του Αρσενίου Μέσκου
1.1 Περί του happy end
Απέναντι στην τραγικότητα της ζωής ο άνθρωπος αναζητά το αίσιο τέλος, το περίφημο happy end. Δυστυχώς όμως η πραγματική ζωή δεν έχει αίσιο τέλος, σε κάθε περίπτωση ο θάνατος κυριαρχεί.
Η αναζήτηση του αίσιου τέλους μετατίθεται σε συλλογικές πραγματικότητες που ακριβώς έχουν την ιδιότητα να επιβιώνουν του φυσικού θανάτου των μελών τους. Αρκετές τέτοιες συλλογικές πραγματικότητες ενσαρκώνουν την ανάγκη των ανθρώπων για ένα αίσιο τέλος, πολλές φορές μάλιστα ζητώντας αυτόν τον ίδιο τον φυσικό θάνατο των μελών τους, χάριν του αίσιου τέλους.
Μια συλλογική πραγματικότητα που επαγγέλεται το αίσιο τέλος, είναι και η κάθε θρησκευτική κοινότητα, και, μιλώντας για την χώρα μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία. Για όλους τους πιστούς αυτή ενσαρκώνει την πίστη και την ελπίδα στο αίσιο τέλος και μάλιστα η πίστη στην ενότητα μαζί της μεταφέρει ένα ποσοστό αυτού του αίσιου τέλους στο φυσικό πρόσωπο του πιστού. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ψυχολογική λειτουργία δεν επιτελείται μέσω της πραγματικής Εκκλησίας αλλά μέσω μιας εικονικής εκκλησιαστικής πραγματικότητας. Η ιστορία της πραγματικής Εκκλησίας, η εκκλησιαστική δηλαδή ιστορία, φανερώνει ότι κάθε άλλο παρά μπορεί να είναι όντως η Εκκλησία φορέας της εκπλήρωσης του αισίου τέλους. Η εκκλησιαστική ιστορία είναι τόσο δραματική όσο και η πραγματική ζωή των μελών της. Αυτό μπορεί να το εξακριβώσει κανείς εύκολα μελετώντας την εκκλησιαστική ιστορία προσεγγίζοντας τις πηγές, π.χ. διαβάζοντας τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, η μελετώντας από τους βίους των αγίων, αυτούς οι οποίοι είναι αναλυτικοί και απεικονίζουν τις εκκλησιαστικές συνθήκες της εποχής τους.
Οι απόψεις αυτές ίσως δημιουργούν αρνητικές σκέψεις και αισθήματα στους περισσότερους χριστιανούς, οι οποίοι πολύ γρήγορα θυμούνται τα λόγια του Χριστού για την Εκκλησία, ότι δεν πρόκειται αυτή να νικηθεί ποτέ[1]. Τα λόγια αυτά του Χριστού ανακουφίζουν τις ανασφάλειες, αλλ’ όμως δεν αναιρούν την πραγματικότητα, απλά καταχωνιάζουν τις ανασφάλειες βαθειά στο υποσυνείδητο και πολύ εύκολα και συχνά τις μετατρέπουν σε επιθετικότητα και θριαμβολογία.
1.2 Οι δύο όψεις της Εκκλησίας
Μια προσεκτική παρατήρηση του φαινομένου αποκαλύπτει ότι αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι μια εμφανής αυθαιρεσία στην χρήση των λόγων του Χριστού. Η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός εκφράστηκε για πρώτη φορά την ημέρα της Πεντηκοστής και χωρίς αμφιβολία περί αυτής ομίλησε ο Χριστός. Το ερώτημα είναι ποιά η σχέση της σημερινής Εκκλησίας με την Εκκλησία που ιδρύθηκε δια του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής.
