του Francis Fukuyama
«Κατάρρευση των πλέον παλαιών αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών, εξαΰλωση περισσότερων από 1 τρισ. δολάρια χρηματιστηριακών αξιών σε μία μόνο ημέρα, λογαριασμός 700 δισ. δολαρίων για τους αμερικανούς φορολογουμένους: η έκταση της κατάρρευσης της Γουόλ Στριτ δύσκολα θα μπορούσε να είναι χειρότερη.
Κι όμως, τη στιγμή που οι Αμερικανοί αναρωτιούνται γιατί θα πρέπει να δαπανήσουν τόσο αστρονομικά ποσά για να εμποδίσουν το σύνολο του οικονομικού συστήματος να καταρρεύσει, είναι μερικοί που αναρωτιούνται για τις λιγότερο απτές επιπτώσεις, με δυνητικά όμως ακόμη μεγαλύτερο κόστος, που υπάρχει ο κίνδυνος να έχει η κατάσταση για τις ΗΠΑ - ιδιαίτερα για τις ζημιές που η χρηματοπιστωτική κατάρρευση προκαλεί στη "μάρκα" Αμερική. Οι ιδέες αποτελούν μία από τις κύριες εξαγωγές μας και δύο βασικά αμερικανικές ιδέες κυριάρχησαν στην παγκόσμια σκέψη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την εκλογή του Ρόναλντ Ρίγκαν στην προεδρία. Η πρώτη είναι μια ορισμένη αντίληψη για τον καπιταλισμό, σύμφωνα με την οποία μια αδύναμη φορολογία, μια ελάχιστη ρύθμιση και ένα μειωμένο κράτος θα αποτελούσαν τους μοχλούς της οικονομικής ανάπτυξης όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και παγκοσμίως. Η δεύτερη μεγάλη ιδέα ήταν ότι, γινόμενη η Αμερική πρωταθλήτρια της φιλελεύθερης δημοκρατίας στον κόσμο, θα χάραζε τον καλύτερο δρόμο προς μια πιο ανθηρή και πιο ανοιχτή διεθνή τάξη πραγμάτων. Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε ως ποιο σημείο τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής αυτής "μάρκας" έχουν χάσει τη λάμψη τους. Από το 2002 ως το 2007, όταν ο κόσμος γνώριζε μια πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη, ήταν εύκολο να αγνοούνται οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές και οι νοτιοαμερικανοί λαϊκιστές που κατάγγελναν το αμερικανικό οικονομικό μοντέλο ως έναν "καπιταλισμό των καουμπόι". Αλλά να που σήμερα η λοκομοτίβα της ανάπτυξης αυτής, η αμερικανική οικονομία, έχει εκτροχιαστεί, απειλώντας ταυτόχρονα να παρασύρει και τον υπόλοιπο κόσμο στην καταστροφή. Χειρότερα, ο ένοχος θα ήταν το ίδιο το αμερικανικό μοντέλο: με τη μανία της για όλο και λιγότερο κράτος, η Ουάσιγκτον θα είχε παραμελήσει να ρυθμίσει κατάλληλα τον χρηματοπιστωτικό τομέα και θα τον είχε αφήσει να πλήξει σημαντικά την υπόλοιπη κοινωνία».
Αναλύοντας τη «ριγκανο-θατσερική επανάσταση», ο καθηγητής διαπιστώνει ότι αυτή κυρίως «διευκόλυνε την πρόσληψη και την απόλυση των μισθωτών, επιφέροντας σημαντικό πόνο σε φόντο μείωσης ή και παύσης της δραστηριότητας των παραδοσιακών βιομηχανιών. Αλλά επίσης έθεσε τις βάσεις των σχεδόν τριών δεκαετιών ανάπτυξης και επέτρεψε την ανάδυση νέων τομέων, όπως η πληροφορική και οι βιοτεχνολογίες. Σε διεθνές επίπεδο, η ριγκανική επανάσταση μεταφράστηκε στη "συναίνεση της Ουάσιγκτον", με βάση την οποία η Ουάσιγκτον - καθώς και οι οργανισμοί που είναι υπό την επήρειά της, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα - έσπρωξε τις αναδυόμενες χώρες να ανοίξουν τις οικονομίες τους». Ωστόσο εξηγεί ότι «όπως κάθε κίνημα μετασχηματισμού, έτσι και η ριγκανική επανάσταση παρεξέκκλινε όταν έγινε, για πολλούς οπαδούς της, ιερή ιδεολογία και όχι πλέον πραγματιστική απάντηση στις υπερβολές του κράτους προνοίας. Δύο από τις αντιλήψεις της ήταν ιερές: η πρώτη έλεγε ότι οι μειώσεις των φόρων αυτοχρηματοδοτούνται και η δεύτερη ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι σε θέση να αυτορρυθμιστούν.
Η παγκοσμιοποίηση έκρυψε τις ατέλειες του συλλογισμού αυτού για πολλές δεκαετίες. Οι ξένοι έμοιαζαν όλο και πιο διατεθειμένοι να αποκτούν αμερικανικά δολάρια, πράγμα που επιτρέπει στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να αφήσει να αναπτυχθούν τα ελλείμματα, καταγράφοντας ταυτόχρονα μια γερή ανάπτυξη, κατάσταση που καμία αναδυόμενη χώρα δεν θα είχε επιτρέψει στον εαυτό της. Είναι ο λόγος για τον οποίο ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι θα είχε, λέγεται, δηλώσει μια μέρα στον πρόεδρο Μπους ότι το μάθημα της δεκαετίας του '80 είναι ότι "τα ελλείμματα δεν έχουν καμία σημασία"».
«Αυτές οι ιδέες», επισημαίνει ο καθηγητής, «ταίριαζαν απολύτως στην Αμερική μετά τις 11 Σεπτεμβρίου: Γιατί σημαίνει ότι μπορούσαμε ταυτόχρονα να μειώνουμε τους φόρους, να τροφοδοτούμε την καταναλωτική φρενίτιδα, να χρηματοδοτούμε δύο δαπανηρούς πολέμους και να αφήνουμε να εκτινάσσεται το δημοσιονομικό έλλειμμα. Το ιλιγγιώδες εμπορικό έλλειμμα και η συνεχής του αύξηση που προκάλεσε αυτή η πολιτική - 700 δισ. δολάρια το 2007 - ήταν προφανώς αστήρικτα μακροχρόνια. Γρήγορα ή αργά οι ξένοι θα κήρυσσαν τις ΗΠΑ μέρος όπου δεν αξίζει να τοποθετούν τα χρήματά τους. Η πτώση του αμερικανικού δολαρίου δείχνει πώς φθάσαμε σε αυτό το στάδιο. Είναι επομένως σαφές, και ας μην αρέσει στον κ. Τσένι, ότι τα ελλείμματα έχουν τη σημασία τους.
Ακόμη και στις ΗΠΑ, τα δυσάρεστα της απορρύθμισης εμφανίστηκαν σαφώς προτού καταρρεύσει η Γουόλ Στριτ. Η Enron, όπως και πολλές άλλες επιχειρήσεις, κατέρρευσε το 2004, επειδή δεν είχε σεβαστεί επαρκώς τους λογιστικούς κανόνες. Σε όλη την τελευταία δεκαετία οι ανισότητες δεν σταμάτησαν να αυξάνονται στις ΗΠΑ, γιατί τα οφέλη της ανάπτυξης τα καρπώθηκαν κυρίως οι πιο πλούσιοι και οι καλύτερα εκπαιδευμένοι, ενώ τα εισοδήματα της εργατικής τάξης παρέμειναν στάσιμα».
Βλέποντας ότι τώρα πλέον «μια νέα συναίνεση δημιουργείται για την ανάγκη να αποκατασταθεί η ρύθμιση σε πολλούς τομείς της οικονομίας», ο καθηγητής προχωρεί στη διαπίστωση ότι «σε διεθνές επίπεδο οι ΗΠΑ δεν κατέχουν πλέον την ηγεμονική θέση που είχαν ως τώρα και μια νέα μοιρασιά εμφανίστηκε με την εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία στις 7 Αυγούστου. Η ικανότητα των ΗΠΑ να διαμορφώνουν την παγκόσμια οικονομία μέσα από εμπορικές συμφωνίες, μέσω του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, θα μειωθεί, όπως και οι ίδιοι οι οικονομικοί πόροι μας. Και σε πολλές περιοχές του κόσμου, οι ιδέες, οι συμβουλές, ακόμη και η βοήθεια της Αμερικής, θα είναι λιγότερο καλόδεκτες απ' ό,τι σήμερα. Ωστόσο η αμερικανική επιρροή πρέπει και τελικά θα αποκατασταθεί».
«Για να γίνει αυτό», λέει ο Φουκουγιάμα, «χρειάζεται να κάνουμε ορισμένες βασικές αλλαγές. Πρώτα πρώτα, πρέπει να απελευθερωθούμε από τον κορσέ της εποχής Ρίγκαν σε σχέση με τους φόρους και τη ρύθμιση. Οι μειώσεις των φόρων είναι ασφαλώς ελκυστική ιδέα, αλλά δεν τονώνουν αναγκαστικά την ανάπτυξη και δεν αυτοχρηματοδοτούνται αυτόματα. Δεδομένης της μακροχρόνιας δημοσιονομικής μας κατάστασης, θα πρέπει να εξηγήσουμε εντίμως στους Αμερικανούς ότι θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν από μόνοι τους τη μελλοντική πορεία τους. Η απορρύθμιση ή η αποτυχία των ρυθμιστών να παρακολουθούν αγορές που εξελίσσονται γρήγορα μπορεί να αποδειχθεί, όπως είδαμε, εξαιρετικά δαπανηρή. Το σύνολο του αμερικανικού δημόσιου τομέα - υποχρηματοδοτούμενο, απο-επαγγελματοποιημένο και απογοητευμένο - χρειάζεται να ανοικοδομηθεί και να ξαναβρεί την περηφάνια του».
Βέβαια, προειδοποιεί, «θα πρέπει να προσέξουμε να μην το παρακάνουμε. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πρέπει να παρακολουθούνται από κοντά, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι οι άλλοι οικονομικοί τομείς θα πρέπει να υποβληθούν στον ίδιο έλεγχο. Η ελεύθερη συναλλαγή παραμένει ισχυρός μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και εργαλείο της αμερικανικής διπλωματίας. Πρέπει να βοηθήσουμε τους εργαζομένους να προσαρμοστούν στις εξελισσόμενες παγκόσμιες συνθήκες και όχι να υποστηρίξουμε τις σημερινές θέσεις εργασίας τους. Οι μειώσεις των φόρων δεν αποτελούν αυτόματη συνταγή για ευημερία, αλλά ούτε και οι άμετρες κοινωνικές δαπάνες».
«Η τελική δοκιμασία», καταλήγει ο καθηγητής, «για το αμερικανικό μοντέλο θα είναι επομένως να μπορέσει να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό του, για μία ακόμα φορά. Το να διαθέτεις καλή εικόνα δεν συνίσταται στο να βάψεις με κραγιόν ένα γουρούνι - για να χρησιμοποιήσω τα λόγια μιας από τις υποψήφιες αντιπροέδρους. Κυρίως συνίσταται στο να διαθέτεις το καλύτερο προϊόν για πούλημα».
* Φράνσις Φουκουγιάμα, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Johns Hopkins School of Advance International Studies, γράφει στο Newsweek
πηγή: Το ΒΗΜΑ, 12/10/2008