
μὲ τὰ κεριὰ καρφιὰ φέγγους ἀπ’ τ’ ἄλλο σῶμα.
Στάλες στὴν θράκα καὶ στὸ παραγώνι. Ὅλος ὁ βίος γιὰ τούτη τὴν στιγμή.
Δὲν κράτησες ποτέ σου μιὰ δραχμή,
νόμισμα –ὅπως οἱ ἄλλοι– νὰ πληρώνεις
μὲ λέξεις τοῦ καιροῦ τὸν Τραπεζίτη. Σταλαγμοὶ ἀπὸ τῆς θάλασσας τὸ περιβόλι, οἱ στερνοὶ λυγμοί.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΙΙ
Αὐτὸς ποὺ ἔκοβε φέτες τὸ φεγγάρι
γιὰ νὰ ταΐσει πεινασμένα δέντρα,
ἔβλεπε ἐντός τους σκουριασμένα κέντρα καὶ τῆς θαλάσσης τὸ αἶμα καὶ τὴν χάρη.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔγραφε μὲ φτερουγίσματα πουλιῶν τρεμάμενο τὸν ἴσκιο τῆς ψυχῆς του,
σ’ ἀσημοχρύσαφα νερὰ τοῦ Παραδείσου βάφτιζε τὸ τριμμένο του παλτό.
Πῶς, Βαπτιστά, τὸ πορφυρὸ ὄνομά σου ράμφισε σὰν σταφύλι ἡ φωνή του.
Καὶ μέθυσε κι ἐδέχθη τὴν ποινή του.
Κι εἶδε τὸ Ἀρνίο ποὺ κήρυξε ἡ χαρά σου. Καθὼς χυνότανε στὴν ἅγια σιωπή του,
ἡ θαλπερὴ φτερούγα σου ἔγινε ἡ Μονή του.
2
Ἀνδρέα Καρκαβίτσα, Γιάννη Βλαχογιάννη πουλιὰ φωλιάσαν, παιδιόθεν, στὴν ψυχή μου καὶ τῆς ἀνοίξανε τὰ μάτια γιὰ νὰ κάνει
τὸ δάκρυ τ’ οὐρανοῦ, μελάνι καὶ βροχή μου.
Ἄγγελοι στὴν Εὐαγγελίστρια
εὐχὴ μοῦ ψέλναν γιὰ ν’ ἀντέχω τοὺς τελῶνες κι ἡ Θεοτόκος Κόρη στὴν Κουνίστρα
μὲ ψίθυρους κεριῶν μοῦ ’δειξε πόρνες,
Φτερὰ τοῦ πόνου, ζαφειρένια σεῖστρα.
Ἀδελφὲ ̓Ιωάννη, Φίλτατέ μοι Ἀνδρέα Ἔφορος, Χωροφύλαξ, Εἰσπράκτωρ Δημοσίου
καὶ Φραγκορράπτης, Γραμματεὺς Ἀρχείου
ὅλοι ἴδιο πρόσωπο, σὲ μιὰ παρέα.
Φυσοῦνε τῶν ἀρρήτων ἱερογλυφικά, μ’ αὐτοὶ ὡραῖα –γαυγίζουν ἑλληνοδιδάσκαλοι κάλπικου βίου–
λόγια παχιά, τοῦ Κέρβερου ὑλακές, μιὰ κουδουνίστρα –χθές, αὔριο, πάντα– τοῦ θανάτου, ἀγοραία.
3
Χθές, αὔριο, πάντα ὑλακὲς θανάτου. Καὶ πάντα γιὰ ζωὴ περνοῦσε ἡ νέκρα, γιὰ ἔρωτας ὁ κυνέρωτας, ποὺ ἡ χαρά του σβήνεται στὰ γκριζόνερα τῆς τέφρας.
Γιὰ ἐσᾶς πατρίδα μιὰ ἄδεια λέξη.
Ποιὸν μοῦ ἀπονέμετε σταυρό, τίνος σωτῆρος; Βαστάζων τὸν Σταυρόν μου, ἔφθασα. Θὰ φέξει ἐδῶ, κι ἂς μὲ χρεώσατε στοῦ σκοταδιοῦ τὸν κλῆρο.
Περνάει στὶς φλέβες τοῦ χιονιᾶ τὸ κρύο
μὰ τὸν χρυσό του σπόρο, σπέρνει στὴν ψυχή. Μοναχός, στοῦ χειμῶνα τὸ σφαγεῖο,
ἡ ἀνάσα μου ἀνεβαίνει στοναχή. Ἐντός μου τούτη ἡ στιγμὴ κρυφὸ κελλί. Ἡ βρύση τοῦ φωτός της, γάργαρη ἰαχή.
4
Νομίσματα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς
μὲ ἀνάγλυφες τὶς προτομὲς Καισάρων, πέφτοντας μὲ τὴν λάμψη μιᾶς βροχῆς ἀστεροειδῶν, σὲ θησαυροφυλάκια Μεγάρων
πνίγοντας κάθε σκίρτημα ψυχῆς –
νομίσματα τῆς κάθε ἐποχῆς.
Ὡς νὰ ἤμην ὁ λαμβάνων, ὄχι ὁ δίδων
μὲ τὴν δαμόκλειο σπάθη τῶν φροντίδων
–τὶς ἀδελφές, τὸν ἀδελφό μου, τοὺς γονεῖς–
πέρασα αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀφανής. Ὅμως τὸ νόμισμα ἐκ λίθου πολυτίμου,
κομίζω, ἐν εἴδει γλίσχρου ἀντιτίμου,
τὸν μαργαρίτη πού, ὡς κόχλος, ἡ καρδία ἐκ Σοῦ, προήγαγε, σεπτὴ παραμυθία.
6
Θάλασσα, λέξις προελληνική, πελασγική.
Τῶν Δωριέων κατόπιν, Ἀχαιῶν, Ἰώνων.
Μ ̓ ἀνατριχίλες, λεῖο δέρμα, μουσικὴ βακχευόντων κυμάτων, οἰστρουμένων αἰώνων.
Δέντρο κρεμάμενο στὸν βράχο, μόνο (τὰ δέντρα ἔχουν μνήμη, κρατοῦνε πόνο λένε οἱ σοφοί), λυώνω καὶ γέρνω.
Ἴσκιους πουλιῶν στὴν θάλασσα φέρνω.
Ἡ θάλασσα ἀστράφτει καὶ λάμπει
στοῦ δέντρου τὸ αἷμα. Ν ̓ ἀντέχει χειμῶνες. Ποὺ σβήνουν τὰ ὄρη, ποὺ φεύγουνε κάμποι
τὸ δέντρο θυμᾶται καὶ κλαίει τοὺς αἰῶνες. Δάκρυ τὸ δάκρυ, γεμίζει θάμβη
κι ἀποχαιρετίζει θαλάσσιους λειμῶνες.
9
Μιλτιάδη Μαλακάση, Παῦλε Νιρβάνα προσεύχεσθε καὶ γρηγορεῖτε.
Δὲν εἶναι ὁ θάνατος τοῦ σκότους Μάνα ἔψαλλα κάποτε. Νὰ θυμηθεῖτε.
Τώρα, θυμᾶμαι πάλι, τὴν ἡμέρα τῆς θανῆς μου, πού, ὅπου νά ’ναι, νά ̓την, ξημερώνει.
Γιατὶ τὴν περιδιάβαζα στὶς ἀφανεῖς μου νύχτες. Κι ἔπειτα, λίγο-λίγο, νὰ μερώνει
σὲ κάθε κόμπο τῆς εὐχῆς, καὶ νὰ χαράζει ὅπως ἀνοίξεως λυκαυγὴς κῆπος μὲ κρίνα, ἔαρ ν’ ἀνατέλλει σὲ πασχάλιο ἁγιάζι.
Μιλτιάδη, παιδί μου Παῦλε, ὄχι κινίνα. Ἀνάβει, μὲ τὸν ρόγχο, λύχνος στὴν ἀνάσα.
Τὸ χῶμα τῆς ἐπιστροφῆς, χάδι κι ἀνάσταση.
12
Αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν θὰ σβήσει, οὔτε μὲ κρότο οὔτε μὲ λυγμό. Θὰ βασιλέψει, θαλασσόβρεχτος, στὸ τελευταῖο μου δάκρυ. Σμήνη ἐποχῶν μὲ λαμπερὰ φτερὰ θὰ σηκωθοῦν
στὸν ἔσχατο σφυγμό
κι ἀπὸ χρυσόσκονη ἱερὴ τῶν παιδικῶν μου χρόνων νέφος
θὰ μὲ πάρει.
Μορφώ, Λενιώ, Φωλιώ, Θέκλα, Μελάγχρω κι Ἀσμινιώ Πολύμνια, μὲ τὰ μέλη μελιχρά, συγχεόμενα
στὸ φέγγος τῆς σελήνης
μελίχρυσοι, χλοάζοντες λαιμοί, βόστρυχοι, πλόκαμοι νερῶν νεόφυτοι κυπάρισσοι, προάγγελοι ἑνὸς τάφου τῆς γαλήνης.
Ἔκλαψα. Ἀντάμα κυματίζουν φόβος, ἄγρια χαρά, ξενιτεμός, ἀλλ’ ὅσο ζοῦσα, ἑτοιμαζόμουνα γιὰ τὴ μεγάλη ἐπιστροφή.
Ἔρωτα τῶν ἐρώτων εὐδοκεῖς ὥστε ἡ καταστροφὴ
τῶν λόγων, νὰ εἶναι κάλεσμα. Τραπέζης οὐρανίου τρυφή,
ὁ χαμός.»
πηγή: Aντίφωνο, Δ. Κοσμόπουλος: Κρυπτόλεξο, Γιὰ τὴν νύχτα τῆς 2ας πρὸς 3η Ἰανουαρίου 1911, εκδόσεις Δόμος
Τούτη η ποίηση βιώνεται ως ¨τό αναστάσιμο δάκρυ¨.
Θερμές ευχαριστίες.
ΥΓ. Μιά εντελώς προσωπική- και εκτός των ενδιαφερόντων του Αντιφώνου-ερώτηση:μήπως σας είναι γνωστό το ποιητικό έργο του Χρήστου Μπράβου;
Θερμά συγχαρητήρια στο Δημήτρη Κοσμόπουλος. Ποίηση αληθινή για τον κυρ- Αλέξανδρο που στέκει η αναφορά μας παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν απο την κοίμησή του.
Γεια σου Δημήτριε!
Συμφωνώ απολύτως με τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο. ΄Οχι, δεν είναι θρηγνητικό άσμα, ελεγεία, αλλά μάλλον πανήγυρις.
Δημήτρη Κ. η ποίησή σου αγγίζει τα όρια της ύπαρξης, γίνεται σκαλί προς την αιωνιότητα… θερμά συγχαρητήρια!!!
Συγχαρητηρια Δ.Κοσμοπουλε, μας αγγιζεις με τη ποιηση σου!