Η συνομιλία του Ιησού με τον Νικόδημο

2
2000

Αλέξανδρος Κοσματόπουλος

Κατά Ιωάννην, 2, 23 - 3, 21

Ως δε ην εν τοις Ιεροσολύμοις εν τω πάσχα εν τη εορτή, πολλοί επίστευσαν εις το όνομα αυτού, θεωρούντες αυτού τα σημεία α εποίει. Αυτός δε ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτόν αυτοίς δια το αυτόν γινώσκειν πάντας, και ότι ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήση περί του ανθρώπου· αυτός γαρ εγίνωσκε τι ην εν τω ανθρώπω. Ο Ιησούς δεν εμπιστευόταν στα όσα πίστευαν γι’ αυτόν, διότι αυτά που πίστευαν προερχόταν από τα θαύματα που έκανε. Δεν χρειαζόταν να του πει κανείς τίποτα για τους ανθρώπους. Γνώριζε τι υπάρχει μέσα στους ανθρώπους, το ευμετάβλητο και ασταθές της φύσεώς τους, την αμοιβαία τους εξάρτηση και την αβεβαιότητα που απορρέει απ’ το γεγονός αυτό. Φαίνεται η πίστη τους δεν προερχόταν από την αποδοχή της διδασκαλίας του, αλλά είχαν θαμπωθεί από τα θαύματα. Με τον όρο «αποδοχή» δεν εννοούμε κάποια σύμπτωση απόψεων ή την συμφωνία με κάποιες ιδέες, αλλά την βαθιά εκείνη συνομιλία μέσα στην καρδιά μας, όπου ο λόγος, η λαλιά, αποκτούν υπόσταση, όταν ποτίζεται ο άνθρωπος από τον λόγο και οικειώνεται δι’ αυτού το άλλο πρόσωπο.

Ο Νικόδημος, άρχων των Ιουδαίων, εμφανίζεται ως εκφραστής του κοινού αισθήματος απέναντι στον Ιησού και στην παρουσία του. Εντυπωσιασμένος από τα σημεία πηγαίνει μέσα στη νύχτα να τον συναντήσει, αποφεύγοντας τα βλέμματα των πολλών, προκειμένου να εξακριβώσει περί τίνος πρόκειται: Οίδαμεν ότι από Θεού ελήλυθας ως διδάσκαλος· ουδείς γαρ ταύτα τα σημεία δύναται ποιείν α συ ποιείς, εάν μη η ο Θεός μετ’ αυτού. Ο Νικόδημος γνωρίζει, όπως και όλοι, ότι ο Ιησούς ήρθε από τον Θεό ως διδάσκαλος, συνδυάζοντας την έλευσή του με τα θαύματα: κανείς δεν μπορεί να κάνει τέτοια θαύματα όπως εκείνος. Ωστόσο η στάση του δεν επικυρώνει τα λεγόμενά του. Γι’ αυτό από ένα σημείο και ύστερα σιωπά. Περίμενε ίσως μια διαφορετική έκφραση της θείας παρουσίας στον άνθρωπο που αντίκριζε απέναντί του. Την έκφραση μιας ισχύος μεγαλύτερης από την ισχύ που ο ίδιος ή οι ρωμαϊκές αρχές εκπροσωπούσαν, η οποία και θα επικύρωνε πέρα από κάθε αμφισβήτηση την θεϊκή προέλευση του προσώπου που αντίκριζε.
O Ιησούς καταλαβαίνει τον λόγο της ελεύσεώς του. Δεν λαβαίνει μια στάση συγκαταβατικής ταπεινοφροσύνης απέναντι στα λόγια του Νικόδημου, δεν επιζητεί τον θαυμασμό παραμένοντας και δίνοντας έμφαση στα θαύματα. Εκείνο που έχει σημασία και εκείνο που θέλουν να δείξουν τα θαύματα είναι η βασιλεία του Θεού, η είσοδος στη βασιλεία. Και να η απρόσμενη απάντηση: Αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού. Λέγει προς αυτόν ο Νικόδημος· πώς δύναται άνθρωπος γεννηθήναι γέρων ων; Μη δύναται εις την κοιλίαν της μητρός αυτού δεύτερον εισελθείν και γεννηθήναι; Ο Ιησούς ταυτίζει την έλευσή του στον κόσμο με την βασιλεία του Θεού. Η απάντηση του Νικόδημου είναι ανάλογη με την απάντηση της Σαμαρείτιδας, όσον αφορά το πραγματιστικό της περιεχόμενο. Όπως εκείνη τον ρωτά από πού θα αντλήσει το «ύδωρ της ζωής» χωρίς να έχει κουβά, έτσι κι αυτός ρωτάει πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ξαναγεννηθεί όντας γέρος: είναι δυνατόν να μπει στην κοιλιά της μάνας του και να γεννηθεί για δεύτερη φορά;

