Κοινωνική Οντολογία και θρησκευτικές παραδόσεις* (Και πάλι για το Πρόσωπο)

4
631

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος λέει στην Κοσμοθεωρία των Εθνών ότι η κοινωνική οντολογία έχει εν Ελλάδι σημαντικούς θεράποντες, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν βάση για την ανάπτυξή της.

Είναι ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Χρήστος Γιανναράς, ο Γιώργος Κοντογιώργης και η αφεντιά μου. Τιμή μου βέβαια αλλά θα του πρότεινα να με βγάλει από τον κατάλογο και στη θέση μου να συμπεριλάβει τον αείμνηστο Σπύρο Κυριαζόπουλο.

Στο επίκεντρο του έργου όλων τους είναι η ελευθερία ως θεμέλιο του κοινωνικού πεδίου. Μόνο που ο καθένας κοιτάζει το θέμα από διαφορετικό εννοιολογικό παράθυρο και μας προσφέρει τη δική του εικόνα. Σας συμβουλεύω να ρίξετε μια ματιά κι από τα τέσσερα παράθυρα. Οι διαφορές δεν έχουν κατ’ αρχήν καμία σημασία.

Κι εγώ για το κοινωνικό πεδίο θα σας μιλήσω,  για να σας δείξω τη θεμελιώδη (: οντολογική) σημασία που έχουν οι ιερές παραδόσεις μέσα σ’ αυτό. Θα αρχίσω από το προσωπικό επίπεδο, θα περάσω στο εθνικό και θα κλείσω με το οικουμενικό επίπεδο.

1. Η Προσωπικότητα

Εκτός κοινωνικού πεδίου ο άνθρωπος είναι αδιανόητος. Μέσα σ’ αυτό εμφανίζεται ως Προσωπικότητα: από «δυνάμει» υποκείμενό του γίνεται υποκείμενό του «ενεργεία».
Η Προσωπικότητα ενσαρκώνει το υποκείμενο στο πεδίο των ενεργειών/σχέσεων. Το υποκείμενο καθ’ εαυτό είναι άγνωστο. Οτιδήποτε γνωρίζουμε γι’ αυτό το συμπεραίνουμε από την Προσωπικότητά «του». Το ίδιο παραμένει μυστήριο, όχι μόνο για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό του.

Παράδειγμα: ο ομιλητής σας. Τι ξέρετε γι’ αυτόν; Ό,τι φαίνεται στο πεδίο των σχέσεων: Είναι συγγραφέας βιβλίων κοινωνικής οντολογίας, με εμμονή στο ατομικό και στο εθνικό υποκείμενο («πνευματική» προσωπικότητα). Διοικεί τα τελευταία χρόνια μια υπηρεσία πληροφορικής του Υπουργείου  Οικονομικών (επαγγελματική προσωπικότητα). Κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο χωρίς να αλλάξει ο ίδιος («πολιτική» προσωπικότητα) κ.ά. Μιλάμε πάντα για την Προσωπικότητα.

Η Προσωπικότητα γεννάται, αναπτύσσεται, μεταβάλλεται και ολοκληρώνεται, αποκτώντας μια ταυτότητα. Η ταυτότητα είναι ετερότητα έναντι των άλλων και διαχρονική αυτοομοιότητα.

Τι είναι το αναλλοίωτο όταν η ουσία του υποκειμένου είναι η αλλαγή: η εκστατικότητα, η αυθυπέρβασή του, λόγω της ελευθερίας και της δημιουργικότητάς του που είναι και αυτοδημιουργία; Όταν αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα είναι το αυτεξούσιο, το ανυπότακτο σε κάθε προδεδομένο, ακόμα κι αν αυτό είναι φυσικό και λογικό. Άρα η ταυτότητα αναφέρεται στο πώς το υποκείμενο διαχειρίζεται την εκστατικότητά του, την ελευθερία του. Αποκρυσταλλωνόμενος ο τρόπος αυτοδιαχείρισης της εκστατικότητας του υποκειμένου, συνιστά την ταυτότητα της προσωπικότητάς του. Ο ελκυστής του ταυτοποιού αυτού τρόπου αυτοδιαχείρισης του απροσδιόριστου, της ελευθερίας, είναι κατ’ ανάγκην ένα σύνολο προσωπικών προτύπων-αξιών.

Τη διαδικασία μέσω της οποίας η προσωπικότητα αποκτά ταυτότητα την ονομάζω υποκειμενοποίηση. Πρόκειται για τη μεταμόρφωση της βιολογικής ατομικότητας σε κοινωνική ατομικότητα: σε υποκείμενο/υπόσταση του κοινωνικού πεδίου. Το θεμελιώδες ερώτημα αφορά εδώ τον παραδειγματικό ελκυστή της υποκειμενοποίησης: πώς συγκροτείται ως συμβολή προσωπικής και κοινωνικής ενέργειας η ταυτότητα αφού δεν την έχουμε εκ γενετής;

Παρατηρήσεις:

Το τι είμαστε και πώς πρέπει να διαχειριστούμε την ελευθερία μας, μας το μαθαίνουν οι γονείς, το σχολείο, η εκκλησία, η παρέα, η πολιτεία κλπ. Είναι γνώση και πρακτική μεταδόσιμη/παραδόσιμη. - Παιδεία εν γένει.

Βασίζεται κατά 100% στην Πίστη, που προηγείται και διευκρινίζεται από τον υποκειμενικό κριτικό Λόγο, ο οποίος έπεται, χωρίς ποτέ να μπορεί να υποκαταστήσει την Πίστη. Ο Λόγος είναι πάντοτε εποικοδόμημα της Πίστης. Πίστη = εμπιστοσύνη = αγάπη. Λόγος = δυσπιστία – αμφιβολία – έρευνα – διάλογος = επαλήθευση. Η πίστη-εμπιστοσύνη είναι προαπαιτούμενο κάθε κοινωνικού πεδίου. Το θεμέλιο της ατομικής και της συλλογικής υποκειμενοποίησης.  Το θεμέλιο του Κοινού Λόγου.

Η Πίστη καλύπτει το σύστημα αυτορρύθμισης των παθών: ιεραρχεί επιθυμίες, καθορίζει κλίμακα προσωπικών αξιών-αναγκών, χαλιναγωγεί παρορμήσεις, διαχειρίζεται την ατομική ελευθερία και αποτελεί την ασυνείδητη βάση της προσωπικής ηθικής συνείδησης.

Το σύστημα αυτορρύθμισης των παθών θεμελιώνεται κατά τη βρεφική και την παιδική ηλικία στην κατάλληλη χειραγώγηση του επιθυμητικού και του θυμικού και στην επένδυσή του με αξίες/πρότυπα μέσω της πίστης/εμπιστοσύνης στον κοινωνικό χειραγωγό (οικογενειακό, κοινωνικό κλπ.). Ο ελκυστής της αυτορρύθμισης δομείται σε τρεις «ορόφους» νοηματοδότησης:

Της σχέσης ατομικού/συλλογικού.
Του μυστηρίου του υποκειμένου ως ελευθερίας / αγάπης / δημιουργίας.
Του δικαιοπολιτικού κοινωνικού συστήματος.

Μοιάζει με «πρόγραμμα» που οι χειραγωγοί το «κατεβάζουν» στον παιδικό «εγκέφαλο» και ενεργοποιείται σαν να του είναι «Λειτουργικό Σύστημα».

Η επεξεργασία, αναπαραγωγή, μετάδοση του συστήματος ρύθμισης των παθών φέρεται από ειδικούς φορείς: τις υποκειμενοποιητικές Παραδόσεις. Τους φορείς της υποκειμενοποίησης που βρίσκονται σε αλληλόδραση με το υποκείμενο κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του. Το σύνολο των παραδόσεων που καλύπτουν όλες τις πλευρές της προσωπικότητας το ονομάζουμε «παιδεία εν γένει».

Ο αυτοδιαχειριστικός ελκυστής (της ταυτότητας) στον πρώτο «όροφό» του ρυθμίζει τη σχέση ατομικού/συλλογικού. Από εδώ προκύπτουν τρεις τύποι ταυτότητας καθώς και απουσίας ταυτότητας:

Ο κολεκτιβιστικός τύπος ή δούλος, ο οποίος ακολουθεί τυφλά την ομάδα / καταστέλλει την ελευθερία μέσα του.
Ο ατομοκεντρικός τύπος που βάζει την ατομική ελευθερία του πάνω από την ομάδα και αξιώνει να τον υπηρετεί η ομάδα.
Από την πόλωσή τους μπορεί να καταρρεύσει η ταυτότητα (κατάσταση μηδέν) ή να προκύψει μια ταυτότητα που υπερβαίνει την πόλωση. Είναι ο Φίλος, το Πρόσωπο, όπου η πίστη/εμπιστοσύνη και η αγάπη νοηματοδοτούν την ελευθερία.

