Μητρ. Ιερόθεος
Λέγεται κατά κόρον ότι, στον χώρο της λατρείας οι Χριστιανοί αποκτούν εμπειρία της κοινωνίας των προσώπων και κατ’ επέκταση μέσα στην λατρεία υφίσταται η αλληλοπεριχώριση των προσώπων. Γενικώς, αυτός ο όρος κοινωνία προσώπων, χρησιμοποιείται τελευταία πολύ στην θεολογική γλώσσα. Και αυτό ξεκινά από την άποψη ότι έχει διαπιστωθή η μεγάλη αξία του προσώπου από πλευράς θεολογικής για την αντιμετώπιση διαφόρων ανθρωπολογικών και κοινωνικών προβλημάτων. Η προσπάθεια, βεβαίως, είναι καλή, αλλά δεν συμβαδίζει πάντοτε με την ορθόδοξη θεολογία.
Είναι γνωστόν ότι, το πρόσωπο ταυτίζεται με την υπόσταση και η ουσία με την φύση, καθώς επίσης ότι δεν υφίσταται καθ’ εαυτή φύση ανυπόστατη, ούτε πρόσωπο, άνευ φύσεως. Την έννοια του προσώπου στον Τριαδικό Θεό ανέπτυξαν οι άγιοι Πατέρες, για να εκφράσουν την εμπειρία που είχαν του Τριαδικού Θεού, και για να απαντήσουν στους αιρετικούς που χρησιμοποιούσαν φιλοσοφική σκέψη.
Όταν κάνουμε λόγο για τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, εννοούμε ότι κάθε Πρόσωπο αποτελείται από την ουσία-φύση και τα ιδιαίτερα υποστατικά ιδιώματα. Ο Πατήρ κοινωνεί την φύση-ουσία Του στον Υιό, δια της προαιωνίου και αϊδίου γεννήσεως, και κοινωνεί την ουσία Του στο Άγιον Πνεύμα, δια της προαιωνίου και αϊδίου εκπορεύσεως. Κοινωνώντας ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα της ουσίας του Πατρός είναι ομοούσια με Αυτόν και έχουν κατά συνέπεια την ίδια ενέργεια, δόξα και Βασιλεία. Επομένως, ο τρόπος υπάρξεως του Πατρός είναι το αγέννητο, ο τρόπος υπάρξεως του Υιού είναι το γεννητό και ο τρόπος υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος είναι το εκπορευτό. Αυτό σημαίνει ότι η φύση-ουσία είναι κοινωνητή, αλλά το υποστατικό ιδίωμα –ο τρόπος υπάρξεως κάθε προσώπου– είναι ακοινώνητο.
Στην Αγία Τριάδα, λοιπόν, σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, υπάρχουν τα ακοινώνητα και τα κοινά, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, στον Τριαδικό Θεό δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κοινωνία προσώπων, αφού τα υποστατικά ιδιώματα κάθε προσώπου είναι ακοινώνητα, αλλά μπορούμε να μιλούμε για κοινωνία φύσεως-ουσίας, αφού ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό και το Άγιον Πνεύμα. Και η έκφραση, αλληλοπεριχώρηση προσώπων στον Τριαδικό Θεό, καίτοι ο Πατήρ βρίσκεται μέσα στον Υιό και το Άγιον Πνεύμα, όπως και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα βρίσκονται μέσα στον Πατέρα, είναι προβληματική, αφού δεν υπάρχει αλληλοπεριχώρηση των υποστατικών ιδιωμάτων –τού τρόπου υπάρξεως των προσώπων– ακριβώς γιατί αυτά είναι ακοινώνητα. Ο λόγος του Χριστού «εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί» (Ιω. ιδ´, 10) λέγεται για την κοινωνία της φύσεως, και για το ότι ο Πατήρ είναι αίτιος της γεννήσεως του Υιού και αίτιος της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος.
