Καρδιώτισσα

5
2077

Ούτε γέλιο ούτε κλάμα. Κάτι ως κύμα σιγής. Κι αμετάφραστες λάμψεις.

Σ΄ ανοιχτή την αγκάλη της η στοργή σταυρωμένη.

 

Πιο λεπτή. Πιο απαλή. Πιο ιλαρή. Για τη θλίψη της σκέφτομαι : θα γινόταν να γίνει; Πιο εισδυτική και ταυτόχρονα λυτρωτικότερη;

Θλίβομαι άρα υπάρχω : βαθύτερος, πυκνότερος, προφανέστερος πάσης ανυπαρξίας.

Η ζωή της διάφανη : να πενθεί για τη σταύρωση. Η ζωή της βαθειά : να πενθεί για το θάνατο. Η ζωή της πυκνή : να πενθεί μια αμαρτία.

Αν αφουγκράζομαι και τη δική μου ζωή τούτην ακριβώς τη θλίψη να επιποθεί, είναι διότι εντός της δεν αντέχει τίποτα που να μην κυοφορεί σημασίες. Ίσα ίσα αμαρτία – λογίζομαι – είναι, ειδικά, η απάρνηση της σημασίας. Είναι η απόφαση της ελευθερίας του κόσμου να απαρνηθεί την ελευθερία του. Είναι – σα να λέμε – η απάρνηση, όπως τούτης, μιας θλίψης.

Μιας θλίψης που, μόνη εκείνη με πείθει πως χωράει το παν, καθώς μόνη η ίδια δεν φοβάται το τίποτα. Πως διανοίγει τα πέρατα. Πως γεννάει το θαύμα. Γι΄ αυτό και – εν ετέρα εικονίσει – μού συστήνεται ως η μύχια χαρά του πιο άπειρου χρόνου, του πιο απέραντου σύμπαντος, του πιο ανέκπτωτου είναι.

5 Σχόλια

  1. Παρακαλῶ τήν ἀγάπη σας πέστε μου γιατί ἀπουσιάζει τό φωτοσέφανο ἀπό τό κεφάλι τοῦ Χριστοῦ στήν Παναγιά τήν Καρδιώτισσα; Εἶναι θεολογικά σωστή αὐτή ἡ ἔλλειψη ; Τό κείμενό σας εὔστοχα ὑπογραμμίζει τήν ἁγιογράφηση τοῦ Θείου βρέφους σέ τύπο σταυροῦ καί τήν θλίψη πού εἶναι μέσα στό βλέμμα τῆς Παναγίας κλήση σέ μυστήριο ἀναστάσιμο. Εὔχομαι μέ τήν μεσιτεία της νά γίνει ἡ καρδιά μας γῆ μετουσίωσης τοῦ πόνου σέ θαῦμα. Εὐχαριστῶ

  2. [b]Η θεολογία αλλά και η ανθρωπολογία μιας εικαστικής μαρτυρίας[/b]

    Λυπάμαι, αλλά δεν γνωρίζω την απάντηση στην ερώτησή σας. Νομίζω όμως ότι δεν είναι απαραίτητο να περιστραφούμε γύρω από αυτό το σημείο: Θεολογικό θέμα δεν ανακύπτει, καθώς δεν διατίθεται μια ενδελεχής κωδικοποίηση του βυζαντινού εικαστικού τρόπου – η οποία, μάλιστα, να μην επιτρέπει κατ’ εξαίρεσιν λύσεις.
    Το σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, σε αυτή την παράσταση (που χρονολογείται στα μέσα του 15ου αι.) είναι ότι κινείται σαφέστατα μέσα στα πλαίσια της ανατολικής χριστιανικής τεχνοτροπίας, ενώ επιτυγχάνει ένα υποβλητικό ζωγραφικό αποτέλεσμα. Τόσο, ώστε να μου θυμίζει μια έκφραση που είχα ακούσει κάποτε από τον Μάνο Στεφανίδη: [i]«Είναι κάποιες εικόνες που σε κάνουν να πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός ακόμα και όταν ο ίδιος δηλώνεις άθεος.»[/i]

    [b]Η δυνατότητα μετουσίωσης, θέλω να πω, του [i]πόνου[/i] σε [i]θαύμα[/i] είναι κάτι που το πιστεύουμε όταν έχουμε γίνει χριστιανοί. Το κατόρθωμα της συγκεκριμένης εικονοποιίας είναι ότι διηγείται πως η Ζωή έχει Νόημα (ένα νόημα, ως προς την οικείωση του οποίου, εφαλτήριο βήμα είναι η Τόλμη της Θλίψης) με αμεσότητα τόσο καταλυτική ώστε να αποβαίνει πειστική ακόμα και προς έναν άνθρωπο, εισέτι, ανύποπτο για τα ακριβά και τα καίρια: Του αρκεί, εδώ, μοναχά να σταθεί να κοιτάξει![/b]

    Ευχαριστώ για αυτή την ευκαιρία, που μας προσφέρει το σχόλιό σας.