 

Η άνωθεν γέννηση παραπέμπει πιστεύω στη γέννηση της αγάπης του Χριστού στην καρδιά μας. Τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς γίνονται η μήτρα όπου κυοφορείται ο καινός άνθρωπος που έχει άλλη στάση μέσα στον κόσμο. Ο άνθρωπος που δεν προσδιορίζεται από ιδέες, μετέχει του κόσμου αλλά βρίσκεται έξω απ’ τις συγκρούσεις του, στέκοντας απέναντι στον κατακλυσμό των ανθρώπινων παθημάτων με μια εγκαρτερική συμπόνια. Μη θαυμάσεις ότι είπον σοι· δει υμάς γεννηθήναι άνωθεν. Το πνεύμα όπου θέλει πνει και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει· ούτως εστίν πας ο γεγεννημένος εκ του πνεύματος. Η άνωθεν γέννηση αποτελεί την ύψιστη εμπειρία του ανθρώπου, μολονότι δεν υπόκειται στις εμπειρίες που κομίζει ο καθ’ ημέραν βίος.

O Γρηγόριος Ναζιανζηνός αναφέρει ότι ο άνθρωπος ζει τρεις γεννήσεις. Η πρώτη γέννηση προέρχεται από σάρκα και αίμα, δηλαδή από τους φυσικούς του γονείς, η δεύτερη από το ΄Αγιο Πνεύμα κατά την βάπτιση, ενώ πατέρες της τρίτης γέννησης είμαστε εμείς οι ίδιοι, και προέρχεται από τα δάκρυα και τον πόνο. Η τρίτη γέννηση θεωρώ πως αναφέρεται στον προσωπικό πνευματικό αγώνα που αναλαμβάνει ο καθένας στον απονεκρωμένο εαυτό του, προκειμένου να πλησιάσει τον Θεό και να εισέλθει στη βασιλεία του. Εμείς οι ίδιοι γεννάμε τον εαυτό μας όταν εντός μας συντελείται αυτή η μεταμόρφωση που ενώ είμαστε μέσα στον κόσμο μας βγάζει έξω απ’ αυτόν. Αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού. Τα λόγια του Ιησού θυμίζουν εκείνα του Ιωάννη του Βαπτιστή: Αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί (Ματθ. 3,11). Το νερό συμβολίζει το άμορφο και ασχημάτιστο απ’ όπου ο βαπτιζόμενος αναδύεται με άλλη υπόσταση. Η φλόγα της χάριτος είναι που χαρίζει τη νέα υπόσταση. Ο άνθρωπος νεκρός όντας αναγεννάται, και σε τούτη τη γέννηση συμμετέχει η χάρις.
Πας γραμματεύς μαθητευθείς εις την βασιλείαν των ουρανών όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εκβάλλει εκ του θησαυρού αυτού καινά και παλαιά (Ματθ. 13,52). Κάθε άνθρωπος που εντρυφά στις γραφές και διδάχτηκε τα της βασιλείας των ουρανών, είναι όμοιος με οικοδεσπότη που πετάει έξω απ’ το ταμείο της καρδιάς του και τα καινούργια και τα παλιά, για να δεχτεί το ένα και μόνο πραγματικό γεγονός, την πραγματοποίηση και αποκάλυψη της βασιλείας των ουρανών στην καρδιά του. Τούτο το χωρίο του Ματθαίου αναφέρεται σε κάθε μορφής πολιτισμική τάξη που αποτελεί γέννημα βίαιης καταβολής. Πρέπει να πετάξουμε τα πάντα από την ψυχή μας, να φτάσουμε στο σημείο της πλήρους απογύμνωσης απ’ ό,τι νομίζαμε ως δίκαιο και σωστό, και ήταν γέννημα της παλαιάς παρακαταθήκης της ανθρωπότητας από καταβολής κόσμου, για να σχηματιστεί εντός μας η νέα δοξαστική λαλιά, η λαλιά που υμνεί και δοξάζει, όταν τα σκοτεινά μας σπλάχνα φωτίζονται από ένα αλλότριο φως.

