Η απόφαση της Ουκρανίας να αναστείλει την προετοιμασία για την υπογραφή συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση επιβεβαιώνει και ενισχύει την απαισιοδοξία για την Ευρώπη. Μοιάζει να αποτελεί καμπή : η ελκτική δύναμη της Ευρώπης έχει εξασθενήσει σημαντικά.
Η μειωμένη ακτινοβολία προς τα έξω συνοδεύει την αυξανόμενη αμφισβήτηση εκ των έσω. Παλαιότερα, η κριτική προερχόταν κυρίως από την Αριστερά. Σήμερα, την αντιευρωπαϊκή εκστρατεία την αναλαμβάνουν τα ακροδεξιά κόμματα. Εθισμένο στις εξ αριστερών επικρίσεις, το ευρωπαϊκό κατεστημένο ερμηνεύει την ανερχόμενη αμφισβήτηση ως αποτέλεσμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Όμως, η επιτυχία των ακροδεξιών αντι-ευρωπαϊστών τροφοδοτείται κυρίως από το συμβολικό κενό της Ευρώπης. Τα μεταναστευτικά ρεύματα και οι ευρύτεροι μετασχηματισμοί της Παγκοσμιοποίησης καθιστούν το ερώτημα « ποιοι είμαστε » περισσότερο επιτακτικό από το « τι έχουμε ».
Ορισμένοι ηγέτες αρχίζουν να υποψιάζονται την φύση του προβλήματος. Ο Ιταλός Πρωθυπουργός, ο Ενρίκο Λέτα, πρόσφατα αναφέρθηκε στο συμβολικό πλεονέκτημα της ακροδεξιάς. Επεσήμανε ότι « μόνον οι λαϊκιστές διαθέτουν σήμερα αφήγημα για την Ευρώπη », ενώ οι λοιποί « πρέπει να βρούμε το δικό μας νέο αφήγημα »· όπως, επί παραδείγματι, ο Helmut Kohl με τον François Mitterrand στο Verdun το 1984.
Η αναφορά στο αμερικανογενές « narrative », όρος με άλλη έννοια στην ελληνική, αποτελεί πρόοδο, εν συγκρίσει με τον κυρίαρχο ευρωπαϊκό λόγο ο οποίος έχει περιθωριοποιήσει ό,τιδήποτε μη τεχνοκρατικό και οικονομιστικό. Ταυτοχρόνως, όμως, δείχνει την έλλειψη προετοιμασίας της Ευρώπης για τις επερχόμενες πολιτικές θύελλες, αρχής γενομένης από τις Ευρωεκλογές του 2014.
Η ιδέα να δημιουργηθεί ένα νέο φιλο-ευρωπαϊκό « αφήγημα » παραπέμπει στην συνηθισμένη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επίλυση αντιφάσεων και προβλημάτων. Φαντάζεται κανείς μια « Επιτροπή Σοφών », η οποία θα επιφορτιστεί να διατυπώσει « το νέο ευρωπαϊκό όραμα ». Εξ ορισμού το « αφήγημα » παραπέμπει στις γνωστές τεχνοκρατικές μεθόδους οι οποίες παρακάμπτουν τις πολιτικές διαδικασίες.
Το ευρωπαϊκό ζήτημα δεν είναι τεχνοκρατικό. Είναι κατ’εξοχήν πολιτικό. Για να διαμορφωθεί πίστη στην Ευρώπη πρέπει οι πληθυσμοί της να πεισθούν ότι, έναντι των θυσιών, υλικών και συμβολικών, τις οποίες επιβάλλει η συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, η Ευρώπη προασπίζεται υλικά και πνευματικά αγαθά τα οποία υπερβαίνουν το με στενά κριτήρια οριζόμενο βιοτικό επίπεδο ή τα διάφορα « κεκτημένα ». Προϋπόθεση για ουσιαστικό διάλογο για την Ευρώπη αποτελεί η επαναφορά της γλωσσικής, ιστορικής και γεωπολιτικής παιδείας η οποία εξοβελίστηκε, βορά στο χαλαρό ευρωπαϊκό consensus. Καμία τεχνητή « αφήγηση » δεν μπορεί να υποκαταστήσει την επώδυνη και χρονοβόρα διαδικασία για την αποκατάσταση του συμβολικού ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Όσο καθυστερεί και, καθώς ελλείπει ο εναλλακτικός λόγος, οι εύκολες απαντήσεις των απανταχού λαϊκιστών θα αντλούν επιλεκτικά από το εγκαταλελειμμένο ιστορικό υλικό. Και θα επικρατούν.
Είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί να καλυφθεί το συμβολικό κενό σύντομα, ώστε να αποφευχθούν καταστροφικές αναταράξεις. Το επίπεδο της πολιτικής και πνευματικής προετοιμασίας των φιλο-ευρωπαϊκών δυνάμεων προαναγγέλλει σοβαρές ήττες για τις επόμενες αντιπαραθέσεις. Όμως, από την άλλη, μόνο με ισχυρούς κλονισμούς είναι δυνατόν να επιστρέψουν οι ευρωπαϊκές ελίτ στην πολιτική πραγματικότητα, από την οποία τους έχουν αποσπάσει οι τεχνοκρατικές ουτοπίες και η υπεροψία στην οποία οδηγούσε φυσιολογικά η εξαιρετικά ευνοϊκή συγκυρία των μετα-ψυχροπολεμικών χρόνων.
Αντίθετα από ό,τι ελπίζαμε, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη δεν έλυσε τα προβλήματα. Η κρίση απεκάλυψε τις κρυμμένες αρνητικές πτυχές της ευρωπαϊκής υπερ-προστασίας η οποία ανευθυνοποίησε την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Σήμερα οι πολιτικοί ορίζοντες διαγράφονται σκοτεινοί. Απειλείται, επομένως, ο κύριος στόχος για τον οποίο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέμεινε για την ένταξη της Ελλάδας: η πολιτική και γεωπολιτική εξασφάλιση.
Δεν αμφισβητείται η χρησιμότητα της συμμετοχής μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι· κάθε άλλη εκδοχή είναι δυσμενέστερη. Χρειάζεται, όμως, να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη να στηριζόμαστε και στις δικές μας δυνάμεις, τόσο στον οικονομικό, όσο και στον γεωπολιτικό τομέα. Η επανεπένδυση στην πολιτική συμβολική συνιστά ευρωπαϊκό, αλλά και εθνικό ζήτημα.
πηγή: Aντίφωνο, "Εστία" 26 Νοεμβρίου 2013