Αναφέρθηκα στην απόκλιση μεταξύ των θεολογικών πεποιθήσεων του Χρήστου Γιανναρά και του Νικόλαου Λουδοβίκου. Εδώ υπεισέρχεται ένα πλήθος λεπτών θεωρητικών ζητημάτων που δεν έχω την αρμοδιότητα ούτε τα εφόδια για να τα θίξω, πλην ενός που διαφεύγει συνήθως, ακριβώς διότι δεν αποδελτιώνεται στο κατάστιχο των αποριών της επιστήμης. Σαν το κλεμμένο γράμμα, στο ομώνυμο αφήγημα του Πόε, είναι τόσο προφανές ώστε λανθάνει. Και μ' αυτό θα ασχοληθώ.
Το ότι τα σημεία αντιστρέφονται μέχρι τη φαινομενική νεκρανάσταση παρωχημένων μορφών συνείδησης του κόσμου είναι πασίγνωστο και, ως γεγονός, χαρακτηριστικό της πιο μύχιας στρατηγικής της μετανωτερικότητας. Μοιραία, βρέθηκε στην καρδιά της προβληματικής πολλών συγγραφέων στα τέλη του περασμένου αιώνα και δεν παύουμε να το διακρίνουμε στην παράδοξη συγγένεια που μοιάζει να αναπτύσσεται π.χ. ανάμεσα στις απόκρυφες διαστάσεις της αναλογίας που κάποτε διηύθυνε τη σχέση ορατού και αόρατου σύμπαντος, και στις καινοφανείς ιδεο-τεχνολογικές όψεις της λεγόμενης νέας εποχής.
Αυτή η αλληλεγγύη επ' ουδενί πρέπει να εκλαμβάνεται σαν ταυτότητα. Δεν είναι ωστόσο περίεργο ότι αρκετοί στοχαστές, Αμερικανοί κυρίως, αλλά και Ευρωπαίοι, ποικίλων προελεύσεων, του Γιανναρά περιλαμβανομένου, το επιχειρούν ενθουσιωδώς. Ας ονομάσουμε την παραπάνω φαινομενική συνάφεια «αντεστραμμένο ιδανικό».
1 Ο όρος περιγράφει το αναποδογύρισμα του πράγματος, και εντέλει της πραγματικότητας συνολικά, στον πειστικό κατοπτρισμό μιας κενής πλέον ιδέας. Πρόκειται για ένα είδος φασματικής συμμετρίας όπου το είδωλο, ασφαλώς, πολύ απέχει απ' το να συγκροτείται αυθεντικά. Είναι ένα ίσκιος, ένα ομοιότυπο. Μ' άλλα λόγια, βρισκόμαστε στην περιοχή της οφθαλμαπάτης.
Ιδιαίτερα δελεαστική οφθαλμαπάτη, αφού παραπλάνησε σχεδόν όλους όσοι αφιερώθηκαν στον έλεγχο της σχέσης ανάμεσα στο μεταμοντέρνο και στην ερμητική ή θεολογική συμπεριφορά,2 δηλαδή σε δύο πεδία φαινομενικώς εξίσου υπάκουα σε μια σειρά αρχών, όπως η αέναη αναβολή της τελικής παραπομπής του σημαίνοντος ή η περίφημη coincidentia oppositorum, σύμπτωση των αντιθέτων, πυρήνας ενός μυστηρίου (στην μεν παράδοση, του Θεού, στον δε μεταμοντερνισμό της απροσδιοριστίας) όπου αίρεται η αρχή της ταυτότητας.
Ομως, αν η ομοιότητα που στηρίζει την αναλογία δρα παραπειστικά, η αντινομία που τη στοιχειώνει είναι αγεφύρωτη. Κατ' ουσίαν, μπορεί να υπολογιστεί ως απόσταση ανάμεσα στο ιστορικό περιεχόμενο και στην κακή του ανταύγεια, που επιστρέφει μόλις το πρώτο εκπνεύσει. Αν η ιστορία του νοήματος, ιστορία αναμφίβολα θεολογική, εκτυλίσσεται, στη Δύση, κυρίως από το μεσαίωνα και ύστερα, εν είδει βαθμιαίας συρρίκνωσης της σημαίνουσας διαφοράς, δηλαδή, για να το πούμε σωστά, του υποκειμένου που αιμοδοτείται απ' αυτήν, σίγουρο είναι ότι αργά ή γρήγορα θα προσέγγιζε ένα σημείο μηδέν, όπου το παλιό θα νεκρανασταινόταν σαν φάντασμα. Εκτοτε περιφέρεται σ' έναν μεταθανάτιο κόσμο εικονικών αναδιπλασιασμών. Τέτοιος είναι και ο θάνατος του Θεού που πολλοί συγχέουν με τη γέννηση ενός θεού του θανάτου. Ξαναγυρίζουμε στις πηγές ψευδαισθησιακά. Ετσι, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι η δομή του Ι Τσινγκ συναντάει εκείνη του DNA και συνεργάζονται.