Αν από την Θεολογία (τόν Τριαδικό Θεό) προχωρήσουμε στην Οικονομία (τήν Χριστολογία - ενσάρκωση του Λόγου) τότε και εκεί συναντούμε την θεολογική άποψη, ότι δεν υπάρχει κοινωνία προσώπων, αλλά κοινωνία φύσεων. Δεν υπάρχει κοινωνία προσώπων, διότι στον Χριστό δεν ενώθηκαν δύο πρόσωπα, του Θεού Λόγου και του ανθρώπου, όπως υποστήριζε ο Νεστόριος και δήθεν αποτέλεσαν το πρόσωπο της οικονομίας, αλλά ενώθηκαν οι δύο φύσεις -θεία και ανθρώπινη- υποστατικώς, δηλαδή ενώθηκαν στην υπόσταση του Λόγου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κάνει λόγο για περιχώρηση φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, λόγω της αντιδόσεως των ιδιωμάτων. Ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του είναι Θεός και άνθρωπος και έχει τα ιδιώματα των δύο φύσεων αμετάβλητα. Ο Χριστός, όταν ονομάζεται Υιός του Θεού, δέχεται και τα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως, δηλαδή λέγεται Θεός παθητός και Κύριος της δόξης εσταυρωμένος· και όταν ονομάζεται Υιός ανθρώπου δέχεται και τα ιδιώματα της θείας φύσεως, χαρακτηρίζεται παιδίον προαιώνιο και άνθρωπος άναρχος. Και αυτό συμβαίνει λόγω του ότι οι δύο φύσεις, είναι ενωμένες ατρέπτως, αναλλοιώτως, αχωρίστως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως στην υπόσταση του Λόγου, αλλά και λόγω του τρόπου της αντιδόσεως. Γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Και ούτός εστιν ο τρόπος της αντιδόσεως εκατέρας φύσεως αντιδιδούσης τη ετέρα τα ίδια δια την της υποστάσεως ταυτότητα και την εις άλληλα αυτών περιχώρησιν». Επομένως, στο Πρόσωπο του Χριστού υπάρχει περιχώρηση των δύο φύσεων.
Και σε άλλο σημείο παρατηρεί ο ίδιος άγιος ότι, οι δύο φύσεις στο Πρόσωπο του Χριστού διαιρούνται αδιαιρέτως για τον λόγο και τον τρόπο της διαφοράς, αλλά διατηρώντας και οι δύο φύσεις την διαφορά, ενώνονται ασυγχύτως κατά «τήν εν αλλήλαις περιχώρησιν».
Εφ’ όσον στον Τριαδικό Θεό δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κοινωνία προσώπων, αλλά για κοινωνία φύσεως, και εφ’ όσον και στον Χριστό δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κοινωνία προσώπων, που δεν υπάρχει, αλλά για κοινωνία - περιχώρηση φύσεων, για τον ίδιο, και περισσότερο, λόγο δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κοινωνία προσώπων, και αλληλοπεριχώρηση αγαπωμένων προσώπων στον άνθρωπο, αλλά για κοινωνία και περιχώρηση φύσεως. Όλοι οι άνθρωποι μετέχουμε της ίδιας φύσεως. Για κοινωνία προσώπων στον Θεό και τον άνθρωπο δεν μπορεί να γίνη λόγος από θεολογικής πλευράς, αλλά ενδεχομένως μπορεί να γίνη λόγος από φιλοσοφικής πλευράς.
πηγή: http://www.parembasis.gr/2003/03_11_14.htm Νοέμβριος 2003
Σύμφωνα με την ωραία και σύντομη έκθεση των ενώσεων και των διακρίσεων στην Αγ. Τριάδα του Μητροπολίτου δεν προκύπτει απαραίτητα ότι ο τρόπος υπάρξεως του Πατρός είναι μονό το αγέννητο.
Γιατί να μην είναι και το ανεκπόρευτο;
Χάρη μας έστειλες ένα μήνυμα που έλεγε τα έξης: «πολύ απλά διότι και ο Υιός έχει το ανεκπόρευτο».