Η ρύθμιση του πρώτου ορόφου εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον δεύτερο «όροφο», όπου νοηματοδοτείται το υποκείμενο: η ελευθερία, η πίστη, ο λόγος, η αγάπη, ως αξία / απαξία. Η νοηματοδότηση του υποκειμένου γίνεται εδώ έμμεσα δια της νοηματοδότησης της Θεότητας και άρα της σχέσης μαζί της. Έτσι: Στον κολεκτιβιστικό τύπο αντιστοιχεί ένας Θεός ή πολλοί Θεοί με δεσποτικό/τυραννικό χαρακτήρα, κατάλληλοι να εμπνέουν Φόβο και να ευνουχίζουν την εκστατικότητα / ελευθερία / δημιουργικότητα / εμπιστοσύνη / αγάπη. Στον ατομοκεντρικό τύπο η σχέση τείνει να γίνει αναρχική και χαρακτηρίζεται από την αμφισβήτηση του δεσποτικού θεού, ως τον εξοστρακισμό του από το κοινωνικό πεδίο, τον «εξανθρωπισμό» του ή και την πλήρη κατάργησή του («αθεϊσμός»: ο Θεός είναι «Μηδέν». Δηλαδή έχει μηδενική συμβολή στη σύσταση του κοινωνικού ή πιο σωστά του πολιτικού πεδίου). Σκοπός είναι εδώ τα καλά και συμφέροντα ενός εκάστου. Είναι η αρχαιοελληνική και η νεωτερική περίπτωση – η περίπτωση που έχουμε τον ατομικό τύπο κυρίαρχο. (Στην ελληνική περίπτωση έχουμε αρχικά τον σεβασμό στους θεούς και τους ήρωες «τους κατέχοντες την πόλιν», αλλά οι αποφάσεις έβγαιναν καθώς «έδοξε τη Βουλή και το Δήμω». Κι από τη στιγμή που το πρώτο έγινε απλώς ευφημισμός κατάντησε ευφημισμός και το δεύτερο, εκβάλλοντας στην τυραννία και την απολυταρχική βασιλεία.) Ανάλογα σχηματίζεται ο τρίτος «οροφος»: Κολεκτιβιστικό/δεσποτικό δικαιοπολιτικό σύστημα – ατομοκεντρικό δικαιοπολιτικό σύστημα υπό διάφορες μορφές/βαθμίδες δημοκρατίας. Αντιστοίχως: στον προσωποκεντρικό τύπο εννοημάτωσης της Θεότητας και εμμέσως του υποκειμένου, ο Θεός είναι τριαδικός, ρήτά και κατά συμπερασμό ελευθερία-αγάπη. Ήτοι κοινωνικώς υπέρβαση της πόλωσης ατομικισμού / κολεκτιβισμού.

Τρεις λοιπόν τύποι ταυτότητας. Άρα τρεις τύποι υποκειμενοποιητικής παράδοσης, συν ανάλογες μηδενιστικές παραδόσεις. Δεδομένου ότι η νοηματοδότηση του εκστατικού πυρήνα βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του παραδειγματικού, στη βαθμίδα του ιερού (το μυστήριο), πρόκειται ουσιαστικά για ιερές/θρησκευτικές παραδόσεις. Έτσι η υποκειμενοποίηση, η ταυτότητα, ορίζεται στο πεδίο της ανατροφοδοσίας/σχέσης μεταξύ υποκειμένου και θρησκευτικών παραδόσεων. (Ο αθεϊσμός μπορεί από κοινωνιο-οντολογική άποψη να θεωρηθεί κι’ αυτός επίσης ως θρησκευτική παράδοση.)

Συμπέρασμα: η προσωπικότητα αποκτά ταυτότητα στη σχέση της με κάποια ή κάποιες θρησκευτικές παραδόσεις. Είναι το θεμέλιο της.