3 Οι εφαρμογές των παραλληλισμών που αναδύθηκαν απ' αυτή τη νεκροφάνεια ήταν αμέτρητες. Στη γραμμή Πάουλι-Γιουνγκ, ο Φ. Ντέιβιντ Πιτ και πολλοί ακόμη επιστήμονες, μάχονται τώρα τη λογική αιτιότητα μέσω της εμπιστοσύνης σε ένα είδος «μαγικού» συγχρονισμού που θυμίζει υπερβολικά τις εμπειρίες αιχμής των μυστικιστών και των ποιητών. Ο Fritjof Capra, για να τον ακολουθήσουν πλήθος άλλοι, έσπευσε να υπογραμμίσει τις συγγένειες ανάμεσα στη μεταμοντέρνα φυσική και στο Ταό, με έμφαση στην αναβάθμιση του ρόλου της «ψυχής» όσο και στο διφορούμενο της σωματιακής/κυματικής φύσης του ηλεκτρονίου. Σε πλήθος άλλων εργασιών, η κβαντική φυσική υπόσχεται να πιστοποιήσει το τέλος του λογικού θετικισμού, από τον επικήδειο του οποίου εμπνέεται και ο Γιανναράς. Τους διαφεύγει όμως, εδώ, πως η ανακούφιση απ' το ότι ο θετικισμός ψυχορραγεί καθόλου δεν ισοδυναμεί με πράσινο φως για την επάνοδο σε μια γνήσια μεταφυσική τάξη, όπου η αμιγής σημασία παρέμενε ανεντόπιστη για το λόγο ότι το σημαινόμενό της έπλεε εκτός κόσμου -απεναντίας! Μάλλον θα πει ότι το σημαινόμενο εκλείπει ολοκληρωτικά, και ιδού γιατί δεν το βρίσκουμε πουθενά στον κόσμο μας.
Εν ολίγοις, οι στοχαστές αυτοί παραβλέπουν ότι η μετανεωτερικότητα είναι όχι η άρνηση του λογικού θετικισμού αλλά η νομοτελειακή του συνέπεια, έστω ως ερείπια. Ενα σύμπαν όπου το νόημα κρυβόταν απ' τον κόσμο επειδή η θεότητα το συγκρατούσε στο εκτός κόσμου, όπου μας οδηγούσε η αλληλουχία των προσωπίδων της, και έναν σύμπαν όπου το νόημα «κρύβεται» στο μηδέν επειδή όντως εκμηδενίστηκε ριζικά, δεν είναι διόλου το ίδιο. Αναλόγως μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η εκ-στατική λειτουργία του προσώπου ως μείζων υπανιγμός της πατερικής θεολογίας και η εκ-στατική διάσταση του Είναι στον Χάιντεγκερ μοιάζουν ακριβώς επειδή είναι συμμετρικώς αντίθετες. Διότι το πρόσωπο στους πατέρες διακινεί το Είναι από το θάνατο (πένθος, απομάκρυνση) ενώ στο Γερμανό φιλόσοφο αιχμαλωτίζεται στο Είναι προς το θάνατο, κατά μήκος του οποίου δολιχοδρομεί το συλλογικό φαντασιακό της Δύσης, πολύ πριν γίνει μόδα η χρεοκοπία της μεταφυσικής. Απ' αυτή την άποψη, ο Χάιντεγκερ δεν επωμίζεται μιαν επανάσταση αλλά ένα αποτέλεσμα.
Ετσι, ότι οι πληροφορίες, σήμερα, σχετικά με το σύμπαν, είναι ολογραφικά κωδικοποιημένες στο φάσμα των συχνοτήτων που δέχεται το φαντασιακό, μπορεί να θυμίζει στους αισιόδοξους την participation mystique στο παλιό μεταφυσικό σύστημα Μακρόκοσμου/Μικρόκοσμου, πρόκειται όμως για δύο αντιτιθέμενες ιδέες, συγκεκριμένα για την ίδια την ιδέα, υλοποιημένη, και για τον αιθέριο κατοπτρισμό της. Η επικοινωνία όλων με όλα χάρη στη δράση του συμβόλου, υπό την αιγίδα της θεότητας, πηγής κάθε νοήματος, επανέρχεται εδώ σαν κενό αντίγραφο ή προσποίηση επικοινωνίας όλων με όλα εν είδει μορφογενετικών πεδίων, όπως τα λένε, ή νοόσφαιρας ή matrix. κ.ο.κ. Εξασφάλισαν ήδη απίθανα ονόματα γι' αυτόν τον εκφυλισμό.
