Η ομορφιά θα καταστρέψει την Εκκλησία;

21
1190

Aυτό που θα επιχειρήσω να ψηλαφίσω1, είναι τα τερτίπια ενός τονισμού. Όταν ο τόνος της λέξης “στοιχείο” κατεβαίνει στη λήγουσα, αναδύεται η λέξη “στοιχειό”. Ίδια γράμματα, ίδια η σειρά τους, κι όμως, ο τόνος δίνει τον τόνο! Αν το “στοιχείο” σημαίνει κάτι ουδέτερο (απλώς το συστατικό), το “στοιχειό” παραπέμπει σε μια παρουσία ιδιαίτατα φορτισμένη. Το στοιχειό σφιχταγκαλιάζει έναν χώρο και επιβάλλει τον ρυθμό του στα στοιχεία του χώρου. Το κείμενό μου αυτό, λοιπόν, ζητάει να δούμε μαζί στοιχεία και στοιχειά. Επιχειρεί να θέσει έναν προβληματισμό για κάποια ζητήματα, που, κατά την ταπεινή μου άποψη, στοιχειώνουν τη ναοδομία, την εκλησιαστική τέχνη και την εκκλησιαστική ζωή.

Στοιχειό πρώτο: Ομορφιά εναντίον ομορφιάς;

Εδώ και δέκα περίπου αιώνες μια ρωσική ομολογία μάς γεμίζει καμάρι. Είναι ένα κείμενο που ισχυρίζεται ότι ξέρει ποιος παράγοντας έδρασε καταλυτικά ώστε να εγκολπωθούν οι Ρώσοι την Ορθόδοξη πίστη και δη στην ελληνική έκφρασή της. Πρόκειται για το λεγόμενο “Πρώιμο Χρονικό” (ή “Χρονικό του Νέστορος”) το οποίο γράφτηκε στο Κίεβο κατά τα τέλη του 11ου με αρχές του 12ου αι., και αφηγείται την επίσκεψη απεσταλμένων του Ρώσου ηγεμόνα Βλαδίμηρου στην Κωνσταντινούπολη, στο πλαίσιο μεγάλου ταξιδιού τους σε διάφορα έθνη, ακριβώς για να δουν και να αποφασίσουν ποια πίστη θα εγκολπωθούν. Σύμφωνα με το “Χρονικό”, ο βυζαντινός αυτοκράτορας ευθύς κανόνισε ώστε οι επισκέπτες του να παρευρεθούν σε λειτουργία στην Αγία Σοφία. Ο ίδιος τους συνόδευσε και τους επέστησε την προσοχή στην ομορφιά τόσο του οικοδομήματος όσο και των λειτουργικών δρωμένων. Οι απεσταλμένοι -λέει το “Χρονικό”- συγκλονίστηκαν τόσο πολύ, ώστε κατόπιν ανέφεραν στον ηγεμόνα τους: «Μας οδήγησαν σε κτίρια όπου λάτρευαν το Θεό τους και δεν γνωρίζαμε αν βρισκόμασταν στον ουρανό ή στη γη […]. Στη γη δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα και τέτοια ομορφιά, και είμαστε σε αμηχανία πώς να την περιγράψουμε. Γνωρίζουμε μόνο ότι εκεί ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους»2.

Όποιος αντέχει να αναδιφήσει τα ποικίλα εκκλησιαστικά έντυπα και θεολογικά κείμενα που παράγονται στον τόπο μας στις τελευταίες δεκαετίες, δεν θα δυσκολευτεί να διαπιστώσει ότι γίνεται επίκληση της μαρτυρίας αυτής κατά κόρον, προς επίρρωση της πεποίθησης ότι η λαμπρότητα και η ομορφιά είναι το στόμα της αληθείας. Προς επίρρωση, δηλαδή, της ανενδοίαστης βεβαιότητας ότι καθαυτήν η ωραιότητα παραπέμπει στον Θεό και φανερώνει στο παρόν τη δόξα των μελλούμενων Εσχάτων. Παράλληλα, πλημμυρηδόν γίνεται και η επίκληση της αποδιδόμενης στον Ντοστογιέφσκι ρήσης “η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο”.

Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι στις πλείστες των περιπτώσεων οι επικλήσεις αυτές γίνονται με την ένταση και την ευτυχισμένη πρεσβυωπία κάθε παπαγαλίας. Η παπαγαλία γαρ εξατμίζει αυτά που πολλοί θεωρούν μπελά: την κρίση και τη λογοδοσία. Η παπαγαλία δεν βλέπει να αναδύονται ερωτήματα, δεν σπαζοκεφαλιάζει για διλήμματα, δεν αναστοχάζεται αυτό που ξεστομίζει.

Το λέω ρητά ότι εδώ δεν προτίθεμαι να αμφισβητήσω τη θαυμασιότητα της ομορφιάς, ούτε την εκφραστική δύναμή της. Το ερώτημα που επιθυμώ να θέσω, αφορά κάτι άλλο: Τη μονοσήμαντη ανάγνωσή της, δηλαδή τη σιγουριά ότι από τη μια ίσταται η ομορφιά, έχοντας ένα κι μόνο νόημα, και από την άλλη το κιτς, ομοίως έχοντας ένα και μόνο νόημα. Σύμφωνα μ’ αυτή τη μονοσήμαντη ανάγνωση, η απειλή είναι, σε κάθε περίπτωση, μία και μοναδική: το κιτς. Η επίτευξη του αισθητικώς ωραίου θεωρείται αυτοδικαίως ομίληση της γλώσσας της αληθείας. Έτσι, όμως, υποθάλπεται μια νοηματική θολούρα και αντιφατικότητα. Η εν λόγω ανάγνωση ούτε καν αγγίζει τα απλούστα ερωτήματα, πώς μπορεί κάποιος πάγκακος και αρνητής του αληθούς να αποδέχεται το αισθητικώς ωραίο, πώς είναι δυνατό να επιτυγχάνεται το αισθητικώς ωραίο μέσω απανθρωπιάς και αδικίας, ή πώς μπορεί να είναι πανέμορφος ψυχικά ένας βρώμικος καμπούρης!

Πλέον δεν είναι σύνηθες φαινόμενο, το εκκλησιαστικό συμβούλιο να επελαύνει κατά του πανέμορφου ναΐσκου κραδαίνοντας λαδομπογιά. Δεν βρισκόμαστε στην εποχή που ο Κόντογλου θρηνωδούσε τον εξοστρακισμό της βυζαντινής φιλοκαλίας. Η σπουδαιότητα της παράδοσης έχει αναγνωριστεί και, μέσα στα τελευταία τριάντα ίσως χρόνια, αριστουργηματικά ξυλόγλυπτα τέμπλα έχουν αντικαταστήσει βροχηδόν πολλά κιτς της δεκαετίας του ’50. Συχνά, ωστόσο, πρόκειται για μια νέα επέλαση! Για την επέλαση αυτών που εξοστρακίζουν μεν τη λαδομπογιά, αλλά τα αριστουργηματικά τέμπλα τα μπάζουν στην ενορία όπως τη φορμόλη στο πτώμα. Και δεν μιλώ για κουτοπόνηρες απομιμήσεις παραδοσιακότητας3 και για ντενεκέδες στη θέση του χρυσού, αλλά για τις περιπτώσεις όπου πράγματι τηρούνται τα κριτήρια της καλαισθησίας και της βυζαντινής αισθητικής. Και το ερώτημά μου είναι: αρκεί η τήρηση των κριτηρίων της καλαισθησίας καθαυτήν, δηλαδή χωρίς την όσμωσή τους με άλλα κριτήρια, που αφορούν τις στάσεις ζωής; Για παράδειγμα: Ποια μπορεί να είναι η εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία στις περιπτώσεις όπου πράγματι έχουμε ναοδομία δίχως παρέκκλιση από τις επιταγές της ωραιότητας – της παραδοσιακώς επικυρωμένης ωραιότητας; Τι θα σήμαινε αν από παντού το κιτς εξέλιπε, αν το μπετόν περιοριζόταν, αν οι πλίνθοι καλωσορίζονταν και ο χρυσός εξοστράκιζε το ντενεκέ; Θα σήμαινε άραγε αναπόδραστα ένα και μόνο πράγμα, δηλαδή την κατόρθωση ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας; Αποκλείεται μήπως μια στρεβλή αυτοσυνειδησία να στεγάζεται σε όντως περικαλλή ναό ή η πολυτέλεια να παραπέμπει τελικά σε κάτι ουσιαστικά ανιεκκλησιαστικό;

Ερωτήματα σαν αυτά αντιμετωπίζονται συχνά με την καχυποψία ότι έρχονται έξω από τα παραδεδομένα, ότι στην καθ’ ημάς παράδοση ουδέποτε ετέθησαν, ότι αχρεώστητα αναπολούν μια πρωτοχριστιανική απλότητα, ότι εισάγουν προτεσταντικές ευαισθησίες, κλπ. κλπ. Αν, ωστόσο, μετριαστεί η ορμή προς σαρωτικές γενικεύσεις και αφοριστικές απορρίψεις, μπορεί να καταφανεί ότι στην πραγματικότητα τα ερωτήματα αυτά ουδόλως άσχετα προς το εκκλησιαστικό γεγονός και την ιστορική εκκλησιαστική εμπειρία μας είναι!

Το πρώτο ίσως που μπορεί να ανακόψει την ορμή προς απολυτοποιήσεις, είναι το γεγονός ότι η κωνσταντινουπολίτικη έκσταση των Ρώσων, που προμνημονεύσαμε, δεν είναι η μόνη! Απέναντί της ίσταται η έκπληξη των τριών Μάγων, όπως την αφηγείται ο ύμνος στη θεία λειτουργία των Χριστουγέννων: “Την απαρχήν των εθνών ο ουρανός σοι προσεκόμισε, τω κειμένω νηπίω εν φάτνη, δι’ αστέρος τους μάγους καλέσας. Ους και κατέπληττεν, ου σκήπτρα και θρόνοι, αλλ’ εσχάτη πτωχεία. Τι γαρ ευτελέστερον σπηλαίου; τι δε ταπεινότερον σπαργάνων; εν οις διέλαμψεν ο της θεότητός σου πλούτος”4 (μετάφραση: “Σε σένα, Χριστέ, που βρισκόσουν ως νήπιο στη φάτνη, ο ουρανός σού προσκόμισε την απαρχή των εθνών, προσκαλώντας με τον αστέρα τούς μάγους, οι οποίοι κατεπλάγησαν όχι από σκήπτρα και θρόνους, αλλά από έσχατη φτώχεια. Υπάρχει τίποτα ευτελέστερο από σπήλαιο; Υπάρχει τίποτα ταπεινότερο από τις φασκιές; Όμως ο πλούτος τής θεότητάς σου έλαμψε τρανά μέσα απ’ αυτά”).

Να, λοιπόν, και μια λαμπρότητα (“διέλαμψεν ο της θεότητός σου πλούτος”) η οποία δεν εκφράζεται με το βαρύτιμο, όπως η Αγία Σοφία, αλλά με την πτωχεία, η οποία εδώ φανερώνει την θεμελιώδη αλήθεια ότι η ενανθρώπιση, για να είναι ενανθρώπιση Χριστού, πρέπει να είναι κένωση. Και μάλιστα στο πρκείμενο δεν πρόκειται καν για καλαίσθητη πτωχεία (για το πεντακάθαρο, ασβεστωμένο σπιτάκι με τα όμορφα γεράνια), αλλά για εκείνη την έσχατη ανεστιότητα, η οποία αναγκάζει να γίνει τοκετός μέσα στην ασχήμια, δίπλα δηλαδή σε κοπριές. Ή μήπως η ευαγγελική αφήγηση δεν μάς δίνει το δικαίωμα να το πούμε αυτό; Μπορεί στις μέρες μας ο περί στάβλου θεολογικός στοχασμός να λοιδορείται από ορισμένους λόγιους του εκκλησιαστικού οργανισμού ως ρομαντισμός, όμως είναι καίρια παράμετρος τής Σάρκωσης, αν όντως η Σάρκωση δεν ήταν απλώς τουρισμός στον κόσμο, αλλά πρόσληψη των οδυνών του.

Αυτό που πρέπει να δούμε στη διελκυστίνδα Ρώσων και Μάγων δεν είναι, προφανώς, η κήρυξη πολέμου στην ωραιότητα, είναι όμως σίγουρα η κήρυξη πολέμου σε κάθε ειδωλοποίηση. Θα χρειαζόταν να γίνουμε απελπιστικά πλατωνιστές, για να αντιστοιχήσουμε αμφιμονοσήμαντα μια κοσμική πραγματικότητα (την ωραιότητα) με μια αιώνια ιδέα (τον πάγκαλλο θεό). Ο βιβλικός Θεός δεν είναι μόνο το ύψιστο κάλλος· είναι και ο πέρα από την ωραιότητα, ο “ακαλλής” στην αποφατική γλώσσα. “Πανέμορφος και πανωραίος είναι, συνάμα χωρίς ωραιότητα και χωρίς ομορφιά”5. Χρειαζόμαστε, συνεπώς, μεγαλύτερη συγκράτηση και διάκριση όσον αφορά την έννοια της παραπομπής, δηλαδή τι παραπέμπει πού, και αν παραπέμπει σε αυτό και μόνο. Και βέβαια δεν κάνω καμμία ανακάλυψη εδώ! Mιλώ απλώς για τα όρια και τη δυναμική της γλώσσας! Στην Αποκάλυψη ένας άγγελος καλεί τον συγγραφέα της για να του δείξει τη νύμφη του αρνίου στολισμένη με άφταστη λαμπρότητα, με πολύτιμους λίθους και διαφανή υλικά (21: 9, 15-21). Ιδού το κάλλος ως παραπομπή στην αλήθεια! Όμως ο ίδιος άγγελος είχε, λίγο πριν, καλέσει τον συγγραφέα για να του δείξει την Βαβυλώνα, την πόρνη τη μεγάλη, επίσης στολισμένη με πορφύρα, χρυσό και τίμιους λίθους (17: 1)6. Ιδού το κάλλος ως παραπομπή στην απώλεια! Το κάλλος δεν ήταν στολίδι μόνο της Ιουδήθ και της Εσθήρ (Ιουδ. 8: 7, Εσθ. 2: 7), αλλά και της Σαλώμης (Ματθ. 14: 6). Μπορεί να είναι αφορμή δοξολογίας, αλλά και αιτία πτώσης: “Επειδή ήσουν όμορφος περηφανεύτηκες· επειδή ήσουν δοξασμένος η σοφία σου διαφθάρηκε. Γι’ αυτό σε πέταξα στη γη και σε παρέδωσα στη κοινή θέα των άλλων βασιλιάδων” (Ιεζ. 28: 17)7. Ο ίδιος ο Χριστός μάς έχει διαβεβαιώσει ότι η σαπίλα δεν εκφράζεται μόνο με την ασχήμια, αλλά και με περιποιημένους τάφους (Ματθ. 23: 27), οι οποίοι αρχαιολογικώς μπορεί να είναι υψηλότατα δείγματα πολιτισμού κι αισθητικής!

