του Δημήτρη Αγγελή
Η γένεση της δημοκρατίας συμβαδίζει ιστορικά με την εμφάνιση στο προσκήνιο του δημόσιου χώρου, ο οποίος δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο στη μεταφορική του σημασία, ως κοινότητα δηλαδή με υψηλό πνευματικό επίπεδο, αλλά πρωτίστως στην κυριολεκτική του: ο δημόσιος χώρος είναι η ίδια η πόλη που με την αρχιτεκτονική της διαρρύθμιση λειτουργεί ως ανοικτή πρόσκληση διαλόγου για τη συμμετοχή όλων στα κοινά. Εξάλλου, η μετάβαση στο δημοκρατικό πολίτευμα συντελέστηκε σταδιακά, από τον 8ο αιώνα και μετά, με την συμβολική «κάθοδο» της εξουσίας από το περίκλειστο ανάκτορο-φρούριο, όπου η βασιλική ισχύς περιβαλλόταν από μια ιερατική αχλύ, ες μέσον της πόλεως, στην αγορά, σ’ έναν τόπο όπου όλοι απείχαν εξίσου απ’ αυτόν, ώστε κανείς πλέον να μην μπορεί να ιδιοποιηθεί την εξουσία. Έτσι, τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο χώρος της δημόσιας ανταλλαγής προϊόντων γίνεται και χώρος δημόσιας αντιπαράθεσης επιχειρημάτων για όλα τα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος,
γι’ αυτό και οι πολιτικοί αναφέρονται στα περισσότερα κείμενα ως «ρήτορες», επειδή ακριβώς διακρίνονταν για την τέχνη της πειθούς. Μάλιστα, η παρακμή της Θήβας αργότερα θα αποδοθεί ακριβώς στην παραμέληση της ρητορικής από τους πολίτες, λόγω των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, δηλαδή στην αμέληση του κυριότερου καθήκοντός τους. Να επισημάνουμε, επίσης, ότι ένας νόμος του Σόλωνα, που ίσως στις μέρες μας φαίνεται υπερβολικός αλλά αποδίδει με ακρίβεια την αντίληψη της αρχαίας Αθήνας για τη συμμετοχή στα κοινά, στερούσε τα πολιτικά δικαιώματα από εκείνους που σε περιόδους στάσεων δεν έπαιρναν δημοσίως το μέρος της μιας εκ των δύο παρατάξεων, χαρακτηρίζοντάς τους ως «άτιμους», ως απαθείς δηλαδή και αδιάφορους πολίτες.
Η μετάβαση στη δημοκρατία, λοιπόν, σήμαινε μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη που επέβαλε έναν χώρο ανταλλαγής ιδεών στο κέντρο της πόλεως. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι θεότητες που κατεξοχήν αντιπροσώπευαν τις αξίες της κοινωνικότητας ήταν από τη μια μεριά η παλαιότερη, προπολιτική Εστία (ωστόσο, άνθρωπος χωρίς σπίτι δεν μπορούσε να συμμετέχει στις υποθέσεις του κόσμου) και από την άλλη ο Ερμής της αγοράς, όπου διεξάγονταν ελεύθερα οι συζητήσεις. Κι ακριβώς η «επινόηση» ενός δημόσιου χώρου προερχόταν από μια βαθειά περιφρόνηση της ιδιωτικότητας (η αξία του ενδόμυχου προσωπικού κόσμου ανακαλύφθηκε αργότερα), η οποία θεωρούνταν ότι υποβίβαζε τον άνθρωπο σε μια ακοινώνητη, ζωώδη και κυρίως ανελεύθερη ύπαρξη. Το ερώτημα, λοιπόν, για τον σύγχρονο άνθρωπο είναι το εξής: υποβάλλει η σύγχρονη πόλη δημοκρατικές αξίες στους κατοίκους της; Προστατεύεται η έννοια του δημόσιου χώρου, υπάρχει ένας κοινός χώρος λήψης των αποφάσεων; Τα ερωτήματα γίνονται δυσάρεστα όταν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τις απαντήσεις.