Το κύμα των μελετών και κινήσεων που είχαν σαν σημαία τους τη σύνδεση των μηχανισμών του ιερού με το ρευστό αγνωστικισμό της μετανεωτερικής επιστήμης ή με τα διαβήματα της αντίστοιχης φιλοσοφικής αναζήτησης, δεν είναι άρα τόσο παρήγορο. Οτι ο Βιτγκενστάιν υπέδειξε ένα νόημα του κόσμου εξωτερικό προς τον κόσμο δεν τον καθιστά ομοϊδεάτη του θεολογούντος ανθρώπου, παρά την ομοιότητα. Ο αρχαίος άνθρωπος ξέρει ότι το νόημα είναι εκτός διότι μόνον ως τέτοιο νοείται, αλλιώς δεν θα υπήρχε καμία εγγύηση θεσμικής κατοχύρωσης της διαφοράς. Η νεότερη φιλοσοφία, απ' την πλευρά της, διαισθάνεται, ένεκα της μετατόπισης του πρωτείου από το σημαινόμενο στη λειτουργία του, πως το νόημα πάντως δεν βρίσκεται εδώ.
Το ότι «Στάθηκε αδύνατο να διατυπωθούν οι νόμοι της κβαντομηχανικής με τρόπο απολύτως συνεπή δίχως να γίνει αναφορά στη συνείδηση» (Eugene Winger) και ότι κάποτε ήταν αδύνατο να διατυπωθούν οποιοιδήποτε νόμοι δίχως μια τέτοια καταστατική αναφορά, έστω και υπονοούμενη (το «Εν ονόματι...»), δεν σηματοδοτεί παρά αυτό το κενό καθρέφτισμα, ελάχιστα κατάλληλο να στηρίξει τον οπτιμισμό του Γιανναρά. Οσο για την ιδεώδη πνευματική διαφάνεια του αρχαίου συμβόλου και την υλική διαφάνεια του ανοηματικού σύγχρονου σήματος, αρκεί να τις συγκρίνουμε λιγότερο καλόπιστα απ' ό,τι ο Στέλιος Ράμφος, για να δούμε την απάτη της ομωνυμίας τους.
Αληθεύει, λοιπόν, ότι τα αντίθετα συναντώνται τόσο όταν το νόημα είναι οριακά φορτισμένο (στην παρουσία της θεότητας), όσο και όταν το νόημα είναι μηδενικό (π.χ. στον κυβερνοχώρο). Ομως άλλο συνύπαρξη εντός του μυστικού και άλλο συναίρεση εντός του τίποτα. Το ότι οι οπαδοί της ψυχεδελικής νεο-αλχημείας, όπως τους περιγράφει φερ' ειπείν ο Ντάγκλας Ράσκοφ,4 και οι νεοπλατωνικοί του μεσαίωνα διέκριναν παντού υπονοούμενα πολυσημίας δεν πάει να πει ότι μιλούσαν την ίδια γλώσσα.
Εστία ακόμη μεγαλύτερης σύγχυσης συνιστά το οξύμωρο της μεταμοντέρνας χρονικότητας, όπου ο θρυμματισμός της διάρκειας από την τεχνολογία, η ανακυκλωτική χρήση της Ιστορίας και η αποστέρηση της υποκειμενικότητας ως βίωμα του παρόντος έρχονται αναιδώς να συγκριθούν με τη στάσιμη ταυτοκινησία, το nunc stans των μυστικών παραδόσεων. Εξού και η «θεολογική» ή νεο-σαμανική ερμηνεία του σύμπαντος των υπολογιστών, η οποία σπάει ταμεία στην Αμερική, εδώ και είκοσι χρόνια. Το θέμα είναι τεράστιο και, ομολογώ, το διατρέχω εδώ πολύ βιαστικά. Γεγονός παραμένει ότι η εξαφάνιση του νοήματος στο σημείο σύναψης θετικισμού και μηδενισμού προκαλεί, κυριολεκτικά, παραισθήσεις μεταφυσικής επικαιρότητας. Ομως η κένωση του προσώπου δεν είναι το κενό υποκείμενο του Λακάν. Δυστυχώς.
Θα κλείσω το θέμα, με επίκεντρο το έργο Μετα-νεωτερική Μετα-φυσική του Χρήστου Γιανναρά, την επόμενη Παρασκευή.
1. Δανείζομαι τον όρο από το μυστικιστή Ρενέ Γκενόν. Ανυπόληπτη πηγή, αλλά η μεταφορά είναι διαφωτιστική.
2. Οι αναφορές του Εκο στο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία» είναι ενδεικτικές.
3. Δες τις πολυδιαφημισμένες εργασίες του Τέρενς ΜακΚένα.
4. Βλ. το κλασικό «Cyberia». Ελληνική έκδοση «Νέα Σύνορα-Λιβάνης».
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/11/2002