«Η Ευχαριστία», το κύκνειο άσμα του π. Αλέξανδρου Σμέμαν

1
1889

Τα βιβλία του μεγάλου θεολόγου π. Αλεξάνδρου Σμέμαν μάς έκαναν ξανά να αγαπήσουμε και να επαναπροσεγγίσουμε τα Μυστήρια και τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Δεν θα λάθευε κανείς αν αποκαλούσε τον π. Σμέμαν «πασχάλιο» ιερέα, γιατί όλα του τα έργα διαπερνώνται από την ευφρόσυνη χαρά της ορθόδοξης λατρείας, από το ευχαριστιακό πνεύμα που διέπει την όλη προσευχή της Εκκλησίας. Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε ένα μέρος από το σπουδαίο έργο του «Ευχαριστία», το οποίο και έγραψε προς το τέλος της ζωής του. Θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε κάποιες από τις αρχές που διαπερνούν ολόκληρο το έργο του, την λειτουργική του θεολογία.
Ο π. Σμέμαν ξεκινά μιλώντας για την ατομικιστική λειτουργική ευσέβεια, που επηρεάζει σήμερα τους περισσότερους πιστούς ακόμη και την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Πρόκειται για μια δυτική επιρροή, η οποία κυριάρχησε για δεκαετίες στον ορθόδοξο χώρο. Κάθε πιστός είναι μαθημένος κατ΄οίκον να μιλά μόνος μόνω με τον Θεό του, πράγμα το οποίο είναι μεν καλό, αλλά δεν έχει θέση στην εκκλησιαστική λατρεία. Ο δυτικός σχολαστικισμός προπαντός και κατόπιν σύνολη η δυτική θεολογία, μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, έπαψε να ενδιαφέρεται για την όλη ιερολογία της θείας Ευχαριστίας και επικεντρώθηκε στο πρόβλημα του πότε ακριβώς καθαγιάζονται τα τίμια δώρα σε σώμα και αίμα Χριστού, τι είναι η μετουσίωση κλπ. Το όλο μυστήριο της Ευχαριστίας έπαψε να αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος των ειδικών, που από την όλη ακολουθία απομόνωσαν μια στιγμή και θεώρησαν το υπόλοιπο μέρος περίπου ως περιττό. Ασφαλώς και είναι σημαντικό θέμα το πότε γίνεται ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων, το πόσο σημαντική είναι πράγματι η επίκληση του Αγίου Πνεύματος, παρόλα αυτά η όλη ιεροτελεστία παρουσιάζει μια ενότητα και μια οργανική συνάφεια που δεν έχει νόημα να απομονώσουμε κάποιες στιγμές. Θα πρέπει να δούμε όχι μόνο την στιγμή της μεταβολής αλλά την όλη τελετή σαν μυστήριο. Και αυτό το έργο αναλαμβάνει ο π. Σμέμαν, να μας κάνει να νιώσουμε ξανά την όλη Ευχαριστία ως Μυστήριο. Σημειωτέον ότι παρά την αιχμαλωσία της ορθόδοξης στην δυτική θεολογία, η λειτουργική παράδοση διατηρεί την τάξη της Λειτουργίας αλώβητη, ως κοινό έργο, συλλειτουργία, του κλήρου και του λαού. Και ακριβώς η πρώτη και κύρια πράξη της θείας Λειτουργίας είναι η σύναξη του λαού, με τον προϊστάμενο επικεφαλής. Θα πρέπει να πούμε όμως ότι η σύναξη προηγείται της εισόδου του προϊσταμένου στον ναό, κάτι που διασώζεται σήμερα όταν τελείται αρχιερατική θεία Λειτουργία, όπου ο Επίσκοπος ενδύεται τα άμφιά του ενώπιον του λαού. Δεν μπορεί να υπάρξει λειτουργία χωρίς τον προϊστάμενο, ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει και δίχως τον λαό, καθώς είναι διαλογική η δομή όλων ανεξαιρέτως των ευχών της Λειτουργίας (ο λαός επισφραγίζει τα λεγόμενα του ιερέως με το «Αμήν»). Η λειτουργία είναι συνέργεια κλήρου και λαού. Και μπορεί άλλο να είναι το χάρισμα του ιερέως και άλλο του λαού, ωστόσο η σημερινή αντιπαράθεση «κλήρου» και «λαού» δεν έχει θέση στην Ευχαριστία. Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι την θεία λατρεία σκίασαν και ορισμένα βυζαντινά υπομνήματα, τα οποία, αν και είναι λίαν αξιόλογα και ευσεβή έργα, ωστόσο βλέπουν σε κάθε πράξη της λειτουργίας έναν απεικονιστικό συμβολισμό, που διαταράσσει το πρωταρχικό νόημα της Ευχαριστίας. Για αυτόν τον λειτουργικό απεικονιστικό συμβολισμό ισχύει ότι κάθε μεμονωμένη πράξη της Ευχαριστίας συμβολίζει και κάτι από την ζωή του Χριστού, όπως π.χ. η Μικρά Είσοδος την έναρξη του κηρύγματος του Σωτήρος Χριστού, η Μεγάλη την Είσοδο του Χριστού στην Ιερουσαλήμ για να σταυρωθεί κλπ. (στο σημείο αυτό χρειάζεται μεγάλη σύνεση γιατί μερικά τέτοια βυζαντινά υπομνήματα στην θεία Λατρεία, όπως αυτό του αγίου Νικολάου Καβάσιλα, έχουν τεράστια θεολογική αξία).
