Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης
Ο π. Ν. Λουδοβίκος, στο βιβλίο του Η Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοουσίου, μιλά για τις ανεπανάληπτες θεολογικές διαστάσεις του έργου του Ν.-Γ. Πεντζίκη. «Αν ερωτηθώ», λέγει, «για μια σύγχρονη φανέρωση [...] της εκκλησιολογίας της γλώσσας σήμερα, θα υπεδείκνυα χωρίς διασταγμό το έργο του Ν.Γ. Πεντζίκη»[1]. Και συνεχίζει «Στο έργο αυτό (που η ακαδημαϊκή μας θεολογία αδυνατεί καταθλιπτικά να προσλάβει ουσιαστικά), ο πλήρης υποκειμενικός εαυτός και η πλήρης, συγκεκριμένα καθολική –πραγματολογική, θα λέγαμε- γλώσσα του, η οποία στεγάζει εν Χριστώ όλη την απειρία των όντων εντός της, είναι σχεδόν σε κάθε σελίδα του παρόντα»[2].
Ο π. Νικόλαος εκθειάζει κυριολεκτικά το εκκλησιολογικό ήθος του Πεντζίκη. Μιλά για αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ της ακαδημαϊκής θεολογίας και των γραπτών του θεσσαλονικιού δημιουργού. Τονίζει, επίσης ότι, θα τολμούσε να προτείνει «την εκκλησιολογία της γλώσσας ως μέθοδο αναλύσεως του πεντζικικού έργου», αφού εκείνο βαδίζει την οδό της Πατερικής Παραδόσεως, υπερβαίνοντας «κατά πολύ την περιορισμένη πνευματική οπτική σύνολου σχεδόν του ακαδημαϊκού θεολογικού έργου του τελευταίου αιώνα»[3].
Για αυτό, ο π. Νικόλαος μιλά περί καταφυγής στο Προς Εκκλησιασμόν έργο του Πεντζίκη, έπειτα από την εντρύφηση στα έργα των Πατέρων. Για τον π. Λουδοβίκο το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί «την πιο αντισχολαστική εκκλησιολογική πραγματεία που γράφτηκε τελευταία». Πώς αιτιολογεί τη γνώμη του; Λέγοντας ότι, πρόκειται για «ένα κείμενο που δεν ορίζει την Εκκλησία αλλά την παράγει, ως σωτήριο άνθος του Πνεύματος, από τα πράγματα, τους τόπους, τα αισθήματα, τα όντα και τη γλώσσα». Τα γραπτά του Πεντζίκη δεν αναφέρονται σε αόριστους διανοητικούς στοχασμούς, σημειώνει, αλλά αποτυπώνουν εμπειρίες. Ο ίδιος, ο π. Νικόλαος, σκέφτεται τη χαρά του Wittgenstein, βλέποντας τούτα τα κείμενα, ο οποίος, όπως τονίζει, μαζί με τους Πατέρες, διαφωνούσε με κάθε αφηρημένο ιδιωτικό στοχασμό[4].
Το έργο του Ν.-Γ. Πεντζίκη, σύμφωνα πάντα με τον π. Λουδοβίκο, «αφομοίωσε βαθιά τις ανάλογες υπαρξιακές τάσεις της δυτικής λογοτεχνίας από τον Dujardin ως τον Joyce» χαρίζοντάς τους «μιαν απαράμμιλη ορθόδοξη θεολογική δικαίωση». Αυτό, το έργο, λοιπόν, συνεχίζει, «θα μπορούσε να βοηθήσει στη μετάνοια [...] της σύγχρονης ορθόδοξης (θεολογίας και) εκκλησιολογίας, που παραμένει ανυποψίαστα εγκλωβισμένη πάντα στην ιδιωτική μεταφυσική της γλώσσα –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων»[5].
Ο π. Νικόλαος, βλέπει το Πεντζικικό έργο, μπολιασμένο στην Παράδοση της Μυστικής-Ησυχαστικής θεολογίας. «Η ανάγνωση του Wittgenstein ή του Merleau-Ponty» σημειώνει, «η δικαίωση και η διόρθωσή τους μέσω του αγίου Μαξίμου, του αγίου Γρηγορίου Παλαμά ή του Πεντζίκη, είναι νομίζω απλώς μια φανέρωση του δυναμισμού της οικείας παραδόσεως, στην ερμηνευτική ανάκτηση και συνέχισή της»[6].
Έπειτα, από τούτες τις μοναδικές αναφορές του π. Λουδοβίκου, οι οποίες ξεχωρίζουν το κεφαλαιώδες έργο του Ν.-Γ. Πεντζίκη, ως προς το γεγονός της Εκκλησίας, δε χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι άλλο. Απλά, αισθανόμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς, που μαθητεύσαμε, επί δύο έτη, στον π. Νικόλαο, διδασκόμενοι αγάπη, ήθος και γράμματα[7]. Μην ξεχνώντας να καταθέσουμε και τη χαρά μας που θητεύσαμε και θητεύουμε στα γραπτά του Ν.-Γ. Πεντζίκη, γενόμενοι, με αυτόν τον τρόπο, συμμαθητές του, δασκάλου μας, π. Λουδοβίκου.
[1]Νικόλαος Λουδοβίκος, Πρωτοπρεσβύτερος, Η Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοουσίου, Αρμός, Αθήνα 2002, (β’ έκδοση), σ. 353.
[2]Νικόλαος Λουδοβίκος, Πρωτοπρεσβύτερος, Η Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοουσίου, σ. 353.
[3]Νικόλαος Λουδοβίκος, Πρωτοπρεσβύτερος, Η Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοουσίου, σ. 353-354.
[4]Νικόλαος Λουδοβίκος, Πρωτοπρεσβύτερος, Η Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοουσίου, σ. 354. Βλ. Του ιδίου, Ορθοδοξία και Εκσυγχρονισμός, Αρμός, Αθήνα 2006, σ. 343-344.
[5]Νικόλαος Λουδοβίκος, Πρωτοπρεσβύτερος, Η Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοουσίου, σ. 354-355.
[6]Νικόλαος Λουδοβίκος, Πρωτοπρεσβύτερος, Η Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοουσίου, σ. 355.
[7]Δεν ξεχνούμε και το περιστατικό που μας διηγήθηκε ο ίδιος, ως καθηγητής μας, περί της θεωρίας του ακτίστου φωτός από απλούς και άδολους ανθρώπους της πίστης, σε κάποιο χωριό, πλησίον της Θεσσαλονίκης. Είχαμε τη χαρά της πρώτης γραπτής καταγραφής του γεγονότος, στο βιβλίο μας, Ο ενεστώς του μέλλοντος στον Ν.-Γ. Πεντζίκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 56-57. Χαρήκαμε πολύ όταν είδαμε τη δημοσίευσή του και από τον ίδιο, στο βιβλίο του, Νικόλαος Λουδοβίκος, Πρωτοπρεσβύτερος, Η ιστορία της αγάπης του Θεού, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2016, (β’ έκδοση), σ. 280-282.
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα είναι δημιουργία τoυ Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο