του Άρη Δαβαράκη
Πρωί-πρωί τα Χριστούγεννα έφυγα από την Αθήνα, πέταξα για Θεσσαλονίκη και 2 το μεσημέρι ήμουν στο Άγιον Όρος, στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας. Με το που εγκαταστάθηκα στο «κελλάκι» μου και κατέβηκα στον εσπερινό, είχα ήδη διακτινηστεί σε έναν άλλον χωροχρόνο που λειτουργεί παράλληλα με τον δικό μας, τον γνώριμο, αλλά έχει εντελώς άλλους ρυθμούς, σφυγμούς, ανάσες, συνειρμούς.
Κατά έναν περίεργο τρόπο η ψήφιση του προϋπολογισμού, οι πρωτοβουλίες της Άντζελας Γκερέκου για τον Εθνικό μας τουρισμό και η πιο πρόσφατη, τρυφερή, Εθνική μας υποβάθμιση, από την Moody’s χωρίς να χάνουν την σημασία τους, μεταμορφώνονται σε γεγονότα που λειτουργούν με τον αυτόματο πιλότο ενώ εσύ μπορείς να επιτρέψεις στον εαυτό σου την πολυτέλεια να ασχοληθεί ξανά με τα δικά του, τα εντελώς δικά του, τα κοσμογονικά γεγονότα που δεν αφορούν κανέναν άλλον εκτός από σένα, αφού συμβαίνουν ακαταπαύστως μέσα σου.
Ο άνθρωπος λοιπόν, για κάποιον λόγο που δεν μπορώ ακόμα να τον αποκωδικοποιήσω, ούτε και να τον αρθρώσω με σαφήνεια, μπορεί να κάνει τα πιο απίθανα πράγματα προκειμένου να αποφύγει μιαν αληθινή συνάντηση με τον εαυτό του. Μπορεί να δουλεύει σαν το σκυλί, να μποτιλιάρεται, να φορτώνεται ενοχές, να αυτομαστιγώνεται, να ψωνίζει ρούχα, καλλυντικά, αυτοκίνητα, σπίτια, να οργανώνει δραπετεύσεις σε εξωτικά νησιά (Σκόπελο, Νάξο, Τζια μιλάμε τώρα, μέχρι και Κούβα καμιά φορά) με τζακούζια, πούρα και πιλάτες, να γίνεται μπίλιες με τα παιδιά του, τους συνεργάτες και τους φίλους του, να επενδύει, να αποποιείται, να ακκίζεται ή να αυτοεξευτελίζεται ερωτικό/κοσμικά, να πίνει, να καπνίζει, να ξερνάει στις τουαλέτες του «Αθηνών Αρένα» αφού έχει χρεωθεί άλλα τρία χιλιάρικα για τα λουλούδια που πέταξε στα μούτρα του Ρέμου ή οποιοδήποτε άλλου – όλα μπορεί να τα κάνει, αρκεί να μην συναντήσει ξαφνικά τον εαυτό του και αναγκαστεί να τον κοιτάξει στα μάτια. Κι όμως : Κατά βάθος, αυτό που όλοι μας επιζητούμε με μεγάλη δίψα, είναι η επανέναρξη, επιτέλους, του εσωτερικού μας διαλόγου με στόχο την επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας για την απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής και το γκρέμισμα του φριχτού αυτού διχαστικού τείχους που απαγορεύει στην μισή ψυχή μας να πάει να συναντήσει το άλλο της μισό, να διεκδικήσει δηλαδή την ευτυχία – που είναι και ο μοναδικός αληθινός προορισμός όλων των ανθρώπων.
Εδώ, για να αντέξεις να μείνεις λίγες μέρες, έστω σαν επισκέπτης, στην εσωτερική «ησυχία» που επιβάλλει και απαιτεί το περιβάλλον από μόνο του (χωρίς την παρέμβαση «απαγορεύσεων» και «μη» και «όχι» προερχομένων από τοπικές εξουσίες), η πρώτη προϋπόθεση είναι η συνάντηση με τον εαυτό σου όπως είναι πραγματικά. Ακούγεται απλό αλλά δεν είναι. Όλοι μας τον εαυτό μας τον έχουμε «διαμορφώσει» μέσα στα χρόνια έτσι ώστε να μπορεί να ισορροπεί μέσα σε μια γενικευμένη ανισορροπία - και ο καθένας από μας έχει επιστρατεύσει ό,τι διαθέτει σε «ευκολίες» και ικανότητες για να φτιάξει ένα «εγώ» που να μην παραπατάει συνεχώς και να μπορεί να «ελίσσεται» (έτσι δεν μας αρέσει να το λέμε και επισήμως;). Δεν γίνεται κι αλλιώς. Οι κοινωνίες μας έτσι όπως έχουν εξελιχτεί είναι πια τόσο ανισόρροπες ώστε αν δεν κάνεις τα απαραίτητα κάθε τόσο για να αναπροσαρμοστείς στις ραγδαίες της μεταμορφώσεις, σε πετάει έξω από το «παιχνίδι» και βρίσκεσαι εν ριπή οφθαλμού δακτυλοδεικτούμενος στο «περιθώριό» της. Κανείς δεν το θέλει αυτό. Και επειδή δεν το θέλει δίνει καθημερινές μάχες σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα και χρειάζεται συνεχώς μιαν πανοπλία παντός καιρού και πολλαπλές ισχυρές αντιστάσεις και άμυνες. (Δεν μιλάω εδώ για επιθετικούς παίκτες, αυτοί έτσι κι αλλιώς ζουν σ΄έναν γαλαξία τόσο απομακρυσμένο από τον δικό μου ώστε δεν ξέρω καν πώς λειτουργούν και δεν έχω καμία διάθεση να εξερευνήσω τα λημέρια τους – τουλάχιστον όχι πριν ολοκληρώσω την χαρτογράφηση του γαλαξία όπου ζω εγώ και οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι άνθρωποι με τους οποίους με τον άλφα ή βήτα τρόπο μοιράζομαι τη ζωή μου).