2. Το Έθνος

Αυτό που κάνουν οι Παραδόσεις όταν φτιάχνουν προσωπικότητα είναι ιεραρχήσεις σημασιών και νοηματικές διατάξεις αρθρωμένες πριν απ’ όλα στη γλώσσα.

Οι σημασίες χωρίζονται σε κεντρικές και περιφερειακές. Οι πρώτες αυτονοηματοδοτούμενες ως κεντρικές νοηματοδοτούν τις υπόλοιπες ιεραρχώντας τες. Ενώ οι δεύτερες αντλούν από τις πρώτες. Εκείνες είναι αυτοαναφορικές: αντιπροσωπεύουν το ιερό, το άβατο, το θεϊκό, την αυτοεννοημάτωση του υποκειμένου ως αυτού που το υπερβαίνει, ως «Θεού».

Ο Θεός, η σχέση μαζί του, ρυθμίζει τη σχέση του εγώ με τον εαυτό του και του εγώ με το σύ, το ατομικό και το συλλογικό. Είναι το Υποκείμενο με μεγάλο Υ το οποίο εγκαλεί το ζώο άνθρωπο ως υποκείμενο με μικρό υ. Από κοινωνιο-οντολογική άποψη ο Θεός είναι η υπόσταση του συλλογικού υποκειμένου, πράγμα που διαπιστώνεται εμπειρικά και τεκμηριώνεται λογικά. Είναι η κεφαλή της κοινότητας: κάθε πολιτεία έχει την πολιούχο θεότητα, άγιο ή ήρωα. Η κολεκτιβιστική κοινότητα έχει τον Μολώχ ως κεφαλή που τρώει τα παιδιά της ή διάφορους τύπους Μολώχ. Η ατομοκεντρική αφού εξανθρωπίσει τους διάφορους θεούς/θυσιαστές, φτάνει ως και στην απαλοιφή τους. Ο Θεός ως το κοινωνικό τίποτα. Αντίθετα και προς τους δύο βασικούς αυτούς τύπους, η προσωποκεντρική κοινότητα, η Εκκλησία, έχει ως κεφαλή της τον εσταυρωμένο, τον αυτοθυσιαζόμενο για τον άνθρωπο Θεό. Τον Λόγο της ελευθερίας – εμπιστοσύνης –αγάπης.

Έχοντας «κεφαλή» η ομάδα αναγορεύεται και λειτουργεί ως υποκείμενο. Έχει εκστατικότητα και δημιουργική ικανότητα. Ορίζεται συγχρονικά ως ετερότητα έναντι των άλλων συλλογικών υποκειμένων και διαχρονικά ως αυτοομοιότητα. Πράγμα που υποδεικνύει την ύπαρξη παραδόσεων αυτοδιαχείρισης της συλλογικής εκστατικότητας/ελευθερίας. Ως υποκείμενο δευτέρου βαθμού ορίζεται στη σχέση του με τα άλλα ομοειδή συλλογικά υποκείμενα και νοείται ως υπόσταση διασυλλογικού πεδίου. Εκεί μιλάμε για «συλλογική προσωπικότητα» και για «συλλογική ταυτότητα». Οπότε αναζητούμε την ταυτότητα στην ύπαρξη παράδοσης αυτοδιαχείρισης της συλλογικής εκστατικότητας υφιστάμενης στο διασυλλογικό πεδίο.

Έχουμε πολλές μορφές συλλογικού υποκειμένου και αντίστοιχες παραδόσεις. Σχετίζονται με τις διάφορες πλευρές της ατομικής προσωπικότητας. Παράδειγμα: η επαγγελματική προσωπικότητα, η αντίστοιχη παιδεία/παράδοση/μαστορική και το αντίστοιχο συλλογικό -ταξικό/συντεχνιακό κλπ.. Ποιο είναι το συλλογικό υποκείμενο που αντιστοιχεί στο σύνολο της προσωπικότητας; Είναι το εθνικό συλλογικό υποκείμενο. Ο φορέας του περιεκτικού κοινωνείν.