Τελικά, ο πρίγκηπας Μίσκιν, ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκυ, ήταν περισσότερο υποψιασμένος από πολλούς σημερινούς, άκοπους χρήστες της φράσης του, “η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο”. Πρώτα απ’ όλα, η φράση δεν είναι διόλου μονότροπη, αλλά, αντιθέτως, είναι αινιγματική. Σε κανένα σημείο του έργου δεν δηλώνεται η στιγμή και οι συνθήκες υπό τις οποίες την ξεστόμισε ο Μίσκιν. Ότι κάποτε, κάπου την είχε πει, το αναφέρει εν παρόδω ένας άλλος ήρωας του έργου, ο Ιππόλυτος8. Και ουδαμώς εμφανίζεται να εκτοξεύτηκε άκοπα και ανενδοίαστα! Αν παρακολουθήσουμε το κείμενο, θα δούμε ότι ο Ιππόλυτος συνέχισε διατυπώνοντας όχι συμπέρασμα, αλλά ερώτημα – το κρίσμο ερώτημα: “Ποια ομορφιά θα σώσει τον κόσμο;”. Είναι ακριβώς το ερώτημα που λείπει από τη θεολογική ουσιοκρατία μας. “Την ομορφιά είναι δύσκολο να την κρίνει κανείς […]. Η ομορφιά είναι αίνιγμα”, είχε πει νωρίτερα ο Μίσκιν. Κοιτώντας τη φωτογραφία της Ναστάσιας Φιλίπποβνας, ο μεν Μίσκιν ομολόγησε ότι του άρεσε η ομορφιά της διότι το πρόσωπό της φαινόταν να έχει υποφέρει πολύ, η δε Αδελαΐδα δήλωσε ότι μια τέτοια ομορφιά είναι δύναμη κι ότι μ’ αυτήν μπορεί κανείς να αναποδογυρίσει τον κόσμο!9 Εδώ η ομορφιά βρίσκεται σε όσμωση με άλλης τάξης κριτήρια, που έχουν να κάνουν με την υπαρξιακή οδύνη και την απανθρωπιά. Είναι, λοιπόν, εντυπωσιακή η αντιστροφή που λαμβάνει σήμερα χώρα, ώστε το ντοστογιεφσκικό κείμενο, το οποίο δυναμιτίζει κάθε αφελή μονοσημαντότητα, να γίνεται λάβαρο των θιασωτών του αντίθετου, δηλαδή της αποκλειστικής και αμφιμονοσήμαντης σχέσης αλήθειας και αισθητικώς ωραίου!

Στο πεδίο της ναοδομίας υπάρχουν πάμπολλοι λόγοι για τους οποίους μπορεί κανείς να ποθήσει την ομορφιά υπό την έννοια της ισορροπίας με το περιβάλλον, της ανταπόκρισης σε αυτά που μάς υπαγορεύουν τα υλικά10 και της αντιστοίχισης του οικοδομείν με το θεολογείν, ώστε το κτίριο να αποτελεί μια εμπράγματη συμβολική θεολογική γλώσσα, αλλά και να είναι αληθινά λειτουργικό, δηλαδή να στεγάζει και να διακονεί τα δρώμενα της ύψωσης του κόσμου σε Εκκλησία. Τα λέω αυτά για να μην υπάρξει παρεξήγηση, ότι τάχα προσπερνώ αυτά τα καίρια ζητήματα. Απλώς θα επιμείνω ότι, σε κάθε περίπτωση, η έννοια του αυτοματισμού αποτελεί τον αντίποδα της εκκλησιαστικότητας. Για παράδειγμα, θεωρώ πολύ σημαντική τη λειτουργική ανανέωση, αλλά έχω από καιρό εκφράσει την πεποίθηση ότι, δίχως μια εγρηγορούσα θεολογική συνείδηση, η τάση για ανανέωση μπορεί να οδηγήσει σε άλλου είδους στρεβλώσεις, αν νοείται ως αυτοματισμός11. Ένας εφημέριος, για παράδειγμα, ενδέχεται να εισαγάγει στην εκκλησιά του ορθότερους λειτουργικούς τύπους, αλλά να το κάνει με ένα ήθος που αναπαράγει τη θεαματικότητα ή καλλιεργεί τη σεκταριστική συνείδηση ότι “εμείς εδώ με τον δικό μας παππούλη τα κάνουμε σωστά και ουκ εσμέν ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων”12. Παρόμοια, μια εκκλησιά μπορεί να χτιστεί αληθινά υπέροχη, με πέτρα και ξύλο και αρμονία, κι όμως να ανατρέφει πιστούς λιγωμένους από μιαν αρτιότητα που κάνει την εκκλησία τους πασαρέλα. Ή μπορεί ο προϊστάμενος του ναού να αναθέτει σε επαγγελματίες ανθοπώλες τον στολισμό του επιταφίου, έτσι ώστε να προκύπτει ένα όντως άψογο αισθητικώς αποτέλεσμα, αλλά με το εκκλησίασμα αμέτοχο από τη διαδικασία του στολισμού και τον σπουδαίο ευχαριστιακό συμβολισμό του13. Μπορεί στη Βίβλο η Βασιλεία να εικονίζεται με πόλη (τη νέα Ιερουσαλήμ), όμως με πόλη εικονίζεται και ο αντίποδάς της! Δείτε πόσο γκυ-ντεμποριανά14 περιγράφει ο προφήτης Ναούμ τη Νινευή: “Η πόρνη και η μάγισσα, που σαγηνεύει με τα κάλλη της και τις μαγείες της τα έθνη” (3: 4).

Με μια κουβέντα, το πρόβλημά μας στο προκείμενο είναι πως συχνά δεν βλέπουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο το κιτς, δεν είναι μόνο η περιφρόνηση της αισθητικής παράδοσης, δεν είναι μόνο η αποσύνδεση από τη θεολογία, αλλά και το ότι η ίδια η ωραιότητα, η ίδια η στοίχιση με την παράδοση, η ίδια η σχέτιση με τη θεολογία μπορεί να λειτουργήσουν ναρκισσιστικά. Είπε κανείς ότι ο Νάρκισσος ήταν στην πραγματικότητα άσχημος ή ασύμμετρος; Το πρόβλημα δεν ήταν τα συστατικά του. Ήταν ο προσανατολισμός τους· αυτό το στοιχειό, το οποίο έχει αποφασιστική σημασία, αλλά δεν πρόκειται να βρεθεί ανάμεσα στα συστατικά. Η ομορφιά του Νάρκισσου ήταν μια ομορφιά που επέστρεφε στον εαυτό του. Η μη-παραπεμπτικότητα, η αγκυροβόληση, δηλαδή, στην αγαλλίαση από καθαυτή την ωραιότητα, είναι εγγενής κίνδυνος της ομορφιάς. Κίνδυνος όχι αναπόδραστος μεν, αεί παρών δε. Ο ναρκισσισμός και η ειδωλοποίηση, λοιπόν, ήταν το πρώτο στοιχειό της εισήγησής μου. Περνάω στο δεύτερο: τη σχέση του κτιριακού ναού με τους έμψυχους ναούς και με το ανθρωπολογικό περιβάλλον. Ως ανθρωπολογικό περιβάλλον δεν εννοώ απλώς τη λειτουργία της κοινότητας εντός του ναού της, ούτε απλώς τη σχέση του ναού με το οικιστικό περιβάλλον, αλλά την περί κοινωνίας και ανθρωπίνων σχέσεων αντίληψη την οποία μαρτυρά η ύπαρξη και η αισθητική του ναού.

Στοιχειό δεύτερο: Ομορφιά εναντίον αλληλεγγύης;

Είναι ολισθηρή η ουσιοκρατική χρήση λέξεων και εννοιών. Για παράδειγμα, οι λέξεις “φιλοκαλία” και “φιλοκαλικός” συνήθως χρησιμοποιούνται σαν να έχουν ένα και μόνο, υπέροχο περιεχόμενο. Αλλά καθαυτήν η λέξη δεν εξασφαλίζει και τον προσανατολισμό της έννοιας! Δείτε, λ.χ., την καταπληκτική φράση, που απηύθυνε σαρκαστικά ο Νείλος ο ασκητής σε κάποιον καλοζωισμένο αρχιμανδρίτη: “Φιλοκαλείς”, του είπε, “ογκώδες θυλάκιο”15 – είτε το θυλάκιο αυτό ήταν το πουγγί, είτε η γαστέρα του!

Αυτή η αμφισημία του ωραίου αφορά ιδιαιτέρως μιαν ιδιαίτερη ευλογία των ημερών μας, στο θεολογικό πεδίο. Στις τελευταίες δεκαετίες το ζείδωρο νερό της εσχατολογίας ξανακύλισε άφθονο στα χωράφια της θεολογίας μας. Στο πλαίσιο αυτό, τονίζεται, συν τοις άλλοις, ότι η θεία Λειτουργία οφείλει να έχει λαμπρότητα, ώστε έτσι να φανερώνει τη δόξα των Εσχάτων. Αυτό είναι σωστό, και γι’ αυτό καλούμαστε να βρίσκουμε τους τρόπους για να δηλωθεί η δόξα αυτή. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, θα βοηθηθούμε αποφασιστικά να τους βρούμε, αν παραδεχτούμε ότι η λαμπρότητα δεν είναι μονοσήμαντη. Μια λαμπρότητα πολύχρυση και υπερπολυτελής (ακόμη κι αν πρόκειται για χρυσά άφταστης τέχνης και για πολυτέλεια ανέγγιχτη από το κιτς) μπορεί να παραπέμεπει και σε ό,τι πιο αντιεσχατολογικό: στην πιο έντονη ενθαδικότητα, στη μεταφυσική επευλόγηση του πλουτισμού, της ισχύος, του πνεύματος του αιώνος τούτου. Μια ομορφιά που θα παραπέμπει σε αυτά, ναι, είναι μια ομορφιά που καταστρέφει την Εκκλησία.

Στο πλαίσιο αυτό, του εσχατολογικού νεύρου της θείας λατρείας, υποστηρίζεται συχνά ότι δεν είναι δουλειά της θείας Λειτουργίας να μιλά για την πτωχεία της φάτνης, αφού αυτό που δηλώνει η Λειτουργία είναι η αναστάσιμη εσχατολογική δόξα – όχι η προαναστάσιμη φάση της ιστορικής ταπείνωσης. Το συμπέρασμα στο οποίο απολήγει αυτή η τοποθέτηση είναι ότι ο πλούσιος διάκοσμος έχει θεολογικό λόγο ύπαρξης, ενώ ο λιτός όχι. Νομίζω ότι εδώ χρειάζεται περισσότερη περίσκεψη. Φρονώ ότι το πρώτο σκέλος (ο αναστάσιμος προσανατολισμός της Λειτουργίας) δεν οδηγεί αναπόδραστα στο δεύτερο (στην προσπέραση της φάτνης). Η ανάσταση δεν είναι γενικά κι αφηρημένα νίκη. Είναι νίκη της κορυφαίας, της θυσιαστικής αγάπης. Είναι νίκη της κένωσης, της απύθμενης αγάπης για τους άλλους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αναστημένος Χριστός συνέχισε να φέρει τα σημάδια της σταύρωσής του. Όχι μόνο αυτά δεν είχαν απαλειφθεί, αλλά, πολύ περισσότερο, ο ίδιος τα τόνισε ως σημεία της αναγνώρισής του (Λουκ. 24: 39, Ιω. 20: 20), δηλαδή ως σημεία της ταυτότητάς του: αναστάς είναι ο σταυρωθείς, ο καταδεξάμενος θάνατο χάριν των ανθρώπων – όχι οιοσδήποτε νικητής Μεγαλέξανδρος. Ούτε είναι τυχαίο ότι, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, τη δευτέρα παρουσία θα την σημάνει η εμφάνιση του σταυρού σε όλη την οικουμένη, ως πιστοποίηση του ερχομένου16. Η κένωση, κοντολογής, δεν είναι απλώς ένα πρόσκαιρο στοιχείο. Ας μου συγχωρεθεί η διατύπωση: Είναι μάλλον στοιχειό! Αν η αγάπη είναι το μένον, όπως μας έχει διαβεβαιώσει ο Παύλος (Α ́ Κορ. 13: 8), μπορεί άραγε αυτή να μη συνδέεται πάντα με κάποιου είδους κένωση, με την υπακοή στο θέλημα του Πατρός, με τη διακονία των αγαπωμένων; Όπως μου είχε δοθεί άλλοτε ευκαιρία να επισημάνω, είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, σημείον της Βασιλείας στο παρόν δεν αποτελεί μόνο η τέλεση της Ευχαριστίας (όπως σήμερα μονομερώς τονίζεται), αλλά και η αλληλεγγύη (την οποία σήμερα ορισμένοι θεολόγοι υποτιμούν ως κάτι δευτερεύον, αν όχι ηθικιστικό). Η Βασιλεία εικονίζεται -λέει ο Καβάσιλας- στις πράξεις φιλανθρωπίας, ο δε Χριστός στη Βασιλεία του θα είναι ο διακονών οικοδεσπότης17. Η εικόνα του εσχατολογικού Χριστού ως βασιλέως δεν αποκλείει την εικόνα του εσχατολογικού Χριστού ως διακόνου, και τούμπαλιν! Η αλληλεγγύη, συνεπώς, ως ιστορικό σημείον του μόνου που θα μείνει αιώνια (δηλαδή της αγάπης), δεν είναι ένα φευγαλέο και προσπεραστέο στοιχείο της ιστορίας, αλλά εικών και πρόγευση του μέλλοντος αιώνος.

Αν, λοιπόν, είναι ρόλος της θείας Λειτουργίας και, συνεκδοχικά, της ναοδόμησης η φανέρωση της Βασιλείας, τότε χρειάζεται να βρίσκονται τρόποι ώστε, στο φως της αναστάσεως να μαρτυρείται η κένωση, ο δε ναός να λέει με την ίδια του την ύπαρξη ότι δεν συνηγορεί υπέρ της κοινωνικής αδικίας του αιώνος τούτου, αλλά διακονεί το πρωτείο της αγάπης. Να βρίσκονται, λ.χ., τρόποι ώστε ο ναός να αποπνέει φιλόξενη διάθεση. Μια αισθητικώς άψογη ωραιότητα που καλλιεργεί τον θαυμασμό της απόστασης, κι όχι τη ζεστασιά του σπιτικού, είναι μια ωραιότητα που ροκανίζει την Εκκλησία. Οι κίνδυνοι από την αμφισημία της ωραιότητας ελλοχεύουν σε κάθε έκφραση, κι όχι απλώς στη “νόθευση” της βυζαντινής φιλοκαλίας από τη δυτική αισθητική. Μια περιδιάβαση στην ιστορία δύναται να καταδείξει ότι αυτή η επισήμανση έχει τα ριζώματά της στην ίδια την εκκλησιαστική παράδοση.

Ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης (7ον αι.) ρωτήθηκε κάποτε, πού είναι συμφερότερο να προσφέρουν χρήματα οι πιστοί: στις εκκλησίες ή στους φτωχούς; Φαντάζομαι ότι η απάντηση που αναδύεται στα χείλη των περισσοτέρων είναι αυτή που μοιάζει η πιό ισορροπημένη: και στις εκκλησίες και στους φτωχούς. Η απάντηση, ωστόσο, του αγίου Αναστασίου, δείχνει ότι σοφοί γινόμαστε όταν μαθαίνουμε να διακρίνουμε και να ιεραρχούμε. Και ότι υπάρχουν κριτήρια που υπέρκεινται της ωραιότητας καθεαυτήν. Για να κληρονομήσουμε τη Βασιλεία – απάντησε ο Αναστάσιος – ο Χριστός δεν ζήτησε τίποτα άλλο, παρά αλληλεγγύη στους φτωχούς, τους ξένους, τους γυμνούς και τους φυλακισμένους (Ματθ. 25: 34). Ωστόσο – συνεχίζει – είναι αλήθεια ότι υπάρχουν και εκκλησίες που στερούνται απαραίτητα σκεύη. Σ’ αυτές πρέπει όντως να προσφέρουμε. Αν, αντιθέτως, προσφέρει κανείς σε εύπορες εκκλησίες, δεν γνωρίζει τι απογίνονται όσα πρόσφερε. Πολλές εκκλησίες – καταλήγει – που σύναξαν τα αγαθά με απληστία και τα διαχειρίστηκαν άσχημα, τελικά μαράζωσαν ή λεηλατήθηκαν από ληστές και βαρβάρους18. Το πνεύμα του Αναστασίου θυμίζει τον κατά τρεις αιώνες προηγηθέντα Χρυσόστομο. Στη Γραφή, λέει ο άγιος, κανείς ποτέ δεν κατηγορήθηκε επειδή δεν καλλώπισε εκκλησίες. Όσοι όμως δεν ελεούν τους φτωχούς, απειλούνται με τη γέενα, το άσβεστο πυρ και την τιμωρία στο χώρο των δαιμόνων. Στολίζοντας, λοιπόν, το ναό, μην παραβλέπεις τον αδελφό που βρίσκεται σε ανάγκη19. Ζωντανό θυσιαστήριο είναι ο πάσχων άνθρωπος και αποτελεί δευτερεύουσα υπόθεση ο καλλωπισμός των ναών20. “Η Εκκλησία δεν είναι ούτε χρυσοχοείο, ούτε αργυροκοπείο, αλλά πανηγύρι αγγέλων […]. Εκείνη η τράπεζα [του μυστικού δείπνου] δεν ήταν ασημένια, ούτε ήταν χρυσό το ποτήρι από το οποίο ο Χριστός έδωσε στους μαθητές το αίμα του, αλλά όλα αυτά ήταν πολύτιμα και συγκλονιστικά, επειδή ήταν γεμάτα από το Άγιο Πνεύμα […]. Δεν χρειάζεται χρυσά σκεύη ο Θεός, αλλά χρυσές ψυχές” 21.

Στα ερείπια των άπληστα πλουτισμένων εκκλησιών, που μνημονεύει ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, οι πλείστοι των λογίων της Ορθοδοξίας σήμερα πιθανότατα θα θρηνωδήσουν για την ωραιότητα της πλινθοδομής που έγινε μπάζα, για τα άφθαστα ψηφιδωτά που σκάφτηκαν, για τα σκεύη που αρπάχτηκαν. Θα ελεεινολογήσουν την επέλαση της βαρβαρότητας σε βάρος της ωραιότητας. Και όντως δεν μπορεί κανείς να μην κατανυγεί συλλογιζόμενος την δήωση. Γιατί, όμως, την ίδια στιγμή να λησμονούμε τα κριτήρια του αγίου Αναστασίου, τα οποία δεν αρνούνται μεν την ωραιότητα, αλλά σίγουρα υπέρκεινται και την κρίνουν; Ο Αναστάσιος δεν περιορίζεται στο πόσο ωραίο θα είναι αυτό που θα φτιαχτεί, αλλά θέτει το ερώτημα τι θα εκπροσωπεί αυτό μέσα στον ανθρωποχώρο, στον κοινωνικό χώρο. Αν προσέξουμε τα λόγια του, θα δούμε ότι διατυπώνει δύο κριτήρια: την έμπρακτη αγάπη και τη διαφάνεια· την αξίωση για λογοδοσία των ποιμένων στο εκκλησιαστικό σώμα, θα λέγαμε σήμερα. Και προσοχή! Τα κριτήριά του εδράζονται σε άξονα εξόχως εσχατολογικό: στην έσχατη κρίση!

Αν σεβόμαστε την παράδοση, δηλαδή τον τρόπο όδευσης και αλήθευσης της Εκκλησίας μέσα από τα πολύμορφα εποχιακά και πολιτισμικά τοπία, θα πρέπει να κρατήσουμε ως τζοβαϊρικό πολύτιμο τη σοφία αυτής της διαδρομής. Έχουμε να κάνουμε με λεωφόρους, αλλά και με παράδρομους· με ευρυχωρίες, αλλά και με κατολισθήσεις· με καλοτιμονιές, αλλά και στραβοτιμονιές. Τον 2ον αιώνα ο Κέλσος κατηγορούσε τους Χριστιανούς ότι δεν είχαν ναούς. Και βάλτε κατά νου τι συντριπτικούς για τους Χριστιανούς συσχετισμούς θα πρέπει να δημιουργούσε μια τέτοια μομφή! Αναμέτρηση της Εκκλησίας με το κάλλος του Παρθενώνα, του Σουνίου, των Δελφών! Ο Ωριγένης τότε του απαντούσε ότι οι Χριστιανοί όντως δεν επεδίωκαν να φτιάχνουν ναούς, διότι για την Εκκλησία ναός του Θεού είναι οι ίδιοι οι πιστοί που αγωνίζονται να αγιάσουν τον εαυτό τους και να καταστούν θυσιαστήρια του Θεού22. Ωστόσο δεν χρειάστηκαν παραπάνω από δύο αιώνες για να αποδεχτεί η χριστιανική συνείδηση το αυτοκρατορικό ιδεώδες. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα σχετικά κεφάλαια του Ευσεβίου Καισαρείας για να δει με ποια λαμπρότητα, χλιδή και ωραιότητα υλοποιήθηκε το αυτοκρατορικό ναοδομικό πρόγραμμα23. Κι ας προσπάθησε ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης τον 5ον αι. να διευκρινίσει στους επισκόπους ότι άλλο πράγμα είναι η εκκλησία (οι πιστοί) και άλλο το εκκλησιαστήριον (ο ναός), και να υπενθυμίσει ότι στην εποχή των αποστόλων η Εκκλησία έγεμε αρετών ενώ στερούνταν ναών. Είναι ό,τι πιο άτοπο -έλεγε- και εξαιρετικά επικίνδυνο, να θέλει να είναι κληρικός αυτός που αγνοεί τι είναι η Εκκλησία. Όταν δεν γνωρίζει ότι Εκκλησία είναι οι πιστοί που φρονούν ορθά και πολιτεύονται χρηστά, την μεν Εκκλησία την γκρεμίζει, το δε εκκλησιαστήριο το οικοδομεί. Και την μεν αληθινή Εκκλησία -καταλήγει ο Ισίδωρος- την ξεγυμνώνει από τα αληθνά στολίδια της, διώχνοντας τα αξιόλογα μέλη της, το εκκλησιαστήριο όμως το στολίζει με πολυτελή μάρμαρα24.

Στο διάβα της ιστορίας το πολιτισμικό κριτήριο κραταιώθηκε σε βάρος άλλων, όπως το ταξικό. Απολυτοποιήθηκε, δηλαδή, το πόσο λαμπρά προϊόντα τέχνης μπορεί να δώσει ένας πολιτισμός, και περίπου λησμονήθηκε η διερώτηση αν η παραγωγή τους προϋποθέτει την αδικία ή την αναλγησία. Η οξεία αντιδιαστολή που έκανε ο Χριστός μεταξύ του ασκητικού Ιωάννου Προδρόμου αφ’ ενός, και των τα μαλακά και λαμπρά φορούντων αφ’ ετέρου (Ματθ. 11: 8, Λουκ. 7: 25), αμβλύνθηκε. Έχουμε φτάσει στο σημείο να ακούμε από χείλη εκκλησιαστικών ανδρών ότι οι τρίχες καμήλου που φορούσε ο Βαπτιστής δεν ήταν στην πραγματικότητα ρούχο λιτό, αλλά, αντιθέτως, ένα ακριβό ένδυμα, αντίστοιχο των σημερινών καμηλό παλτώ! Στα δε σύγχρονα θεολογικά μελετήματα περί κάλλους και αισθητικής, αυτή η ταξική παράμετρος απουσιάζει εκκωφαντικά.

Κάποτε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έβαλε στο στόμα ενός στοχαστικού εργάτη μια ερώτηση: Ποιων αφανών εργατών η ταλαιπωρία βρίσκεται στην πραγματικότητα πίσω από τα θαυμαστά έργα της ανθρωπότητας;

 

Ποιος έκτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα. Οι βασιλιάδες κουβάλησαν τ’ αγκωνάρια; [..]
Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο
μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του; 25.

 

Μπορεί σήμερα να μην υπάρχει η δουλεία με την κλασσική της μορφή, ωστόσο το ερώτημα ποιες κοινωνικές σχέσεις ενσωματώνονται σε μια οικοδομική δραστηριότητα, παραμένει. Ο Χρυσόστομος πάσχισε να δείξει αυτό που υπαινισσόταν ο Μπρεχτ, ότι σημαντικοί συντελεστές των λαμπρών επιτευγμάτων είναι οι φτωχοί χειρώνακτες: “Αν πρέπει να χτίσουμε κάτι, αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι χρυσάφι και ασήμι και πολύτιμα πετράδια, αλλά μαστοριά και χέρια, και μάλιστα όχι χέρια όχι τα τυχόντα, αλλά χέρια με κάλους, δάχτυλα που τα σκλήρυνε η δουλειά, δύναμη μεγάλη και [ευτελή υλικά όπως] ξύλα και πέτρες”26. Μα, με μεγαλύτερη ένταση έθεσε το θέμα πάλι ο άγιος Ισίδωρος ο Πλουσιώτης. Του Ισίδωρου προφανώς δεν του αρκούσε το κάλλος των αρχιτεκτονημάτων του Θεόφιλου, του πατριάρχη Αλεξανδρείας που δίωξε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Υπό την διαποίμανση του Θεόφιλου – λέει ο Ισίδωρος – η Αίγυπτος απέκτησε φαραωνικό ήθος, “τυραννώντας τους αδύναμους, καταπιέζοντας τους εργαζόμενους, χτίζοντας πόλεις και αποστερώντας τα μεροκάματα”. Και πώς χαρακτηρίζει ο Ισίδωρος τον πατριάρχη; “Λιθομανή […] και χρυσολάτρην”27. Και σε μια επιστολή του λέει στον εκκλησιαστικό προεστώτα: “Λένε ότι κτίζεις στο Πηλούσιο εκκλησία, λαμπρή μεν [σ.σ.: λαμπρή! Όχι κιτς!] όσον αφορά τα οικοδομικά, αλλά με ελεεινά μέσα: με χρηματισμούς από χειροτονίες, με αδικίες, με αγριότητα, με εξουθένωση των φτωχών και με υπεξαίρεση των χρημάτων που προορίζονται για τους φτωχούς, πράγμα που δεν είναι τίποτα διαφορετικό από το να οικοδομείς τη Σιών με άιματα και την Ιερουσαήμ με αδικίες28. Δεν χρειάζεται ο Θεός θυσίες που προέρχονται από αδικία. Αντιθέτως, τις σιχαίνεται σαν να πρόκειται για θυσία σκυλιού. Σταμάτα, λοιπόν, και να κτίζεις και να αδικείς, ώστε να μη βρεθεί στην κατάκριση του Θεού το οικοδόμημα αυτό. Αιώνια θα στέκει μετέωρο και θα σου καταμαρτυρεί με ποια κακά κτίστηκε, θα σου γυρεύει πίσω τα μερκάματα που στέρησες και θα συνηγορεί υπέρ όσων έβλαψες”29.

Ένα από τα συγκλονιστικά στοιχεία αυτών των λόγων του Ισιδώρου είναι ότι τον εξ αδικιών οικοδομηθέντα περικαλλή ναό τον βλέπει όντως ως σημείον, όχι όμως ως σημείον της Βασιλείας, αλλά αιώνιας καταδίκης! Αμφιβάλλω, ωστόσο, πόσο εύκολα θα βρούμε σήμερα σε μελετήματα λειτουργικής θεολογίας ή χριστιανικής τέχνης να αναγνωρίζεται η έμπρακτη αγάπη ως στοιχειό των λειτουργικών δρωμένων και των καλλιτεχνικών κατορθωμάτων – ως όρος τους και ως συστατικό τους. Επί πλέον, ο Ισίδωρος φέρνει στο προσκήνιο την ευθύνη που έχει κάθε βαπτισμένος, να διακρίνει και να αξιολογεί τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία του. Χαρακτηριστικό και συναφές είναι το περιστατικό που διασώζει ο Παλλάδιος. Μια εύπορη χήρα έδωσε στον πρεσβύτερο Ισίδωρο χρήματα για να ντύσει τις φτωχές Αλεξανδρινές και τον όρκισε στην αγία τράπεζα να μην ενημερώσει τον πατριάρχη Θεόφιλο, “για να μην τα πάρει και τα ξοδέψει σε πέτρες· διότι τον κατέχει μια φαραωνική λιθομανία, για οικοδομήματα τα οποία καθόλου δεν χρειάζεται η Εκκλησία”30.

Το βαρύ πυροβολικό όσων, αντίθετα προς τα παραπάνω, δίνουν προτεραιότητα στη λαμπρή αισθητική, είναι, βέβαια, το ευαγγελικό περιστατικό της γυναίκας που περιέλουσε τον Χριστό με πανάκριβο μύρο. Με βάση αυτό υποστηρίζουν ότι η πολυτέλεια στον εκκλησιαστικό διάκοσμο είναι αναγκαία, για να δηλώνει τη λαμπρότητα της ουράνιας Βασιλείας. Για να αντικρούσουν, μάλιστα, τους διαφωνούντες, μερικές φορές τους εκτοξεύουν μια βαρύτατη μομφή: ότι η πρόταξη της φιλανθρωπίας θυμίζει τη διαμαρτυρία του Ιούδα, όταν αυτός είδε τη γυναίκα να χέει το πολύτιμο μύρο στα κεφάλι και τα πόδια του Χριστού. Αξίζει, λοιπόν, να σταθούμε στο περιστατικό και στην ερμηνεία του από την εκκλησιαστική συνείδηση31.

Το περιστατικό το καταγράφουν, ως γνωστόν, τρεις ευαγγελιστές: ο Ματθαίος (26: 6-13), ο Μάρκος (14: 3-9) και ο Ιωάννης (12: 1-8). Εξ αυτών, οι δύο πρώτοι αφήνουν ανώνυμη τη γυναίκα, μιλούν για χρίση της κεφαλής του Ιησού και εμφανίζουν διαμαρτυρόμενους ανωνύμως τους μαθητές ή κάποιους από τους παρόντες. Ο Ιωάννης, από την άλλη, κατονομάζει τη γυναίκα ως Μαρία, μιλά για άλειψη των ποδιών του Ιησού και εμφανίζει ως διαμαρτυρόμενο μόνο τον Ιούδα. Όποιοι, πάντως, κι αν παρουσιάζονται ως διαμαρτυρόμενοι, το περιεχόμενο της διαμαρτυρίας είναι και στα τρία ευαγγέλια το ίδιο: «Προς τι αυτή η σπατάλη; Θα μπορούσε αυτό το μύρο να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς».

Το περιστατικό κλείνει με την αντίδραση του Χριστού, ο οποίος και επέπληξε τους διαμαρτυρόμενους. «Γιατί δημιουργείτε προβλήματα στη γυναίκα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Όσο για τους φτωχούς, αυτούς πάντοτε θα τους έχετε μαζί σας, εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντοτε. Το μύρο που έριξε στο σώμα μου αυτή η γυναίκα ήταν προετοιμασία για την ταφή μου» (Ματθ. 26: 10-12).