Η κυρίαρχη άποψη σήμερα είναι ότι πρόκειται για ακριβώς την ίδια Εκκλησία και ως αποδεικτικό στοιχείο αναφέρεται η λεγομένη αποστολική διαδοχή και η διατήρηση της ορθοδόξου πίστεως, χωρίς να δίδεται προσοχή στο γεγονός ότι και άλλες Εκκλησίες έχουν αποστολική διαδοχή και διατείνονται ότι διατηρούν την αληθινή πίστη. Τα πράγματα μάλλον δεν είναι είναι τόσο απλά. Ήδη από τις πρώτες μέρες της ζωής της Εκκλησίας έγινε αναγκαίο να διαχωρισθεί η διακονία από το κήρυγμα[2]. Αυτός ο αρχικός διαχωρισμός με την πάροδο των χρόνων εξελίχθηκε στην ανάπτυξη δύο όψεων η συνιστωσών από τις οποίες συνεκροτείτο η Εκκλησία, την θεσμική διάσταση και την χαρισματική διάσταση, την χριστολογική και αγιοπνευματική διάσταση, όπως μας λεν οι σύγχρονοι θεολόγοι.
Οι δύο αυτές όψεις η στοιχεία της Εκκλησίας, άλλοτε είχαν αρμονική συνεργασία και άλλοτε ευρίσκοντο σε σύγκρουση, πολλές φορές μέχρις εσχάτων, πλήν όμως πάντα συνυπήρχαν χωρίς να αμφισβητείται ποτέ η αναγκαιότητα της μιας η της άλλης. Είναι εξόχως χαρακτηριστική η περίπτωση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Ήταν απλός μοναχός, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη εκκλησιαστική θέση. Όλος ο εκκλησιαστικός θεσμός είχε προσχωρήσει στην αίρεση. Και όμως ο Πατριάρχης, ο αυτοκράτορας και η Σύνοδος δεν διεννοούντο να θεωρήσουν το θέμα λήξαν, πρίν συμφωνήσει ο Μάξιμος. Και ο άγιος Μάξιμος αρνείτο ολοκληρωτικά τις διδασκαλίες της Συνόδου και του πατριάρχου, χωρίς όμως να πάψει να εκφράζει τον σεβασμό του προς τους αρχιερείς. Τό ήθος του αγίου ήταν πραγματικά εκπληκτικό, ήθος αγίου!.
1.3 Η αυτονόμηση του θεσμικού στοιχείου
Μερικούς αιώνες αργότερα ο Άγιος Συμεών μάχεται τον διαχώρισμό του θεσμού από το χάρισμα, αλλά οπωσδήποτε δεν είχε δει τα χειρότερα, για πολλά χρόνια ακόμα θα βλέπουμε αγίους να αναδεικνύονται σε επισκόπους και πατριάρχες. Τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν δραματικά τον 14ο αιώνα. Τό το κράτος καταρρέει και μέρος της εξουσίας του αρχίζει να μεταβιβάζεται στον εκκλησιαστικό θεσμό. Αυτή η μεταβίβαση γίνεται πια επίσημα την ημέρα της Άλωσης, όταν ο Μωάμεθ δίδει τα αυτοκρατορικά σήματα στον Πατριάρχη. Έκτοτε και για όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας και των χρόνων που ακολούθησαν μέχρι και σήμερα ο εκκλησιαστικός θεσμός εμπλέκεται στις πολιτικές και εθνικές διαμάχες και σταδιακά αυτονομείται από το χάρισμα. Αυτή η εμπλοκή γίνεται το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στοιχείο του εκκλησιαστικού θεσμού, εντούτοις είναι ασύμβατη με το χαρισματικό στοιχείο, γι’ αυτό τα δύο μέρη δεν συγκρούονται πιά, απλά πέρνουν διαζύγιο και το καθένα ακολουθεί τον δρόμο του.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινισθεί ότι το χαρισματικό στοιχείο για το οποίο μιλούμε εδώ δεν έχει και μεγάλη σχέση με αυτό το οποίο καταλαβαίνει ο μέσος χριστιανός. Δεν αναφερόμαστε ούτε σε θαυματουργίες ούτε προφητείες ούτε προοράσεις και άλλα σχετικά και εντυπωσιακά χαρίσματα. Πρόκειται για την άνωθεν γέννηση για την οποία μιλά ο Χριστός στον Νικόδημο[3]. Πρόκειται για την τοποθέτηση αυτού του γεγονότος ως, όντως, της πρώτης προτεραιότητας της ζωής, πρόκειται για την τοποθέτηση ως πρώτης προτεραιότητας της πραγματικής και όχι κατα φαντασίαν απόκτησης του Αγίου Πνεύματος, όπως διαρκώς υπομιμνήσκει ο Άγιος Μάξιμος και εδίδαξαν ό Άγιος Συμεών, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και αργότερα ο Άγιος Σεραφείμ του Σάροφ και σύμπασα η Εκκλησία του Χριστού.