  3. Κι ὅμως εἶναι αὐτή ἡ «Τόλμη τῆς Θλίψης» πού μέ ἀναγκάζει νά óμολογῶ τήν ἀγωνία μου γιά τήν ἀπουσία τοῦ φωτοστέφανου ἀπό τόν Χριστό μας. Οἱ κατ᾿ ἐξαίρεση λύσεις δέν μποροῦν νά προσβάλουν τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου προσώπου. Πότε χωρίστηκε ὁ Χριστός ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα; Γιατί ἐπιμένουν οἱ ἀγιογράφοι σέ αὐτήν τήν ἔλλειψη; Βαθύτατα σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ἀνταπόκριση στήν ἐπικοινωνία .
    Μέ ἐμπιστοσύνη στή φλόγα τῆς καθαρότητας πού ἔχουν οἱ λόγοι σας .

  4. Είναι φανερό ότι ακόμη και ένα στενότατο φωτοστέφανο θα χαλούσε την σύνθεση.
    Η ταύτιση του φωτοστέφανου με το Άγιο Πνεύμα νομίζω ότι είναι μόνο μία λαϊκή δοξασία. Στήν Κοίμηση του Δαφνιού, όπως και στην Ψηλάφηση, όλοι οι Απόστολοι εικονίζονται χωρίς φωτοστέφανο, για να μην καταστραφεί η σύνθεση, βέβαια. Η Παναγία και οι Άγγελοι φέρουν φωτοστέφανο. Των αγγέλων είναι μία απλή κόκκινη γραμμή που το χωρίζει από το ενιαίο χρυσό φόντο. Γιά λόγους όμως και πάλι αισθητικής ομοιογένειας, η επάνω σειρά των αποστόλων, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποκτήσουν επίσης φωτοστέφανα με απλά κόκκινα περιγράμματα, δεν έχει, για λόγους αισθητικής εκλέπτυνσης, η οποία συχνά απουσιάζει από τις σύγχρονες αγιογραφίες.
    Οι ησυχαστές ήθελαν να ελαχιστοποιούνται εν γένει οι συμβολικές απεικονίσεις, θεωρώντας τες πιό ταιριαστές στον ιδεαλισμό των αντιησυχαστών, που μετά τις συνόδους των ετών 1341-1351 θεωρούνται αιρετικοί. Επομένως, η υπερβολή συμβολισμών είναι ανησυχητική στην ορθόδοξη εικονογραφία και όχι η ελαχιστοποίησή τους. Αυτό κρατά ήδη από την δογματική της Εικόνας, όπως διατυπώθηκε από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο οποίος έκανε σαφές ότι στην ορθόδοξη εικονογραφία απεικονίζουμε όχι ιδέες ή συμβολισμούς αλλά κυρίως ό,τι είναι ή υπήρξε πραγματικό και ορατό. Παράδειγμα του ίδιου του Δαμασκηνού: Οι Άγγελοι, όταν εικονίζονται στις εικόνες και τις τοιχογραφίες, δεν αποτελούν σύμβολα, αλλά αναπαράσταση των φασμάτων που ο ίδιος ο Θεός πλάθει και προσδίδει στους Αγγέλους, όποτε πρέπει να γίνουν αισθητοί στους ανθρώπους.

  5. «Δεόμενες σκεφτόμουν στην αρχή ή καμμιάν Οδηγήτρια αρχετυπική, χωρίς παιδί στα χέρια,
    αλλά η ανορθόγραφη “Καρδιότησα” μου έγνεφε μυστικά
    κι όλο σ’ αυτήν επέστρεφε το βλέμμα μου.
    Στην ωραιότητα της μητέρας και την παθιασμένη αναστροφή της κεφαλής του τέκνου της.
    Την πήρα ένα βράδυ,
    απεγνωσμένος από τα άλλα έργα μου κι απ’ τα παθήματά μου, νύχτα βαθειά,
    Την έστρεψα ανάποδα, ταπείνωσα το λαμπρό Της ένδυμα
    κι αφάνισα τον γυιό απ’ την αγκαλιά Της.
    Απόμεινε σκιά δεόμενη, άδεια και μονάχη.
    Είθε να με συγχωρέσει ο πολύς …
    Άγγελος ο Κοτάντος, πρωτοψάλτης Χάνδακος
    και πρωτοϊστοριογράφος πάσης της αυτοκρατορίας,
    που Την εζωγράφισε δογματικώς και τεχνικώς άρτια εκείνος ο ικανότατος, αλλά
    εμένα μου φάνηκε ότι, έτσι όπως Την άλλαξα, ταίριαζε περισσότερο στην κατάστασή μας. Εσωστρεφώς σπαρακτική, με ένα κενό στην αγκαλιά,
    να προσδοκά σε μιαν απεγνωσμένη δέηση εξ ονόματος όλων μας και να μας απευθύνει,
    το σπουδαιότερο, την τρυφερότητά Της.
    Την άλλη μέρα ασπάστηκα το μάγουλο
    κι έφυγε το σημάδι, φωτίστηκε το βλέμμα της και ρόδισαν τα χείλη.
    Γέμισα φλόγες φωτεινές τη σκοτεινή Της αγκαλιά και το μαφόριο.
    Κι έλαμψε η Παναγία των κεριών, ολόφωτη. Μια φλογισμένη μαυροφόρα.
    ”Κεριώτισσα” Την είπα -ο απατεών επ’ αγαθώ- και δέομαι στη χάρη Της εν μετανοία.»

    απόσπασμα, από: http://www.bokoros.gr/index.php?t=recent_work_detail&id=34

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