Το πρώτο που θα μπορούσε να επισημάνει κανείς εδώ, είναι μια αντίφαση των επικαλουμένων το περιστατικό. Ενώ χάριν του τονισμού της δοξας των Εσχάτων αντιτίθενται στην έκφραση της πτωχείας της φάτνης (υπό την έννοια, όπως είπαμε, ότι αυτή ήταν προ-αναστάσιμη), εδώ πρόθυμα επικαλούνται την άλειψη, παρ’ όλο που κι αυτή αφορούσε προ-αναστάσιμη φάση (την ταφή του Χριστού, κατά δήλωση του ίδιου)!

Αλλά το σημαντικό βρίσκεται στην ανάκριση του ίδιου του περιστατικού. Είναι αλήθεια ότι με μια πρώτη ανάγνωσή του μπορεί άνετα κανείς να επαναπαυτεί στο συμπέρασμα ότι η πολυτελής προσφορά υπέρκειται της φιλανθρωπίας. Αν, όμως, επιχειρήσει να βαθύνει σε ερμηνεία του, ίσως συναντήσει κάποιες ανατροπές.

Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος Ιωάννης (ο οποίος, όπως είπαμε, παρουσιάζει ως διαμαρτυρόμενο μόνο τον Ιούδα) δυναμιτίζει το εύκολο συμπέρασμα κατά της φιλανθρωπίας. Σπεύδει να διευκρινίσει ότι δεν επρόκειτο γι’ αυτό που φαινόταν. Δεν επρόκειτο πραγματικά για διελκυστίνδα πολυτέλειας και φιλανθρωπίας, διότι απλούστατα ο Ιούδας δεν νοιαζόταν για τους φτωχούς! Ο μαθητής δυσανασχέτησε “όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό” (Ιω. 12: 6). Ως μιμητές του Ιούδα, συνεπώς, δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι ειλικρινώς προτάσσοντες τη φιλανθρωπία! Πλήθος άλλοι, που υπεξαιρούν εκκλησιαστικό χρήμα και αμαυρώνουν την εκκλησιαστική ζωή, ναί!

Πέρα, όμως, από την περίπτωση του Ιούδα, ας εξετάσουμε καθαυτή τη διαμαρτυρία ως δυσανασχέτηση γενικά των μαθητών και άλλων καλοπροαίρετων. Στην εκκλησιαστική μας παράδοση βρίσκουμε κάποιους Πατερικούς σχολιασμούς, οι οποίοι καταδεικνύουν ότι το να κραδαίνεις το γράμμα του Ευαγγελίου μπορεί να είναι εξαιρετικά στείρα πράξη, που εν τέλει σε κάνει να χάσει το πνεύμα του! Κάποιοι Πατέρες, δηλαδή, διέκριναν ότι το εν λόγω περιστατικό μπορεί να εισπραχθεί από κάποιους κατά τρόπον ώστε να υποβαθμίζει κάτι που δεν πρέπει να υποβαθμιστεί ποτέ: την έμπρακτη αγάπη και την αλληλεγγύη. Έτσι, λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει ότι, μέσα στην ποικιλία της ζωής, οι πιστοί μπορούν να πράττουν και τα δύο: και αναθήματα να προσφέρουν στους ναούς, και για τη φιλανθρωπία να νοιάζονται. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρόκειται για δύο ισοβαρείς επιλογές. Χρειάζεται (συνεχίζει πάντα ο Χρυσόστομος) να μη λησμονούμε τι είναι πρωτεύον και τι δευτερεύον. Πρωτεύον είναι πάντα η έμπρακτη αγάπη προς τον αδελφό, διότι αυτός αποτελεί ναό σημαντικότερο από το κτήριο-ναό (“ούτος γαρ εκείνου ναός κυριώτερος”). Στο εν λόγω ευαγγελικό περιστατικό ο Χριστός φαίνεται μεν να απευθύνεται στους μαθητές του, αλλά στην πραγματικότητα ήθελε να παρηγορήσει τη γυναίκα! Έβλεπε ότι η πίστη της ήταν νεόφυτη και ατελής, και έσπευδε να την ενισχύσει, όχι επειδή η πράξη της καθ’ αυτήν ήταν σωστή, αλλά για να μη μαραθεί η προκοπή της υπό την αποδοκιμασία των μαθητών. Η στάση, δηλαδή, του Χριστού στο προκείμενο δείχνει την άμετρη έγνοια του για κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο, όμως δεν αποτελεί γενική νομοθέτηση για τη σχέση προσφορών και φιλανθρωπίας. Απευθυνόμενος ο Χρυσόστομος σε ανθρώπους που ήδη στην εποχή του επικαλούνταν το περιστατικό για να υποβαθμίσουν τη φιλανθρωπία, τούς ζητά να μην παρουσιάζουν τώρα ως πρόταγμα εκείνα που λέχθηκαν τότε για συγκεκριμένο λόγο και κατ’ οικονομία. “Μη τοίνυν ταύτα εις μέσον φέρομεν νυν, α διά τινα οικονομίαν είρηται”. Ας κοιτάξουμε, άλλωστε, λέει, την προτεραιότητα που δίνει ο ίδιος ο Θεός στην έμπρακτη αγάπη, σε ολόκληρη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη32.

Στο εν λόγω περιστατικό, σχολιάζει ο άγιος Iσίδωρος ο Πηλουσιώτης, ο Χριστός δεν έρχεται σε αντίφαση προς όσα ο ίδιος λέει αλλού (“Έλεον θέλω, και ου θυσίαν”, “Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται”, “Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε”33). Απλώς έκανε συγκατάβαση στην αδυναμία της γυναίκας. Δεν διατύπωσε εντολή για όλους. Και γι’ αυτό (συνεχίζει ο Ισίδωρος) δεν είπε “έγινε μια καλή πράξη” (σαν, δηλαδή, αυτή η πράξη να έχει καθολική ισχύ), αλλά “έκανε μια καλή πράξη” (πράξη, δηλαδή, η οποία γίνεται δεκτή μόνο σε σχέση με τη συγκεκριμένη γυναίκα)! Και προχωρεί ο Ισίδωρος κι άλλο. Η γυναίκα, λέει, έπραξε αυτόβουλα, καθ’ όσον ουδέποτε είχε ζητήσει κάτι τέτοιο ο Χριστός. Αν τον ρωτούσε πριν το κάνει, ο ίδιος θα της ζητούσε να πωλήσει το πολύτιμο μύρο και να δώσει τα χρήματα στους φτωχούς! Ο άγιος, δηλαδή, υποστηρίζει ότι ο Χριστός συμφωνούσε στην πραγματικότητα με την άποψη των διαμαρτυρομένων, διέθετε όμως και την έγνοια, να μην τσακιστεί στην άγουρη πνευματική της κατάσταση η συγκεκριμένη γυναίκα. Έτσι -λέει ο άγιος- ενεργούν σήμερα και οι πνευματικότεροι εκ των κληρικών: δεν εξουθενώνουν μεν τους ασθενείς, καθιστούν όμως σαφές ποιο είναι το πρωτεύον και, αν κάποιος πιστός τούς ρωτήσει πού να διαθέσει τα χρήματά του (σε αναθήματα ή στους φτωχούς), τον προτρέπουν σαφώς να επιλέξει την αλληλεγγύη, διότι ο Χριστός δεν ενανθρώπησε για να γεμίσει τις εκκλησίες με χρυσάφι και ασήμι (“ουδέ γάρ διά τούτο επεδήμησεν ο Χριστός, ίνα χρυσού καί αργύρου τάς εκκλησίας εμπλήση”). Όπως και ο Χρυσόστομος, έτσι και ο Ισίδωρος, απευθύνει έκκληση στους επιδερμικούς αναγνώστες του ευαγγελικού μας περιστατικού: “Ας μη μετατρέπουν σε νόμο τη συγκατάβαση” (“μη εις νόμον αναγέτωσαν την συγκατάβασιν”)!34

Τι δείχνουν αυτές οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις; Την αγαπητική τόλμη, την τόλμη της αγιοσύνης, η οποία σπάει την κρούστα της θρησκευτικότητας για να φανερώσει τα ουσιώδη. Να φανερώσει, δηλαδή, τα κριτήρια διατυπώνοντας αντίλογο, μα δίχως να φυγαδεύει την αγάπη.

Ότι η ναοδομία και γενικά η εκκλησιστική τέχνη δεν μπορεί να έχει μόνο αισθητικά κριτήρια, φαίνεται και από πλήθος άλλων Πατερικών υποδείξεων (Γρηγορίου Νύσσης, Συμεών Νέου Θεολόγου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Μ. Βασιλείου, Νικοδήμου Αγιορείτη κ.ά), οι οποίες θεωρούν απαράδεκτες τις δωρεές που προέρχονται από αδικία και εκμετάλλευση του συνανθρώπου35.

Ανασύρω ενδεικτικά τις Αποστολικές Διαταγές του 4ου αιώνα, οι οποίες, ούτε λίγο ούτε πολύ, ζητούν από τον επίσκοπο να αφήσει την εκκλησία να καταρρεύσει, παρά να τη στηρίξει με χρήματα από τέτοιες δωρεές. “Να αποφεύγεις, επίσκοπε, όσους συντρίβουν τις χήρες, τυραννούν τα ορφανά και γεμίζουν τις φυλακές με αθώους ή κακομεταχειρίζονται τους δούλους τους χτυπώντας τους, αφήνοντάς τους πεινασμένους ή σπρώχνοντάς τους στη διαφθορά, ή ρημάζουν ολόκληρες πόλεις. Και να σιχαίνεσαι τις προσφορές τους […]. Ακόμα κι αν βρίσκονται σε ένδεια οι εκκλησίες, είναι ωφελιμότερο να καταστραφούν, παρά να δεχτούν κάτι από εχθρούς του Θεού, πράγμα το οποίο αποτελεί προσβολή και χλευασμό των φίλων Του […]. Να τα εξετάζετε, λοιπόν, όλα αυτά”36.

Δείτε στο απόσπασμα αυτό ποιοι αποκαλούνται εχθροί του Θεού! Όχι αιρετικοί, όχι πόρνοι, όχι άθεοι, αλλά δωρητές και ευεργέτες, και δη πιθανότατα φιλακόλουθοι! Και φίλοι του Θεού, κατά πάγια βιβλική ευισθησία,37 οι αδύναμοι και οι αναγκεμένοι.

Επίλογος

Το πρωταρχικό ερώτημα δεν είναι “τι προσφέρει η ομορφιά;”, αλλά “ποια ομορφιά;”. Kαι η διελκυστίνδα δεν είναι μόνο μεταξύ ομορφιάς και ασχήμιας, αλλά μεταξύ ομορφιάς και ομορφιάς. Όμορφη ομορφιά είναι αυτή που εκφράζει και διακονεί την αγάπη. Άσχημη ομορφιά είναι αυτή που γεμίζει τον χώρο με ωραιότητα και μεγαλείο, έτσι ώστε στην πραγματικότητα να μη χωρά τίποτα και κανείς άλλος. Αυτή είναι η ομορφιά που δύναται να καταστρέψει την Εκκλησία! Η όμορφη ομορφιά είναι άλλη. Αυτή που με τρόπο ταπεινό φτιάχνει ευρυχωρία, γίνεται οικοδέσποινα και προοικονομεί την έσχατη ωραιότητα, τον θρίαμβο της φιλόξενης χαράς. Ο βαθμός που θα πάρουμε στις εξετάσεις καλλιτεχνίας είναι εν τέλει ο βαθμός ανταπόκρισής μας σε μια πρόσκληση πανηγυριού. “Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου!”.

Σημειώσεις

1 Ανάπτυξη εισήγησης η οποία έγινε στο συνέδριο “Παράδοση και νεωτερικότητα στη σύγχρονη ναοδομία” (διοργάνωση: Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Ακαδημίας Εκκλησιαστικών Τεχνών), Αθήνα, Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008 (βλ. σχετικά Ζ. Διαβατηνού, “Η ομορφιά θα καταστρέψει την Εκκλησία;”, εφημερίδα Χριστιανική 775, 22-6-2008, σ. 5). Βασικές θέσεις τις είχα διατυπώσει νωρίτερα, στο άρθρο μου “Τα Χριστούγεννα τα άβολα”, Χριστιανική 695, 16-12-2004, σ. 4, καθώς και στο βιβλίο μου Ανεστιότητα και παραπεμπτικότητα. Κριτικές προσεγγίσεις στα θεολογικά δρώμενα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998, σ. 69.

2 The Russian Primary Chronicle; Laurentian Text (μτφρ. – επιμ. Samuel Hazzard Cross και Olgerd P. Sherbowitz – Wetzor), εκδ. The Medieval Academy of America (no 60), Cambridge, Massachusetts 1953, σσ. 110-111. Βλ. και Ιωάννης Μέγεντορφ, Βυζάντιο και Ρωσία. Μελέτη των Βυζαντινο-Ρωσικών σχέσεων κατά το 14ο αιώνα (μτφρ. Νίκος Φωκάς), εκδ. Δόμος, Αθήνα 1988, σσ. 27-28. Κατά την παράδοση ο Βλαδίμηρος έστειλε πρεσβεία από δέκα ευγενείς στους μητροπολιτικούς τόπους διαφόρων πίστεων. Το Ισλάμ τους αποθάρρυνε με τα φτωχικά τεμένη και τους σκυθρωπούς ανθρώπους. Παρόμοια αισθάνθηκαν με τον Ιουδαϊσμό στη Χαζαρία, ενώ στη Γερμανία βρήκαν άσχημες τις τελετές της λατινικής Χριστιανοσύνης.

3 Εξαιρετικά στην καυτηρίαση αυτών των κουτοπόνηρων απομιμήσεων είναι κείμενα όπως του Ιωσήφ Ροηλίδη, “Λόγος για τη  ναοδομία”, Σύναξη 81 (2002), σσ. 27-31, “Αναστηλωτική φιλοσοφία και αρχές συχτήρησης στη διατήρηση της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς”, Σύναξη 120 (2011), σσ. 73-81, και “Ανθρωπογενές περιβάλλον: από την έκπτωση στον αφανισμό”, Manifesto 30-31 (2011), σσ. 31- 36, και Σταύρος Μαμαλούκος, “Η ιστορία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής συγχρονη ορθόδοξη ναοδομία”, Σύναξη 118 (2011), σσ. 53-59.

4 Όρθρος Χριστουγέννων, Ωδή γ΄.

5 Μετάφραση από το: Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Περί θείων ονομάτων (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978, σ. 101. Βλ. ΨΔιονύσιος Αρεοπαγίτης, Περί θείων ονομάτων 5, 8, PG 3, 821B.

6 Για το ότι επρόκειτο για τον ίδιο άγγελο, εκφράζει τη βεβαιότητά του ο Σάββας Αγουρίδης, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 475.

7 Μετάφραση: Η Παλαιά Διαθήκη. Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, εκδ. Ελληική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1997.

8 Φ. Ντοστογιέφσκη, Ο ηλίθιος (μτφ. Άρης Αλεξάνδρου), εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1991, τ. Β΄, σ. 94.

9 Ντοστογιέφσκη, ό.π., τ. Α΄, σσ. 120 και 126.

10 Ο Πικιώνης επεσήμαινε ότι “το πρώτο πράγμα στην τέχνη είναι ο σεβασμός του υλικού” [Δημήτρης Πικιώνης, “Η λαϊκή μας τέχνη κ’ εμείς”, Φιλική Εταιρεία 1.4 (1925), σσ. 146-147]. Παρόμοια ο Λεβί Στρως διέκρινε ανάμεσα σε πολιτισμούς της μαστορικής (αυτούς δηλαδή που αφήνουν το υλικό, όπως η πέτρα ή το ξύλο, να υπαγορεύσει τρόπους δόμησης, και σε πολιτισμούς της τεχνικής, αυτούς δηλαδή που φτιάχουν έναν πολτό, το τσιμέντο, στο οποίο δίνεται οιαδήποτε μορφή [Claude Lévi-Strauss, Άγρια Σκέψη (μτφρ. Εύα Καλπουρτζή), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1977, σ. 114-130]. Πρβλ. την επισήμανση του Παναγιώτη Κονδύλη, ότι η μοντέρνα αρχιτεκτονική επιδιώκει να διεισδύσουν ο εσωτερικός και ο εξωτερικός χώρος ο ένας στον άλλο, σαν το οικοδόμημα να είναι ένα κομμάτι χώρος, το οποίο επιδέξια αποκόπηκε από τον χώρο ως σύνολο (Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 20003, σ. 159).

11 Βλ. την παρέμβασή μου στη συζήτηση για τη λειτουργική αναγέννηση, Σύναξη 71 (1999), σσ. 44-45, το κείμενό μου “Η τρομοκρατία των αντιτρομοκρατών ή η απελευθέρωση ως εργολαβία”, Σύναξη 82 (2002), σσ. 57-65 και την παρέμβασή μου στη συζήτηση που ακολούθησε, ό.π., σσ. 76-78.

12 Ομολογουμένως εντυπωσιάστηκα όταν είδα ότι αυτήν περίπου τη φράση (την οποία προσωπικά ερανίστηκα από ενοριακούς κύκλους των Αθηνών) την έχει χρησιμοποιήσει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν ακριβώς για να καταδείξει ότι μια “ονομαστική ορθότητα” δεν οδηγεί αυτομάτως σε επίγνωση, αλλά μπορεί, αντιθέτως, να καταλήξει σε “αυτοδικαιωτική ικανοποίηση”. Βλ. π. Γεώργιος Μπασιούδης, Η δύναμη της λατρείας. Η συμβολή του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν στη λειτουργική θεολογία, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008, σσ. 104-105.

13 Βλ. το ημέτερο “Μεθεόρτιος απολογισμός αθλιοτήτων”, Σύναξη 102 (2007), σσ. 82-83.

14 Πρβλ. το πολυσυζητημένο έργο του Γκυ Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος (μτφρ. Σύλβια), εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2000, όπου τονίστηκε η σύνθλιψη της κοινωνικής ζωής μεταξύ μαζικής παραγωγής και μαζικής κατανάλωσης, με την καταλυτική διαμεσολάβηση της εικόνας.

15 Νείλος Αββάς, Επιστολαί, Βιβλίον Β΄, PG 79, 245. Όπου δεν δηλώνεται αλλιώς, οι μεταφράσεις είναι του γράφοντος.

16 Ματθ. 24: 30. Βλ. Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατήχησις φωτιζομένων, ιε’, PG 33, 900B. Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις τον σταυρόν και εις τον ληστήν, α΄, PG 49, 404-405. Γρηγόριος Παλαμάς, Δεκάλογος της κατά Xριστόν νομοθεσίας, PG 150, 1092D-1093A.

17 Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, “Οι εικόνες της Βασιλείας. Κάποια αθέατα του Καβάσιλα και κάποιοι πειρασμοί της Ευχαριστιακής μας θεολογίας”,  Σύναξη 114 (2010), σσ. 13-21.

18 Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωτήσεις και αποκρίσεις, ιδ΄, PG 89, 464A.

19 Ιωάννης Χρυσόστομος, παρατιθέμενος από τον Αναστάσιο, ό.π., 464B: “Υπέρ μεν γαρ του μη εκκλησίας καλλωπίσαι, ουδείς ενεκλήθη ποτέ· υπέρ δε του πένητος μη ελεήσαι και γέενα ηπείληται, και πυρ άσβεστον, και η μετά δαιμόνων τιμωρία. Μη τοίνυν τον οίκον κοσμών, τον αδελφόν θλιβόμενον περιόρα”.

20 Ιωάννης Χρυσόστομος, Περί ελεημοσύνης, PG 61, 540. Πρβλ. Υπόμνημα εις τον Ματθαίον, 86 , PG 58, 762.

21 “Ου γαρ χρυσοχοείον, ουδέ αγυροκοπείον εστιν η Εκκλησία, αλλά πανήγυρις αγγέλων […]. Ουκ ην η τράπεζα εξ αργύρου τότε εκείνη, ουδέ το ποτήριον χρυσούν, εξ ου έδωκε τοις μαθηταίς ο Χριστός το αίμα το εαυτού, αλλά τίμια ην πάντα εκείνα και φρικτά, επειδή Πνεύματος έγεμε […]. Ουδέ γαρ σκευών χρείαν έχει χρυσών ο Θεός, αλλά ψυχών χρυσών”. Ιωάννης Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις τον Ματθαίον, 50, PG 58, 508-509. Χρήση του πρώτου τμήματος αυτού του παραθέματος κάνει και ο Ανέστης Κεσελόπουλος, “Η τέχνη στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη”, Θεολογία και Τέχνη (επιμ. Χρυσόστομος Α. Σταμούλης), εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 7, σε ένα μελέτημα από τα λιγοστά που, πολύ σωστά, αντιδιαστέλλουν τη φιλοκαλία από την πολυτέλεια.

22 Ωριγένης, Κατά Κέλσου 8, 17, PG 11, 1540C-1544A.

23 Ευσέβιος, Εις τον βίον Κωνσταντίνου, Γ΄, κε΄- να΄, PG 20, 1092A-1100B.

24 Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολή 146, Θεοδοσίω επισκόπω, PG 78, 684D-685C. “Τούτο μη γινώσκων εκείνος, την μεν όντως Εκκλησίαν καθαιρεί σκανδαλίζων πολλούς, το δε εκκλησιαστήριον οικοδομεί· και την μεν αποκοσμεί, τους σπουδαίους εξοστρακίζων, το δε πολυτελέσι μαράροις κοσμεί” (685Α).

25 Μπέρτολτ Μπρεχτ, “Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει”, Ποιήματα (μτφρ. Μάριου Πλωρίτη), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1983, σ. 50.

26 “Αν τε γαρ οικοδομείν δέῃ, ου χρυσού και αργύρου δει και μαργαριτών, αλλά τέχνης και χειρών, χειρών δε ουχ απλώς, αλλά τετυλωμένων, και δακτύλων απεσκληκότων, και ισχύος πολλής, και ξύλων και λίθων”. Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις τη Α΄προς Κορινθίους, 55, PG 61, 292.

27 “Τους ταπεινούς μαστίζουσα, τους κοπουμένους θλίβουσα, πόλεις οικοδομούσα και τους μισθούς αποστερούσα”. Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολαί, ρνβ΄, Συμμάχῳ, PG 78, 283C-285A (το δεύτερο παράθεμα, από το 285Α).   Το επίθετο “λιθομανής” το βρήκα και στον Θεοφάνη, Χρονογραφία, PG 108, 916A, πάλι ως μομφή, αλλά με την έννοια του άπληστου που λατρεύει τους πολύτιμους λίθους.

28 Ο Ισίδωρος εδώ αναφέρεται στον προφητικό ταλανισμό των ηγετών του Ισραήλ, Μιχ. 3: 10.

29 Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολαί, 37, PG 78, 205A.  “Κτίζεις, ως φασιν, εκκλησίαν εν Πηλουσίω, λαμπράν μεν τοις μηχανήμασι [σσ.: προσέχετε: λαμπράν!], πονηροίς δε τοις επιτηδεύμασι, χειροτονιών τιμήμασι και αδικίαις και ύβρεσι και πενήτων εκπιεσμοίς και πτωχικοίς δαπανήμασιν, όπερ ουδέν εστιν έτερον, ή οικοδομείν Σιών εν αίμασι, και Ιερουσαλήμ εν αδικίαις. Ου χρῄζει δε ο Θεός εξ αλλοτρίων θυσίας, αλλά ταύτην ως θυόμενον κύνα μυσάττεται· παύσαι τοίνυν και κτίζων και αδικών, ίνα μη εις έλεγχόν σοι υπό Θεού ο οίκος εκείνος ευρεθή· μετέωρος μεν ιστάμενος, καταβοών δε σου αιώνια, εξ οίων εκτίσθη κακών, και τους εστερημένους μισθούς απαιτών, και την άμυναν των βλαβέντων ζητών”.

30 Παλλάδιος, Διάλογος περί βίου και πολιτείας Ιωάννου του Χρυσοστόμου, 6, PG 47, 22. “Ίνα μη λαβών αυτά, τοις λίθοις προσαναλώση· λιθομανία γαρ τις αυτόν Φαραώνιος έχει εις οικοδομήματα, ων ουδαμώς χρήζει η Εκκλησία”.

31 Θέσεις που ακολουθούν δημοσίευσα στο κείμενό μου “Εκκλησιαστική πολυτέλεια και φιλανθρωπία”, Πειραϊκή Εκκλησία 217 (2010), σσ. 8-9.

32 Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις το κατά Ματθαίον ομιλία 52, δ΄, PG 58, 510 και Oμιλία 80, β΄, PG 58, 726. Βλ. και το μελέτημά μου “Λόγος περι-ουσίας. Σημειώσεις για την εκκλησιαστική περιουσία”, Σύναξη 23 (1987), σ. 61.

33 Ματθ. 9: 13, 5: 7 και 25:40, αντίστοιχα.

34 Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολών βιβλίον β΄, 88, Aσκληπηίω επισκόπω, PG 78, 532A-C.

35 Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Κοινωνική δικαιοσύνη και Ορθόδοξη θεολογία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 20052, ιδίως σσ. 22-24.

36 Διαταγαί Αγίων Αποστόλων, 4, 6, PG 1, 812B και 820B. “Και οι εκθλίβοντες χήραν και ορφανόν καταδυναστεύοντες και τας φυλακάς πληρούντες αναιτίων ή και τοις εαυτών οικέταις πονηρώς χρώμενοι, πληγαίς φημι και λιμώ και κακοδουλία, ή και πόλεις όλας λυμαινόμενοι φευκτέοι εστωσάν σοι, ω επίσκοπε, και αι τούτων προσφοραί μυσαραί […]. Ει […] ούτως απορούσιν αι εκκλησίαι, λυσιτελεί διαφθαρήναι, ή παρ’ εχθρών του Θεού λαβείν τι εφ’ ύβρει και χλεύη των αυτού φίλων […]. Δοκιμασταί ουν γίνεσθε των τοιούτων”

37 Γ. Γρατσέας, Η περί πτωχείας διδασκαλία της Αγίας Γραφής, Εν Αθήναις 1962.

πηγή: Aντίφωνο, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θεολογία τόμος 83 τεύχος 2 (2012), σσ. 199-219

21 Σχόλια

  1. Ένα κείμενο εδώ ενός από τους αγαπητότερους και συνάμα αξιολογώτερους, ασυζητητί, θεολόγους μας, το οποίο τεκμηριώνει την άποψη, που υποστηρίζει, παραπέμποντας σε δύο συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς Πατέρες – κυριώτατα στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο – για να εισηγηθεί, μάλιστα, να προκρίνουμε την “χρυσοστομική” απόκριση ακόμα και στο σημείο, εκείνο, όπου μας φέρνει σε δίλημμα το ερώτημα τής πλήρους ταύτισής της (ή όχι) με την Καινή Διαθήκη.
    [Δεν εκφράζω επ’ αυτού γνώμη: Απλά επισημαίνω το γεγονός.]

    Σημειώνω παράλληλα ότι αυτές ειδικά τις μέρες ανέκυψε, στον εν Ελλάδι εκκλησιολογικό χώρο, το δίλημμα αν στην αντιμετώπιση του γεγονότος της βλασφημίας θα υιοθετήσουμε την προτροπή του ίδιου ακριβώς εκκλησιαστικού Πατέρα (του Ιωάννη Χρυσοστόμου) ή αν θα ταυτιστούμε με την απάντηση της Καινής Διαθήκης. Η δημόσια παρέμβαση επ’ αυτού ενός άλλου γνωστού θεολόγου, του Βασίλη Αργυριάδη, ήταν μαχητικά η αντίθετη: Να αγνοήσουμε τον Χρυσόστομο, να αναγνωρίσουμε μονάχα τη Βίβλο. (http://www.pheme.gr/article.aspx?id=5639)
    [Ούτε επ’ αυτού ζητώ να αρθρώσω ιδία κρίση: Απλά επισημαίνω – εν αντιστίξει – τα δυο παραδείγματα.]

    [b]Η χρήση των αγιοπατερικών ή και των βιβλικών, ακόμα, παραπομπών – τολμώ μόνο να εικάσω – ιδού λοιπόν ότι βρίσκεται, ανά πάσα περίσταση, κάτω από την [i]εξουσία[/i] (του λόγου) του [i]παραπέμποντος[/i].[/b]

    ΥΓ: Οι νύξεις μου δεν έχουν, προφανώς, να κάνουν με το [i]κύριο θέμα[/i] του άρθρου. Έχουν όμως να κάνουν με τα [i]πλαίσια[/i] εντός των οποίων ομοφωνούμε (ή όχι) να διεξάγεται ο θεολογικός διάλογος.

  2. Μία ορισμένη πραγματικότητα χρειάζεται κατ’ ελάχιστον Ν έννοιες για να περιγραφεί λεκτικά. Όταν χρησιμοποιούμε Ν/2 ή Ν/3 παράγουμε μόνο σύγχυση και ο προβληματισμός μας μπορεί να καταλήξει άγονος. Στο τέλος είναι δυνατόν να φανεί ότι με πλάγιο τρόπο δικαιολογούμε την ασχήμια που πληγώνει την ίδια την λειτουργία του συναισθήματος και της ψυχής. Από αυτό το πολύ δυνατό και ωφέλιμο για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το πρόβλημα της εκκλησιαστικής τέχνης κείμενο δεν μπορεί να προκύψει καταφατική απάντηση ή τρόπος να κρίνουμε έργα ή πολύ περισσότερο για να τα σχεδιάσουμε σωστά. Προκύπτει όμως το πρωταρχικό αρνητικό κριτήριο για την εκκλησιαστική ναοδομία:
    Τα έργα της δεν πρέπει να εμποδίζουν ή δυσκολεύουν την προσευχή.
    Γιά να φτάσουμε να δημιουργήσουμε έργα χαράς και πανηγυριού, όχι πανηγυριώτικα, χρειάζεται μία πολύ πιό διεξοδική θεωρητική έρευνα, γνώση και έμπνευση. Ακόμη και η απλή αντιγραφή απαιτεί μεγάλη ικανότητα και φώτιση, και ας μην ξεχνούμε ότι δεν έχει διατηρηθεί κανένα πλήρες αρχαίο έργο για να αντιγράψουμε. (Κάποια Αγιορείτικα Καθολικά δεν μπορούν να αποτελέσουν κανόνα για τις ανάγκες των ενοριών). Ακόμη και η ψαλμωδία παραπαίει σήμερα από την οίηση και την βαρβαρότητα, η δε ζωγραφική σπάνια είναι ανεκτή ή κάπως ευχάριστη και μόνο αν δεν έχει δει κανείς τα αριστουργήματα των μεσοβυζαντινών χρόνων. Η αναισθησία είναι η διέξοδος του εκκλησιαζόμενου που δεν θέλει να φύγει τρέχοντας, μπορούν όμως οι αναίσθητοι να προσευχηθούν; Να ένα ενδιαφέρον θεολογικό ερώτημα.
    Η θεολογία της Αρχιτεκτονικής είναι πράγματι αναγκαία, αλλά από ποιους θα ξεκινήσει; Ήταν τόσο αμαθείς και συμβιβασμένοι οι Ιεράρχες που δεν απέφυγαν να λειτουργήσουν στις λαμπρές παλαιοχριστιανικές βασιλικές και τις μεσοβυζαντινές εκκλησίες;
    Οι προσπάθειες των τελευταίων σαράντα χρόνων είναι αποσπασματικές, αλλά αποτελούν μία αρχή. Ακόμη και τα θλιβερά έργα του Κόντογλου. Δεν χρειάζονται επίθεση αλλά κατανόηση. Μία υποβάθμιση αιώνων και ένας αιώνας κακογουστιάς δεν ανορθώνονται με αναλύσεις και ρητορική. Ούτε η απλότητα βρίσκεται στην αισθητική πενία. Το ισοδύναμο της Θείας Φάτνης σε ωραιότητα, δηλαδή την ομορφιά των ζώων, τριών βοσκών, μίας Παρθένου λεχώνας, ενός Θεανθρώπου βρέφους, δεν αρκεί ούτε η Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης να την αποδώσει με μέσα αρχιτεκτονικά και εικαστικά, διότι είναι το αντίθετο του “ευτελούς” και του “ταπεινού”. Η ρητορεία του ύμνου που παρατίθεται πιό πάνω δεν είναι διαφωτιστική και μάλλον είναι υπερβολικά διανοητική και όχι και τόσο ποιητική, όπως άλλωστε όλα τα κείμενα που χρησιμοποιούν παρομοιώσεις του Θεού αντλούμενες από τα παλάτια των βασιλέων… Ας δούμε την τελευταία γέννηση του Γκρέκο ή την Γέννηση του Δαφνιού… Θυμήθηκα πώς μοσχοβόλαγε ο σταύλος του παππού μου όταν ετοιμάζαμε τα άχυρα με πίτουρο για να ταϊσουμε το μουλάρι του. Επίσης θυμήθηκα ότι τρίβανε το χωματένιο δάπεδο του χωριατόσπιτου που έμεινα πριν σαράντα χρόνια με κοπριά αγελάδας και μύριζε πολύ ωραία… Ένα μωράκι βοσκού πριν 100 χρόνια που γεννήθηκε πρόωρα το κρύψανε μέσα σε ένα βουνό μαλλί από κουρεμένα πρόβατα, σίγουρα πολύ φιλικότερο από μια θερμοκοιτίδα.
    (Αν μιλούσαμε μόνο με λέξεις που έχουν ένα προσωπικό βιωματικό περιεχόμενο θα μιλούσαμε ελάχιστα. Ευχαριστώ για την ευκαιρία να συνειδητοποιήσω μόλις τώρα το γιατί ποτέ δεν με συγκίνησε η εκκλησιαστική ποίηση που βλέπει τον Θεό σαν βασιλιά ούτε η εικόνα του Χριστού ντυμένου με την στολή του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων…)
    Η λιτότητα ενός προτεσταντικού ναού είναι οδυνηρή όσο και η κακογουστιά της σύγχρονης ναοδομίας, αλλά δεν έχει καμμιά ελπίδα βελτίωσης όπως η δεύτερη. Ένας αμαρτωλός παραδομένος σε καταχρήσεις έχει πιό πολλές ελπίδες γιά έναν σωστό γάμο από τον ευνουχισμένο Ωριγένη. Ίσως περισσότερες ελπίδες και για προσευχή, όπως απέδειξαν αρκετοί άγιοι.
    Και κάτι ακόμη για την με ανεπαρκή σε αριθμό εννοιών διαπραγμάτευση ενός προβλήματος:
    Ένας δωρητής μπορεί να ήταν απατεώνας, ο καλλιτέχνης όμως που χτίζει με τα χρήματα αυτά τον ναό μπορεί να είναι εμπνευσμένος και ο ναός να βοηθήσει την λατρεία, ακόμη και την άσκηση. Ο επίσκοπος ή ο ηγούμενος ή ο γέροντας που μεριμνούν για την ίδρυση του ναού μπορεί να διαθέτουν διάκριση και πληροφόρηση άλλου επιπέδου. Συχνά ένα οικοδομικό έργο βοηθά να δοθούν χρήματα με τρόπο που δεν προσβάλλει τον αποδέκτη, όπως η γυμνή (και ασύστολη) ελεημοσύνη (μόνο ένας άγιος μπορεί να δεχτεί ελεημοσύνη χωρίς ψυχικό τραύμα).
    Ο Μπετόβεν μπόρεσε να δώσει τα τελευταία έργα του επειδή τον στήριζε οικονομικά ένας άρχοντας εκμεταλλευτής. Πάντα θα αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν καλύτερα να γράψει αυτά τα έργα στον Παράδεισο αντί να κάνει χρήση των χρημάτων που αφαιρούσε ο φίλος του από πτωχούς μουζίκους. Είναι ένα δίλημμα…
    Τα έργα αυτά όμως τάισαν ψυχές και έσωσαν ανθρώπους από την κατάθλιψη. Και όταν τα έπαιζαν στο Νταχάου την στιγμή που έσερναν τους άνομους εβραίους στους θαλάμους αερίων, ήταν σαδισμός ή μήπως τους βοηθούσαν να δεχτούν το μαρτύριο συνειδητά και να πετάξουν μακρυά από αυτόν τον κόσμο με μικρότερη αγωνία. Πώς να απαντήσουμε σε αυτόν τον κυκεώνα αποριών;
    Ο Όσιος Λουκάς ήθελε να πετάξουν το πτώμα του σε ένα φαράγγι, όμως αποδέχτηκε το ότι ήταν θέλημα Θεού ο τόπος της καλύβας του να γίνει ένα λαμπρό οικοδόμημα όπου μέχρι την συντέλεια των αιώνων οι άνθρωποι θα έρχονται να προσκυνήσουν. Αρνήθηκε όμως πεισματικά να τον μετακινήσουν από τον τάφο του, τουλάχιστον με την συγκατάθεσή του.
    Μία επίσκεψη στον Καθολικό του Οσίου Λουκά Λιβαδιάς μπορεί να γίνει αρχή για πρακτική απάντηση του ερωτήματος αν η ομορφιά μπορεί να καταστρέψει την Εκκλησία. Η ασχήμια πάντως την καταστρέφει σίγουρα, ενώ η κακοφωνία καταστρέφει μόνο την προσευχή, ευτυχώς.

  3. @Γ. Καστρινάκη:
    Δε νομίζω πως το θέμα είναι πόσων Πατέρων τσιτάτα θα παραθέσουμε για να στηρίξουμε τη χ ή την ψ άποψη. Ούτε θεωρώ καλό αυτά τα τσιτάτα να απομονώνονται από τη συνάφειά τους, για να “πουν” ό,τι εμείς θέλουμε. Το θέμα είναι να προσεγγίσουμε βιωματικά τα ιερά κείμενα, να κατανυγούμε και να μεταμορφωθούμε απ’ αυτά, να ζήσουμε τη ζωή της Εκκλησίας και να δώσουμε τις απαντήσεις εκ των έσω, από τη φωτισμένη με το Πνεύμα ύπαρξή μας, όχι μια συνισταμένη αυτών των κειμένων εκ των έξω, με φιλοσοφικά κλπ. κριτήρια.
    Βασικά, χρειάζεται διάκριση, να ξέρει κανείς πώς θα απευθυνθεί στους μεν και πώς στους δε· πώς στα μέλη της Εκκλησίας και πώς στους θύραθεν, όπως τονίζει κι ο κ. Αργυριάδης στο άρθρο του στο οποίο παραπέμπεις.

    @ Ν. Δεληνικόλα:
    Σημαντικότατη η συμβολή σας στον διάλογο. Επεκτείνετε τον προβληματισμό πέρα από εκεί που το έκανε ο αρθρογράφος και δείχνετε πως ποτέ στην καθημερινή ζωή τα πράγματα δεν είναι μονοσήμαντα. Συμφωνώ πώς τα προβλήματα με την εκκλησιαστική τέχνη δεν είναι μόνο ηθικά και πως αυτή οφείλει όχι μόνο να μη διασπά την προσευχή αλλά και να βοηθά σ’ αυτήν.
    Θυμάμαι τώρα έναν ιερομόναχο που έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική, με μεταπτυχιακά στη Γαλλία, να απαντά σε κάποιον που του είπε πως το ησυχαστήριό του είναι “μηχανή ζωής” (μια γαλλική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής) ότι αυτό κυρίως είναι “μηχανή προσευχής”.

  4. Φίλε Νίκο Δεληνικόλα, χάρηκα το σχόλιό σου ακόμη πιο πολύ και από το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Θανάση. Η αντιγραφή είναι πολύ σπουδαία υπόθεση, διότι η μαθητεία σ’ αυτήν οδηγεί στο, “αντιγράφοντας να μην αντιγράφεις”. Δηλαδή παρότι αντιγράφεις, βγαίνει κάτι άλλο. ΄Οταν αφήνεις επί παραδείγματι, την “κοσμική” ζωγραφική και ασχολείσαι μόνο με την αγιογραφία, και έχω εδώ κατά νου τον ζωγράφο Ανδρέα Φωκά, τούτο δεν γίνεται επειδή μία πρωία ξυπνάς και λές “α, τώρα θα κάνω αγιογραφίες”, αλλά υποδηλώνει ένα πέρασμα σε μια άλλη κατάσταση. Ο Φωκάς αντιγράφει, και μάλιστα προσπαθεί να αντιγράψει όσο γίνεται καλύτερα, αλλά βγαίνει και κάτι άλλο. Φυσικά πρέπει να είναι κανείς και καλός τεχνίτης. Το ίδιο και με την αρχιτεκτονική των εκκλησιών. Πιστεύω πως οι άνθρωποι υπάκουσαν σε έναν εσωτερικό ρυθμό, αλλά και οι εκκλησίες που έκαναν δεν ήταν άσχετες με το ανθρώπινο σώμα. Ο Πικιώνης έκανε τον Λουμπαρδιάρη μιμούμενος τις παραδοσιακές εκκλησίες αλλά αμέσως καταλαβαίνει κανείς ότι δεν έχει σχέση μ΄αυτές. Διότι άλλο η μίμηση χωρίς ψυχική συμμετοχή και άλλο η αντιγραφή με συμμετοχή ψυχική, όταν το “πρότυπο” διαποτίζει τα σωθικά του ανθρώπου. Τότε ο καρπός του παντρέματος είναι κάτι παλαιό και συνάμα καινούριο. ΄Οσο για το κάλλος, ας μην ξεχνούμε ότι η μοντέρνα τέχνη (ό,τι απέμεινε απ’ αυτήν), έβαλε στη θέση της ομορφιάς την ασχήμια.

  5. [quote name=”Theo”]@Γ. Καστρινάκη:
    Δε νομίζω πως το θέμα είναι πόσων Πατέρων τσιτάτα θα παραθέσουμε για να στηρίξουμε τη χ ή την ψ άποψη. Ούτε θεωρώ καλό αυτά τα τσιτάτα να απομονώνονται από τη συνάφειά τους, για να “πουν” ό,τι εμείς θέλουμε. Το θέμα είναι να προσεγγίσουμε βιωματικά τα ιερά κείμενα, να κατανυγούμε και να μεταμορφωθούμε απ’ αυτά, να ζήσουμε τη ζωή της Εκκλησίας και να δώσουμε τις απαντήσεις εκ των έσω, από τη φωτισμένη με το Πνεύμα ύπαρξή μας, όχι μια συνισταμένη αυτών των κειμένων εκ των έξω, με φιλοσοφικά κλπ. κριτήρια.
    Βασικά, χρειάζεται διάκριση, να ξέρει κανείς πώς θα απευθυνθεί στους μεν και πώς στους δε· πώς στα μέλη της Εκκλησίας και πώς στους θύραθεν, όπως τονίζει κι ο κ. Αργυριάδης στο άρθρο του στο οποίο παραπέμπεις.[/quote]

    Έχεις κάθε δικαίωμα να αντιδράς στην παρέμβασή μου, αγαπητέ Theo, δεν καρποφορεί σε διάλογο όμως το να_ μ η ν_ π ρ ο σ δ ι ο ρ ί ζ ε ι ς_ την [b]αιτία[/b] αυτής της αντίδρασης.

    Διότι, με την ουσία όσων παραθέτεις στην πρώτη παράγραφο της απάντησης σου, προφανώς συμφωνώ. Ενώ η χρήση (δις) της λέξης [i]«τσιτάτα»[/i] μου φαίνεται ότι επιζητεί, μόνο, να “τσαλακώσει” την όλη συνομιλία.
    Επί της ουσίας: Το κείμενο του Θ. Παπαθανασίου επικαλείται κατά κόρον τον ιερό Χρσόστομο – και σχεδόν μόνο αυτόν. Την ίδια (κατά φωτεινή συγκυρία) στιγμή ο Β. Αργυριάδης, ο στενώτερος ίσως συνεργάτης του Θ. Παπαθανασίου, δημοσιεύει ένα κείμενο διά του οποίου αναφέρεται στον ιερό Χρυσόστομο κατά τρόπο προπηλακιστικό (ή μήπως όχι;) κατά βάρος τού αγίου.

    Δεν καταλαβαίνω, μετά απ’ αυτά, γιατί ακριβώς εσύ ενοχλήθηκες από την επισήμανση – εκ μέρους μου – της εξόφθαλμης ετούτης [i]αντίθεσης[/i], όσον αφορά τούς (πώς να τους πω;) [i]επιχειρηματολογικούς ισχυρισμούς[/i], μεταξύ των δύο συνεργατών.
    Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι είναι σε θέση – αν θέλουν – να υπερασπίσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.

  6. Εκφράζοντας ειλικρνείς ευχαριστίες προς τους φίλους που τίμησαν τον κόπο μου με τον κόπο τους και βρήκαν αφορμές για παραπέρα δρόμο, θα ήθελα μόνο μια διευκρίνιση να κάνω, σχετικά με το ερώτημα που διατυπώνει ο καλός συνδαιτημόνας Γιώργος Καστρινάκης.

    Ολόκληρο το κείμενό μου είναι μια σπουδή ακριβώς πάνω στο να ακούσουμε τη φωνή της Γραφής. Τα προτάγματα τα θέτει ακριβώς η Γραφή (η αγάπη ως κριτήριο της σωτηρίας, η αυτοταύτιση του Χριστού με τους αναγκαιμένους, η αντιδιαστολή Προδρόμου και στολισμένων, η εικόνα των καλωπισμένων τάφων κλπ). Και αναδύεται ως αγιογραφικό πρόβλημα η αντίφαση, ή μάλλον η εναντιοφάνεια, αυτών των αγιογραφικών προταγμάτων αφενός και του αγιογραφικού περιστατικού με το μύρο αφετέρου. Η διελκυστίνδα, δηλαδή, δεν είναι μεταξύ Γραφής και Χρυσοστόμου, αλλά μεταξύ Γραφής και Γραφής. Βρισκόμαστε μπροστά στο απλό, απλούστατο και δυσβάστακτο φορτίο, να παλέψουμε με αυτό το πρόβλημα. Ο Χρυσόστομος (αλλά και ο Ισίδωρος και ο Αναστάσιος) δεν έκαναν τίποτα άλλο, ακριβώς επειδή υπολείπτονταν τη Γραφή τους, όπως οφείλει κάθε πιστός και όπως κάνει η Εκκλησία από την πρώτη στιγμή. Ότι η χρήση των κάθε λογής παραπομπών βρίσκεται, ανά πάσα περίσταση, κάτω από την εξουσία (του λόγου) του παραπέμποντος, δεν είναι υποψία. Είναι κοινή αλήθεια! Δεν υπάρχει, νομίζω, καλλίτερη φανέρωσή της, από τον γνωστό “αγιογραφικό” διάλογο μεταξύ Χριστού και διαβόλου στην έρημο. Δείτε πώς αμφότεροι χρησιμοποίησαν τη έκφραση “γέγραπται”! Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι να πούμε ότι κάτι υπάρχει γραμμένο κάπου, αλλά αν θα συνταχθούμε με την εξουσία (του λόγου) του Χριστού ή του διαβόλου. Ας μου επιτραπεί δε, επ’ ευκαιρία, να αναφέρω ότι η αναζήτηση ερμηνειών του περιστατικού (ο τρόπος υποδοχής του, δηλαδή, από την εκκλησιαστική εμπειρία) με απασχόλησε, διότι είχα πραξενευτεί ακούγοντας από θεολογικότατα χείλη τον (ανιστορικό, τελικά) ισχυρισμό ότι η διελκυστίνδα “πολυτέλειας – αλληλεγγύης” είναι νεωτερισμός και ότι τάχα ουδένα είχε απασχολήσει ή ενοχήσει στο διάβα της Εκκλησίας.

    Όσον αφορά τη χρήση του Χρυσοστόμου την οποία σχολιάζει ο Βασίλης Αργυριάδης (και με το σχόλιο του οποίου συμφωνώ): Και το εν λόγω Χρυσοστομικό χωρίο -όπως και κάθε χωρίο- οφείλει παρόμοια να τύχει βασανισμού, και πάλι με κριτήρια τα κριτήρια του Χριστού και της Εκκλησίας του (ξανά το εν λόγω φορτίο μπροστά μας). Ελλείψει χρόνου (ελπίζω για αργότερα) περιορίζομαι να σημειώσω εδώ ότι το χωρίο αυτό, ακριβώς επειδή έρχεται όντως σε δυσαρμονία με χριστιανικές επιταγές, έχει τύχει Πατερικών σχολιασμών που το σχετικοποιούν και δεν το καθιστούν οδηγό πλεύσης.

  7. Από πλευράς μου, μια αφορμή ευρύτερων ευχαριστιών – αυτή του η παρέμβαση – προς τον Θανάση Παπαθανασίου, για το γεγονός ότι κάθε του λόγος (προφορικός ή γραπτός) [i]ενσαρκώνει[/i] μια απτή [i]πιστοποίηση[/i] ότι δεν υπάρχει τοπίο τής, εν γένει, Διερώτησης περί Νοήματος του οποίου η οικείωση να προσφέρει εναργέστερη_ π λ ή ρ ω σ η_ από όση το τοπίο τών (ορθόδοξων) θεολογικών [b]βεβαιοτήτων[/b] – ή, ενίοτε, και τών (πάλι ορθόδοξων) θεολογικών [b]διλημμάτων[/b]!

  8. μια ερώτηση: Έστω ότι η παρέμβαση του κ. Theo δεν καρποφορεί σε διάλογο. Η δική σας παρέμβαση, στην οποία δεν ασχοληθήκατε διόλου με το ίδιο το άρθρο του κ. Παπαθανασίου αλλά με την κατά τη γνώμη σας “αντίθεση στους επιχειρηματολογικούς ισχυρισμούς μεταξύ των δυο συνεργατών” (του κ. Παπαθανασίου και του κ. Αργυριάδη), τι είδους διάλογο και προς ποια κατεύθυνση θεωρείτε ότι δύναται να καρποφορήσει;

  9. Αγαπητέ Γιώργο,

    Το σχόλιό μου, δες το, σε παρακαλώ, ως παρέμβαση σχετικά “με τα πλαίσια εντός των οποίων ομοφωνούμε (ή όχι) να διεξάγεται ο θεολογικός διάλογος”, όπως γράφεις, όχι ως αντίδραση. Όπως έχω τονίσει και σε άλλες παρεμβάσεις μου στο “Αντίφωνο”, το θέμα είναι τι λέει η Εκκλησία, όχι οι παραθέσεις απομονωμένων χωρίων των Πατέρων που αρκετοί τα χρησιμοποιούν όπως οι μαρξιστές τα τσιτάτα του Μαρξ και του Λένιν (ή του Στάλιν και του Μάο παλαιότερα). Γι’ αυτό, χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη.

    Νομίζω, λοιπόν, πως και ο Θ. Παπαθανασίου (τον γνωρίζω από δεκαετίες) και ο Β. Αργυριάδης (πρώτη φορά τον συναντώ κι ούτε φυσικά ήξερα πως ήταν συνεργάτης του πρώτου) προσπαθούν να ανιχνεύσουν και να παρουσιάσουν τη στάση της Εκκλησίας σε δύο διαφορετικά ζητήματα. Αυτό έχει σημασία, όχι το αν ο ένας επικαλείται τον ι. Χρυσόστομο κι ο άλλος προσπαθεί να ερμηνεύσει τη στάση του με βάση τις καταστάσεις τις οποίες αντιμετώπιζε τότε, που διαφέρουν από τις σημερινές κι αν φαίνεται πως τον αμφισβητεί. Όχι, δεν τον αμφισβητεί. Προσπαθεί να τον ερμηνεύσει.

    Εδώ, λοιπόν, χρειάζεται η διάκριση.

  10. Φίλε Αλέξανδρε Κοσματόπουλε (με ικανοποίηση αποδέχομαι την επίκληση και την ανταποδίδω) το σχόλιό σου οδηγεί την συζήτηση στο πιό ουσιαστικό στοιχείο της τέχνης, αυτό που δεν μπορεί να αγγίξει καμμία επιστημονική γνώση ή επιστημονική ανάλυση. Την ποιότητα ενός έργου την αναγνωρίζει ο έμπειρος φιλότεχνος αλλά δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει που οφείλεται και με ποιά καλλιτεχνικά μέσα επιτυγχάνεται. Ένα έργο τέχνης, ας πούμε ζωγραφικής, είναι δυνατόν να χαρακτηρίζεται από ποικίλα επίπεδα τεχνικής επιτηδειότητας, από το πιό πρωτόγονο σχεδιαστικά και χρωματικά μέχρι το πιό αριστοτεχνικό με τεράστια γνώση του υλικού και ικανότητα σκόπιμης αναδημιουργίας οιασδήποτε μορφής. Η ποιότητά του, όμως, είναι τελικά ανεξάρτητη της τεχνικής και της δεξιοτεχνίας. Έτσι, μπορεί ένα έργο να είναι απλοϊκό τεχνικά ή με χαμηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας, όπως του Θεόφιλου, ο οποίος φανερά αστοχούσε ως προς το χρώμα και το σχέδιο κρινόμενος από τις ίδιες τις προθέσεις του, και ταυτόχρονα να είναι έργο κορυφαίας ποιότητας. Και το αντίθετο, υπάρχουν έργα μεγάλης δεξιοτεχνίας, ψυχρά και αδιάφορα. Ο έμπειρος και προ παντός καλλιεργημένος φιλότεχνος χάρις στην μακροχρόνια άσκηση στο βλέπειν και απολαμβάνειν τα έργα, αναγνωρίζει αμέσως την ποιότητα ενός έργου ανεξάρτητα από το επίπεδο της τεχνικής και αυτή η κρίση είναι σχεδόν ομόφωνη μεταξύ αμερόληπτων άλλων φιλότεχνων. Εν τούτοις κανείς ποτέ δεν κατάφερε να εξηγήσει πώς συμβαίνει αυτό το φαινόμενο, ούτε ποιά ακριβώς χαρακτηριστικά συγκροτούν το αριστούργημα, αφού δεν είναι η τεχνική δεινότητα του καλλιτέχνη.
    Μάλιστα, αγαπώ ιδιαίτερα τα έργα γεροντικής ηλικίας καλλιτεχνών που, αφού απόκτησαν κορυφαία τεχνική, απελευθερώνονται από τις πιό επιφανειακές εκδηλώσεις της και υιοθετούν ακόμη και αφελή στοιχεία για να προσεγγίσουν το μέγιστο, όπως ο Γκρέκο, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Ματίς, ο Μότσαρτ, ακόμη και ο ανώνυμος ζωγράφος της Μονής Δαφνίου.
    Αυτό το “κάτι άλλο της τέχνης” που ο καλλιτέχνης το έχει από την πρώτη στιγμή και ή το διατηρεί ή το χάνει κάποτε, όμως κανείς δεν το αποκτά με την εργασία αν δεν το έχει εκ γενετής, το λέμε ταλέντο, δηλαδή τάλαντο, και υπόκειται στην νομοτέλεια της γνωστής Παραβολής. Το ταλέντο χάνεται χωρίς τίμια δουλειά, δεν αποκτιέται όμως εκ του μηδενός με την εκπαίδευση, αν και αποκαλύπτεται μετά από την αναγκαία αρχική ενασχόληση. Και μπορεί να έχει βαθμούς, όμως δύσκολα ένα ταλέντο β΄ κατηγορίας γίνεται α΄. Απλά ο καλλιτέχνης επιπέδου β΄ διατηρεί την σπουδαία και πάλι ικανότητά του και υπηρετεί με αυτό που του δόθηκε…
    Αυτή η μυστήρια ιδιότητα, το χάρισμα, λειτουργεί και όταν ο καλλιτέχνης δεν χρησιμοποιεί συμβάσεις “ωραίες” αλλά σκόπιμα “άσχημες”. Γιά χρόνια έδειχνα σε φίλους εξοικειωμένους με την ευρωπαϊκή τέχνη ένα έργο του Θεοφάνη του Έλληνα (14ου αι) λέγοντας ότι είναι κυβιστική προσπάθεια του Πικάσσο στο ύφος της Βυζαντινής ζωγραφικής και όλοι, ειδήμονες και μη, σάστιζαν ή και το πίστευαν.
    Στον Θεοφάνη τον Έλληνα μπορούμε να αναγνωρίσουμε μία εικαστική ασκητική με αξιοποίηση της “ασχήμιας” σαν στοιχείο ύφους. Στα τελευταία κουαρτέτα του Μπετόβεν, όπως και σε μουσικά έργα του 20ου αι., μπορούμε να αναγνωρίσουμε την κορυφαία ομορφιά που πλέον τείνει προς το άμορφο, γιά όσους δεν έχουν ακόμη αναπτύξει στο απαραίτητο επίπεδο την δεκτική τους ικανότητα. Η Άννα Μαγδαληνή Μπάχ, βλέποντας ότι στα τελευταία έργα του ο άντρας της ανατρέπει το ύφος του και τις τεχνικές του, θεωρεί ότι πλέον συνθέτει για τον Παράδεισο…
    Δικαίως οι βυζαντινοί θεωρούσαν, στην πράξη, την ζωγραφική καλύτερο μέσον από τον λόγο για την έκφραση των δογματικών αληθειών, ακόμη και για τους μορφωμένους, και από τις μορφές του λόγου την ποίηση.

  11. Σχόλιο γιά τους έντονους διαξιφισμούς μεταξύ ορισμένων πιό πάνω σχολίων:
    Όταν ήμουν νεώτερος, με στενοχωρούσε η έμφυτη εριστικότητα, η δική μου και των συμπατριωτών μου Ελλήνων, στην πλειοψηφία τους. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι αυτό το χαρακτηριστικό, όπως και ο άκρατος εγωϊσμός, η ζηλοτυπία, η ανυπομονησία, η επιθετικότητα, είναι ιδιότητες που έκαναν τους παππούδες των σημερινών Ελλήνων να διατηρήσουν την εθνότητα και την γλώσσα τους. Τα παιδιά τους που δεν είχαν αυτά τα ελαττώματα έχουν προ πολλού ενσωματωθεί στους ωραίους γειτονικούς και μακρυνούς λαούς που τους επιβλήθηκαν και δεν θυμούνται πλέον την καταγωγή τους. Έτσι, προσπαθώ να ελαττώσω αυτές τις τάσεις χάριν της επικοινωνίας, αλλά δεν με ενοχλούν ακόμη και όταν χαλάνε την συζήτηση. Διασώζουν παραδόξως πολύ σημαντικότερα πράγματα. Ο Μανιάτες, που κάθε σπίτι το θεωρούσαν χωριστό κράτος, και με τις βεντέτες τους κήρυσσαν κανονικό πόλεμο μεταξύ γειτόνων, διατήρησαν ένα γνήσιο Ελληνικό κράτος με πρεσβευτές στην Ευρώπη, μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που δεν κατάφερε να τους κατακτήσει. Ήταν και πειρατές… Ενώ τώρα, με την μεγάλη ευρωπαϊκή νομιμοφροσύνη μας, αδικαιολόγητη αφού και πάλι, υποκριτικά, μας διασύρουν για πράγματα που δεν έχουμε κάνει, κινδυνεύουμε να αφανιστούμε οριστικά.

  12. Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν ακόμα μια φορά τον Θανάση Παπαθανασίου που με το ωραίο του κείμενο μας έδωσε την ευκαιρία αυτής της συνάντησης.

  13. Αντί της [i]ομορφιάς[/i], οπότε, τον κόσμο θα σώσει η [i]ασχήμια[/i] («ο άκρατος εγωϊσμός, η ζηλοτυπία, η ανυπομονησία, η επιθετικότητα»);
    Κύριε Δεληνικόλα, αν το… σχόλιό μου επί του σχολίου σας γίνει εκτενές, θα έχω συμπράξει στον αποπροσανατολισμό απ’ τα θέματα της παρούσας ανάρτησης.
    Δεν μπορώ να μην επισημάνω, όμως, ότι αυτό που ουσιαστικά μας λέτε είναι ότι ο άρχων του αιώνος τούτου είναι ο πόλεμος. (Που δεν είναι ψέμα.) Όποιος τον μετέρχεται, λοιπόν, ενδεχομένως και να κατανικά τους εχθρούς του.