Το τι είναι το «Έθνος» παραμένει μυστήριο, όπως και το ατομικό υποκείμενο. Μπορούμε όμως να γνωρίσουμε την προσωπικότητά του κι από εκεί την ταυτότητά του. Η δυσκολία δεν είναι λόγος να το κηρύξουμε ανύπαρκτο / φανταστικό, όπως κάνουν οι σύγχρονοι εθνομηδενιστές. Η θεωρία του έθνους είναι δυσπρόσιτη και δεν θα σας κουράσω με την πολύπλοκη προβληματική της. Θα περιοριστώ μόνο σε μερικές παρατηρήσεις.

Είναι κυρίαρχη πραγματικότητα. Όσο απομακρυνόμαστε από το κολεκτιβιστικό/δεσποτικό κοσμοσύστημα αναδύονται όλο και περισσότερα έθνη. Εξατομικεύονται τα σύνολα. Σήμερα έχουμε καμιά τριακοσαριά.

Υπάρχουν (τα εθνικά υποκείμενα) ανεξάρτητα από την αυτονοηματοδότηση και αυτοκατανόησή τους. Ακόμα κι όταν νοούνται ως παρελθόντα/ανύπαρκτα, δεν είναι σίγουρο ότι έπαψαν να υπάρχουν, όπως δείχνει π.χ. η αναβίωσή τους στη Λατινική Αμερική.

Η νεωτερική νοηματοδότηση του Έθνους το ταυτίζει με το κράτος, ενώ η ελληνιστική με την παιδεία, η ρωμαϊκή με την υπηκοότητα, η εβραϊκή με τη θρησκεία και η γερμανική με τη φυλή.

Έχουμε θεωρητική πληρότητα αν ξεκινήσουμε από τον Αριστοτέλη και τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στο ζην και το ευ ζην, ορίζοντας ως φορέα του δεύτερου (του περιεκτικού κοινωνείν) την Πόλι. Η δομή παραδόσεων η οποία πραγματοποιεί την μεταμόρφωση του ζην σε ευ ζην είναι ο φορέας της εθνικής προσωπικότητας και της ετερότητας/αυτοομοιότητας.  Οι διαχρονικοί ελκυστές του ευ ζην ορίζουν έτσι την εθνική ταυτότητα. Αυτοί συγκροτούν την εικόνα του παραδειγματικού συλλογικού εαυτού μέσω του οποίου ρυθμίζεται (ευ ζην) η συλλογική εκστατικότητα/αυθυπέρβαση.

Υπ’ αυτή την έννοια το έθνος είναι εξελισσόμενη μορφή του περιεκτικού κοινωνείν. Στους Έλληνες εξελίσσεται από την Πόλι στο Πανελλήνιο κι από εκεί στην οικουμενική Κοσμόπολη. Από διαπολιτειακή ετερότητα γίνεται ετερότητα του ελληνικού ατομοκεντρικού κοσμοσυστήματος έναντι του κολεκτιβιστικού/δεσποτικού κοσμοσυστήματος των βαρβάρων. Διατηρεί τον εθνικό προσδιορισμό ακόμα και στην οικουμενική της βαθμίδα στο μέτρο  που διαστέλλεται από τον δεσποτικό περίγυρο. Το σύστημα των εθνοποιητικών ελκυστών είναι στην οικουμενική φάση της ελληνικής εξέλιξης του περιεκτικού κοινωνείν αυτό που ο Ωριγένης ονόμασε «άλλο σύστημα πατρίδος» η υπερσυμπαντική/υπερχωροχρονική κοινότητα, η Άνω Πόλις, η Ουρανούπολη, όπου η Κεφαλή της, ο Θεός-Χριστός δεν είναι παρά «ο πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς». Συνέπεια: Πρώτα τηρούμε τους νόμους της άνω πόλεως και έπειτα οποιασδήποτε άλλης εδώ κάτω. Πρώτα είμαστε ουρανο-πολίτες και έπειτα κοσμο-πολίτες, πολίτες της ρωμέηκης ή όποιας άλλης οικουμένης, του ελληνικού ή όποιου άλλου κράτους, αυτού ή του άλλου Κοινού της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Όπως ξεκάθαρα μας το λέει, κτήμα εσαεί, η πρωτοχριστιανική «Επιστολή προς Διόγνητον».
Στην νεωτερική περίπτωση το περιεκτικό κοινωνείν της τεχνοσυστημικά διαμεσολαβημένης ατομικότητας,  πριν ακόμη προλάβει να ξεπεράσει την πρωτοανθρωποκεντρική του (κατά Κοντογιώργη) νηπιότητα είδε την γενίκευση των ελλειμμάτων του σε οικουμενικό επίπεδο και βυθίστηκε μαζί τους στη δίνη του μεταμοντέρνου μηδενισμού. Ακροζυγιάζεται πλέον επικίνδυνα ανάμεσα στην υποστροφή σε έναν κολλεκτιβισμό/δεσποτισμό τεχνοφασιστικού τύπου και στην παράδοση της σκυτάλης στο ραγδαία εκτεχνικευόμενο προανθρωποκεντρικό/κολεκτιβιστικό υποκείμενο της Άπω Ανατολής.

