Η θεραπεία του επιληπτικού νέου (Κατά Μάρκον 9, 14-29)

2
528

Αλέξανδρος Κοσματόπουλος

Μετά την συντέλεση της Μεταμορφώσεως, ο Ιησούς με τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη επιστρέφουν εκεί όπου τους ανέμεναν οι άλλοι μαθητές. Βλέπουν γύρω απ’ τους μαθητές συγκεντρωμένο πολύ κόσμο καθώς και γραμματείς να συζητούν μαζί τους. Ο Ιησούς γνωρίζοντας την αμφισβήτησή  του  εκ μέρους των νομοδιδασκάλων, ρωτά: «Τι συζητείτε προς αυτούς»;  Τότε ένας από το πλήθος αποκρίνεται: «Διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον· και όπου αν αυτόν καταλάβη ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας και ξηραίνεται· και είπα τοις μαθηταίς σου αυτό εκβάλωσιν, και ουκ ίσχυσαν». (Διδάσκαλε σου έφερα τον γιο μου που κατέχεται από πνεύμα άλαλο· όταν τον πιάσει τον ρίχνει κάτω, αφρίζει, τρίζει τα δόντια και απομένει ξερός. Και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν και δεν μπόρεσαν). Κατά τον Ματθαίο (17, 14-21) ο άνθρωπος γονυπετών λέγει στον Ιησού: «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει ….Και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι». Στην άφατη προσδοκία του  πατέρα, ο οποίος ζητά το έλεος του Ιησού για την θεραπεία του γιου του, αντιπαραβάλλεται η αδυναμία των μαθητών να τον θεραπεύσουν. Η απάντηση του Ιησού είναι χαρακτηριστική: «Ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; Έως πότε ανέξομαι υμών;».

Ο Ιησούς θέτει ως προϋπόθεση της θεραπείας την πίστη. Η αδυναμία των μαθητών οφείλεται στην έλλειψή της, στην αδυναμία τους να ακολουθήσουν τα βήματα του Ιησού, να μιμηθούν τη στάση του. Γι’ αυτό και ο Ιησούς ομιλεί για ανοχή. Με τις πράξεις του καταδεικνύει την ύπαρξη μιας επιθυμίας πέρα από τη σάρκα. Η επιθυμία του είναι στραμμένη προς τον Πατέρα, και προς Εκείνον μας καλεί να στραφούμε. ΄Όμως δεν μπορούμε να στραφούμε προς Εκείνον παρά μόνο μέσω του Χριστού. Ο Χριστός είναι το ένα και μοναδικό παράδειγμα που οφείλει να ακολουθήσει ο πιστός για να βγει από τη μέγγενη του κόσμου.

Θεωρώ ως πίστη την ταύτιση κατά το δυνατόν της ζωής του καθενός με το πρόσωπο του Χριστού. Η συνάφεια με το πρόσωπο του Χριστού προσδιορίζει και την πίστη. Τούτο δεν έχει να κάνει με την μετά θάνατο ζωή, αλλά με τη  ζωή καθεαυτή, και πριν και μετά το θάνατο.

Η σχέση με τον Χριστό ποτέ δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική ή σχέση εξάρτησης, ώστε να θεωρηθεί ως στέρηση της ελευθερίας. Ο Χριστός είναι εκείνος που κατέβηκε στο χαμηλότερο επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς να γυρέψει τίποτα για τον εαυτό του, και απ’ αυτό το επίπεδο μας ομιλεί. Δεν ομιλεί από καθέδρας. Το «έως πότε ανέξομαι υμών», και το «έως πότε προς υμάς έσομαι», δείχνει την ανυπομονησία του να ακούσουν οι άνθρωποι τι τους λέγει και να το εγκολπωθούν. Ο Ιησούς ανυπομονεί και δεν κουράζεται να διδάσκει τους ανθρώπους, παρότι εκείνοι «βλέποντες ου βλέπουσι και ακούοντες ουκ ακούουσιν» (Ματθ. 13,13).

«Βοήθησον ημίν σπλαχνισθείς εφ’ ημάς», θα πει ο πατέρας του παιδιού. Ζητά από τον Ιησού να δείξει συμπόνια και να συμμετάσχει στον πόνο του. Είναι κατά κάποιο τρόπο βέβαιος ότι ο Ιησούς θα τον συμπονέσει. Η συμπόνια και η ευσπλαχνία υποδηλώνουν μια χωρητικότητα, η οποία δεν είναι άμοιρη της πίστεως. Στη διάνοια του πιστού πάντοτε δίδεται χώρος για τους άλλους. «Ο δε Ιησούς είπεν αυτώ· το ει δύνη πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. Ευθύς κράξας ο πατήρ του παιδίου έλεγεν· πιστεύω· βοήθει μοι τη απιστία». «Πιστεύω, βοήθησέ με όταν αμφιβάλλω και απιστώ», είναι  φρονώ η έννοια των λόγων του πατέρα. Τούτο δίνει και την βαθύτερη υπόσταση της ανθρώπινης πάλης ως προς την πίστη, ότι η πίστη δεν είναι κάτι δεδομένο αλλά κερδίζεται και αποκτάται κάθε στιγμή.

Ο αγώνας και η προσπάθεια να αποκτήσουμε υπόσταση εν τω κόσμω, απομακρύνει την δυνατότητα να αποκτήσουμε υπόσταση πραγματική. Ο κόσμος ως κτίσμα δεν μπορεί να αυτο-προσδιοριστεί, γι’ αυτό και ο δικός μας προσδιορισμός με αναφορά στον κόσμο δεν έχει νόημα. Ο ενωμένος με την καρδιά νους αποσπάται από τον κόσμο και υπερβαίνει το φαινόμενο, αναζητώντας την πίστη που δεν αφήνει ίχνη, που δεν επικαλείται καμιά εξουσία, που η ιστορία δεν διαπιστώνει, και η επιστήμη χαρακτηρίζει ανύπαρκτη. Κατά τον Παύλο, «΄Εστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 11,1). Η ελπίδα λαβαίνει δια της πίστεως υπόσταση ως αναπόσπαστο μέρος της παρούσης υπάρξεως, η ομιλία αρθρώνεται ως έκφραση και προέκταση της αφράστου σιγής.

«Ιδών δε ο Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησεν τω πνεύματι τω ακαθάρτω λέγων αυτώ· το άλαλον και κωφόν πνεύμα, εγώ επιτάσσω σοι, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Και κράξας και πολλά σπαράξας εξήλθεν· και εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε τους πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. Ο δε Ιησούς κρατήσας της χειρός αυτού ήγειρεν αυτόν και ανέστη». Με ένα λόγο του Ιησού ο παιδιόθεν επιληπτικός θεραπεύεται. Η άμεση σχέση λόγου και γεγονότος παραπέμπει στο «είπεν και εγένετο» της Γενέσεως. Δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο θείο λόγο και το γεγονός. Με τον λόγο συντελείται η πράξη, και με την πράξη πληρούται ο λόγος. Ο νέος πέφτει κάτω σαν νεκρός, και ο Ιησούς τον πιάνει από το χέρι και τον σηκώνει παραδίδοντάς τον στον πατέρα του αποκατεστημένο. Η αποκατάσταση του καταβαραθρωμένου ανθρώπου σηματοδοτεί το διάβα του Ιησού μέσα στο ανθρώπινο γένος.

«Και εισελθόντος αυτού εις οίκον οι μαθηταί αυτού κατ’ ιδίαν επηρώτων αυτόν· ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό;  Και είπεν αυτοίς· τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή». Ο Ιησούς αναφέρεται σε ένα κόσμο κλειστό, απ’ τον οποίο μόνο δια της προσευχής μπορεί κανείς να εξέλθει. Είναι ο κόσμος στον οποίο ο καθένας είναι εγκλωβισμένος. Η έξοδος απ’ τον περίκλειστο αυτό κόσμο προϋποθέτει ένα άδειασμα του εαυτού, οπότε δημιουργείται ο χώρος για να χωρέσει ο άλλος, ο πλησίον. Ο πάσχων άνθρωπος υφίσταται μια «μετάθεση». Πώς όμως η προσευχή μπορεί να λάβει υπόσταση στον περίκλειστο κόσμο μας; Τούτο δεν βλέπω να μπορεί να συμβεί παρά σε εκείνους που ζουν  μέσα στη μνήμη του θανάτου, που ελευθερώνει από τα δεσμά που υπαγορεύουν οι εκάστοτε συνθήκες του χώρου και του χρόνου, σε βαριά άρρωστους ή ετοιμοθάνατους.

«Και εκείθεν εξελθόντες παρεπορεύντο δια της Γαλιλαίας, και ουκ ήθελεν ίνα τις γνω». Φεύγοντας απ’ εκεί βάδισαν στη Γαλιλαία και δεν ήθελε κανείς να το μάθει. «Εδίδασκε γαρ τους μαθητάς αυτού και έλεγεν αυτοίς ότι ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και αποκτανθείς τη τρίτη ημέρα αναστήσεται. Οι δε ηγνόουν το ρήμα, και εφοβούντο αυτόν επερωτήσαι». ΄Ελεγε στους μαθητές του ότι ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, θα τον θανατώσουν και την τρίτη μέρα θα αναστηθεί. Όμως εκείνοι δεν εννοούσαν το ρήμα, και φοβούνταν να τον ρωτήσουν.

πηγή: Αντίφωνο

2 Σχόλια

  1. πάντα χαίρομαι να γίνονται ομιλίες που έχουν σαν γνώμονα την Γραφή. Γιατί άλλο ρητορία και σύνθεση άλλο απλότητα και αλήθεια. η αλήθεια είναι πολύ απλή έτσι πρέπει να ναι και η ζωή μας.

  2. Πολύ ωραίο κείμενο. Η συνέχεια βρίσκεται στον 28ο Λόγο της Κλίμακας του Ιωάννη του Σιναΐτη, “Περί της ιεράς και μητρός των αρετών της μακαρίας προσευχής και περί της εν αυτή νοεράς και αισθητής παραστάσεως”. Παραθέτω μερικές φράσεις από αυτό το κείμενο που μετέφρασε άριστα η Μονή Παρακλήτου. Ιδού η ιστοσελίδα όλης της μετάφρασης.
    http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/climax/index.htm

    Αξίζει όμως τον κόπο να αποκτήσουμε το πρωτότυπο κείμενο στην έκδοση του “Αστέρα , Παπαδημητρίου”. Το βιβλίο έχει πάντα την δική του υλική δύναμη μαζί με την πνευματική του περιεχομένου του.

    “Προσευχή εστί κατά μεν την αυτής ποιότητα, συνουσία και ένωσις ανθρώπου και Θεού”

    Η  ΠΡΟΣΕΥΧΗ,  ὡς  πρὸς  τὴν  ποιότητά  της,  εἶναι  συνουσία  καὶ  ἕνωσις  τοῦ  ἀνθρώπου  μὲ  τὸν  Θεόν  

     Μερικοὶ  ἰσχυρίζονται  ὅτι  ἡ  προσευχὴ  εἶναι  ἀνωτέρα  ἀπὸ  τὴν  μνήµμη  τοῦ  θανάτου.  Ἐγὼ  ὅμως  γνωρίζω  νὰ ἀνυμνῶ  ἐξ  ἴσου  τὶς  δυὸ  οὐσίες  τῆς  μιᾶς  ὑποστάσεως.

    59. ….  «Ἐκέκραξα  ἐν  ὅλῃ  καρδίᾳ  μου»  (πρβλ.  Ψαλµμ.  ριη´  145),  δηλαδὴ  καὶ  μὲ  τὸ  στόμα μου  καὶ  μὲ  τὴν  ψυχή  μου  καὶ  μὲ  τὸ  πνεῦμα  μου,  διότι  ὅπου  εὑρίσκονται  συγκεντρωµένοι  οἱ  δυὸ  τελευταῖοι,  (ἡ ψυχὴ  καὶ  τὸ  πνεῦμα),  ἐκεῖ  ἀνάµεσά  τους  εὑρίσκεται  καὶ  ὁ  Θεὸς  (πρβλ.  Ματθ.  ιη´  20).

    62.  Δεῖξε  ὅλη  τὴν  ἀνδρεία  σου  … καὶ  θὰ  ἔχης  τὸν  ἴδιον  τὸν  Θεὸν διδάσκαλο  στὴν  προσευχή  σου.
    63.  Δὲν  μποροῦμε  νὰ  διδαχθοῦμε  (με λόγια) τὸ  πῶς  νὰ  βλέπωμε,  διότι  ἐκ  φύσεως  τὸ  γνωρίζομε  μόνοι  μας.  Παρόμοια δὲν  µποροῦμε  νὰ  γνωρίσωμε  μὲ  τὴν  διδασκαλία  τοῦ  ἄλλου  τὸ  κάλλος  τῆς  προσευχῆς.  Διότι  ἡ  προσευχὴ  ἔχει ὡς  διδάσκαλό  της  τὸν  Θεόν,  «τὸν  διδάσκοντα  ἄνθρωπον  γνῶσιν,  καὶ  διδόντα  εὐχὴν  τῷ  εὐχομένῳ  καὶ εὐλογοῦντα  ἔτη  δικαίων»  (Ψαλμ.  Ϟγ´  10  -­‐‑  Α´  Βασ.  β´  9).
    Ἀμήν.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