    [b]Εκείνο που διαφεύγει απ’ την προκείμενη επισήμανση / προτροπή ωστόσο (ενώ… βρίσκεται παρόν μέσα στα παραδείγματα τα οποία αυτή επικαλείται!) είναι ότι ο ίδιος που αρέσκεται να νικά τον άλλο ενδεχομένως και να ηττάται – εν τώ μεταξύ – από τον εαυτό του. Εξ ού και να μην έχει ανάγκη εχθρού.[/b]

  14. Πολλές φορές οι βαθύτερες συνειδητοποιήσεις μας είναι και οι πλέον παρεξηγήσιμες, διότι η γλώσσα αποδεικνύεται αδέξια, όπως και είναι, να τις εκφράσει. Αποδέχομαι τις επισημάνσεις και προσπαθώ να βελτιώσω:
    Την ασχήμια σαν εικαστικό μέσο, στο ένα σχόλιό μου για την τέχνη, την εννούσα μόνο μορφολογικά, όχι ηθικά. Και ηθική δεν εννοώ την εποχική ή τοπική αλλά την βαθύτερη παγκόσμια και βαθύτερα ριζωμένη στον κάθε άνθρωπο, κάθε φυλής. Ο ηθικός άνθρωπος, ακόμη και ανεπαρκής διανοητικά, κάνει πολύ εξυπνότερες και ευεργετικές πράξεις για τους άλλους, επομένως πρακτικά είναι πολύ εξυπνότερος από ένα ανήθικο με ακραία νοητική ευστροφία που πρακτικά καταλήγει ηλίθιος και αδέξιος. Αυτό το επαληθεύω στην ζωή μου συνεχώς. Ο μύθος του λαγού και της χελώνας…
    Η ακραία επιθετικότητα πράγματι αποτρέπει και καταστρέφει την επικοινωνία, όπως επανειλημμένα έχουμε δει στις συζητήσεις αυτής της ιστοσελίδας. Επομένως ο ανεξέλεγκτα επιθετικός βλάπτει πρώτα τον εαυτό του, συμφωνώ. Με το σημείωμά μου ήθελα να εξηγήσω με ποιόν τρόπο ασκούμαι να μην θυμώνω με αυτή την συμπεριφορά, με το να θυμάμαι ιστορικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν ότι η βαθύτερη ενέργεια της επιθετικότητας δεν πηγάζει από το κακό, που είναι ανύπαρκτο, αλλά είναι αστοχία και αδεξιότητα, ενώ σε ορισμένες άγριες εξωτερικές συνθήκες μπορεί να είναι και η μοναδική διέξοδος. Όταν ξεσπά η ανωμαλία του πολέμου, δεν μπορούμε να μένουμε αμέτοχοι… Ζούμε σε εξορία και ίσως είναι φαντασίωση η δυνατότητα να είμαστε ηθικοί. Όταν οι άγιοι μιλούν γιά την μεγάλη τους αμαρτωλότητα δεν κάνουν άσκηση ταπεινοφροσύνης, το πιστεύουν. Δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδεχτώ, όχι μόνο διανοητικά, αλλά συνειδητά, τον Ιωάννη της Κλίμακας όταν μας λέει ότι η χρήση και όχι η ίδια η ενέργεια των παθών είναι κακή, τον Αρεοπαγίτη όταν λέει ότι ούτε των δαιμόνων η ουσία είναι κακή. Πάντα αιφνιδιάζομαι και αποδεικνύομαι ανέτοιμος. Είναι μία δοκιμασία όχι μόνο όταν αντιμετωπίζω συγκρούσεις στην προσωπική ζωή και την δουλειά μου αλλά και όταν διαβάζω στην ασφάλεια της αργίας μου ένα βιβλίο οδυνηρό όπως Ο Αγρός Του Αίματος.

  15. Καλησπερα σε ολους με ενδιαφερον διαβασα όλα τα κειμενα και ηθελα να καταθεσω μια γνωμη.Ειμαι αρχιτεκτων και εχω καποια γνωση της ναοδομιας.ποιος ειναι ικανος να κρινει το θεολογικα ωραιο ; η να νομιζει οτι σχεδιαζει η κατασκευαζει κατι ωραιο;την ομορφια την φανερωνει ο Θεος οπως την αγιοτητα ( γιαυτο παρακαλουμε: φωτισον μου το σκοτος) ετσι δεν μπορει να υπαρχει η βεβαιοτητα του : οτι κανουμε εμεις ειναι ωραιο . ουτε τα υλικα προσδιδουν η αφαιρουν ομορφια .

  16. “Η αλληλεγγύη, συνεπώς, ως ιστορικό σημείον του μόνου που θα μείνει αιώνια (δηλαδή της αγάπης), δεν είναι ένα φευγαλέο και προσπεραστέο στοιχείο της ιστορίας, αλλά εικών και πρόγευση του μέλλοντος αιώνος.”

    Ένα ερώτημα, νομίζω, εδώ είναι που στρέφεται η αλληλεγγύη. Πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της Εκκλησίας (αν και σήμερα δεν υπάρχει καν απλή επικοινωνία – για την αλληλεγγύη έχουμε δρόμο ακόμα) αλλά προς τους αλλόπιστους και αιρετικούς δε θα πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη ή κοινωνία παρά μόνο επιθυμία για ελεημοσύνη και κατήχηση προς αυτούς.

    “Ακόμα κι αν βρίσκονται σε ένδεια οι εκκλησίες, είναι ωφελιμότερο να καταστραφούν, παρά να δεχτούν κάτι από εχθρούς του Θεού, πράγμα το οποίο αποτελεί προσβολή και χλευασμό των φίλων Του”

    Αυτό το κείμενο πρέπει να σταλεί στα άτομα που εμπλέκονται στις διαμάχες σχετικά με τη μονή Εσφιγμένου και τις χρηματοδοτήσεις των μονών από την Ε.Ε. Δε θα προσπαθήσω να το στείλω εγώ γιατί τελευταία φορά που προσπάθησα να επικοινωνήσω με άτομο από την ιεραρχία της Εκκλησίας απέτυχα παταγωδώς.

    Μερικές παρατηρήσεις:
    1) Ίσως θα θέλατε να εφαρμόσετε τις ιδέες του άρθρου σας στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιείτε για να οικοδομήσετε άρθρα. Έχω την εντύπωση ότι ο θεολογικός λόγος είναι καλό να είναι όσο πιο λιτός και κατανοητός γίνεται (και χωρίς να χρειάζεται ο μέσος αναγνώστης λεξικό για να τα βγάλει πέρα).
    2) Νομίζω ότι ο τίτλος του site “Επιστήμες-Φιλοσοφία-Τέχνες-Θεολογία” είναι κάπως αθεολόγητος έως και προκλητικός. Εγώ δε θα έγραφα άρθρα μου σε αυτό το site και αν ήμουν διαχειριστής θα τον έκανα : “Επιστήμες+Φιλοσοφία+Τέχνες=Θεολογία” για να αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα. Η χριστιανική θεολογία ήταν και είναι η βάση των επιστημών, η εξέλιξη της φιλοσοφίας και η ουσία της κάθε τέχνης.
    3) Προς διαχειριστές ιστοσελίδας (μάλλον):Υπάρχει κάποια αναγκαιότητα να παρουσιάζεται δημόσια η IP του ατόμου που έγραψε το κάθε σχόλιο?

  17. Ο Παλαιολόγος έγραψε:
    “Η χριστιανική θεολογία ήταν και είναι η βάση των επιστημών, η εξέλιξη της φιλοσοφίας και η ουσία της κάθε τέχνης.”

    Aγαπητέ μου σεβαστή η άποψη σας αλλά δεν βγαίνει νόημα σε κανένα από τα τέσσερα σκέλη της.

  18. Εννοείτε ότι εσείς δε βγάζετε νόημα σε κανένα από τα σκέλη της.
    Δεν καταλαβαίνω τον τίτλο “Aφορισμοί;-Ακρότητες;”. Εγώ απλά λέω ότι σκέφτομαι με ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος όπως αρμόζει σε μια δημοκρατία και σε μια υγιή κοινωνία. Αν θεωρείτε ότι λέω ακρότητες πείτε μου σας παρακαλώ ποιος ορίζει τα άκρα σας και με ποια λογικά κριτήρια.

    βάση των επιστημών
    1) Όλες οι επιστήμες θεωρούσαν και θεωρούν αυθαίρετα ότι υπάρχουν πάντα κάποιοι σταθεροί και λογικοί νόμοι που περιγράφουν και καθορίζουν τα φαινόμενα γύρω μας και ότι για κάθε αποτέλεσμα υπάρχει μία ή περισσότερες αιτίες (αρχή αιτιότητας). Το θέμα είναι ότι, οι ίδιοι οι νόμοι, με την ίδια λογική, πρέπει να είναι προϊόν μιας αιτίας και ούτω καθεξής, φτάνοντας τελικά στην απόλυτη Αιτία που αποκαλείται αναπόφευκτα Θεός και η οποία πρέπει να είναι μη-περιορίσιμη από το χρόνο και επομένως ανεξάρτητη από την ίδια την αρχή της αιτιότητας. Με αυτό τον τρόπο, κάθε επιστήμονας άμεσα ή έμμεσα αποδέχεται το βασικότερο κομμάτι της χριστιανικής θεολογίας (που, θέλοντας και μη, αποδεικνύει την ύπαρξη Θεού), και το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τρόπου σκέψης του.
    2) Στις μέρες μας έχει συγκεντρωθεί απίστευτη επιστημονική γνώση που δείχνει ότι το σώμα μας είναι κατασκευασμένο από μια απίστευτη ιδιοφυΐα. Έτσι, οι αποδείξεις που βροντοφωνάζουν πως δεν υπάρχει χάσμα μεταξύ επιστήμης και ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας έχουν γίνει αναμφισβήτητες. Πλέον, κάθε επιστήμονας που έχει ασχοληθεί με το θέμα και θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του αποδέχεται κάποια εκδοχή δημιουργίας της ζωής πάνω στη Γη που μοιάζει πολύ με αυτή της Γένεσης (αν δεν είναι και ακριβώς η ίδια). Για καιρό η βιολογία και η μοριακή βιολογία ήταν σε αδιέξοδο από τα βάρη της συμμόρφωσής τους με τη θεωρία της εξέλιξης. Πλέον βρισκόμαστε σε μια εποχή επαναστατική, όπου η αλήθεια θριαμβεύει και γίνεται πάλι βάση της σκέψης του κάθε επιστήμονα. Για άλλη μια φορά επιστήμες όπως π.χ. η νανοτεχνολογία (αλλά και πολλές άλλες) αντιγράφουν ελεύθερα τις πολύπλοκες βιολογικές μηχανές με τη λογική ότι “αυτό το σχέδιο επέλεξε αυτός που μας έφτιαξε, άρα αυτό θα είναι το καλύτερο” και δεν ψάχνουν στη φύση για εξελικτικά πρότυπα αλλά για τεχνολογικά σχέδια προς μίμηση.
    3) Υπάρχουν πολλές μελέτες σχετικά με την καταλυτική επιρροή που είχε ο χριστιανισμός στην επιστημονική πρόοδο. Μερικά σχετικά άρθρα:
    http://creation.com/the-biblical-origins-of-science-review-of-stark-for-the-glory-of-god
    http://creation.com/review-whats-so-great-about-christianity-dsouza

    η εξέλιξη της φιλοσοφίας
    1) Η φιλοσοφία ποτέ δε μπόρεσε να απαντήσει στα πιο βασικά και ουσιαστικά ερωτήματα του ανθρώπου και αυτό γιατί από τη φύση της δε μπορεί να το κάνει. Η χριστιανική θεολογία από την άλλη βασίζεται σε μια αλάθητη πηγή απαντήσεων για την οποία ο καθένας μπορεί να σιγουρευτεί για την αυθεντικότητά της με άμεση προσωπική εμπειρία και η οποία απαντά σε όλα τα ουσιώδη ερωτήματα του ανθρώπου πιο ολοκληρωμένα, πιο τεκμηριωμένα και πιο σωστά από ότι η μακαρίτισσα προκάτοχός της, η φιλοσοφία. Καμιά άλλη θεολογία ή πρακτική δεν το κάνει αυτό (από τις πολλές που γνώρισα τουλάχιστον). Εκτός αυτού, εμπεριέχει στη φύση της την επιστήμη και την φιλοσοφία, με κάθε πιθανό ορισμό των εννοιών που μου έρχεται στο μυαλό. Μάλιστα, η χριστιανική θεολογία αποκαλείται από πολλούς (αρχαίους και νέους) “η ύψιστη φιλοσοφία” γιατί φιλοσοφεί για τα πάντα αλλά και μελετά ταυτόχρονα την ύψιστη σοφία του Θεού όπως εκφράζεται μέσα από αυτά.

    η ουσία της κάθε τέχνης
    1) Θα έπρεπε να είναι περιττό να αναφέρω ότι, χωρίς να υπάρχει σκόπιμη δημιουργία του παρόντος κόσμου, δεν υπάρχει νόημα και ουσία σε τίποτα. Ούτε στην τέχνη, ούτε στην επιστήμη, ούτε στη φιλοσοφία, ούτε στη ζωή μας την ίδια. Επίσης, τότε δε θα υπήρχε ούτε καλό και κακό (αντικειμενικά τουλάχιστον). Έτσι, αφαιρώντας την ύπαρξη νοήματος και την ύπαρξη ενός απόλυτου καλού και κακού, η επιστήμη, η φιλοσοφία και η τέχνη (οι οποίες βασίζονται σε αυτές τις έννοιες) μένουν μετέωρες.
    Η προσπάθεια νοηματοδότησης, από την άλλη, μιας κατάστασης που δεν έχει από μόνη της κανένα νόημα (πράγμα που συχνά το επιχειρούν σύγχρονοι άθεοι) είναι εκτός από αυθαίρετο και χαζό. Είναι σαν το ψυχολογικό φαινόμενο της άρνησης. Η πραγματικότητα φαίνεται να είναι πως όλα γύρω μας και πάνω μας φθείρονται. Κανένας άνθρωπος, καμιά κοινωνία, καμιά ιδέα και τίποτα άλλο ανθρώπινο (η και συμπαντικό) δε φαίνεται ικανό να μείνει αθάνατο, με βάση αυτά που γνωρίζουμε μέσω της επιστήμης. Ακόμα και το ηλιακό μας σύστημα κάποτε θα καταστραφεί αφήνοντας ανέπαφα μόνο μεμονωμένα άτομα από τα κουφάρια μας. Όλα όσα παλεύουμε να κατακτήσουμε σαν κοινωνία για αιώνες ή σαν άτομα για χρόνια είναι μαθηματικώς καταδικασμένα να χαθούν μαζί μας ανά πάσα στιγμή χωρίς να αφήσουν πίσω τους κανένα ίχνος. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Σαν να μην έγιναν ποτέ. Ματαιότης. Και η άποψη πως “η επιστήμη μπορεί να κάνει λάθος” δεν αποτελεί λύση αλλά χρονική επέκταση του προβλήματος.
    Έτσι, και πάλι χρειάζεται κάποια θεολογία και κάποιος σκοπός στην ύπαρξή μας για να νοηματοδοτησεις μια ενέργειά σου. Ουσιαστικά, κάνοντας το οτιδήποτε στο οποίο αποδίδεις σημασία στην καθημερινή σου ζωή διατυπώνεις μια μικρή μεταφυσική και θεολογική άποψη (εκτός κι αν είσαι κυριευμένος από ανοησία).

    βάση των επιστημών
    4) Γενικά όλες οι αρχές της επιστήμης (αποδοχή της ύπαρξης μιας απόλυτης αλήθειας, αποδοχή της ύπαρξης λογικών νόμων και λογικής στον κόσμο, αποδοχή της αξίας της εύρεσης της αλήθειας, κ.α.) αποτελούν επιστημονικές αρχές με θεολογική και μεταφυσική προέλευση.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