Ἡ ἐκκλησία βρίσκεται στὸ μέσον μιᾶς διπλῆς κρίσης: (α) Τοῦ Κορωνοϊοῦ – ποὺ κλῆρο καὶ λαό, ἰεράρχες καὶ ἁπλοὺς πιστούς, μᾶς βρῆκε καὶ μᾶς ἄφησε ‘ἀδιάβαστους’. (β) Τοῦ διορθοδόξου σχίσματος – ποὺ στὴν ἀρχὴ φάνηκε σὰν ἕνα ἀκόμα ἐπεισόδιο τῆς ὑποβόσκουσας μακρᾶς ἑλληνορωσικῆς διένεξης, ἀλλὰ πλέον διχάζει τὸ σύνολο τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου μὲ τρόπο πολὺ πιὸ βαθὺ καὶ πιὸ μόνιμο ἀπ’ ὅ,τι θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διανοηθεῖ. Φαίνονται σὰν δύο ἄσχετα μεταξύ τους πράγματα, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Καὶ τὰ δύο μαζὶ συνοψίζουν τὶς δύο ὄψεις τῆς σχιζοειδοῦς – μὴ χριστιανικῆς, μὴ ἐκκλησιαστικῆς – σχέσης ποὺ ἔχει στὶς μέρες μας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (οἱ πιστοί, οἱ θεολόγοι, οἱ ἰεράρχες, οἱ τελετουργίες, οἱ θεσμοὶ) τόσο μὲ τὸν κόσμο στὸν ὁποῖο ζεῖ, ὅσο καὶ μὲ τὸν ἑαυτό της. Ἐξαγγέλεται τὸν ἐξαγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, τὴν ὥρα ποὺ ἡ ἴδια ἀδυνατεῖ νὰ τὸν αἰσθανθεῖ πραγματικὰ καὶ νὰ τὸν βιώσει συνειδητά.
* * *
Ἦρθε ὁ Κορωνοϊός, σὰν σύγχρονη μάστιγα τοῦ Θεοῦ, νὰ περιγελάσει τὴ μεγαλόσχημη ἱεροπρέπεια κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ κρύβαμε τὸν πνευματικὸ ἀναλφαβητισμό μας. Aὐτὴ ἡ ἀπειροελάχιστη σὲ μέγεθος ὕπαρξη ἔφερε μὲ ἀδιαμφισβήτητο τρόπο στὸ φῶς αὐτὸ ποὺ οἱ περισσότεροι κλείναμε τὰ μάτια για νὰ μὴν τὸ δοῦμε: Πὼς ἐμεῖς – οἱ κληρονόμοι καὶ φύλακες, ὑποτίθεται, τοῦ ἀληθοῦς δόγματος – δὲν ἔχουμε τελικὰ κοινὴ αἴσθηση καὶ κοινὴ ἀντίληψη τοῦ κεντρικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου· σὲ τὶ συνίσταται ἡ κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἴματος τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.