Μιλώντας για διαζύγιο του χαρισματικού στοιχείου από τον εκκλησιαστικό θεσμό δεν εννοούμε την απουσία του δευτέρου από τους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά το γεγονός ότι αυτό δεν επηρεάζει την πορεία του εκκλησιαστικού θεσμού, δηλαδή βρίσκεται στο εκκλησιαστικό περιθώριο. Μέσα από αυτήν την ανάλυση είναι φανερό ότι το διαζύγιο δεν είναι προνόμιο της σύγχρονης εποχής, αλλά ότι άρχισε να διαμορφώνεται ουσιαστικά από την τελευταία περίοδο του βυζαντινού κράτους. Είναι λοιπόν το λιγότερο άτοπο να καλλιεργεί κανείς αντιπαλότητα η εχθρότητα η ακόμα χειρότερα περιφρόνηση, απένταντι στους σύγχρονους εκφραστές και φορείς του εκκλησιαστικού θεσμού. Αυτοί απλώς συνεχίζουν μια κατάσταση που έχει παγιωθεί εδώ και αιώνες και που τίποτα δεν δείχνει ότι είναι δυνατόν να αλλάξει. Εν τούτοις είναι πολύ σημαντικό να κατανοούμε το τι ακριβώς συμβαίνει και το ποιοί είμαστε, γιατί χωρίς αυτογνωσία και ταπεινό φρόνημα είναι αδύνατο να μην χαθούμε μέσα στην τωρινή σύγχυση.
1.4 Η θεολογική και ποιμαντική απολίθωση
Το διαζύγιο αυτό είχε ορισμένες σημαντικές και ταυτόχρονα ανιχνεύσιμες συνέπειες. Η Ορθόδοξη Εκκλησία σταμάτησε να παραγάγει θεολογία καί ποιμαντικούς κανόνες. Τις απαντήσεις τόσο στα θεολογικά όσο και στα πρακτικά προβλήματα τις αναλάμβανε πάντα το χαρισματικό στοιχείο της Εκκλησίας. Το χαρισματικό στοιχείο έδινε τις απαντήσεις, όμως αυτές είχαν κύρος και αποδοχή όταν εκφραζόταν μέσω του θεσμικού στοιχείου. Όταν τα δύο στοιχεία έπαψαν να επικοινωνούν και να συνεργάζονται έπαψε να υπάρχει το κατάλληλο πλαίσιο για την παραγωγή θεολογίας και κανόνων. Και πράγματι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως Εκκλησία, δεν μπόρεσε ποτέ να διαλεχθεί με τον σύγχρονο κόσμο από την αναγέννηση και μετά. Όπως επίσης δεν μπόρεσε να εκφράσει τις απαντήσεις στα πρακτικά θέματα με κανόνες, οι οποίοι να εκφράζουν την πίστη της Εκκλησίας, περί του σωστού και του πρακτέου.
Η αδυναμία να δοθούν απαντήσεις στα προβλήματα οδηγεί στην άρνηση της ύπαρξής τους και την προσκόληση στο παρελθόν. Για να επιτευχθεί αυτό αξιοποιούνται όλοι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που είναι κατάλληλοι για κάτι τέτοιο αλλά και η εκτεταμένη χρήση της διγλωσσίας, για να μην μιλήσουμε για υποκρισία, από το θεσμικό στοιχείο. Η διγλωσσία είναι ένα σημαντικότατο παράγωγο του διαζυγίου. Ήδη δεν χρειάσθηκε να το επισημάνουμε γιατί είναι αυτονόητο, η απόσυρση του χαρισματικού στοιχείου από το εκκλησιαστικό προσκήνιο συνοδεύτηκε με την ανάλογη επέκταση του θεσμικού στοιχείου. Το θεσμικό στοιχείο προσέλαβε όλους τους ρόλους και τις δράσεις του χαρισματικού στοιχείου, αλλά μόνο λεκτικά και φραστικά, όχι ουσιαστικά. Με άλλα λόγια έχουμε μια τυπική αντιποίηση αρχής. Άνθρωποι που δεν ξέρουν καν αν υπάρχει Άγιο Πνεύμα, ομιλούν, χωρίς ενδοιασμό, για λογαριασμό Του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη νόθευση του εκκλησιαστικού λόγου, αρχικά στον λατρευτικό και λειτουργικό τομέα, αλλά στην συνέχεια παντού.