Σύμφωνοι, πολύ ωραία το είπες.
Όμως μην ξεχνάς πως ότι και το Άγιο Πνεύμα έχει το αγέννητο.
Έχεις απόλυτο δίκιο, γι’ αυτό και το απέσυρα, προς αποφυγή παρεξηγήσεων και πολλών εξηγήσεων…!
Αν θες τη γνώμη μου, η αιτία οφείλεται στο γεγονός ότι στο κέντρο της χριστιανικής θεολογίας βρίσκεται το πρόσωπο του Χριστού, δια του οποίου και εξ αφορμής του οποίου διατυπώνεται και το εκάστοτε ερώτημα. Έτσι, το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Σύνοδος της Νικαίας ήταν η αϊδιότης του Υιού (και η διάκριση από τον τρόπο ύπαρξης του Πατέρα), η οποία και διευκρινίστηκε μέσα από τη σύζευξη αγέννητος (Πατήρ) – γεννητός (Υιός). Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως ήταν η αϊδιότης του αγίου Πνέυματος (και η διάκριση από τον τρόπο ύπαρξης του Υιού), η οποία και διευκρινίστηκε μέσα από τη σύζευξη γεννητός (Υιός) – εκπορευτόν (Πνέυμα).
Εδώ φαίνεται καθαρά ότι η θεολογία έχει σωτηριολογικό κι όχι φιλοσοφικό πρόγραμμα/περιεχόμενο. Διατυπώνεται μες στο ιστορικό γίγνεσθαι με βάσει τις ανάγκες της εκκλησίας κι όχι a priori, ως φιλοσοφικό σύστημα. Όταν πλέον υπάρχει συνολική εποπτεία του προβλήματος έρχεται για π.χ. ο Νύσσης να μας δώσει μια πολύ όμορφη συνθετική θεώρηση των τριών υποστατικών ιδιωμάτων: αίτιον (Πατήρ) – αιτιατόν (Υιός) – εξ αιτίας (Πνέυμα). Όμως οι 7 πρώτοι όροι του Συμβόλου είχαν ήδη διατυπωθεί και δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν!
Πολλούς χαιρετισμούς,
Χάρης
ΥΓ. Επειδή δεν έχω πάντοτε τον χρόνο για ταχείς απαντήσεις, προτιμώ ενίοτε την αποχή. Όμως βρίσκω τα ερωτήματα που θέτεις πολύ ενδιαφέροντα και χαίρομαι, όταν μπορώ από πλευράς χρόνου, να είμαι σε διάλογο μαζί σου.
Διάκριση Θεολογίας και Οικονομίας.
Άλλο ο τρόπος υπάρξεως των Θείων Προσώπων[υποστατικά ιδιώματα] και άλλο ο τρόπος φανερώσεως ή αποκαλύψεως ή μεθέξεως Αυτών.
1] Υπόσταση χωρίς φύση και φυσικό ιδίωμα δεν υφίσταται.
2] Υπόσταση και υποστατικό ιδίωμα δεν ταυτίζονται.
3] Τα τρία Θεία Πρόσωπα, εκτός της Θείας Φύσεως [αμέθεκτη από τον άνθρωπο] ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ και στα φυσικά ιδιώματα Αυτής, τα οποία ΚΟΙΝΩΠΟΙΟΥΝ-ΠΕΜΠΟΥΝ στην Εκκλησία διά την θέωσιν των πιστών και την κοινωνίαν-ένωσιν μετ΄αυτών.
Ακοινώνητα είναι μόνον τα υποστατικά ιδιώματα των Θείων Προσώπων.
Όλα τα παραπάνω δεν έχουν καμμία απολύτως σχέση με την διδασκαλία περί κοινωνίας των προσώπων δια του ακοινωνήτου υποστατικού ιδιώματος του Θεού Πατρός, των Λατίνων και του νεοημερολογίτου Μητροπολίτου, κ.Ζηζιούλα.