Πώς δύναται ταύτα γενέσθαι, ερωτά ο Νικόδημος. Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ· συ ει ο διδάσκαλος του Ισραήλ και ταύτα ου γινώσκεις; Ως διδάσκαλος ο Νικόδημος όφειλε να γνωρίζει για τι λογής κάλεσμα προετοιμαζόταν ο λαός του Ισραήλ μέσα στους αιώνες. Για ποια τελική αναγνώριση στο πρόσωπο του Χριστού, τον οποίον ανέμενε. ΄Όχι για να τον οδηγήσει στην επίγεια δόξα αλλά στην επουράνια. Βέβαια αποδέκτες των λόγων του Ιησού δεν είναι μόνον ο Νικόδημος και οι Εβραίοι που εκπροσωπεί, αλλά ολόκληρη η ανθρωπότητα, όπως συμβαίνει πάντα με τους λόγους των Ευαγγελίων.

Μετά την διατύπωση αυτής της ερώτησης, ο Νικόδημος παύει να ομιλεί και ο Ιησούς μιλά πλέον για την σχέση του με τον Πατέρα. Αμήν αμήν λέγω σοι ότι ο οίδαμεν λαλούμεν και ο εωράκαμεν μαρτυρούμεν, και την μαρτυρίαν ημών ου λαμβάνετε. Ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πώς εάν είπω τα επουράνια πιστεύσετε; Τα λόγια που ακολουθούν πιο κάτω αντηχούν σαν συμπλήρωμα αυτών που απευθύνει στον Νικόδημο (Ιωαν. 8, 42-44): Ει ο Θεός πατήρ υμών ην, ηγαπάτε αν εμέ˙ εγώ γαρ εκ του Θεού εξήλθον και ήκω˙ ουδέ γαρ απ’ εμαυτού ελήλυθα, αλλ’ εκείνος με απέστειλε. Διατί την λαλιάν την εμήν ου γινώσκετε; Ότι ου δύνασθε ακούειν τον λόγον τον εμόν. Υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν. Εκείνος ανθρωποκτόνος ην απ’ αρχής και εν τη αληθεία ουχ έστηκεν, ότι ουκ έστιν αλήθεια εν αυτώ˙ όταν λαλή το ψεύδος, εκ των ιδίων λαλεί, ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού (Αν ήταν ο Θεός ήταν πατέρας σας θα με αγαπούσατε· εγώ βγήκα από το Θεό και ήρθα· δεν ήρθα από τον εαυτό μου, αλλά εκείνος με απέστειλε. Γιατί δεν καταλαβαίνετε τη γλώσσα μου; Διότι είστε ανίκανοι να ακούσετε τον λόγο μου. Εσείς κατάγεστε από τον πατέρα σας τον διάβολο, και τις επιθυμίες του πατέρα σας θέλετε να κάνετε. Εκείνος ήταν ανθρωποκτόνος από την αρχή. Και δεν στέκεται στην αλήθεια, διότι δεν υπάρχει αλήθεια μέσα του· όταν λέει ψέματα μιλά για τον εαυτό του, γιατί είναι ψεύτης και πατέρας του ψεύδους). Ο Ιησούς κομίζει την μαρτυρία του από τον Πατέρα, και τούτο αδυνατούν να δεχτούν οι άνθρωποι. Αν ομιλούσε από τον εαυτό του πολλοί θα έτειναν ευήκοον ους στη διδασκαλία του, αλλά η διδασκαλία αυτή θα κινούνταν μοιραία μέσα στα όρια του ψεύδους. Ο Ιησούς με τούτα τα λόγια μας λέει ότι αντί να τον ακολουθήσουμε, λαμβάνουμε ως πρότυπο οποιονδήποτε άλλον εκτός απ’ εκείνον, ακολουθώντας τις επιθυμίες του διαβόλου. Μας λέει ότι δεν ήρθε από τον εαυτό του (ουδέ γαρ απ’ εμαυτού ελήλυθα) θέλοντας να τονίσει την σύμπνοιά του με τον πατέρα και την έλλειψη οποιουδήποτε ανταγωνισμού.

