του Ζήση Δ. Παπαδημητρίου, Ομότ. Καθηγητής Νομικής.AΠΘ
Κάποτε, η διανόηση της χώρας μας (προοδευτική και συντηρητική, ανάλογα με την ταξική της στράτευση) αποτελούσε τη συνείδηση του έθνους. Στις μέρες μας, με λίγες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, η διανόηση «περί άλλων τυρβάζει», έχοντας προ πολλού δώσει «γην και ύδωρ» στους κομιστές επαίνων, βραβείων, καλοπληρωμένων τηλεοπτικών εκπομπών και ερευνητικών προγραμμάτων, τα αποτελέσματα των οποίων σπάνια βρίσκουν το δρόμο της οικονομικής διάχυσης.
‘Οσοι ακόμη διατηρούν την κριτική συνείδηση, εξωθούνται στον πνευματικό αναχωρητισμό και στην ιδιώτευση. Ιδιαίτερη ευθύνη φέρνει το καθηγητικό κατεστημένο της χώρας μας, μέρος του οποίου έχει μετατραπεί σε θεραπαινίδα της εκάστοτε εξουσίας, ευτελίζοντας έτσι τον τίτλο του ακαδημαϊκού δασκάλου στη συνείδηση των πολιτών. Συνωστίζονται, συχνά, στους προθαλάμους των υπουργείων (εδώ, νομίζω, ταιριάζει το ρήμα «συνωστίζομαι»), κάνοντας τεμενάδες στους δερβέναγες της εξουσίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εύνοιά τους, με στόχο την πρόσβαση στο χρήμα, το οποίο, με συστηματικό τρόπο, έχει αναδειχθεί σε πρωταρχική αξία των κοινωνιών μας.
Αντιμέτωπη με την κρίση αρχών και αξιών που ταλανίζει την κοινωνία μας, η διανόησή μας, αντί να στηλιτεύσει τα κακώς έχοντα και πάνω απ΄ όλα να καταγγείλει την απαξίωση του πολιτικού λόγου που χαρακτηρίζει την πολιτική ζωή της χώρας μας (το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και στις άλλες χώρες και με την έννοια αυτή δεν αποτελούμε εξαίρεση), ενδιαφέρεται περισσότερο για την επωνυμία και ως εκ τούτου για την αυτοπροβολή στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, αδιαφορώντας επιδεικτικά για το μέλλον του λαού μας και επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό, δυστυχώς, την άποψη ότι «ο οπορτουνισμός αποτελεί την κατεξοχήν πνευματική αρρώστια των διανοουμένων». (Όσκαρ Νέγκτ).
Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα, αν και σε ποιο βαθμό, είναι εφικτός στην εποχή μας ο ρόλος του διανοούμενου. Ιστορικά, λειτούργημα των διανοούμενων ήταν να θέτουν «τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων», αναδεικνύοντας τα θεμελιώδη προβλήματα στο χώρο της παιδείας, της πολιτικής και φυσικά της ηθικής. Οι παρεμβάσεις τους στη διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής ήταν καταλυτικές. Αναφέρομαι, συγκεκριμένα, στο ρόλο της ελληνικής διανόησης, τόσο στο μεσοπόλεμο όσο και μεταπολεμικά, μέχρι και τη δικτατορία των συνταγματαρχών που επέβαλαν σιγή νεκροταφείου στην πνευματική ζωή της χώρας.
Φαίνεται πως η απαξίωση της διανόησης δεν οφείλεται μόνον στη συμπεριφορά των ίδιων αλλά συνδέεται και με τις αντικειμενικές συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, τις περασμένες τρεις δεκαετίες. Ενόψει της περιώνυμης παγκοσμιοποίησης και των ραγδαίων τεχνολογικών και επιστημονικών εξελίξεων, με κύριο χαρακτηριστικό την ανάγκη της εξειδίκευσης στο όνομα του οικονομικού ανταγωνισμού και της αξιοποίησης του κεφαλαίου, οι διανοούμενοι δέχονται «πιέσεις επαγγελματισμού, τεχνοκρατίας και επιστημονισμού που τείνουν να μειώσουν και να καταστρέψουν το ρόλο του διανοούμενου» (Εντγκάρ Μορέν). Η εξειδίκευση εμποδίζει το διανοούμενο να σκεφτεί σφαιρικά, τη στιγμή που οι κοινωνίες μας έχουν ανάγκη, όπως επανειλημμένα έχει επισημανθεί, από μια μη τεχνοκρατική σκέψη, ανοιχτή στα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας.