Κώστας Βούλγαρης
Η Αυγή της Κυριακής, 3 Απριλίου 2011
Δεν έχει νόημα κάποιου είδους διεξοδική αντιπαράθεση με το κείμενο του Γ. Μαυρίκου ... – το οποίο πάντως αποτελεί πολιτισμικό τεκμήριο της εποχής μας, τεκμήριο αγραμματοσύνης και αμετροέπειας – γιατί οποιαδήποτε απόπειρα κριτικής του θα ισοδυναμούσε με το να κλέβει κανείς παπαδιαμαντικό ξωκλήσι. Άσε δε που μια στοιχειώδης αντιπαράθεση, σημείο προς σημείο, στα μάτια κάποιων αναγνωστών της Αυγής θα επιβεβαίωνε μακαρίως τη συντριπτική υπεροχή του δικού μας χώρου έναντι των «δογματικών».
Μόνο ένα γεγονός νομίζω πως έχει νόημα να σχολιαστεί, γιατί αναπαράγει ένα παλιό σκάνδαλο, το οποίο όμως έχει πολύχρονη διάρκεια και ευρύτερες διαστάσεις. Αναφέρομαι στην καταληκτήρια αναφορά στην περισπούδαστη μελέτη του Ζαχαριάδη «Ο αληθινός Παλαμάς», σε συνδυασμό με μια άλλη κορώνα του κειμένου του Γ. Μαυρίκου: «Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου, το δικό μας κίνημα έχει αναδείξει και έχει συμπορευτεί με αληθινούς γίγαντες της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας σε όλους τους τομείς των Γραμμάτων και των Τεχνών, με κορυφαίους διανοητές. Σπουδαίους ανθρώπους που έθεσαν τη μοναδική τους ‘πένα’, την Τέχνη τους, στην υπηρεσία των λαϊκών αγώνων και του Κόμματος. Χρειάζεται σεβασμός στους δικούς μας ‘άγιους’, που άγιασαν με τη στάση ζωής τους και το έργο τους τους αγιασμένους αγώνες του λαού μας».
Το σκάνδαλο λοιπόν, η πιο διαρκής παθολογία της αριστεράς, έχει να κάνει ακριβώς με τον μη σεβασμό των «δικών μας», της κουλτούρας και του έργου των αριστερών δημιουργών, εν τέλει της ίδιας της δυναμικής του αριστερού κινήματος, δηλαδή με το γεγονός ότι η περιβόητη μελέτη του Ζαχαριάδη γράφεται το 1937, και έχει ως στόχο, αναδεικνύοντας τον «αληθινό Παλαμά», να τον «αποσπάσει» από τα χέρια της αστικής τάξης, καθιστώντας τον «δική μας» σημαία. Ναι, το 1937, όταν ο Κώστας Βάρναλης έχει ολοκληρώσει το ποιητικό του έργο, όταν ο Γιάννης Ρίτσος έχει ήδη δώσει, μάλλον χαρίσει, κυριολεκτικά και απλόχερα, στην αριστερά τον «Επιτάφιο», κάνοντας απίστευτες υποχωρήσεις από την ήδη κατακτημένη τεχνική και αισθητική του.
Είναι προφανές, ότι του τραγικά (σε σχέση με τον ιστορικό ρόλο που του έλαχε) αγράμματου Ζαχαριάδη δεν του αρκούσαν αυτοί οι δύο αριστεροί ποιητές∙ του έπεφταν ποιητικά «λίγοι», δεν του έκαναν για «σημαίες». Έτσι ανέλαβε, αυτός αυτοπροσώπως, να κατασκευάσει τον ποιητή-οδηγό της λαοκρατίας, αποκαλύπτοντάς μας το κρυμμένο, αληθινό νόημα του Παλαμά, δηλαδή του επίσημου, καθεστωτικού ποιητή της Μεγάλης Ιδέας.
Η έπαρση του Ζαχαριάδη, έπαρση τυπικά κομματική, αναπαράγεται σε όλα τα συστατικά της και στο παρόν κείμενο: ούτε ο Ζαχαριάδης, τότε, ούτε ο μαθητής του Γ. Μαυρίκος, σήμερα, μπόρεσαν να διανοηθούν ότι τα κολλυβογράμματά τους δεν αρκούν για να χειριστούν και το απλούστερο λογοτεχνικό ή πολιτισμικό φαινόμενο, πόσο μάλλον τα λογοτεχνικά μεγέθη του Παλαμά και του Παπαδιαμάντη. Όμως, εκτός από την έπαρση υπάρχει και η ύβρις: δεν αναρωτήθηκαν ποτέ για την αυτάρκεια της «θεωρίας» τους, δηλαδή για την τραγική φτώχεια της, για την κουτοπόνηρη και ηθελημένη άγνοιά της, έναντι π.χ. εκείνου του τρομακτικού όγκου θεωρητικών επεξεργασιών που είδαν το φως μέσα στο πιο ζέον «καμίνι της ταξικής πάλης», στην επαναστατική Ρωσία, αμέσως πριν και αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, των θεωρητικών επεξεργασιών που ακόμα αρδεύουν πλουσιοπάροχα τη θεωρία της τέχνης, στις πιο προωθημένες αναζητήσεις και επεξεργασίες της.
