Η τέχνη δεν έπαψε να έχει νόημα

0
890

Συνέντευξη του Σωτήρη Σόρογκα στο Άρδην (2005)

1. Εξακολουθεί να έχει νόημα η «τέχνη» στην εποχή μας ή έχει πλέον οριστικά υποκατασταθεί από την εμπορική ή εμπορευ­ματοποιημένη εικόνα;

Η τέχνη νομίζω ότι δεν έπαψε ούτε στην εποχή μας να έχει νόημα, έστω και αν σε μεγάλο ποσοστό είναι διαβρωμένη από την εμπορευματοποίηση της. Το ερώτημα σας μου φέρνει στο νου τον Σεφέρη, στον περίφημο μονόλογό του για την ποίηση, όπου, καθώς λέει, την τέχνη δεν την απο­φεύγει κανείς, διότι κι αν ακόμη δεν πάει στην καλή τέχνη, θα πάει αναγκαστικά στην κακή είτε στην αισθηματολογία του τα­γκό είτε στην περιπέτεια της μέτριας ται­νίας. Ελπίζω πως δεν αλλοιώνω τη σκέψη του. Θα έλεγα ωστόσο ότι η μοίρα κάθε τέ­χνης στις μέρες μας είναι διαφορετική, και εξαρτάται από τον τρόπο που αυτή προσφέ­ρεται στην εμπορευματοποίησή της. Για πα­ράδειγμα, η ποίηση στάθηκε τυχερή από αυτή την άποψη, γι' αυτό και το πνευματι­κό εκτόπισμά της είναι υψηλότατο, σε αντί­θεση με αυτό που συμβαίνει στον εικαστι­κό χώρο, στον οποίο, κατά τη γνώμη μου, τα τελευταία χρόνια παίζεται μια φαρσοκωμω­δία με πρωταγωνιστές έναν ολόκληρο εσμό από επισήμως προβαλλόμενες, εκκωφαντι­κές γελοιότητες.

2. Τι άποψη έχετε για τη λεγόμενη αντικα­τάσταση της ζωγραφικής από events, που προωθείται τα τελευταία χρόνια από συλ­λέκτες και μουσεία; Τι γνώμη έχετε για φαινόμενα όπως αυτό της Orlan;

Η ζωγραφική ήταν πάντοτε τόπος συνάντη­σης του φανερού με το αθέατο, γιατί ακινητοποιεί τον χρόνο και προσδίδει στη στιγ­μή διάσταση αιωνιότητας. Η αποκρυπτογράφηση των κωδίκων της, οι οποίοι διαρ­κώς αλλάζουν παράλληλα με τους κοινωνι­κούς όρους αναδείξεώς της, απαιτεί υψη­λά αισθητικά κριτήρια, μακριά από μεθό­δους μάρκετινγκ. Η δεσπόζουσα σήμερα μαζική κουλτούρα στον εικαστικό χώρο, πε­ριθω­ριο­ποιώντας τη ζωγραφική, αναγνωρί­ζει ως έκφραση πρωτοποριακή οποιαδήπο­τε ιδιαζούσης μορ­φής ηλιθιότητα σκηνογρα­φικής επινοήσεως. Υπάρχει η αγχώδης και σπασμωδική ανάγκη για την παραγωγή ενός απαραιτήτως «νέου», «καινοφανούς» προϊόντος προς κατανάλωση, και αυτή η δυναστευτική επιταγή καταλήγει να αποδίδει στο «νέο» αυταξία, έστω και αν πρόκειται για κατασκευή εν κενώ. Το έργο παύει να θεωρείται ότι ανήκει σε κάποιο πολιτιστικό υπόβαθρο με το οποίο διατηρεί φανερούς ή κρυφούς δεσμούς με βάθος σημασιών και πολιτιστική ταυτότητα. Εδώ η όποια αξία του έργου δεν απορρέει από το περιεχόμενό του αλλά από τη μέθοδο της προβολής του η οποία, παρακάμπτοντας την καθαυτό σημασία του, επιστρατεύει γενικές ιδεολο­γικές αρχές και – μέσω ακροβατικών συλ­λογισμών και αυθαίρετων αξιολογικών ιε­ραρχήσεων – αναγορεύει σε έσχατο ρυθμι­στή του έργου την πρόθεση του δημιουργού του. Αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη αισθητι­κή, η οποία έχει καταφέρει να φιμώσει κάθε άλλη καλλιτεχνική έκφραση, ακόμα και της ζωγραφικής, που έχει τεθεί στο περιθώριο. Οι νοηματοδοτήσεις τύπου «events» και η χρήση άλλων μέσων προερχομένων κυρίως από την τεχνολογία – την «πεμπτουσία» της νεωτερικότητας – είναι οι δεσπόζουσες «αι­σθητικές» επιλογές. Η Orlan είναι ένα χα­ρακτηριστικό παράδειγμα όλων αυτών.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επι­σημάνω ότι οποιαδήποτε κριτική του φαινο­μένου θεωρείται ύποπτη και συντηρητική. Έτσι παρατηρούμε το παράδοξο φαινόμε­νο, η «νέα» ή «επαναστατική» αυτή τέχνη να χρηματοδοτείται αφειδώς, να προβάλλεται μέχρι σημείου κο­ρεσμού και εντέλει να στεγά­ζεται και να γίνεται αποδεκτή, σε πλήρη αρμονία με το σύστη­μα. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η κολοσσιαία διαφορά της από την ιστορική πρωτοπορία. Πι­στεύω ότι η καλλιτεχνική πρω­τοπορία των αρχών του 20ου αι­ώνα, επιδιώκοντας την ταύτιση της τέχνης με τη ζωή, είχε χτυ­πήσει την αστική συνθήκη σε ό,τι αυτή εκπροσωπούσε, επι­χειρώντας μια γενική αποδόμηση των αρχών της. Είχε δηλαδή μια κοινωνική αποστολή μέσω ενός οράματος. Ο μεταμοντερνισμός σήμερα, στα εμπορευμα­τοποιημένα καλλιτεχνήματά του, μετέτρεψε το όνειρο της avant-garde σε μια τερατώδη καρικα­τούρα. Ο ανελέητος και συνεχι­ζόμενος σφετερισμός της πρω­τοποριακής συνθήκης κατέστη­σε τη σύγχρονη τέχνη ένα κενό – ούτε καν παρωδία της άλλοτε πρωτοπορίας, γιατί η παρωδία προϋποθέτει ότι υπάρχει κάποια κρυφή βεβαιότητα την οποία κα­θιστά αντικείμενο της διακωμώ­δησης και του ειρω­νικού σχολι­ασμού της, ενώ εδώ δεν υπάρ­χει απολύτως τίποτα. Πρόκειται για μια εκκωφαν­τική ασημαντό­τητα, για μια πλαστογραφία του μοντέρνου που αλλάζει διαρκώς ονόματα εν είδει ανανεώσεως για νεοαναλφάβητους, όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης, οι οποίοι επενδύουν σε αυτήν το κοινωνι­κό τους πρόσωπο.