Το έθνος ορίζεται, λοιπόν, ως η ειδική δομή των υποκειμενοποιητικών παραδόσεων που καλύπτουν όλες τις πλευρές της ατομικής προσωπικότητας στο πεδίο του κοινωνείν.

3. Η Οικουμένη

Οικουμένη είναι το κοινωνικό πεδίο όπου υφίσταται / ενσαρκώνεται το έθνος ως ιστορική παρουσία. Εκεί εμφαίνεται στην πληρότητά της η προσωπικότητά του. Το οικουμενικό και το εθνικό ορίζονται έτσι ως αναπόσπαστα, όπως το κοινωνικό και το προσωπικό.

Σήμερα έχουμε παγκόσμιο πολιτισμό: τον νεωτερικό. Έχουμε την νεωτερική οικουμένη. Τα νεωτερικά έθνη είναι οι υποστάσεις της. Είναι τα κράτη-έθνη. Ύπερεθνική ενσάρκωση του νεωτερικού οικουμενικού πεδίου είναι οι διεθνείς συσσωματώσεις και οργανισμοί  -πριν απ’ όλα ο ΟΗΕ.

Κι εδώ το θέμα είναι η δομή των ελκυστών του κοινωνικού πεδίου: σχέση ατομικού/συλλογικού = έθνους/οικουμένης. Είναι ο πρώτος όροφος του συστήματος αυτορρύθμισης. Με τον δεύτερο τι γίνεται; Η θέσμιση της θεότητας είναι κι εδώ παρούσα. Διαπερνώντας το προσωπικό, το εθνικό και το οικουμενικό. Και υπόκειται στην ίδια τυπολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιστορικές μορφές οικουμένης είναι οι μεγάλες θρησκείες: Χριστιανισμός, Ισλαμισμός, Βουδισμός, Τεχνολογικός μεσσιανισμός. Συνεπώς οι θρησκευτικές παραδόσεις διέπουν θεμελιωτικά το οικουμενικό πεδίο.

Αναδεικνύοντας τον κοινωνιοντολογικό ρόλο των θρησκευτικών παραδόσεων αποκαλύπτουμε τον συστατικό της προσωπικότητας/ταυτότητας χαρακτήρα των προτύπων τους. Ρυθμίζουν τα πάθη της, κατά τρόπο/τύπο εθνικής και προσωπικής ετερότητας, τυπολογικώς ταξινομήσιμο και ευρετικώς γόνιμο. Η οργανική συνάρτηση προσωπικού / εθνικού / οικουμενικού ενσαρκώνεται σε δομές παραδόσεων παιδείας, με ηγετική, κεντρική και περιφερειακές – ηγετική = ελέγχουσα τα κέντρα παιδείας (θρησκευτικής, πολιτικής κλπ.). Το μοντέλο συνάρθρωσης των παραδόσεων είναι τριλεκτικό / θυσιαστικό, όπως και των προτύπων στο επίπεδο της προσωπικής ταυτότητας. Ετεροβαρής/κυριαρχική συγκόλληση ή συμπαιγνία των δύο εναντίον του τρίτου.

Δείξαμε πώς μέσα στο πλέγμα όλων αυτών οι θρησκευτικές παραδόσεις παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Είναι ο ρόλος της θυσίας – είτε αιματηρής είτε αναίμακτης. Και αξιοποιήσιμης είτε ως τελετουργικά εμπεδωμένη είτε ως χιλιαστικά-μεσσιανικά σωτηρίως ελευθησόμενη εναντίον του στοχοποιημένου.

* Ομιλία στο μεταπτυχιακό τμήμα του καθηγητή Παναγιώτη Ήφαιστου στο Πανεπιστήμιο Πειραιά το 2009.