Και συνεχίζει λέγοντας στον Νικόδημο: Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ. Και καθώς Μωυσής ύψωσεν τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. Ο υιός του ανθρώπου εμφανίζεται στον Ιεζεκιήλ (33, 1-11), όπου του ανατίθεται μια αποστολή προειδοποίησης των ανθρώπων ανάλογη με εκείνη που αναθέτουν τα Ευαγγέλια στον Ιησού. Του ανατίθεται να εμψυχώσει τους ανθρώπους που οι πλάνες και οι ανομίες έπεσαν στα κεφάλια τους, και λιώνουν μέσα σ’ αυτές: Και συ, υιέ ανθρώπου, ειπόν τω οίκω Ισραήλ Ούτως ελαλήσατε λέγοντες Αι πλάναι ημών και αι ανομίαι ημών εφ’ ημίν εισίν, και εν αυταίς ημείς τηκόμεθα· και πώς ζησόμεθα; Είπον αυτοίς Ζω εγώ, τάδε λέγει κύριος Ου βούλομαι τον θάνατον του ασεβούς ως το αποστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού και ζην αυτόν.

Ο Θεός δεν θέλει τον θάνατο κανενός. Θέλει να αποτρέψει τους ανθρώπους από τον ολέθριο δρόμο που έχουν διαλέξει. Οι άνθρωποι εμμένουν στα φαύλα έργα τους, και τούτο είναι που τους κρίνει. Από την στιγμή που αγάπησαν το σκότος παρά το φως, μοιραία θα υποστούν τα επίχειρα της λογικής τους και της κακίας τους. Οι αποκαλυπτικές προρρήσεις των Ευαγγελίων για όσα μέλλονται να συμβούν είναι ήδη παρούσες, αλλά μη νομίσει κανείς ότι προέρχονται από τον Θεό. Η απομάκρυνση από το φως και την αλήθεια είναι που γεννά τον όλεθρο και το ζόφο.

Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού. Ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται, ο δε μη πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μη πεπίστευκεν εις το όνομα του μονογενούς υιού του Θεού. Αύτη δε εστιν η κρίσις ότι το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως· ην γαρ αυτών πονηρά τα έργα. Πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού· ο δε ποιών την αλήθειαν έρχεται προς το φως, ίνα φανερωθή αυτού τα έργα ότι εν Θεώ εστιν ειργασμένα.

Μ’ αυτά τα λόγια τελειώνει η συνάντηση του Ιησού με τον Νικόδημο.

2 Σχόλια

  1. κ. Αλέξανδρε,
    τα όσα γράφεται πραγματικά είναι αποκαλυπτικά!
    Ναι, πράγματι τα βιώματά μας, του καθενός μας η καρδιά είναι μάρτυρας αυτών των λόγων του Χριστού, σαν να είναι ο καθένας μας Νικόδημος.
    Αδιαφορούμε για το φως και παραπονιόμαστε στο Θεό για το σκότάδι της ζωής μας.

  2. κ.Κοσματόπουλε,
    Τα σχόλιά σας επί του Νικόδημου μάς προσανατολίζουν στον ίδιο μας τον εαυτό: κι εμείς οι ίδιοι είμαστε μικροί ή μεγάλοι Νικόδημοι, διότι πορευόμαστε στη ζωή μας μονοδιάστατα και ανέμπνευστα. Ζούμε και αναπνέουμε ως γήινες υπάρξεις που αγνοούν το μεγάλο τους δώρο, τη θεϊκή μας διάσταση. Απουσιάζει η εσωτερική όραση που μεταμορφώνει όλη μας την ύπαρξη. Ναι, έχουν περάσει δύο χιλιάδες χρόνια από την έλευση του Χριστού κι εμείς επιμένουμε να ζούμε ως προχριστιανικοί άνθρωποι.
    Γιατί, βέβαια, οι ανησυχίες του Νικόδημου είναι φυσικές και αναγκαίες για να περάσουμε στην εσωτερική ενεργοποίηση, στην όραση με τα μάτια της ψυχής μας. Η προσκόλληση σε αυτές είναι που μας καθηλώνει.
    Εξάλλου, το θάμπωμα των αισθήσεων από τα “θαύματα” που βλέπουμε κατά καιρούς και μας κάνουν να πιστεύσουμε σε ανθρώπους ζει σε όλο του το μεγαλείο. Το εφφέ θριαμβεύει όσο δεν προχωράμε στην κριτική απόρριψη ή στον έγκριτο ενστερνισμό: πρόκειται όντως περί Θεού ή, δυστυχώς, “άνθραξ ο θησαυρός”;

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