Αὐτὸ τὸ μυστήριο θέλησαν πολλοὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν, ἀλλὰ τὸ ἔκαναν μὲ μιὰ ἀφελὴ ἁγιοβασιλιάτικη ἢ μαγικὴ ἀντίληψη τοῦ ἱεροῦ, ὡς δῆθεν φυλαχτοῦ ἀπὸ κάθε φυσικὸ κακὸ καὶ κάθε ἀσθένεια. Ἄλλοι φροντίσαμε νὰ ξεφορτωθοῦμε ἐντελῶς κάθε αἴσθηση ἱερότητας καὶ συστοιχηθήκαμε μὲ τὶς ἀγωνίες καὶ τὰ ἄγχη τοῦ αἰῶνος τούτου, ὑποβιβάζοντας τὸ θυσιαστικὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης σὲ ἠθικοπλαστικὲς κοινοτυπίες τοῦ τύπου «κρατάμε ἀποστάσεις …ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον». Καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ δείξαμε ότι μᾶς λείπει μιὰ βιωματικὰ ἰσχυρή, ρεαλιστικὴ καὶ ὂχι φαντασιακή, αἴσθηση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἱεροφάνειας καὶ τοῦ θαύματος. Ὅτι μᾶς λείπει μιὰ ἐναλλακτικὴ πνευματικὴ ἀξιολόγηση τῆς ὑγείας καὶ τῆς ἀσθένειας, τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ πόνου, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
Ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ ἰεραρχία δέν ἔκανε οὖτε τὸ στοιχειῶδες: νὰ πάρει, ὣς ὄφειλε, ἐξ ἀρχῆς καὶ μὲ δική της εὐθύνη λελογισμένα μέτρα προσαρμογῆς τῶν ἀκολουθιῶν καὶ γενικότερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στὶς ἔκτακτες συνθῆκες τῆς πανδημίας. Πολλῶ δὲ μᾶλλον δὲν ἦταν σὲ θέση οὔτε κἂν νὰ διανοηθεῖ εὐρύτερες πρωτοβουλίες οὐσιαστικῆς παρηγοριᾶς καὶ ἀνόρθωσης τῶν τρομαγμένων κοινωνιῶν μας καὶ πνευματικῆς ἀνασυγκρότησης τῆς ἴδιας τῆς ἐκκλησίας. Περιορίστηκε σὲ μιὰ συντεχνιακοῦ τύπου ἀμυντικὴ ὑπεράσπιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ρουτίνας, ἐνῶ ὅταν ἔφτασε ὁ κόμπος στὸ χτένι ὑποτάχθηκε μὲ ἀνακούφιση στὶς ἐπιταγὲς τῆς ἁπλῆς κοινῆς λογικῆς, τοῦ κράτους καὶ τῶν μέσων ἐνημέρωσης. Ἔτσι ἤρθαμε σὲ σύγκρουση ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ τὴν περιβάλλουσα κοινωνία, ποὺ ἕνα μεγάλο κομμάτι της βλέπει πλέον τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ διδασκαλία της σὰν ἀπειλή.
* * *
Διαφορετικῆς φύσεως φαίνεται νὰ εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ διορθοδόξου σχίσματος, ἔχει ὅμως τὴν ἴδια πνευματικὴ ρίζα. Ἡ ρίζα αὐτή, ὅπως καὶ στὴν κρίση τοῦ Κορωνοϊοῦ, εἶναι ἡ ἀσαφὴς αἴσθηση αὐτοῦ τούτου τοῦ μυστηρίου τῆς ἐκκλησίας ὅπως αὐτὸ ἐκδηλώνεται μέσα στὴν ἱστορία. Εἶναι ἡ ἐλλιπὴς κατανόηση τῆς ἁγιοπνευματικῆς συγγένειας ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία καὶ τὴν κοινὴ πίστη. Πρόκειται γιὰ ἕνα βαθὺ πνευματικὸ κενό, ποὺ ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα κακά, ἔχει ὡς αποτέλεσμα καὶ τὴ μετάλλαξη τῶν ἡγετικῶν θεσμῶν τῆς ἑκκλησίας· τὴ μετατροπή τους ἀπὸ θεσμοὺς ποιμαντικῆς μέριμνας σὲ δομὲς ἐξουσίας, ἢ ἀκόμα χειρότερα, σὲ ἰδεολογικὰ σύμβολα μαζικῆς ψυχολογικῆς χειραγώγησης.
Ἀσφαλῶς τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι καινούργιο, καὶ ἔχει μὲ πολλοὺς τρόπους ἐπαναληφθεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἢδη χρόνους. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐκκλησιαστικὲς δομὲς ἔχουν ἐμπλακεῖ σὲ εὐρύτερα παιχνίδια ἐξουσίας, σὲ συγκρούσεις, συναλλαγές, προδοσίες κλπ, μπαίνοντας στὴν ὑπηρεσία τελείως κοσμικῶν στόχων, ποὺ γιὰ προφανεῖς λόγους ἐνδύονται μὲ εὐσεβεῖς, ὑποτίθεται, σκοπούς. Δυστυχῶς αὐτὸ συμβαίνει καὶ σήμερα στὴ διαμάχη γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ αὐτοκέφαλο ποὺ προκάλεσε τὸ σχίσμα. Ἐκκλησιολογικὰ ἐπιχειρήματα, εἴτε ἱστορικῆς εἴτε θεολογικῆς φύσεως, διατυπώνονται προσχηματικά, καὶ χρησιμοποιοῦνται ἐργαλειακὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν ἐπιλογὲς ἄλλου εἴδους. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐργαλειακὴ χρήση τῆς θεολογίας, τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων, τῶν συνόδων κλπ, εἶναι ποὺ περισσότερο ἀπ’ ὅλα ἀποκαλύπτει τὸ πνευματικὸ κενὸ πάνω στὸ ὁποῖο ἀκροβατοῦν καὶ οἱ δύο πρωταγωνιστὲς τῆς σύγκρουσης: καὶ ἡ Μόσχα καὶ τὸ Φανάρι.
Ἡ πρόσφατη κρίση στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δείχνει ὅτι ἡ διένεξη γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ δὲν περιορίζεται στὴν παραδοσιακὴ σύγκρουση Μόσχας-Φαναρίου, οὔτε ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ὑποτιθέμενη ἀντιπαράθεση τῆς ρωσικῆς μὲ τὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία. Ἀγγίζει βαθύτερα ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ὑπόστασης. Ἀπόδειξη εἶναι ἡ πρόσφατη κρίση στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Ἀλλὰ καί πρίν ἀπ’ αὐτό, ἡ στάση ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων ἀδιαμφισβήτητης ἀκεραιότητας, ὅπως ὁ Ἀλβανίας Ἀναστάσιος ὴ ὁ Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ. Ὁ τελευταῖος τὸ εἶχε πει μὲ τὸν πιὸ ἁπλὸ καὶ ἀφοπλιστικὸ τρόπο σὲ μιὰ συνέντευξή του στὸ Οὐκρανικὸ τηλεοπτικὸ κανάλι Inter TV στὰ τέλη Μαρτίου 2019: « Ἀνησυχῶ γιὰ τὴ χρήση βίας καὶ εἶμαι βαθιὰ πεπεισμένος ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε μιὰ λύση μέσω τῆς βίας καὶ τῆς καταπίεσης».
Εἰδικὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὀρθοδόξους χριστιανοὺς εἶναι φοβερὸ τὸ σκάνδαλο, νὰ βλέπουμε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ἀδιαμφισβήτητο συμβολικὸ κέντρο τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν σὲ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ ἐμπλέκεται σὲ βρώμικα παιχνίδια γεωπολιτικῆς. Λένε πολλοὶ ὅτι ἡ συμπόρευση μὲ τὶς ΗΠΑ εἶναι γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο ὑποχρεωτικὴ ἐπιλογὴ ἐπιβίωσης. Λένε ἄλλοι ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο στηρίζει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ αὐτοδιάθεση τῶν Οὐκρανῶν. Μὰ ἂν ἦταν νὰ κάνει τὸ δεύτερο, ὄφειλε νὰ τὸ κάνει ὂχι μὲ ὅρους ἰσχύος, ἀλλὰ μὲ ὅρους πνευματικοὺς καὶ ἐκκλησιολογικὰ ἔγκυρους: (α) παίρνοντας τὶς μέγιστες δυνατὲς ἀποστάσεις ἀπὸ τὰ σχέδια καὶ τὶς στρατηγικὲς τῶν ΗΠΑ καὶ κάθε ἄλλου ἀπὸ τοὺς στρατηγικοὺς παῖκτες στὴν περιοχή, καὶ (β) ἐξασφαλίζοντας τὴ μέγιστη δυνατὴ ἐκκλησιαστικὴ συναίνεση – ἂν ὂχι τῆς Ρωσίας, ὁπωσδήποτε τῶν ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν.