Όλα αυτά έχουν αν συνέπεια την ανάπτυξη μιας εικονικής εκκλησιαστικής πραγματικότητας, αλλά και την παγίωση της αδυναμίας παραγωγής θεολογίας και κανόνων, ως πιστότητα στην παράδοση και την ορθόδοξη πίστη. Έτσι η δια σοφισμάτων αποσιώπηση των προβλημάτων θεωρείται ως θεολογική αντιμετώπιση και η διατύπωση ευχολογίων ως πρακτική λύση των προβλημάτων και των προκλήσεων της κάθε εποχής.
Καθώς σκιαγραφούμε αυτήν την εικόνα πρέπει να επισημάνουμε μια σημαντική αλλαγή που λαμβάνει χώραν τα τελευταία χρόνια. Και αυτή είναι η άνοδος του μορφωτικού και μερικές φορές πολιτιστικού επιπέδου του θεσμικού στοιχείου της Εκκλησίας. Αυτό το γεγονός αν και έχει πολλές ευεργετικές για την Εκκλησία συνέπειες επιτείνει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα της διγλωσσίας και της σύγχυσης ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιώδες. Η εύκολη πρόσβαση στην πατερική γραμματεία και η διανοητική προσέγγισή της αυξάνει την βεβαιότητα της γνώσης και επομένως την ακαμψία της σκέψης και καταλήγει στην βεβαιότητα της κατοχής της αληθείας, που πολλές φορές συνεπάγεται τον βιασμό της αληθείας.
1.5 Θεσμός και θρησκεία
Όλες οι διεργασίες που περιγράψαμε έχουν ως συνέπεια την μεταβολή του ρυθμού λειτουργίας της Εκκλησίας, ο οποίος από αγιοπνευματικός έγινε θρησκευτικός. Η διαδικασία της θρησκειοποίησης της Εκκλησίας διαρκεί ήδη ένα αιώνα και στις μέρες μας η θρησκευτικότητα εξοβελίζει κάθε άλλο εκκλησιαστικό χαρακτηριστικό. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην ανάκαμψη των θρησκειών παγκοσμίως. Αυτή η ανάκαμψη, επιβεβαιώνει την συλλογική ελπίδα για το αίσιο τέλος, αν και κατ’ ουδένα τρόπο δεν οφείλεται στην αύξηση των επιδόσεων της Εκκλησίας αλλά μόνο σε εξωτερικούς παράγοντες, την κατάρρευση του κομμουνισμού και του μαρξισμού.
Αλλά ο Χριστός, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, καταδίκασε πολύ σκληρά την θεσμική θρησκευτικότητα και επομένως είναι τουλάχιστον ανακριβές το να θεωρούμε ότι οι υποσχέσεις που μας έδωσε για την αιώνια υποστήριξη και φροντίδα για την Εκκλησία Του, αναφέρονται στην θεσμική θρησκευτικότητα που σήμερα διεκδικεί, την πληρότητα του τίτλου και του ρόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μπορεί ο Χριστός να καταδίκασε την θρησκευτική εκδοχή του Ιουδαϊσμού, αλλά θα ήταν επίσης αντιποίηση της αρχής και της εξουσίας του Χριστού, αν ο οποιοσδήποτε καταδικάσει σήμερα την σύγχρονη θρησκευτική εκδοχή της Εκκλησίας. Μόνο ο Χριστός μπορεί να κρίνει[4], εμείς μπορούμε μόνο να διακρίνουμε, και αυτό μόνο προς όφελος της δικής μας αυτογνωσίας και όχι με σκοπό την σωτηρία της Εκκλησίας!
1.6 Ο θεσμός και η κοινωνία της πληροφορίας
Όλη η προηγούμενη ανάλυση είναι αναγκαία γιατί πιά έφθασε η ώρα της κρίσης. Η κοινωνία μας ολοένα και περισσότερο ενσωματώνεται στήν δυτική κοινωνία της πληροφορίας. Η κοινωνία αυτή όμως εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς και αυτή η εξέλιξη που φθάνει άμεσα και σε εμάς, φέρνει τον κόμπο στο χτένι. Ο κόμπος όπως ήδη δείξαμε, υπάρχει εδώ και αιώνες, αλλά μόλις στις μέρες μας φθάνει στο χτένι. Γι’ αυτό και οι μέρες μας είναι δραματικές για την Εκκλησία, έτσι όπως αυτή εμφανίζεται σήμερα, ως θεσμική θρησκευτικότητα, και ίσως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για πίστη σε ένα συλλογικό αίσιο τέλος.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό για τους περισσότερους χριστιανούς δεν είναι ευδιάκριτο, γιατί ακριβώς πιστεύοντας στο αίσιο τέλος και εν γένει στα εύκολα, δεν έχουν εκπαιδευτεί να μελετούν και να κατανοούν σε βάθος τα πράγματα. Αν και θεωρητικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ισχύει το «πίστευε και με ερεύνα», στην πράξη αυτή είναι η κυρίαρχη πρακτική, και αν κάποιος προβληματίζεται η εκφράζει προβληματισμούς θα πρέπει ταυτόχρονα να φροντίζει ώστε το προφίλ του να είναι τέτοιο ώστε να πείθει ότι δεν είναι άπιστος ούτε αιρετικός.
Η απελευθέρωση του ραδιοτηλεοπτικού χώρου, η διάδοση των υπολογιστών και τελικά η ανάπτυξη του ιντερνέτ μας φέραν σε επαφή με αυτό που καλούμε κοινωνία της πληροφορίας. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι είναι μια ανοικτή κοινωνία και μια κοινωνία που δεν έχει φυσικά σύνορα ούτε φυσικούς ηγέτες. Είναι δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που είναι η κάθε θεσμική θρησκευτικότητα. Η Ορθόδοξη θεσμική θρησκευτικότητα, επιπλέον, εφόσον δεν παράγει θεολογία και κανόνες δεν μπορεί να προσαρμοσθεί στις αλλαγές του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει και ο μόνος τρόπος επιβίωσης είναι η προσκόληση στις μορφές του παρελθόντος. Αυτό σημαίνει ότι η κάθε ενδεχόμενη αλλαγή είτε στην θεολογία είτε στην πρακτική, συνιστά κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή της.
Μέσα στο σύγχρονο διαρκώς μεταβαλόμενο, τόσον όσον αφορά τις γνώσεις όσο και τα ήθη, τεχνολογικό περιβάλλον, η ορθόδοξη θεσμική θρησκευτικότητα βρίσκεται λοιπόν σε διαρκή κίνδυνο, γι’ αυτό και αισθάνεται απολύτως ανασφαλής και ίσως δεν βρίσκεται μακρυά από μια κατάσταση τρόμου. Φυσικά δεν είναι απλό και εύκολο να έχει την ειλικρίνεια και την ταπείνωση να αναγνωρίσει και να εκφράσει ευθέως το πρόβλημα αυτό και έτσι προσπαθεί να το καλύψει με μιά επιδεικτική, πολλές φορές, προσπάθεια πρόσληψης των νέων τεχνολογιών, την οποία συνοδεύει με μια σκλήρυνση της προσκόλησης στο παρελθόν, η ακριβέστερα σε κάποιες πτυχές του παρελθόντος, οι οποίες προσφέρονται καλύτερα για την επικάλυψη της αδυναμίας της. Η πρακτική που ακολουθείται στις μέρες μας είναι παλιά και δοκιμασμένη πολλές φορές στο παρελθόν, από άλλα κλειστά συστήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν ένα εχθρικό και ανοικτό περιβάλλον. Γίνεται προσπάθεια συσπείρωσης των οπαδών-χριστιανών με την προβολή, ως επί το πλείστον φανταστικών, η σπανιότερα πραγματικών εχθρών της Εκκλησίας. Η μέθοδος αυτή αν και είναι προσωρινά αποτελεσματική είναι όμως αδιέξοδη, όπως μας το έχει διδάξει η ιστορία, σε πολλές άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Πράγματι είναι κρίμα να ζούμε αγνοώντας την ιστορία.