πηγήΑντίφωνο

4 Σχόλια

  1. Κ. Ζιάκα, η κοινωνική οντολογία παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον. Σκεφτείκατε όμως ότι η συστημική οντολογία θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη στην αναζήτηση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ?

  2. Κύριε George S χαίρομαι που η ανάλυσή μου για την κοινωνιο-οντολογική σημασία της Πίστης (και των παραδόσεων στις οποίες την οφείλουμε), προκάλεσε το ενδιαφέρον σας. Αν με τον όρο “αναζήτηση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ” αναφέρεστε στην αναζήτηση του Χριστού, ο οποίος “είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ” κατά τη δική μας ιερή Παράδοση, θα σας έλεγα ότι η “συστημική οντολογία” είναι “χρήσιμη” μόνο υπό την έννοια που είναι χρήσιμη και η φιλοσοφική προσέγγιση στην ΑΛΗΘΕΙΑ. Βοηθάει απλώς στην καταλληλότερη εννοιολόγηση. Από πρακτική-υπαρξιακή άποψη δεν παρουσιάζει κατά τη γνώμη μου καμία απολύτως χρησιμότητα.

  3. Πάρα πολύ ωραίο άρθρο, συμφωνώ και με το σχόλιο του κ. Ζιάκα, θα έλεγα επιπροσθέτως ότι η χριστιανική ΑΛΗΘΕΙΑ βιώνεται δεν αναζητείται, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πάντα παρούσα, αποκεκαλυμμένη αλλά από εμάς λησμονημένη, παραθέτω και κάποιες σκέψεις σχετικά με τη χριστιανική ΑΛΗΘΕΙΑ και το πνεύμα των ημερών, το οποίο κατ᾽ εμέ εγκιβωτίζει και παραποιεί την καθολική συνείδηση του ανθρώπου απομακρύνοντάς τον από την οδό της αληθείας.
    Μπορούμε να πούμε ότι με τη γέννησή του ο Ιησούς καλεί τον άνθρωπο στον άθλο της υπέρβασης των χρονικών, ιστορικών περιορισμών μέσω της αποκαλυπτικής εσχατολογίας. Αποδεσμεύει την ανθρωπότητα από μια κυκλική ακολουθία, μια ατέρμονη επιστροφή, διανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την αιωνιότητα. Ο νέος κόσμος εντός του οποίου εκφράζεται από τότε τούτο το υπερβατικό κάλεσμα είναι η εκκλησία ως αγία και καθολική, έχοντας τον τρισυπόστατο Θεό ως κεφαλή, “τρεις συνειδήσεις” σε ένα σώμα, το οποίο πλέον οι άνθρωποι καλούνται να τοποθετήσουν στη θέση του δικού τους «εγώ» βιώνοντας τη θεία καθολικότητα διά της αλληλοπεριχώρησης.
    Εμείς οι άνθρωποι όμως ειδικά στις μέρες μας προτιμούμε να εγκιβωτίζουμε τις ψυχές μας, π.χ. εντός των καταναλωτικών εμπορικών “ναών” που δημιούργησε η Δύση, υψώνοντας για ήλιο της το χρήμα, με μια συνείδηση, αυτo-συνείδηση, παραποιώντας το κάλεσμα του Ιησού επιδιώκουμε την υλική ικανοποίηση διψώντας για πληρότητα, τούτη η πληρότητα όμως πηγάζει από τα κατώτερα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα οποία προσιδιάζουν στην αποϊερωμένη φύση των ζώων. Ο εγκιβωτισμός όμως μας δίνει μια δυνατότητα, τη δυνατότητα της ολικής διαφυγής διά της ελεύθερης βούλησης και αυτή είναι η διαφορά του από τον κοινό εγκλωβισμό που υπόκεινται τα πάντα πλην των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν με τον ερχομό του Ιησού στον κόσμο επιτελέστηκε και η αφύπνιση του ανθρώπου, ο καθένας από μας καλείται να σηκώσει τον σταυρό του άλλου στη δική του πλάτη, βιώνοντας έτσι τη μοναδική ΑΛΗΘΕΙΑ διά της καθολικής συνειδήσεως, η οποία συνάμα εγείρει και το αίσθημα της ευθύνη μας απέναντι στον Θεό αλλά και στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