Η πρώτη πράξη λοιπόν της θείας Ευχαριστίας είναι η σύναξη των πιστών στον ναό. Αυτό είναι το πρώτο μυστήριο. Να εγκαταλείπει κανείς την εστία του και να συγκεντρώνεται μαζί με τους αδελφούς του στον ναό, συγκροτώντας τον λαό του Θεού. Ο ναός είναι έτσι σχεδιασμένος και αρχιτεκτονικά κτισμένος ώστε να εξυπηρετεί την αναγκαιότητα αυτή. Ο ναός είναι ο domus ecclesiae, πράγμα που το καθιστά φανερό και η αγιογραφική τάξη του ιερού αυτού χώρου, που σε γενικές γραμμές διατηρείται και σήμερα προς την σωστή κατεύθυνση, όταν δεν το παραχαράσσουν αυθαίρετες ενέργειες και αδιάκριτες πρωτοβουλίες. Θα πρέπει να πούμε ότι όλος ο ναός είναι ιερός, και όχι μόνο το λεγόμενο «Ιερό», το οποίο κατέληξε να αποτελεί σημάδι του κληρικαλισμού των καιρών μας. Δυστυχώς σήμερα ένας τοίχος χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό, στολισμένος με εικόνες, ενώ στην αρχαία Εκκλησία ήταν ακριβώς οι εικόνες που κυριαρχούσαν και χρειάζονταν κάποιο υποστήριγμα, το οποίο μετά κατάντησε να γίνει ολόκληρο φράγμα. Και αν ο τοίχος διαιρεί σε ιερό και ανίερο, οι εικόνες ενώνουν και καθιστούν ορατή την ενότητα κλήρου και λαού. Δυστυχώς, χάθηκε σήμερα η σχέση της εικόνας με τον ναό και παρατηρείται κάποια αλλοίωση (αν και τελευταία, όπως είπαμε, οι αγιογραφίες των ναών γίνονται διατηρώντας ως επί το πλείστον την σωστή τάξη).
Μέσα σε αυτόν τον ναό, τον σοφά σχεδιασμένο και αρχιτεκτονημένο, τον σοφά επίσης αγιογραφημένο, μέσα σε αυτόν τον ναό με τα αρμονικά σχήματά του, τα χρώματα και τις μορφές, λαμβάνει χώρα το πρώτο μυστήριο: αυτό της σύναξης. Η εκκλησιαστική σύναξη είναι το Σώμα του Χριστού και σε αυτήν δεν χωρούν ατομικές προσευχές- πρέπει να καταλάβουμε ότι προσερχόμενοι στον ναό γινόμαστε εκκλησία. Στους χριστιανούς πρωτίστως δίνεται το χάρισμα να είναι εκκλησία και η αγιότητα αυτής της Εκκλησίας δεν οφείλεται σε ανθρώπινο έργο αλλά στην αγιότητα του Θεού. Η αγιότητα των αγίων φανερώνει και πραγματοποιεί αυτή την αγιότητα της Εκκλησίας, του Θεού. Και μάλιστα πρέπει να πούμε ότι η Ευχαριστία δεν είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά ακριβώς η φανέρωση και η εκπλήρωση της Εκκλησίας. Εικόνα της κεφαλής του σώματος της Εκκλησίας είναι ο προϊστάμενος, ο ιερέας. Ο ιερέας προΐσταται στη σύναξη γιατί φέρει τη δύναμη της ιεροσύνης του Χριστού. Ο ιερέας δεν είναι ούτε αντιπρόσωπος ούτε αναπληρωτής του Χριστού. Ο Χριστός δεν αναπληρώνεται. Φέρει το χάρισμά του γιατί είναι ακριβώς παρών ο Χριστός.