1.7 Ο θεσμός και η κοινωνία της βιοπληροφορίας
Οι άνθρωποι της ελλαδικής ορθόδοξης θεσμικής θρησκευτικότητας βρίσκονται σε μια μεγάλη αγωνία, γιατί δεν πολυκαταλαβαίνουν τι ακριβώς συμβαίνει, απλά αισθάνονται την απειλή. Όμως φαίνεται ότι η αγωνία τους δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμα. Και αυτό γιατί στην κοινωνία της πληροφορίας συμβαίνει μια συγκλονιστική εξέλιξη. Η κοινωνία της πληροφορίας μετασχηματίζεται με ταχύτατους ρυθμούς σε κοινωνία της βιοπληροφορίας. Σήμερα πιά δεν είμαστε στην εποχή της πληροφορικής επανάστασης, αλλά στην εποχή της επανάστασης της βιοτεχνολογίας. Κατά την αγαπημένη συνήθεια των αγγλοσαξόνων η είσοδος στην νέα αυτή εποχή αναγγέλθηκε και επισήμως πριν λίγο καιρό με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης της καταγραφής του ανθρωπίνου γονιδιώματος. Ήταν ένα σόου που είχε σαν σκοπό να φέρει στα σπίτια μας το νέο. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν ήταν κάτι νέο, απλά έγινε νέο για χάρι των ΜΜΕ και των εμπορικών σκοπιμοτήτων.
Η βιοπληροφορική είναι ένας νέος επιστημονικός κλάδος με πολύ συγκεκριμμένο περιεχόμενο στην πραγματικότητα είναι η δημιουργία και διαχείριση βάσεων δεδομένων που περιέχουν κατά ένα αξιοποιήσιμο τρόπο τον τεράστιο όγκο δεδομένων που μας παρέχουν η βιοτεχνολογία και η γενετική. Εδώ όμως χρησιμοποιούμε τον όρο πιό γενικευμένα ως ένας γενικός συνδυασμός της πληροφορικής με την βιοτεχνολογία. Αυτός ο συνδυασμός θέτει σε νέες και σφοδρότατες δοκιμασίες, ειδικά την ορθόδοξη θεσμική θρησκευτικότητα.
Η τελευταία όπως είπαμε είναι στενά συνδεδεμένη με το παρελθόν, αλλά το παρελθόν είναι δομημένο πάνω σε ένα συγκεκριμμένο ανθρωπολογικό μοντέλο, το οποίο με διαφόρους τρόπους έχει ενσωματωθεί στην ορθόδοξη θεολογία και έχει αποκτήσει δογματική ισχύ. Η νέα πραγματικότητα της βιοπληροφορικής στηρίζεται σε ένα ανθρωπολογικό μοντέλο το οποίο είναι ριζικά διαφορετικό από το παραδοσιακό. Οι εξελίξεις σε ένα ευρύτατο επιστημονικό χώρο, που περιλαμβάνει πλήθος επιμέρους κλάδων, από την πληροφορική μέχρι την βιολογία, την ψυχολογία και τις νευροεπιστήμες, την παλαιοντολογία και την γεννετική, ανατρέπουν το παραδοσιακό ορθόδοξο ανθρωπολογικό μοντέλο, την αντίληψη δηλαδή του τι είναι ο άνθρωπος και πιά η θέση τους στον κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι η ανατροπή αυτή έχει γίνει εδώ και δεκαετίες, απλά το γεγονός αυτό είτε είναι άγνωστο στους πολλούς είτε απωθείται στο υποσυνείδητο των επιστημόνων που το αντιλαμβάνονται αλλά δεν θέλουν να το αποδεχθούν, γιατί τους θέτει δύσκολα ερωτήματα. Πάντως είναι η κύρια πηγή άρνησης της συντριπτικής πλειοψηφείας των επιστημόνων να δεχθούν την Εκκλησία ως αλήθεια.