Με το «αισθητικό» τους κριτήριο τραγικά αναγνωρίσιμο, βαλτωμένο στα απόνερα της λαϊκίστικης παραφιλολογίας, δεν μπαίνουν στον κόπο να αναλογιστούν: πώς στα επαναστατικά χρόνια, οι εργάτες της Αγίας Πετρούπολης άκουγαν, διάβαζαν και έβλεπαν πρωτοποριακά έργα, όπως π.χ. τα φουτουριστικά ποιήματα του Μαγιακόφσκι; Απ’ ό,τι φαίνεται, η «θεωρία» του Γ. Μαυρίκου χρειάζεται ακόμη πολλές δεκαετίες για να φθάσει στο «στάδιο» του φουτουρισμού, και έτη φωτός για να προσεγγίσει το «Μαύρο τετράγωνο» του Μάλεβιτς…
Κι αυτή είναι μια άλλη όψη της τραγωδίας: κανείς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει αγράμματη την αριστερά, ούτε την παγκόσμια ούτε την ελληνική. Ακόμα και στο Μεσοπόλεμο, έστω και συνυπολογίζοντας μόνο τον Βάρναλη και τον Ρίτσο (δηλαδή χωρίς να μιλήσουμε για τον «ορισμό» της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, δηλαδή για τον αριστερό και εν ταυτώ σουρεαλιστή Νικόλαο Κάλας, και τόσους άλλους), η αριστερά χρεώνεται ένα μεγάλο μέρος του πνευματικού κεφαλαίου της χώρας. Αλλά και το κοινωνικό σώμα της αριστεράς, σε κάθε εποχή, αποτελείτο από ανθρώπους που διάβαζαν περισσότερο από τους άλλους, και επειδή διάβαζαν με τον τρόπο των αριστερών, με «ιερό» δέος απέναντι στη γνώση, με επίγνωση των ορίων τους, με παροιμιώδη νηφαλιότητα και σεμνότητα, ενίοτε και κρυπτικότητα, γι’ αυτό και μάθαιναν να μιλούν μόνο για όσα ξέρουν καλά.
Η αμετροέπεια αφορά το κομματικό σώμα της αριστεράς, κι αυτή η διαφορά συνιστά μια παθολογία με τη μεγαλύτερη διάρκεια και διάχυση. Ας θυμηθούμε μόνο τον «αληθινό Σολωμό», πριν από κανα δυο χρόνια, στις σελίδες της Αυγής, διά χειρός Αλέκου Αλαβάνου, που με θεωρητικούς αυτοσχεδιασμούς προσπάθησε να μας αποκαλύψει το «πραγματικό νόημα» του «Ύμνου εις την Ελευθερία», αγνοώντας επιδεικτικά την ογκώδη φιλολογική εργασία των σύγχρονων σολωμιστών, οι οποίοι, όλως τυχαίως, στον δικό μας πολιτικό χώρο ανήκουν, σχεδόν όλοι. Αλλά, και πάλι, ας μη χαμογελάσουμε μακαρίως, επιβεβαιωνόμενοι έναντι των κάθε φορά «άλλων», γιατί αυτή η ιστορία δεν έχει τέλος.
Ερχόμαστε έτσι σε μια άλλη όψη, του ίδιου φαινομένου, που επίσης συνδέει τις περιπτώσεις που ήδη ανέφερα: αφορά τον, εκτός τόπου και χρόνου, πολιτικό μαξιμαλισμό. Μάλιστα, η Ζαχαριαδική εκδοχή του ευδοκίμησε αμέσως μετά την κρίση του 1929, ενώ οι σύγχρονες παραφυάδες του βλασταίνουν υπό την παρούσα κρίση. Η συγκυρία, το περιβάλλον της κρίσης είναι φαίνεται ιδανικό για τέτοιες εξάρσεις, οι απλουστεύσεις εύκολα αποκτούν κάποια ερείσματα, όμως είναι γνωστό πως ο βολονταρισμός καταλήγει μόνο στην τραγωδία. Άλλωστε, το έπος της δεκαετίας του 1940, με το παλαμικό κοσμοείδωλο να οργανώνει την ιδεολογία του (ας δει κανείς μόνο τα αντιστασιακά τραγούδια και τα θεατρικά δρώμενα «του βουνού»), είχε την πιο άδοξη κατάληξη: όλο αυτό το κίνημα ηττήθηκε στον Γράμμο, γιατί το κοσμοείδωλό του, ως ιστορικό πρόταγμα, ήταν παρωχημένο. Ηττήθηκε ως παλαμικός, εθνο-ποιμενικός δεκαπεντασύλλαβος, απέναντι στον επελαύνοντα σεφερικό «ελεύθερο» στίχο.