*******************
Προϋπόθεση της Εκκλησίας είναι η είσοδος της στον ουρανό, στην Βασιλεία του Θεού. Εκκλησία σημαίνει πορεία και ανύψωση. Γι’ αυτόν τον λόγο η θεία Λειτουργία αρχίζει με την πανηγυρική ευλογία της Βασιλείας του Θεού. Και πρέπει να το λάβουμε αυτό πολύ σοβαρά υπόψη γιατί στα περισσότερα εγχειρίδια λειτουργικής θεολογίας που κυκλοφορούσαν κατ’ απομίμηση του σχολαστικισμού, δεν αναφέρονται ως προϋποθέσεις της Ευχαριστίας ούτε «η σύναξις εν Εκκλησία», ούτε η ανύψωση στο ουράνιο ιερό, στην «Τράπεζα του Χριστού». Το μυστήριο περιορίζεται εδώ σε δυο στιγμές: την στιγμή της μεταβολής των τιμίων δώρων σε σώμα και αίμα Χριστού και την στιγμή της μετάληψης. Πρόκειται για την σχολαστική θεολογία που βασίζεται στον μυστικοεπιτελούμενο τύπο της μεταβολής των τιμίων δώρων, ενώ όλη η υπόλοιπη λειτουργία είτε θεωρείται περίπου περιττή, γιατί δεν χρειάζεται για την τέλεση του μυστηρίου, είτε ερμηνεύεται, όπως ήδη είπαμε, ως σύνολο συμβολικών απεικονίσεων αυτών ή εκείνων των γεγονότων του έργου του Χριστού. Η θεία λειτουργία γέμισε έτσι από συμβολισμούς.
Και στο σημείο αυτό ο π. Σμέμαν διερωτάται: τι ακριβώς σημαίνει «σύμβολο»; Είναι λανθασμένη η ταύτιση του συμβόλου με την απεικόνιση (π.χ. η μικρά Είσοδος συμβολίζει την έξοδο του Χριστού στο κήρυγμα και η μεγάλη την είσοδο στην Ιερουσαλήμ). Κατά την αντίληψη αυτή το σύμβολο σημαίνει κάτι διαφορετικό, κάτι αντίθετο από την πραγματικότητα. Το σύμβολο όμως σημαίνει κάτι το πραγματικό. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το σύμβολο από την πραγματικότητα- αυτό είναι το ορθόδοξο βίωμα. Το σύμβολο είναι η βασική αποκάλυψη του κόσμου και της δημιουργίας. Το σύμβολο στην Ορθοδοξία θεωρείται ως η αποκάλυψη της αληθινής φύσης της δημιουργίας. Φανερώνει την μυστηριακότητα της ίδιας της κτίσεως του Θεού. Σε αυτή την μυστηριακή αντίληψη του κόσμου βρίσκεται η ουσία και το δώρο της φωτεινής κοσμικότητας, που διαπερνά όλη τη ζωή της Εκκλησίας. Το μυστήριο αυτό που είναι συγχρόνως και κοσμικό και εσχατολογικό έχει σχέση τόσο με τον κόσμο του Θεού στην αρχεγονία του, όσο και με το πλήρωμά του στη Βασιλεία του Θεού. Το Μυστήριο είναι μαζί κοσμικό και εσχατολογικό. Και το σημαντικό είναι ότι ο μελλοντικός αιών, τα Έσχατα, έχουν ήδη δωρηθεί, για αυτό και μυστήριο πάνω από όλα είναι η ίδια η Εκκλησία. Με τα μυστήρια η Εκκλησία φανερώνει τον ίδιο της τον εαυτό. Όλα στην Εκκλησία γίνονται διά του Αγίου Πνεύματος και εν Αγίω Πνεύματι. Έτσι λοιπόν η σχολαστική έννοια του συμβόλου διαστρεβλώνει την φύση του. Πρωταρχική λειτουργία του συμβόλου δεν είναι να απεικονίζει, αλλά να φανερώνει και να συμμετέχει στο φανερωνόμενο. Το σύμβολο δεν μοιάζει αλλά μετέχει στην συμβολιζόμενη πραγματικότητα. Για αυτό τελικά το γνήσιο και αρχικό σύμβολο δεν αποχωρίζεται από την πίστη. Αν το σύμβολο προϋποθέτει πίστη, τότε η πίστη απαραίτητα χρειάζεται σύμβολο. Γιατί, αντίθετα από απλά «πεποιθήσεις» ή «φιλοσοφικές απόψεις», η πίστη είναι οπωσδήποτε επικοινωνία και δίψα επικοινωνίας, ενσάρκωση και δίψα ενσάρκωσης, φανέρωσης, παρουσίας και ενέργειας μιας πραγματικότητας μέσα σε μια άλλη. Δεν μπορούμε λοιπόν να διχοτομούμε την πραγματικότητα και τον συμβολισμό. Η θεία λατρεία είναι συμβολική, επειδή συμβολικός, μυστηριακός είναι ο ίδιος ο κόσμος, έτσι όπως βγήκε από τα χέρια του Θεού. Και αποστολή της Εκκλησίας είναι η εκπλήρωση αυτού του συμβόλου, η πραγμάτωσή του σαν της πιο «πραγματικής πραγματικότητας». Βασιλεία του Θεού είναι η γνώση του Θεού, η αγάπη για Αυτόν, η ζωή εν Αυτώ. Είναι η ένωση με τον Θεό. Ο Χριστός με τον Σταυρό Του και την Ανάστασή Του έγινε βασιλιάς. Ωστόσο, η Βασιλεία του Θεού έπαψε να είναι το κεντρικό περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης και οι χριστιανοί βαθμιαία άρχισαν να δέχονται τη Βασιλεία του Θεού όλο και λιγότερο ως «εγγίζουσαν». Άρχισαν με αυτόν τον όρο να εννοούν το «επέκεινα», τον «μετά θάνατον» κόσμο, ακριβώς και μόνο σε σύγκριση με τον ατομικό, «προσωπικό» θάνατο του ανθρώπου. Έχασαν την αίσθηση ότι η Βασιλεία του Θεού «ήγγικε» και ήδη βρίσκεται εν μέσω ημών. Έπαψαν να την αισθάνονται ως προσδοκία. Η αλλοίωση και η φθορά της χριστιανικής εσχατολογίας είχε επίδραση και στην λειτουργική ζωή. Η θεία λατρεία γεννήθηκε και διαμορφώθηκε στην εξωτερική της δομή πρώτα από όλα σαν σύμβολο της Βασιλείας και της Εκκλησίας. Από αυτό το εσχατολογικό βίωμα γεννήθηκε η Κυριακή ημέρα σαν σύμβολο, δηλαδή φανέρωση στον κόσμο τούτο της Βασιλείας του Θεού. Κατεξοχήν σύμβολο της Βασιλείας ήταν η Ευχαριστία, το μυστήριο της παρουσίας του Αναστημένου Κυρίου. Η Ευχαριστία τίποτε δεν απεικονίζει, αλλά τα πάντα φανερώνει και σε όλα μετέχει.
Είναι λοιπόν γεγονός η είσοδος της Εκκλησίας στη Βασιλεία του Θεού. Παλαιότερα, η Ευχαριστία άρχιζε με την είσοδο του Προϊσταμένου, στην θέση της οποίας τώρα έχουμε την Μικρή Είσοδο. Στην αρχή τα αντίφωνα εκφωνούνταν κατά την ώρα της πομπής του εκκλησιάσματος προς τον ναό. Αρχικά ήταν ξεχωριστή στο είδος της ακολουθία. Αυτό γίνεται σήμερα φανερό στην αρχιερατική λειτουργία, καθώς ο Αρχιερέας δεν συμμετέχει μέχρι την μικρή Είσοδο.
Ο χαρακτήρας της Ευχαριστίας είναι πράγματι εισοδικός, η Ευχαριστία ως κίνηση, ως σύναξη εν Εκκλησία προϋποθέτει αποχωρισμό από τον κόσμο. Και ωστόσο ο αποχωρισμός αυτός πραγματοποιείται στο όνομα του κόσμου, χάριν της σωτηρίας του. Αποκοβόμαστε από τον κόσμο για να τον υψώσουμε ξανά στην Βασιλεία του Θεού. «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν»: αυτό δεν είναι απλά προσευχή ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπων, αλλά του ίδιου του Χριστού προς τον Πατέρα Του, δωρισμένη σε μας. Αυτό το δώρο της προσευχής του Χριστού, της μεσιτείας Του, της παράκλησής Του είναι το πρώτο και υπέρτατο δώρο στην Εκκλησία. Συμμετέχουμε στην ικεσία του Χριστού για τον κόσμο. «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης», αναφωνεί ξανά ο προϊστάμενος. Στην Εκκλησία μας δίνεται η ειρήνη του Χριστού, όπως και το χρίσμα του Άγιου Πνεύματος. Η απόκτηση αυτής της άνωθεν ειρήνης είναι η σωτηρία της ψυχής. «Υπέρ ευσταθείας πασών των του Θεού εκκλησιών»: εάν οι χριστιανοί ξεχάσουν την διακονία, τότε ποιος θα ευαγγελίζεται στον κόσμο την Βασιλεία του Θεού; «Υπέρ της των πάντων ενώσεως»: η ενότητα όλων στον Θεό αποτελεί τον τελικό στόχο της δημιουργίας. Η Εκκλησία αναπέμπει λοιπόν την οικουμενική προσευχή, παρακαλεί για όλη τη δημιουργία του Θεού. Και πρέπει να πούμε ότι όλες σχεδόν οι ευχές της Ευχαριστίας στην αρχή διαβάζονταν φωναχτά- η σημερινή μυστική εκφώνηση των ευχών δημιουργεί προβλήματα. Όταν τα αντίφωνα έγιναν η αρχή της λειτουργίας, η κύρια έμφαση μετατοπίστηκε στην περιφορά του Ευαγγελίου-με τον γνωστό απεικονιστικό συμβολισμό της: υποτίθεται ότι συμβολίζει την έξοδο του Χριστού στο κήρυγμα. Η Μικρά Είσοδος ωστόσο είναι «συλλουργεία» των ουρανίων δυνάμεων, δηλαδή των Αγγέλων, και των ανθρώπων (υπάρχει σχετική ευχή όπου ο ιερεύς ζητά από τον Χριστό να στείλει τους αγγέλους Του κατά την περιφορά του Ευαγγελίου). Παράλληλα, μέσα στο ναό δημιουργήθηκε εσωτερικός ιερός χώρος, το λεγόμενο «ιερό», η είσοδος στον οποίο είναι ανοικτή μόνο για τους χειροτονημένους. Αυτή η εξέλιξη αδυνάτισε το βίωμα της συνάξεως εν Εκκλησία στο Ουράνιο Ιερό. Ιερή στην αρχή θεωρούνταν μόνο η αγία Τράπεζα, το σύμβολο του Χριστού και της Βασιλείας Του. Η Αγία Τράπεζα είναι ο Θρόνος του Βασιλέως και Κυρίου. Αγία Τράπεζα είναι ο Ουρανός και η Βασιλεία του Θεού. Η Μικρά Είσοδος είναι πλησίασμα στην Αγία Τράπεζα, γι’ αυτό και θεωρείται ανύψωση στον Ουρανό. Και προσκυνάμε την Αγία Τράπεζα γιατί ο εξαγιασμός της βρίσκεται στην υπαγωγή της στην πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού. Στην Εκκλησία όλος ο πεπτωκώς κόσμος ξαναβρίσκει την ιερότητά του. Προχωρούμε κατόπιν στον λεγόμενο τρισάγιο ύμνο. Τι σημαίνει όμως ότι ο Θεός είναι «Άγιος»; Καμία λογική δεν μπορεί να το εξηγήσει, και όμως ακριβώς αυτή η αίσθηση της αγιότητας του Θεού είναι η βάση και η πηγή της θρησκείας. Η Λειτουργία φανερώνει την αγιότητα του Θεού. Με τον τρισάγιο ύμνο ο Θεός φανερώνει τον εαυτό Του στους ανθρώπους. Ένα γλυκό σκίρτημα και ένα αίσθημα της παρουσίας του Θεού, χαράς και ειρήνης, κυριαρχεί στις ψυχές των πιστών. Και μετά το μυστήριο της Εισόδου ακολουθεί το μυστήριο του Λόγου («Λειτουργία του Λόγου» ή των Κατηχουμένων). Η Λειτουργία των Κατηχουμένων με την Λειτουργία των πιστών συνδέονται στενά, για αυτό και είναι ολέθριες οι συνέπειες από αυτό το σημερινό χάσμα Λόγου και Μυστηρίου. Το μυστήριο παύει να είναι βιβλικό, ευαγγελικό. Η Λειτουργία έγινε μέσον προσωπικού εξαγιασμού και έπαυσε να εκλαμβάνεται σαν συμμετοχή μας στο Ποτήριο του Χριστού. Όμως στην αδιάκοπη σχέση Λόγου και Μυστηρίου πραγματώνεται η ουσία της Εκκλησίας ως Ενσάρκωσης του Λόγου. Ο Λόγος θεωρεί το Μυστήριο της μεταβολής των τιμίων Δώρων ως εκπλήρωσή του, γιατί στο Μυστήριο ο Χριστός-Λόγος γίνεται η ζωή μας. Με το μυστήριο ο Λόγος μεταβάλλεται σε ερμηνεία, επειδή η ερμηνεία του Λόγου αποτελεί πάντοτε μαρτυρία για το πώς ο Λόγος γίνεται ζωή. Η Ενότητα του (βιβλικού) Λόγου και του Μυστηρίου είναι αδιάσπαστη, γιατί μόνο η Εκκλησία διατηρεί το αληθινό νόημα της Γραφής. Παλαιότερα, η θέση του κλήρου πριν την προσφορά των Δώρων ήταν στο μέσον του ναού (εξ ου και η σημερινή θέση του αρχιερατικού θρόνου). Η Αγία Τράπεζα ήταν αποκλειστικά η Τράπεζα του Μυστικού Δείπνου. Η Μικρά Είσοδος συνένωσε μέσα της τις τρεις βασικές έννοιες: της αρχής της Ευχαριστίας ως εισόδου στη σύναξη, μετά την εκπλήρωση αυτής της εισόδου στην άνοδο της Εκκλησίας στον ουρανό, και τέλος το Μυστήριο του Λόγου.
Στην ορθόδοξη λειτουργική παράδοση το Ευαγγέλιο συμμετέχει όχι απλώς ως ανάγνωσμα αλλά και ως βιβλίο. Του αποδίδεται τέτοιος σεβασμός όπως σε εικόνα ή στην Αγία Τράπεζα. Και αυτό γιατί το Ευαγγέλιο είναι εικόνα και φανέρωση σε μας της παραμονής ανάμεσά μας του Χριστού, και προπαντός εικόνα της Ανάστασης. Και έτσι δεν έχει θέση η απεικονιστική ερμηνεία, αλλά είναι η εικόνα της παρουσίας του Αναστημένου Κυρίου στην εκπλήρωσή της. Η φανέρωση του Λόγου προηγείται της ανάγνωσης του Ευαγγελίου Του. Μετά εκφωνείται το προκείμενο. Πρόκειται για δυο ή τρεις στίχους από τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Θα πρέπει να εξάρουμε την θέση των Ψαλμών στην θεία Λατρεία. Οι Ψαλμοί δεν θεωρούνται οποιοδήποτε προσευχητικό βιβλίο, αλλά η προσευχή του ίδιου του Χριστού προς τον Πατέρα. Οι Ψαλμοί αποτελούν όχι μόνο θεόπνευστη εξήγηση της Γραφής, αλλά σε αυτούς εκφράζεται και ενσαρκώνεται και μας μεταδίδεται εκείνη η πνευματική πραγματικότητα, που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το γνήσιο νόημα τόσο των ιερών κειμένων όσο και των ιεροτελεστιών. Ακολουθεί η ανάγνωση του Αποστόλου και κατόπιν του Ευαγγελίου. Η τόσο σπουδαία για όλο το εκκλησίασμα ευχή του προϊσταμένου πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου διαβάζεται δυστυχώς μυστικά. Λίγο πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου ψάλλεται και το αλληλουλάριο, γιατί η παρουσία του Κυρίου στη σύναξη της Εκκλησίας και η διάνοιξη από Αυτόν του νου των πιστών προηγούνται της ακρόασης. Ο ιερέας παράλληλα θυμιά τον ναό, ενώ αμέσως μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου ακολουθεί το κήρυγμα, το οποίο στην αρχαία Εκκλησία ήταν απαραίτητο μέρος της σύναξης. Σήμερα υπάρχει δυστυχώς παρακμή ή και κρίση του κηρύγματος. Η ουσία του κηρύγματος είναι η ζωντανή σχέση με το Ευαγγέλιο, δεν είναι καν κήρυγμα επί του ευαγγελικού αναγνώσματος, αλλά κήρυγμα του ίδιου του Ευαγγελίου. Η κρίση του κηρύγματος βρίσκεται κυρίως στο ότι αυτό έγινε προσωπική υπόθεση του ιεροκήρυκα («έχει ή δεν έχει το χάρισμα του λόγου»), ενώ το πραγματικό χάρισμα του λόγου δεν είναι έμφυτο χάρισμα του ιεροκήρυκα, αλλά δώρο του Αγίου Πνεύματος χαρισμένο στην Εκκλησία. Η μαρτυρία περί του Ιησού Χριστού από το Άγιο Πνεύμα είναι το περιεχόμενο του λόγου του Θεού, και αυτό, μόνον αυτό, αποτελεί την ουσία του κηρύγματος.
Και μόνο η Εκκλησία γνωρίζει και διαφυλάσσει την έννοια της Γραφής, επειδή στο μυστήριο του Λόγου το Άγιο Πνεύμα αιώνια ζωοποιεί την «σάρκα» της Γραφής, μεταβάλλοντάς την σε πνεύμα και ζωή. Το κήρυγμα είναι διακονία του προϊσταμένου και η αποδοχή αυτής της διδαχής διακονία του λαού του Θεού. Και οι δύο διακονίες τελούνται από το αυτό Άγιο Πνεύμα. Μόνο στην Εκκλησία αποκαλύπτονται τα χαρίσματα όλων των διακονιών. Και φθάνουμε στο τέλος της λειτουργίας των Κατηχουμένων, την οποία ακολουθεί η Λειτουργία των πιστών, όπου προσφέρονται τα τίμια δώρα, εξαγιάζονται και μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού, και ακολουθεί η θεία μετάληψη. Λειτουργία του Λόγου και Λειτουργία των πιστών συνδέονται έτσι στενότατα.
***************
Λόγω έλλειψης χώρου δεν θα προχωρήσουμε στην Λειτουργία των πιστών. Ελπίζω να μην αλλοίωσα το μήνυμα του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν ότι ολόκληρη η Ευχαριστία απαρτίζει μια αδιάσπαστη ενότητα και ότι ολόκληρη αποτελεί μυστήριο και ανέβασμά μας στον Ουρανό. Το βιβλίο του π. Αλεξάνδρου για την Ευχαριστία ήταν το κύκνειο άσμα του. Όλα ωστόσο τα βιβλία του ξεχειλίζουν από την χαρά και την ευφροσύνη που γεννά η θεία λατρεία στις καρδιές των πιστών. Και το όλο έργο του αποτελεί μια πολύτιμη παρακαταθήκη στην Αγία Εκκλησία.

1 σχόλιο

  1. Αγαπητέ Δημήτριε σε ευχαριστούμε για την κατανόηση του πονήματος «Ευχαριστία» του π. Αλέξανδρου Σμέμαν. Η παιδεία που εγκλωβίστηκε στην λογική και τον ορθολογισμό εκτοπίζοντας το μυστήριο έχουν αλώσει την ιερότητα, τον βαθύ στεναγμό της ψυχής που μέσα στον κυκεώνα του κόσμου ζητά όχι απλώς νόημα και γνώση αλλά ζωή και χαρά που μετέχει στην εγγύτητα του Θεού, χάρη που αποκαλύπτει το μυστήριο του προσώπου ως σωτήρια οικονομία και εκκλησιαστική ευγνωμοσύνη και ευχαριστία.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