3. Τι συμβαίνει στην Ελλάδα σή­μερα; Ποια είναι η πολιτική των μουσείων, της πινακοθήκης και του κράτους;

Πιστεύω ότι στον τόπο μας έχει συντελε­στεί τα τελευταία χρόνια μια ραγδαία αλλά και άκριτη προσχώρηση όλων των εκφάνσε­ων της ζωής μας σε ξένα κυρίαρχα πρότυ­πα, χωρίς να εξαιρείται και η τέχνη – μορ­φή ελευθερίας και αντίστασης σε αλλοτριώ­σεις. Η αλλοτρίωση καθιστά ξένο αυτό που ήταν λίγο πριν οικείο· συντελεί στην απώλεια των στοιχείων της ιδιο­προσωπίας και υπά­γει μέσω αλλότριων χώρων στην εξάρτηση και στην υποδούλωση. Παρ' όλα αυτά, παρά τις καταφανώς αρνητικές όψεις του φαινο­μένου, ο μιμητισμός στον εικα­στικό χώρο εί­ναι απίστευτος. Συνεπικουρείται δε από ένα ελλιπούς πνευματικότητος δημοσι­ο­γραφικό κυρίως κατεστημένο, που μυθοποιεί συστη­ματικά συγκεκριμένα ξένα ή ντόπια ονόματα-πρότυπα. Εν απουσία μάλιστα οποιωνδή­ποτε κριτηρίων, η «μοντέρνα τέχνη» κατα­φέρνει, σε καθεστώς ανοχής ή αδιαφορίας, να διεισδύει «καλλιτεχνική αδεία» τόσο σε περιοχές γνώσεως εκ προοιμίου απρόσι­τες – στο όνομα δήθεν της παραβατικότητός της και της βούλησης για κοινωνική κριτική όσο και σε χώρους ιερούς με ανίερο τρό­πο, ως πρόταση υπερβάσεως. Έτσι η επί­σημη τέχνη σήμερα στον τόπο μας είναι με­ταμοντέρνα, «επαναστατική» στην κοινωνι­κή της κριτική και «ανατρεπτική» των συμ­βάσεων, φιλοσοφί­ζουσα ή ασχημονούσα. Η δεσπόζουσα αυτή αισθητική προωθείται από υψηλά κλιμάκια εμ­πό­ρων, συλλεκτών, διευ­θυντών μουσείων, «ειδημόνων» των υπουρ­γείων Πολιτισμού αλλά και από πανεπιστή­μια. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να εξαιρέσω την Εθνική Πινακοθήκη, της οποίας η πολιτι­στική κατεύθυνση είναι άριστη.