Καὶ ἂν πάλι ἡ συμπόρευση μὲ τοὺς Ἀμερικανοὺς καὶ ἡ ἐμπλοκὴ στὰ σχέδιά τους εἶναι πράγματι ὅρος ἱστορικῆς ἐπιβίωσης γιὰ ἕναν πνευματικὸ θεσμὸ σὰν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τότε θὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἀναρωτηθεῖ – καὶ πρῶτοι ἀπ’ ὅλους οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἡ μοίρα τοὺς ἔχει φέρει νὰ διαχειρίζονται αὐτὴ τὴ βαριὰ κληρονομιὰ – τὶ εἶναι αὐτὸ που πρέπει νὰ διασωθεῖ; Ὁ θεσμὸς ἢ ἡ ἀλήθεια ποὺ αὐτὸς ἐνσαρκώνει; Καὶ ἂν τὸ ἕνα πρέπει νὰ γίνει εἰς βάρος τοῦ ἀλλου, τότε μᾶλλον σὲ κάποια δαιμονικὴ παγίδα ἔχουμε πιαστεῖ.
* * *
Καὶ στὶς δύο αὐτὲς προκλήσεις, τοῦ Κορωνοϊοῦ καὶ τοῦ διορθοδόξου σχίσματος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια σκιάζεται ἀπὸ νόθα ὑποκατάστατά της. Ὑπὸ προϋποθέσεις αὐτὴ ἡ ἀνεπάρκεια θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ εὐκαιρία πνευματικῆς ἀνασυγκρότησης. Ἀρκεῖ νὰ μπορούσαμε νὰ τὴν ἀντικρύσουμε χωρὶς ὑπεκφυγές, καὶ νὰ ζητήσουμε προσευχητικὰ καὶ χωρὶς ψευτοθεολογικὲς διασφαλίσεις τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ – ὂχι δηλαδὴ σὰν τὸν Φαρισαῖο τῆς παραβολῆς, ἀλλὰ σὰν τὸν Τελώνη. Καὶ νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι νὰ ἀναλάβουμε δημιουργικὰ τὶς ἀναγκαίες ἀναγεννητικὲς πρωτοβουλίες. Δύσκολο… Ἀμήν!
ΣΗΜ. Tὸ κείμενο δημοσιεύθηκε τὸν Σεπτέμβριο 2020 στὸ θεωρητικὸ περιοδικὸ “Τὸ Κοινὸν τῶν ὡραίων τεχνῶν” (τεῦχος 9, σελ. 3-4).
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, σκηνή από την Παλαιά Διαθήκη.
Εξαιρετικής παρρησίας και διαύγειας κατάθεση.
Συμφωνώ με τον Ε.Κοροβίνη. Επίσης το άρθρο του ΒΞ μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την αναγκαία συζήτηση περί της πνευματικής κρίσης ειδικότερα στην εκκλησία. Οι προκλήσεις, όπως ο κωρονοϊός, είναι χρήσιμες σε ανακατανοήσεις, υπερβάσεις κτλ. Είναι φανερή πέριξ η αμηχανία περι τα δόγματα, την επιστήμη κτλ. όπως και η σιωπηρή προσμονή πολλών για αναγκαίες ανακατανοήσεις περί πολλά σήμερα… Ακόμα και η “εξ αγάπης στον πλησίον” επίθεση ιεραρχών κτλ. σε αντιεμβολιαστές δεν είναι παρά ξόρκι στη δική τους αμηχανία, το ίδιο χαρακτηριστική όσο και ο ζηλωτισμός της απέναντι πλευράς. Θεωρώ ωστόσο ότι θα χρειαστεί να σπάσουν αυγά περί το θέμα οπότε κι ανάλογη προσοχή. Συναπαραίτητα εδώ, μεταξύ άλλων, είναι α] η επίγνωση ότι η ανακατανόηση δεν θα είναι σύντομη αλλά επώδυνη ορισμένως και μακρού χρόνου, πρόσφορου έτσι για ανακουφιστική ολιγωρία ή άγονους καυγάδες, οπότε και οι σχετικές καταθέσεις απαιτούν, πλάϊ στην παρρησία, σχετική περιχωρητική μετριοπάθεια… β] θα χρειαστούν εξ αρχής εισηγητικές διαυγείς συμβολές περί κομβικά και συμβολικά σημεία στό όλο ζήτημα παγανισμού-χριστιανισμού γ] θα χρειαστεί να ενθαρρυνθεί και συμμετάσχει απαραιτήτως η “μεσαία” σχετική διανόηση [πχ. οι καθηγητές θεολογίας και φιλοσοφίας ΜΕ, νέοι μορφωμένοι κληρικοί κτλ.] πράγμα που απαιτεί και οργανωτικές πρωτοβουλίες και κατάλληλες ενθαρρύνσεις …
Γράφετε: “…εισηγητικές διαυγείς συμβολές περί κομβικά και συμβολικά σημεία στό όλο ζήτημα παγανισμού-χριστιανισμού”. Παραδείγματα παρακαλώ;
Δεν μπόρεσε κανείς να αντιληφθεί πότε ακριβώς και πώς η διάσωση από την αρρώστια μέσω των τρεχόντων ιατρικών γνώσεων πρόληψης και θεραπείας κατέστη “αμαρτία”.
Η πόρτα έσπασε και μεγάλη κακοκαιρία ακολουθεί, ενώ η πανδημία αυτή ήταν μόνο ο προάγγελος. Θα περίμενε κανείς ότι η ζητούμενη σύνθεση θα ήταν απλή και θα είχε να κάνει με τη διάσωση του φορέα, του σώματος δια του οποίου διαιωνίζεται η Πίστη. Αν και κάνω βουτιά σε βαθιά θεολογικά και αχαρτογράφητα για μένα νερά, δεν πιστεύω ότι το δόγμα της Πίστης μας ζητάει οπουδήποτε την ανθρωποθυσία, ως γεγονός ή έστω ως πιθανότητα και ως κίνδυνο, προς επιβίωση, απόδειξη ή ενίσχυσή της. Ωστόσο, οι χειρισμοί που έγιναν πλέον καθιστούν την αποδοχή της παραπάνω απόψεις περίπου ως ήττα και υποχώρηση της εκκλησίας, γεγονός καταρχάς ανεπίτρεπτο.
Η πολιτική ηγεσία κατάφερε να κηρύξει με επιτυχία την “έκτακτη ανάγκη”, αποφασίζοντας προσωρινά ενάντια στον ίδιο τον μηχανισμό διαιώνισης της, που είναι η “καπιταλιστική οικονομία των ελεύθερων ατομικών επιλογών με τακτική δημοκρατική τους οριοθέτηση και επικύρωση”, ενώ η εκκλησιαστική ηγεσία, αντίθετα, φαίνεται πως δεν αντιλήφθηκε το διακύβευμα ή ίσως δεν είχε είτε τη γενναιότητα είτε την ομοψυχία που απαιτούσε η αιφνιδιαστική περίσταση.
Το κενό όπως διαμορφώνεται, είναι οδυνηρό και εντελώς αστάθμητο, ακόμη και για τους εφαπτομενικά κινούμενους της Πίστης, όπως ο γράφων το παρόν σχόλιο.
Ειδικά στο θέμα της πανδημίας δεν έχει φτάσει, πρεσβεύω, ακόμα η ώρα να γίνει η τελική αποτίμηση.