Κατ’ αρχάς, η σύγχρονη δημοκρατία λειτουργεί έμμεσα και οι πολίτες δεν έχουν άλλη δυνατότητα λόγου πέρα απ’ τις, αδιάφορες σε επίπεδο αποφάσεων, δημοσκοπήσεις και τις εκλογές. Και είναι καταδικασμένοι σε αφωνία γιατί η εξουσία είναι κεντρική και όχι αποκεντρωμένη, το πολίτευμα παρουσιάζεται εγκλωβισμένο στο Κοινοβουλευτικό ανάκτορο-φρούριο και στην γραφειοκρατική δομή των υπουργείων, με αποτέλεσμα το σώμα των πολιτών να αποτελείται από λίγο-πολύ ασύντακτες, παθητικές μάζες (και όχι από πρόσωπα), τις οποίες ενώνει ευκαιριακά το στενά προσωπικό, οικονομικό συμφέρον και όχι μια ιδεαλιστική αντίληψη για το καλό της πατρίδας και της κοινωνίας. Γι’ αυτό και οι αποφάσεις στις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων χρόνων λαμβάνονται με βάση τον αντίκτυπο που έχουν οι εκάστοτε πολιτικές στην τσέπη και την καταναλωτική δύναμη του καθενός. Γι’ αυτό και η πόλη παρουσιάζει τέτοια άναρχη δόμηση, χωρίς κάποιο διακριτό ύφος που θα εξέφραζε την πειθάρχηση και τον σεβασμό σε μια μορφή παράδοσης ή ευταξίας̇ γι’ αυτό, αντίστοιχα, μια πολεοδομική παραβίαση όπως αυτή των ημιυπαίθριων χώρων μπορεί ν’ αποτελεί επί μήνες αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, επειδή απλούστατα είναι γνωστό πως όλοι σχεδόν την έχουν διαπράξει με την ανοχή, μάλιστα, των αρμόδιων υπηρεσιών. Κι ακόμα, γι’ αυτό οι πλατείες της Αθήνας, όπου τον περισσότερο χρόνο επικρατεί ηλιοφάνεια, δεν σχεδιάζονται με κήπους και πράσινο, αλλά πλακοστρώνονται αδιάφορα. Κι επειδή κυριαρχούν οι παράλληλοι, αυτιστικοί μονόλογοι, γι’ αυτό στις ίδιες πλατείες συνάζονται μόνο οι ξένοι, για τους οποίους η ανάγκη και η ανάμνηση της κοινότητας υπάρχουν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σ’ εμάς. Αντίστοιχα, η πλατεία Συντάγματος, που αποτελεί συμβολικά το «θεσμικό» κέντρο της χώρας, παραχωρείται χωρίς δεύτερη σκέψη (με ακριβό αντίτιμο, βέβαια) για την προβολή διαφόρων εταιρειών, γεγονός που αποδεικνύει ότι στην χώρα μας το ιδιωτικό συμφέρον κατεξουσιάζει το δημόσιο. Γιατί στις πόλεις μας, όπου τα αυτοκίνητα έχουν προτεραιότητα έναντι των πεζών, όπου τα πεζοδρόμια είναι ανύπαρκτα και οι πλατείες το βράδυ μεταβάλλονται σε κέντρα διακίνησης ναρκωτικών, ο μοναδικός δημόσιος χώρος όπου συναντιόμαστε όλοι είναι η τηλεόραση κι η μοναδική δυνατότητα παρέμβασης το τηλεκοντρόλ.
Πολιτική χωρίς πόλη, πολιτική ου-τοπική δεν μπορεί να υπάρξει. Κι η πόλη αποτελεί πρόκληση για όλους μας φτάνει να επιδιώκουμε την παρέμβαση. Άλλωστε, αν δεχτούμε την ετυμολογική της προέλευση από το πέλειν (είναι εν τω γίγνεσθαι), αυτό σημαίνει ότι καταστατικά της αναγνωρίζουμε τη δυνατότητα της αλλαγής και της μεταμόρφωσης. Κι η μεταμόρφωση είναι θέμα εξίσου πολεοδομικό-αρχιτεκτονικό όσο και θέμα δικής μας συμπεριφοράς. Κι αυτή μπορούμε να την αλλάξουμε.