Αυτή η κατάσταση αυτή όμως εξελίσσεται ταχύτατα, γιατί πιά κατακλυζόμαστε από πλήθος πληροφοριών σχετικά με τις νέες αντιλήψεις, και στο άμεσο μέλλον θα κατακλυσθούμε από καταναλωτικά προϊόντα τα οποία θα δρούν πάνω στην ίδια την ανθρώπινη φύση, στο ίδιο το ανθρώπινο πρόσωπο και δεν θα μας αφήνουν κανένα περιθώριο να κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε. Είναι πιθανό η θεσμική Εκκλησία να προσπαθήσει να εμποδίζει αυτές τις εξελίξεις διατυπώνοντας ευχολόγια και ηθικολογίες, ίσως και να μας προτρέψει να μην τις χρησιμοποιήσουμε, αλλά δεν θα μπορέσει να αποφύγει τα οδυνηρά ερωτηματικά, τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι η ψυχή του ανθρώπου, τι νόημα έχει η σωτηρία, σε τι διαφέρει ο ορθόδοξος από τον μη ορθόδοξο, πως γίνεται και υπάρχει το κακό στον κόσμο και άλλα ανάλογα. Σε αυτό το κείμενο δεν θέλουμε να αναπτύξουμε τα ερωτήματα αυτά, γιατί αυτό το έχουν κάνουν άλλοι, πολέμιοι της Εκκλησίας. Θέλουμε μόνο να δώσουμε ένα θεολογικό και εκκλησιαστικό πλαίσιο, μέσα από το οποίο να τολμήσουμε τουλάχιστον να ανοίξουμε τα μάτια μας και να τα κυττάξουμε. Γιατί αν φοβηθούμε να τα κυττάξουμε ποτέ δεν θα μπορέσουμε να τα απαντήσουμε.
1.8 Η ώρα της κρίσης
Καθώς έχουν εκλείψει από αιώνες οι μηχανισμοί παραγωγής θεολογίας, σε εκκλησιαστικό επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι καμμιά από τις απαντήσεις που θα αναπτυχθούν μέσα στον εκκλησιαστικό οργανισμό δεν πρόκειται να γίνει γενικά αποδεκτή ως η απάντηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οπότε οι συνέπειες θα είναι οι διαιρέσεις, οι αντιπαλότητες και εν τέλει η δραματική συρίκνωση της επιρροής της Εκκλησίας στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλος αριθμός χριστιανών θα αντιμετωπίσουν οδυνηρότατα διλλήματα, θα υποχρεωθούν σε αναγκαστικές αναθεωρήσεις και θα γίνουν βορρά σε άλλες θρησκευτικές εκδοχές.
Αν κλείσουμε πιό σφικτά τα μάτια μας και αυξήσουμε τον φανατισμό μας ίσως καταφέρουμε να απομακρύνουμε για λίγο ακόμα την ώρα της κρίσεως, ίσως για μερικά ακόμα χρόνια. Αν δεν είχαμε κλειστά τα μάτια μας ήδη θα βιώναμε τον κυκλώνα αυτόν. Πάντως τίποτα δεν δείχνει ότι θα μπορέσουμε τελικά να τον αποφύγουμε. Η απολίθωση στο παρελθόν, μας προϊδεάζει για την θραύση του παρόντος, που βρίσκεται μόλις μπροστά μας.
Βέβαια δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι η Πρόνοια του Θεού αδιαφορεί για την ελλαδική ορθόδοξη εκκλησιαστική θεσμικότητα και θεωρητικά δεν μπορεί να αποκλεισθεί μια άνωθεν επέμβαση που θα ανατρέψει πλήρως την ζοφερή εικόνα που περιγράφουμε. Πλήν όμως στην μακραίωνη εκκλησιαστική ιστορία δεν έχουμε κάποια ανάλογη ανατροπή, παρόλο που υπήρξαν εξίσου σφοδροί κυκλώνες. Εν τούτοις η Εκκλησία δεν διαφυλάχθηκε κατά ένα θαυματουργικό τρόπο, από άλλους ανάλογους καί ίσως ισχυρότερους κυκλώνες, άλλωστε γι’ αυτό είμαστε σήμερα σε αυτήν την τραγική αδυναμία.