Αν όμως έρχεστε για να μας πείτε ότι το εκκλησιαστικό σώμα, ή έστω η «εκκλησιαστική ηγεσία», είναι εκείνη που «δεν είχε είτε τη γενναιότητα […] που απαιτούσε η αιφνιδιαστική περίσταση», με υποχρεώνετε να διερωτηθώ: Συνειδητοποιείτε ό,τι λέτε;
Δεν συνειδητοποιώ, προφανώς, κάτι που συνειδητοποιείτε εσείς, παρακαλώ υποδείξτε το μου, περαιτέρω. Δεν θα ήθελα όμως να επιμείνω σε αυτή την ούτως ή άλλως εικασία μου. Οφείλω να τονίσω, αν δεν ήταν σαφές, ότι δεν είναι καθόλου το κύριο σημείο της τοποθέτησης που αποτόλμησα.
«Σε κρίση»; Εν σχέσει με πότε;
Ταπεινή μου γνώμη: Στο μεν υγειονομικό θέμα, η διχογνωμία δεν αποτελεί απαράδεκτο γεγονός – επί της ουσίας του ζητουμένου, μάλιστα, πιστοποιούμε στη διάρκεια της πανδημίας μια εκκλησιαστική κοινωνία σαφώς ακμαιότερη από ό,τι ώς τότε νομίζαμε. Παρεκτός φυσικά, αν αποτιμούμε τα πράγματα επί δημοσιογραφικού επιπέδου.
Στο δε θέμα του Σχίσματος, το γεγονός είναι (θεωρώ) υπαρκτό – πλην όμως διόλου απ’ αυτό δεν τεκμαίρεται «κρίση»: Ψυχικό σχίσμα προϋπήρχε… 200 ίσως χρόνια τώρα, η επίσημη διαίρεση λοιπόν που προέκυψε σήμερα δεν βλέπω να αντανακλά σε κάτι απτό (δεν μεταβάλλει ο,τιδήποτε) όσον αφορά το ελληνικό γεωγραφικό χώρο.
Δεν λέω ότι «όλα καλά», αγαπητέ μου Βασίλη. Λέω όμως ότι Περίοδο Κρίσης διανύει, ίσα ίσα, ο “έξω” ή “απέναντι” του ευχαριστιακού βιώματος χώρος.
Αγαπητέ ak1970, με κάθε σεβασμό σε κάποιον που μου απευθύνει το λόγο, πρέπει να πω ότι δεν θεωρώ παραγωγική την περαιτέρω τοποθέτησή μου επί της ουσίας, μέσω σύντομων σχολίων. Νομίζω ότι το κείμενο του ΒΞ ανοίγει επαρκώς το ζήτημα. Αλλωστε, η άνω αναφορά μου σε πέριξ παγανισμούς είναι σαφής ενώ έχω εκθέσει (κατά καιρούς και κατά δύναμη) ειδικότερες απόψεις μου σε σχετικά θέματα. Απλώς ας επαναλάβω ότι είναι η ώρα αναγκαίων ανα-λήψεων περί πολλά που εκλαμβάνονται ως χριστιανικά. Επισπευδόντων όσων βλέπουν την ανάγκη αυτή, παρά τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Οι οποίες αντιδράσεις, διάχυτες κι εμφανείς πέριξ υπό κάθε μορφή, κατανοητές περιχωρητικώς πλην σαφώς υπέρ αγγυλώσεων, θα μπορούσαν να ανήκουν στα παραδείγματα που μου ζητήθηκαν.
Με απλά λόγια, δεν καταδεχθηκατε να μου προσφέρετε ένα παράδειγμα, παραπέμποντας με σε παλαιότερες εκφρασμένες θέσεις σας. Ευχαριστώ πολύ.
Κύριε Τζουβάνε,
Χαίρομαι βέβαια διότι κατανοείτε τα εκκλησιολογικά διλήμματα ως κρίσιμο στοιχείο τού, όλου, κοινωνικού προβληματισμού.
Όσον αφορά το προκείμενο ζήτημα, τώρα:
Την αμφισβήτηση εκ μέρους μου ότι ο εν Ελλάδι εκκλησιαστικός χώρος διέρχεται σήμερα περίοδο κρίσης, την ταξινομείτε στις «αναμενόμενες αντιδράσεις» προς τις εισηγούμενες από πλευράς σας «ανα-λήψεις»/«ανακατανοήσεις».
Αναρωτιέμαι αν ο Βασίλης Ξυδιάς συμμερίζεται το Σκεπτικό της συνηγορίας σας.
Δεν νομίζω όμως ότι, οι δύο μας, διαφωνούμε επί της ουσίας του θέματος:
Εσείς παραμερίζετε ευθέως το ερώτημα περί κρίσεως – ή όχι – εξηγώντας μας ότι σας ενδιαφέρουν κυρίως οι «ανα-λήψεις».
Μα, αυτό ακριβώς υποθέτω και εγώ:
Ότι η έγερση θέματος «κρίσεως» εισάγεται μοναχά ως… “προαπαιτούμενο”. Ώστε να οδηγηθούμε/καταφύγουμε, αμέσως μετά, στη “χρεία”… ανα-κατανοήσεων.
Υ.Γ. Με τελικό μάλιστα σκοπό (δικές σας και τούτες οι λέξεις) «να σπάσουν αυγά»: Εκφραστική όντως ορολογία. Ενός ολότελα άλλου – από τον θεολογικό – συμβολικού ορίζοντος, πάντως.
Κε Καστρινάκη, δεν νομίζω ότι ο φίλος ΒΞ χρειάζεται τη συνηγορία μου ή την εν παντί ταύτιση των σκεπτικών μας. Ούτε σκοπός μου είναι η ομελέτα. Θεωρώ όμως ότι πολλά απ’ τα εν κελύφω παγανιστικά ήδη κι ευτυχώς θίγονται, η δε πρότασή μου είναι να σταθούμε επί τούτοις θετικώς, μετριοπαθώς και διεξόδως. Πρόβλημα είναι ότι μέρος της κοινότητας (μαζί και ποιμένων) βλέπουν τον “αντίχριστο” στην κοινωνικοπολιτική βιοτή και μέρος (μαζί και ποιμένων) αντεπιτίθεται υπερασπιζόμενη την κακή (ή έστω τη δευτερεύουσα) πλευρά της στο όνομα του “πλησίον”. Οι αμφί στάσεις αποκαλύπτουν αντιμαχόμενους παγανισμούς (και ναι, “κρίση”, δεδομένου του πανδήμου, της έντασης και του βάθους) κι ανάγκες ανα-λήψεων. Στην κοινότητα βέβαια κι όχι απλώς στους εκουσίως θωρακισμένους “εκκλησιαστικούς” και παρεκκλησιαστικούς κύκλους που σημαίνονται, μεταξύ των άλλων, κι απ’ το δήθεν εκκλησιαστικό τους λεξιλόγιο. Ο κωρονιός (κι άλλα δεινά…) αποτελούν πάντα προκλήσεις αποκαλύψεων, αναλήψεων και κοινωνήσεων κι όχι ευκαιρίες ειδωλολατρίας ή ανάλογου προσκοπισμού. Οταν μάλιστα οι δύο αυτές μορφές αυγών συγκρούονται πανδήμως κι εντόνως μεταξύ τους, φυσικά πρέπει να σπάσουν. Ελπίζω κι εύχομαι αναστάσιμα.
Εισαγωγικά κυριώτατα, στη λέξη εκκλησιαστικοί. Παρεκτός κι απ’ αυτά: «Ομελέτα», «εν κελύφω παγανιστικά», «παγανισμοί», «ειδωλολατρία», «θωρακισμένοι», «παρεκκλησιαστικοί», «προσκοπισμός».
# Αυτοί λοιπόν οι – εκ μέρους σας – χαρακτηρισμοί.
Σε μένα, πάντως, δεν χρειάστηκε καν ένας.