Οι πόλεμοι, και οι εμφύλιοι πόλεμοι, σε «τελευταία ανάλυση» δεν κερδίζονται βέβαια με στίχους, αλλά η ιδεολογία τής κάθε «σημαίας» είναι αναγνωρίσιμη, «μυρίζει» από μακριά, καθορίζει εν πολλοίς την έκβαση των πραγμάτων. Για παράδειγμα, οι ιστορικοί θα συνεχίσουν να ερευνούν το γεγονός ότι οι εργάτες των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα της Αθήνας, δεν ανέβηκαν στο βουνό κατά τον εμφύλιο, θα συνεχίσουν να εντοπίζουν κοινωνικούς λόγους και οικονομικές αιτίες, όμως είναι γνωστό πως οι συγκεντρώσεις των εργατών του Μεσοπολέμου έκλειναν με απαγγελίες ποιημάτων του Βάρναλη – σε αυτό, το λαϊκο-εργατικό κοσμοείδωλο είχαν αναγνωρίσει τον εαυτό τους ως εργατική τάξη.
Ο Παλαμάς αντιστοιχούσε στην πριν το 1922 Ελλάδα∙ αντίθετα, με την ίδρυση του ΚΚΕ και με το Φως που καίει (1922) του Βάρναλη, η ελληνική κοινωνία και κουλτούρα περνά οριστικά στην αστική εποχή, δηλαδή στις αντιθέσεις και τα διλήμματά της. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, ο Ζαχαριάδης θα ψάχνει την «ψυχή του λαού» από χωρίου εις χωρίον, στη φλογέρα του Παλαμά… Και, ενενήντα χρόνια αργότερα, ο Γ. Μαυρίκος θεωρεί, αφελώς, μαζί με τον Ζαχαριάδη, πως ο Παπαδιαμάντης, που κι αυτός αντιστοιχεί στην προνεωτερική ελληνική κοινωνία, «περιέγραψε οπωσδήποτε τη ζωή του λαού»… Τη ζωή ποιου λαού, ποιας εποχής, περιέγραψε; Αφηρημένη έννοια είναι ο λαός; Η δε λογοτεχνική «περιγραφή», κι αυτή αισθητικά αφηρημένη έννοια είναι;
Με τούτα και μ’ εκείνα, πάλι στο Μεσοπόλεμο επιστρέφουμε, δηλαδή στο σημείο μηδέν, στη νεκρανάσταση της Ζαχαριαδικής απλουστευτικής αυθαιρεσίας. Και πάλι απ’ την αρχή, προσμένοντας, ίσως μάταια, ίσως με πίστη μεταφυσική αλλά δεν γνωρίζω να υπάρχει καμιά άλλη πίστη, εκείνη τη στιγμή που η πολιτική πρωτοπορία θα αναπνέει στο οξυγόνο της αισθητικής πρωτοπορίας, όπως τότε, στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης. Με τον βολονταρισμό και πάλι να καραδοκεί, να τις καταστρέψει και τις δύο…
Είμαστε μεσοπόλεμος, ανίατα μεσοπόλεμος…
Βύρων Λεοντάρης
Πηγή: http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=608487
... και αν υπάρχει πρόβλημα στην ιστοσελίδα της Αυγής ...
βλ. εδώ: http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2011/04/h.html
είτε εδώ: http://www.renadourou.gr/index.php/2011/04/comments-11/#more-5147
Σημείωση ΑΝΤΙΦΩΝΟΥ: Το κείμενο του Γ. Μαυρίκου, που είναι ο στόχος της κριτικής του παραπάνω άρθρου του Κ. Βούλγαρη, είναι ένα από τρία κείμενα μιας συζήτησης που διεξήχθει μέσα από τις σελίδες του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ περί Παπαδιαμάντη. Βλ. περισσότερα εδώ. Παρακαλούμε τους φίλους και τις φίλες του ΑΝΤΙΦΩΝΟΥ να μας ενημερώνουν για σχετικά δημοσιεύματα στο διαδίκτυο ή αλλού.
.