Περιορίζομαι λοιπόν σ’ αυτούς που θα χαρακτήριζα μάλλον «αμυντικούς», στους οποίους συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου. Και μετά από μόλις 50 ώρες εδώ, στην «ησυχία», διακρίνω με σχεδόν απόλυτη διαύγεια, ότι την κανονική μου ζωή την ζω σε ένα «απέραντο φρενοκομείο» (όπως είχε χαρακτηρίσει την Ελλάδα και ο παλιός Καραμανλής, καλά να είναι όπου και αν είναι), και ότι δεν την ζω μάλιστα «ολόκληρος» εγώ, αλλά ένα κομμάτι μου προσαρμοσμένο στις «οδηγίες χρήσεως» που αρχίσανε να εμφυτεύονται στον εγκέφαλό μου από το σχολείο κιόλας. Και παρατηρώ κάθε φορά που ξαναφτάνω εδώ, στην «μονή της μετανοίας» μου, ότι στην πύλη με περιμένει πάντα γελαστός και με ανοιχτές αγκάλες ο ολόκληρος εαυτός μου, αυτός που ακόμα φροντίζει την ψυχή του και δεν την αφήνει να γίνει, δύο, τρία, δεκατρία κομμάτια, να κατακερματισθεί και να καταλήξει μια πατσαβούρα, άχρηστη πια και για ξεσκονόπανο ακόμα. Με υποδέχεται και με περιθάλπει και τις πρώτες ώρες ανέχεται και όλες αυτές τις, από κεκτημένη ταχύτητα, «πόζες» που κουβαλάω μαζί μου ερχόμενος από το φρενοκομείο όπου διάγω τον βίο μου. Πολύ γρήγορα όμως καταφέρνει και βυθίζει το βλέμμα του μέσα σε κάποια από τις νευρικές βιαστικές ματιές μου, που ξέρει πια πώς να τις αρπάζει, στον αέρα, σαν ψαράς που καμακώνει το ασημένια του θήραμα που αστράφτει και σπαρταράει– και τότε μας πιάνουνε και τους δύο τα γέλια και μετά τα κλάματα βέβαια και ξανά τα γέλια ευτυχώς.
Και μέσα στο Καθολικό της Λαύρας την ώρα που ψάλλονται οι ακολουθίες ή στον περίπατο ως τον Ακράθω ή όταν νυχτώνει (και τώρα νυχτώνει νωρίς) και μαζευόμαστε στα «κελλάκια» μας, μοναχοί και «επισκέπτες», ξαναγινόμαστε ένα πράγμα ο εαυτός μου κι εγώ, και προσπαθούμε, έστω και τώρα, έστω και αργοπορημένα, να ανασυνθέσουμε εκείνη την αρμονία ή οποία μας χαρίστηκε με την γέννησή μας, αλλά την κάναμε κομμάτια και θρύψαλα πασχίζοντας να συντονιστούμε στον βηματισμό μιας κοινωνίας που μισόν αιώνα τώρα προχωράει τρεκλίζοντας σαν τον τυφλό στον Αδη. Νομίζαμε ότι είχε κάποια μαθήματα να μας διδάξει αυτή η ταλαίπωρη και διεφθαρμένη μεγαλοπαρέα η παγκοσμιοποιημένη πια, μέχρι που καταλάβαμε ότι τα νομίσματά της δυστυχώς ήτανε κατά 99% κάλπικα και ότι η μόνη αλήθεια ήταν αυτή που εμφυτεύεται έτσι κι αλλιώς μέσα μας. θέλουμε δεν θέλουμε, την ώρα που το σπέρμα ζευγαρώνει με το ωάριο και ξεκινάει η μεγάλη περιπέτεια.
Ευτυχισμένη η νέα δεκαετία λοιπόν εύχομαι. Με τις ψυχές μας να έχουν πια βαθύτερα αιτήματα μέσα στην καθημερινότητά τους, να ανασυντάσσονται και να αρνούνται να επιβιώνουνε ανάπηρες και κουτσουρεμένες μέσα σ΄έναν κόσμο χωρίς ξεκάθαρο νόημα, πυξίδα και στόχους.
πηγή: protagon.gr