4. Έχω την επύπωση ότι πλέον δεν υπάρ­χουν συλλογικές προσπάθειες στο πεδίο της τέχνης, που να λαμβάνουν τα χαρακτηριστικά ομάδας, όπως υπήρχαν στο παρελ­θόν. Είναι αλήθεια αυτό και πώς εξηγείται;

Νομίζω ότι σήμερα απουσιάζουν από τον κό­σμο μας το Νόημα και οι Σκοποί που άλλο­τε εμψύχωναν τις πράξεις των ανθρώπων, όπως και οι ιδέες και τα οράματα που ένω­ναν συνεγείροντάς τους σε κοινές υπερ­βάσεις. Μέσα από την κόπωση των συμβό­λων, εν απουσία οποιουδήποτε Μύθου και ηθικών κριτηρίων, οι άνθρωποι είναι πιο μό­νοι από ποτέ «στη φοβερή ερημία του πλή­θους», έτσι που η ύπαρξη ομάδων θα έβαζε όλους μας σε σκέψεις.

5. Μήπως βρισκόμαστε σε μια στιγμή γενι­κευμένης κρίσης της δυτικής τέχνης, χωρίς ακόμα να υπάρξει κάποια νέα απά­ντηση;

Η σημερινή κοινωνία υπόκειται σε μια σα­ρωτική και ιλιγγιώδη δυναμική ακατάσχε­των αλλαγών οι οποίες, πριν προλάβουν να εδραιωθούν, προσχώνονται από άλλες νε­ότερες και διαβρώνουν συνεχώς ή και εξα­φανίζουν ρυθμούς, νοήματα ζωής, κώδι­κες επικοινωνίας και ηθικές αξίες. Στο κα­θεστώς αυτό, εν μέσω πλήρους κυριαρ­χίας του εμπορευματικού ήθους, μεθοδεύο­νται μεταγγίσεις πολλαπλασιαζόμενων ανα­γκών ή ανακυκλούμενων ελλείψεων σε κα­ταιγιστική πολλαπλότητα «νοημάτων» χω­ρίς νόημα, επιφέροντας την αποϊέρωση των πάν­των. Αυτός ο κατά Τσόμσκι «αρπακτικός καπιταλισμός» περνά μέσα από τη διανοητι­κή χει­ρα­γώγηση των μαζών και τον περιορι­σμό της δυνατότητάς τους για ανεξάρτητη σκέψη. Η δεσπόζουσα αυτή συνθήκη σήμε­ρα έχει δημιουργήσει, καθώς νομίζω, πολι­τιστικό κενό, αφού ακύρωσε την αυταξία του πνεύματος εντάσσοντάς το στον χώρο της χρησιμοθηρίας. Λυπάμαι για τη σχηματο­ποίηση ενός τόσο πολυσχιδούς προβλήμα­τος, αλλά σε μια συζήτηση είσαι αναγκασμέ­νος να απλοποιείς. Συνοψίζοντας, θα έλε­γα ότι ο δυτικός επεκτατισμός, α­φού ταυτί­στηκε με την έννοια της προόδου, επεδίω­ξε τη ριζική αναδιάρθρωση των παραδο­σια­κών κοινωνικών δομών αντικαθιστώντας τες με άλλα δικά του μορφώματα. Μέσα από τα ίδια πρότυπα λειτούργησε και ένα είδος αποικιοποίησης της πολιτιστικής ζωής επι­διώκοντας τη συντριβή κάθε «ιδιαίτερου», κάθε «διαφορετικού», κάθε «άλλου», που δεν εξομοιώνεται με το «διεθνές» πρότυ­πό του. Πρόκειται για πολιτικούς και πολι­τισμικούς μετασχηματισμούς οι οποίοι, ενώ άλλοτε απέρρεαν από ένα γίγνεσθαι αντι­θετικών ή άλλων βουλήσεων ή εξελικτικών ωσμώσεων, σήμερα υπόκεινται στη μονο­κρατορία της δυτικής οικονομικής ισχύος, που ομογενοποιεί ανελέητα την πολυμορ­φία του κόσμου.

6. Υπάρχουν στοιχεία στην ελληνική παρά­δοση που θα μπορούσαν να μπολιαστούν με σύγχρονα ρεύματα και να δώσουν κάποια πρόταση;

Φυσικά. Και κάτι τέτοιο όχι μόνο είναι εφικτό, αλλά κυρίως είναι και η μόνη οδός της «σω­τηρίας» μας. Νομίζω δε ότι πάνω σε αυτό το θέμα θα ήταν πολύ χρήσιμο ένα ειδικό αφι­έρωμα του περιοδικού σας, στο οποίο ευχα­ρίστως θα συμμετείχα.

Δημοσιεύτηκε στο Άρδην, τχ 54, Ιούνιος 2005.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι, φυσικά, έργο του Σωτήρη Σόρογκα.

πηγή ψηφιακού κειμένου: Αντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