Η κρίση λοιπόν για την οποία μιλούμε δεν οφείλεται σε κάποιες σκοτεινές δυνάμεις που έχουν στο στόχαστρό τους την Εκκλησία. Δεν είναι κρίση της κοινωνίας ούτε φυσικά προάγγελος οποιουδήποτε τέλους. Είναι μια κρίση που οφείλεται στην αλλαγή της κοινωνίας και προσβάλει αδιακρίτως κάθε οργανωμένο θεσμό και σύστημα (κράτος, επιχειρήσεις, παιδεία κλπ) που υπάρχει μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες. Όλοι οι θεσμοί και τα συστήματα μετεξελίσσονται, άλλα εύκολα και άλλα δύσκολα. Αν εκτιμούμε ότι η κρίση αυτή για την ορθόδοξη θεσμική Εκκλησία θα πάρει ανεξέλεκτες διαστάσεις είναι γιατί αυτή σήμερα παρουσιάζει μια εκτεταμένη εσωτερική αδυναμία που υπερκαλύπτεται από μια εξωτερική οικονομική και κοινωνική ισχύ. Η ισχύς αυξάνει την ακαμψία και η αδυναμία προδικάζει το καταστροφικό της θράυσης!.
1.9 Τι δύναται γεννέσθαι;
Το επόμενο ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι αν μπορεί να γίνει κάτι και τι είναι αυτό. Φυσικά μια κατεύθυνση είναι να προσπαθήσουμε να παραγάγουμε την αναγκαία θεολογία κάτι όμως που απαιτεί έρευνα και προσευχή. Εμείς δεν πρέπει να κάνουμε έρευνα και ανάπτυξη, αλλά έρευνα και προσευχή. Έρευνα με τις προδιαγραφές του παρόντος και προσευχή με τις προδιαγραφές του παρελθόντος. Αυτή η προσπάθεια χωρίς αμφιβολία δεν είναι για όλους. Όλοι όμως μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Αν η θεσμική Εκκλησία λειτουργεί θρησκευτικά, εμείς μπορούμε να προσπαθήσουμε να την βιώσουμε εκκλησιαστικά, δηλαδή αγιοπνευματικά, δηλαδή να ενσωματώσουμε στην ζωή μας το χαρισματικό στοιχείο της Εκκλησίας δηλαδή τελικά να είμαστε αυτό που λέμε ότι είμαστε.
Ίσως αυτό να φαίνεται ασαφές και δύσκολο, αλλά αυτό σημαίνει πιστεύω στον Θεό, Τον εμπιστεύομαι[5]. Αν θελήσουμε να φύγουμε από την θρησκευτική επιφάνεια και να εισέλθουμε στο αγιοπνευματικό βάθος, το μόνο που θα μας εμποδίσει είναι η δειλία και η συμφυής φιλαυτία μας. Η Χάρις του Θεού δεν αρνείται ποτέ και σε κανένα την βοήθειά Της, από όσους την ζητούν φιλότιμα. Όσοι λοιπόν έχουν την ευλογία να τους έχει ακουμπήσει η Χάρις του Θεού, ας αφυπνισθούν και ας μήν χρησιμοποιούν την Εκκλησία ως τον αντιπρόσωπο του Θεού επί της Γης ούτε ως αντιπρόσωπό τους ενώπιον του Θεού, αλλά ας χρησιμοποιήσουν την συγκεκριμένη και υπαρκτή Εκκλησία, την θεσμική Εκκλησία, για να προσεγγίσουν οι ίδιοι προσωπικά τον Θεό, έτσι ώστε το θεμέλιο της πίστης τους να είναι εστηριγμένο επί της πέτρας και όχι επί της άμμου[6]. Τότε ας προσδοκούν, έστω σε προσωπικό επίπεδο, στο αίσιο τέλος.
[1] Ματθ. 16,18.
[2] Πραξ. 6,3.
[3] Ιωαν. 3,3.
[4] Ματθ. 7,1.
[5] Ας θυμηθούμε το παράδειγμα της Τατιάνας Γκορίτσεβας και της παρέας της στην Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 70. Ο πνευματικός που πλησιάσανε, όταν τον πρωτογνωρίσανε έπινε λίγο παραπάνω και γενικά ήταν κάπως άτακτος. Όμως επηρεαζόμενος από αυτούς που ερχόταν να εξομολογηθούν σε αυτόν, άλλαξε και αναδείχθηκε σε πανάξιο λειτουργό του Θεού.
[6] Λουκ. 6,49.