Γιάννης Πλεξίδας
Η εννοιολογική αποσαφήνιση των όρων «φύση» και «πρόσωπο», ειδικότερα δε η α-ντιομωνυμιακή περιχαράκωσή τους, δηλαδή η εννοιολογική μονοσήμανσή τους, υπήρξε η μεγαλύτερη μέριμνα των εκκλησιαστικών συγγραφέων2. Σε αυτήν την προοπτική της μονοσήμανσης των εννοιών θα κινηθεί και ο Βοήθιος, αντιδιαστέλλοντας μάλιστα τους δύο όρους. Θα επιχειρήσει να οριοθετήσει εννοιολογικά τους όρους «φύση» και «πρόσωπο», ακολουθώντας τη «via media»3 των εκκλησιαστικών συγγραφέων, στην προσπάθειά του να ανατρέψει τις ακραίες ερμηνείες του Νεστόριου και του Ευτύχιου4.
Σε ό,τι αφορά στην έννοια της «φύσης» δεν θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα. Θα παραθέσει μια σειρά από ορισμούς5, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στη σημασία εκείνη σύμφωνα με την οποία η φύση ή η ουσία είναι δηλωτική ενός συγκεκριμένου είδους, είναι η ειδοποιός διαφορά του είδους, είναι εκείνη με την οποία κατορθώνεται το πέρασμα από το γένος, δηλαδή από το γενικό, στο είδος, δηλαδή στο ειδικό 6. Προκειμένου να καταστήσει εύληπτα τα όσα αναφέρει, χρησιμοποιεί το παράδειγμα της φυσικής διαφοράς του χρυσού από το ασήμι7. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η φυσική αυτή διαφοροποίηση που αναφέρει ο Βοήθιος υπάρχει στην περίφημη «Εισαγωγή» του Πορφυρίου, όπου κατορθώνεται ένας εννοιολογικός συγχρωτισμός των δέκα λογικών «Κατηγοριών» του Αριστοτέλη με τη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα και τις πέντε νεοπλατωνικές φωνές8. Αυτός ο ορισμός της φύσης, ο οποίος παρατίθεται από τον Βοήθιο τελευταίος στη σειρά των ορισμών, υιοθετείται τόσο από τους Καθολικούς όσο και από τον Νεστόριο.
Αν η εννοιολογική οριοθέτηση της φύσης υπήρξε μια σχετικά ανώδυνη υπόθεση, τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα πολύπλοκα αναφορικά με την έννοια του προσώπου9. Δεδομένου ότι κάθε φύση έχει και πρόσωπο10, φαίνεται να είναι ασαφή τα όρια της διάκρισής τους. Ο Βοήθιος, μέσα από μια σειρά συλλογισμών θα καταλήξει σε δύο βασικά συμπεράσματα: η έννοια του «προσώπου» [persona] αποδίδεται στις επιμέρους υπαρκτικές φανερώσεις της κοινής φύσης και μόνο στα έλλογα όντα. Γι’ αυτό θα ορίσει το πρόσωπο ως: «... naturae rawonabilis individua substanwa»11. Ο Βοήθιος δεν θα παραλείψει να αναφερθεί και στη χρήση του όρου «πρόσωπο» από τους Ελληνες. Οι Ελληνες, θα πει, χρησιμοποιούν τον όρο «υπόσταση» προκειμένου να περιγράψουν αυτό που οι Λατίνοι ορίζουν ως «πρόσωπο» [persona]. Θα επιχειρήσει μια ετυμολογική ανάλυση του όρου «πρόσωπο»12 στην προσπάθειά του να συνδέσει τη σημασία του όρου «πρόσωπο» [persona] με την έννοια της «υπόστασης»13, όπως αυτή εμφανίζεται αρχικά στον Αριστοτέλη και στη συνέχεια υιοθετείται από τους Ελληνες Πατέρες της Εκκλησίας14. Είναι ξεκάθαρο, σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, ότι ο Boethius επιθυμεί να κινηθεί, και κατά την άποψή μας το κατορθώνει, στο πλαίσιο της αριστοτελικής φιλοσοφίας, όπως αυτό νοείται στο λογικό σύγγραμμα του Αριστοτέλη «Κατηγορίες», μέσα από την οπτική του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφύριου, όπως αυτή διαμορφώνεται στην περίφημη «Εισαγωγή» του15. Θεωρεί ότι η ελληνική γλώσσα με το πλουσιότερο λεξιλόγιό της16 μπορεί να αποδώσει τα σημαινόμενα των εκάστοτε θεολογικών όρων και μπορεί, επιπροσθέτως, με τη χρήση των λογικών κατηγοριών ως θεωνυμικών εργαλείων, να άρει τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις του θεολογικού οικοδομήματος των δύο αιρετικών συγγραφέων. Η χρήση του όρου «υπόσταση» από τους Ελληνες, θα πει ο Boethius, γίνεται επειδή οι υποστάσεις βρίσκονται κάτω από τα είδη στη λογική αλυσίδα17 των γενών-‐ειδών. Οι υποστάσεις είναι τα έσχατα σκαλοπάτια αυτής της λογικής αλυσίδας. Για τον λόγο αυτό ονομάζονται και «άτομα», επειδή δεν είναι επιπλέον τμητά18. Πρέπει να επισημάνουμε, σε ό,τι έχει να κάνει με τους Ελληνες εκκλησιαστικούς συγγραφείς, ότι αποφεύχθηκε αρχικά η χρήση του όρου «πρόσωπο» διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αιρετικές αποκλίσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σαβέλλιου ο οποίος χρησιμοποιώντας τον όρο «πρόσωπο», με την αρχαιοελληνική σημασία του «προσωπείου», αναφέρθηκε στους τρεις ρόλους του Θεού, εννοώντας τα τρία πρόσωπα19. Στη συνέχεια, οι Καππαδόκες Πατέρες ταύτισαν τις έννοιες «υπόσταση» και «πρόσωπο»20. Αυτή η εννοιολογική μονοσήμανση αποτέλεσε κοινό τόπο για όλους τους μετέπειτα εκκλησιαστικούς συγγραφείς21. Η έννοια του «προσώπου» θεωρήθηκε μερικότερη της έννοιας της «υπόστασης». Κάθε πρόσωπο είναι και υπόσταση, αλλά κάθε υπόσταση δεν είναι απαραίτητα και πρόσωπο. Το πρόσωπο προϋποθέτει την καθ’ αυτή ύπαρξη, δηλαδή την υπόσταση, δεδομένου ότι ο προσωπικός τρόπος δράσης προϋποθέτει τον χωροχρονικό εντοπισμό. Η έννοια του προσώπου, τελικά, συνδέεται με την ιδιωματική ενέργεια, την ιδιαίρετη και ιδιότροπη κίνηση, την υποστατική εκφορά των φυσικών ενεργειών και θελημάτων22. Η ιδιοσυστασία της ατομικής ύπαρξης, η οποία διαφοροποιεί το συγκεκριμένο από το καθολικό και συγχρόνως εκφράζει την ανομοιότητα και τη μοναδικότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου σε σχέση με όλους τους άλλους, συνίσταται στον προσωπικό τρόπο δράσης, στην υποστατική φανέρωση των φυσικών ιδιοτήτων, γι’ αυτό και «... υπόστασις απρόσωπος ουκ έστι»23. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε αντίστιξη με τη σύγχρονη θεολογική σκέψη όπου η υπόσταση κατανοείται σε αντιθετική διαστολή με το άτομο, αντίληψη προφανώς επηρεασμένη από σύγχρονα υπαρξιστικά και ανθρωπολογικά ρεύματα, για τους Πατέρες της Εκκλησίας η υπόσταση και το άτομο ταυτίζονται. Το άτομο, όπως προαναφέραμε, δηλώνει το έσχατο, άτμητο μέρος μιας σειράς συνεχών, λογικών τμήσεων. Στον τριαδικό τρόπο ύπαρξης, τώρα, η χρήση του όρου «άτομο» αποφεύγεται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς γιατί εκεί η διαίρεση των υποστάσεων κατανοείται «επινοία» και όχι «πράγματι»24.
Ο Βοήθιος θα ξεκινήσει την κριτική του από τον Νεστόριο. Ο Νεστόριος υποστήριζε ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις, πράγμα το οποίο αποδεχόταν και ο Βοήθιος, αλλά συγχρόνως ισχυριζόταν ότι ο Χριστός είχε και δύο πρόσωπα25. Ο Νεστόριος δεν μπορούσε να αποδεχθεί την ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού. Εισήγαγε μια δυαδικότητα την οποία δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει26. Για τον Νεστόριο υπήρχαν δύο πρόσωπα27 τα οποία δεν ενώθηκαν ποτέ πραγματικά. Ο Θεός Λόγος απλώς έκανε τον άνθρωπο Ιησού κατοικητήριό του. Ο Ιησούς, τελικά, δεν ήταν Θεός ενσαρκωμένος, παρά άνθρωπος θεοφόρος. Αυτός ο παράδοξος τρόπος ένωσης των δύο φύσεων που προκρίνει ο Νεστόριος, ένωση την οποία οι Ελληνες φιλόσοφοι ονόμαζαν «κατά παράθεση»28, δεν γίνεται αποδεκτός από τον Βοήθιο, διότι η γέννηση του Χριστού σε αυτή την προοπτική κατανοημένη δεν προσφέρει κάτι περισσότερο στην ανθρωπότητα από ό,τι η γέννηση οποιουδήποτε άλλου παιδιού29.
Στην περίπτωση του Ευτύχιου, ο οποίος υπήρξε ο εισηγητής του μονοφυσιτισμού, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Το λάθος του Ευτύχιου εκπηγάζει από το ίδιο σημείο που εκπηγάζει και το λάθος του Νεστόριου30. Η μη ορθή κατανόηση των όρων «φύση» και «πρόσωπο» και του τρόπου ύπαρξής τους στην περίπτωση του Νεστόριου είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Χριστός είχε δύο πρόσω-‐ πα, ενώ στην περίπτωση του Ευτύχιου, δεδομένου ότι, ορθά, υποστήριζε την ύπαρξη ενός προσώπου, είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Χριστός είχε μία φύση31. Ο Ευτύχιος αποδεχόταν την ύπαρξη δύο φύσεων πριν από την ένωση, αλλά υποστήριζε ότι υπήρχε μία φύση μετά την ένωση32. Η ανθρώπινη φύση δεν υφίσταται μετά την ένωσή με τη θεϊκή φύση, καθώς απορροφάται απ’ αυτή και χάνεται33. Ο Βοήθιος δεν αποδεχόταν αυτό τον τρόπο της ένωσης των δύο φύσεων, σύμφωνα με τον οποίο εξαφανιζόταν η ανθρώπινη φύση. Ακολουθώντας πιστά την Αριστοτελική προβληματική, όπως αυτή αναπτύσσεται στο βιβλίο του Αριστοτέλη «Περί γενέσεως και φθοράς»34, αποκλείει τόσο το ενδεχόμενο η θεϊκή φύση να μεταβληθεί σε ανθρώπινη όσο και το ενδεχόμενο η ανθρώπινη φύση να μεταβληθεί σε θεϊκή ή να υπάρξει μία σύνθετη φύση από Θεό και άνθρωπο35. Ο Βοήθιος θα υποστηρίξει ότι ο Χριστός είχε μία υπόσταση και δύο φύσεις36. Βέβαια, τόσο ο Νεστόριος όσο και ο Ευτύχιος θα μπορούσαν να κατηγορήσουν τον Βοήθιο ότι ενώ εκείνος απαιτεί στην ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού να εφαρμοστεί η Αριστοτελική λογική, δεν έχει την ίδια απαίτηση για τη δική του θεωρία σε ό,τι αφορά στον τριαδικό τρόπο ύπαρξης και εφαρμόζει μόνο σε έναν βαθμό και αναλογικά τις λογικές κατηγορίες.
Ο Βοήθιος κατόρθωσε να ανατρέψει το φιλοσοφικό υπόβαθρο των θεολογικών κατηγοριών τόσο του Νεστόριου όσο και του Ευτύχιου, χρησιμοποιώντας τις Αριστοτελικές «Κατηγορίες» από τη μια μεριά, και τη νεοπλατωνική επεξεργασία τους από την άλλη37. Το θεολογικό του πρόταγμα προϋποθέτει τη φιλοσοφία η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί απρόσκοπτα από έναν Χριστιανό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της αλήθειας και την αυθεντία των Γραφών38.
Σημειώσεις
1 Ο Anicius Manlius Severinus Boethius γεννήθηκε στη Ρώμη το 480μ.Χ. και πέθανε στην Παβία γύρω στο 525 μ.Χ. Ηταν Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος. Φιλοδοξούσε να μεταφράσει στη λατινική γλώσσα το σύνολο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, φιλοδοξία που πραγματοποιήθηκε μόνο εν μέρει. Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας. Εχει γράψει κείμενα σχετικά με την επιστήμη των μαθηματικών και την επιστήμη της γεωμετρίας (De Ins5tu5one Arithme5c Libri II, Geometrica Euclidis a Boethio in La5num Translata, De Geometri), κείμενα σχετικά με τη μουσική (De Ins5tu5one Music Libri V), έχει μεταφράσει και σχολιάσει αρκετά κείμενα του Αριστοτέλη και του νέο-‐πλατωνικού φιλοσόφου και σχολιαστή Πορφυρίου. Επιπλέον, έχει γράψει κείμενα που αφορούν στην επιστήμη της λογικής (De Categoricis Syllogismis, Introduc5o ad Syllogismos Categoricos, De Differen5s). Τα θεολογικά έργα του περιορίζονται σε πέντε πραγματείες (De Trinitate, Liber contra Eutychen et Nestorium, De Fide Catholica, De Hebdomadibus, Utrum Pater et Filius et Spiritus Sanctus). Το σπουδαιότερο έργο του Boethius θεωρείται το κείμενο που έγραψε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, τους τελευταίους μήνες της ζωής του, με τίτλο «De Consola5one Philosophiae». Το 523 μ.Χ. θεωρήθηκε ότι μαζί με τον φίλο του Αλβίνο συνεργαζόταν με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο κατά του Οστρογότθου βασιλιά της Ιταλίας Θεοδώριχου. Φυλακίστηκε στην Παβία και εκτελέστηκε τον επόμενο χρόνο. Η Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο με το όνομα του Σεβερίνου.
2 Βλ. Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 76.58-‐61: «Quoniam vero in tota quaeswone contrariarum sibimet αιρέσεων (ελληνικά στο κείμενο) de personis dubitatur atque naturis (η υπογράμμιση δική μου), haec primitus definienda sunt et propriis differenwis segreganda». Για τα κείμενα του Boethius χρησιμοποιήσαμε την έκδοση των H. F. Stewart, E. K. Rand S. J. Tester, σειρά: Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2003. Πρβλ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, μζ ́, σ. 112. 39-‐40, Koèer II: «Αλλά τούτο έστι το ποιούν τοις αιρετικοίς την πλάνην, το ταυτόν λέγειν την φύσιν και την υπόστασιν», Λεόντιος Βυζάντιος, Σχόλια, P.G. 86, 1193A: «Αναγκαίον έστι, μέλλοντας ημάς αιρέσεων επιμνησθήναι, πρώτον περί τεσσάρων τινών εν ταις των Πατέρων χρήσεσι διαλαβείν. Εισί δε αύται, ουσία, φύσις, υπόστασις, πρόσωπον».
3 Βλ. Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 76. 54-‐58: «...Chriswanae medietatem fidei temperabo», σ. 120.74-‐76: «Mediaque est haec inter duas haereses via sicut virtutew quoque medium tenent».
4 Για τον χρόνο της συγγραφής της συγκεκριμένης πραγματείας βλ. McKinlay A., Stylis5c tests and the Chronology of the Works of Boethius, στο περιοδικό: Harvard Studies in Classical Philology, τεύχος 18, 1907, σσ. 123-‐156.
5 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σσ. 76-‐81, ιδιαίτερα σ. 78.8-‐10: «... natura est earum rerum quae, cum sint, quoquo modo intellectu capi possunt», σ. 78.25-‐26: «natura est vel quod facere vel quod paw possit», σ. 80. 41-‐42: «...natura est motus principium per se non per accidens», σ. 80. 57-‐58: «...natura est unam quamque rem informans specifia differenwa», Πρβλ. Θωμάς Ακινάτης, Περί του όντος και της ουσίας, Αθήνα, εκδόσεις Δωδώνη, 1998, μτφρ. Τζαβάρας Γιάννης, σ. 53-‐54: «Η φύση ονομάζεται και με ένα άλλο όνομα: φύση, όταν η φύση εκλαμβάνεται σύμφωνα με τον πρώτο από εκείνους τους τέσσερις τρόπους, τους οποίους αναφέρει ο Βοήθιος στο βιβλίο Περί των δύο φύσεων. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο, ονομάζονται φύση όλα εκείνα που μπορούν με κάποιο τρόπο να συλληφθούν από τη νόηση [...secundum scilicet quod natura dicitur omne illud quod intellectu quoquo modo capi potest ]».
6 Για παράδειγμα, προσθέτοντας τη φυσική διαφορά της σωματικότητας στη γενικότερη κατηγορία της ουσίας, έχουμε τη διάκριση ανάμεσα στο σώμα και στο ασώματο και, κατ’ επέκταση, τη διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο (σώμα) και στον άγγελο (ασώματο). Η λογική μέθοδος που ακολουθείται λέγεται διαιρετική, γιατί ακριβώς διαιρεί τα γένη σε είδη, με την επικουρία των ουσιωδών διαφορών.
7 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 80.53-‐56: «Est ewam alia significawon naturae per quam dicimus diversam esse naturam auri atque argenw in hoc proprietatem rerum monstrare cupientes...».
8 Πορφύριος, Εισαγωγή ή Περί πέντε Φωνών, Porphyrii isagoge et in Aristotelis categorias commentarium, Reimer, Berlin, 1887, σειρά: Commentaria in Aristotelem Graeca, 4.1.10.22-‐11.1: «... διαφορά έστιν η περισσεύει το είδος του γένους. Ο γαρ άνθρωπος του ζώου πλέον έχει το λογικόν και το θνητόν», 11.18-‐12.1: «...διαφορά έστιν το χωρίζειν πεφυκός τα υπό το αυτό γένος: το λογικόν γαρ και το άλογον τον άνθρωπον και τον ίππον όντα υπό το αυτό γένος το ζώον χωρίζει. Αποδιδόασι δε και ούτως: διαφορά έστιν ότω διαφέρει έκαστα. Ανθρωπος γαρ και ίππος κατά μεν το γένος ου διενήνοχεν: θνητά γαρ ζώα και ημείς και άλογα, αλλά το λογικόν προστεθέν διέστησεν ημάς απ’ εκείνων: και λογικά εσμέν και ημείς και οι θεοί, αλλά το θνητόν προστεθέν διέστησεν ημάς απ’ εκείνων».
9 Για τα προβλήματα σχετικά με την έννοια του προσώπου στη δυτική σκέψη βλ. Hadot P., De Tertullien à Boèce. Le développement de la no5on de la personne dans le controverses théologiques, στο I. Meyerson [Editor], Problèmes de la personne, Paris, εκδόσεις The Hague, 1973, École Prawque des Hautes Études, VIè secwon, Congrès et Colloques 13.
10 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 82.2-‐3: «Si enim omnis habet natura personam...».
11 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 84.1-‐5: «Quocirca si persona in solis substanwis est atque in his rawonabilibus substanwaque omnis natura est nec in universalibus sed in individuis constat, reperta personae est definiwon: naturae rawonabilis individua substanwa».
12 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 86.14-‐16: «Graeci quoque has personas πρόσωπα [ελληνικά στο κείμενο] vocant ab eo quod ponantur in facie atque ante oculos obtegant vultum: παρά του προς τους ώπας τίθεσθαι [ελληνικά στο κείμενο]», πρβλ. Ζηζιούλα Ιωάννου, Από το προσωπείο στο πρόσωπο. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας στην έννοια του προσώπου, Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ιδρυμα Πατερικών Μελετών, 1977, σ. 290.
13 Hail C. Douglas, The Trinity. An Analysis of St. Thomas Aquinas’ Exposi5o of the De Trinitate of Boethius, Leiden, Brill, σειρά: Studien und Texte zur Geistesgeschichte des Mièelalters, 1992, σσ. 24-‐25.
14 Marenbon John, Boethius, Oxford, Oxford University Press, σειρά: Great Medieval Thinkers, 2003, σ. 71.
15 Για τη χρήση της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας στη Δύση βλ. Gersh S., Middle Platonism and Neo-‐Platonism: The La5n tradi5on, Notre Dame, Indiana, University of Notre Dame Press, 1986.
16 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 86.23-‐29: «Longe vero illi [εννοείται οι Ελληνες] signawus naturae rawonabilis individuam subsistenwam υποστάσεως [ελληνικά στο κείμενο] nominee vocaverunt, nos vero per inopiam significanwum vocum translawciam rewnuimus nuncupawonem, eam quam illi υπόστασιν [ελληνικά στο κείμενο] dicunt personam vocantes; sed periwor Graecia sermonum υπόστασιν [ελληνικά στο κείμενο] vocat individuam susistenwam».
17 Για τη χρήση του όρου «λογική αλυσίδα» βλ. Ματσούκας Νίκος, Θεωρία και πράξη κατά την Αριστοτελική φιλοσοφία, ανάτυπο από τα «Αριστοτελικά», Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 179.
18 Ιωάννης Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, §11.7-‐12, Koèer I: «Ατομον δε κυρίως λέγεται, όπερ τέμνεται μεν, ου σώζει δε μετά την τομήν το πρώτο είδος, ώσπερ Πέτρος τέμνεται εις ψυχήν και σώμα, αλλ’ ούτε η ψυχή καθ’ αυτήν έστι τέλειος άνθρωπος ή Πέτρος τέλειος ούτε το σώμα. Περί τούτου του ατόμου παρά τοις φιλοσόφοις ο λόγος, όπερ επί της ουσίας δηλοί την υπόστασιν».
19 Στεφανίδου Βασίλειου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα, εκδόσεις Αστήρ, 20007 (19582), σ. 167: «Ο Σαβέλλιος μετεχειρίζετο μεν τον όρο «τρία πρόσωπα», αλλά εννόει αυτά ως ρόλους, ως προσωπίδας, ήτοι το εν και το αυτό πρόσωπον παρουσιάσθη ως πατήρ, κατά την νομοθεσίαν της Παλαιάς Διαθήκης, ως υιός εν τω Ιησού Χριστώ και ως άγιον πνεύμα». Ο Σαβέλλιος εκτός από τον όρο «πρόσωπο» χρησιμοποιούσε και τον όρο «ονόματα», βλ. Επιφάνιος Σαλαμίνου, Πανάριον, Αθήνα, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σειρά: Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, 1997, σ. 321.10-‐16: «Δογματίζει γαρ ούτος και οι απ’ αυτού Σαβελλιανοί τον αυτόν είναι Πατέρα, τον αυτόν είναι Υιόν, τον αυτόν είναι Αγιον Πνεύμα, ως είναι εν μία υποστάσει τρεις ονομασίας, ή ως εν ανθρώπω σώμα ως ειπείν τον Πατέρα, ψυχήν δε ως ειπείν τον Υιόν, το πνεύμα δε ως ανθρώπου, ούτως και το Αγιο Πνεύμα εν τη θεότητι».
20 Για τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις αυτής της εννοιολογικής ταύτισης των εννοιών «φύση» και «πρόσωπο» από τους Καππαδόκες πατέρες βλ. Γιανναράς Χρήστος, Το πρόσωπο και ο Ερως, Αθήνα, εκδόσεις Δόμος, 19925 (19701, Το οντολογικό περιεχόμενο της θεολογικής έννοιας του προσώπου, διδακτορική διατριβή), σσ. 31-‐34.
21 Μάξιμος Ομολογητής, Οροι διάφοροι, P.G. 91, 152A: «Υπόστασις και πρόσωπον, ταυτόν», Λεόντιος Βυζάντιος, Σχόλια, P.G. 86, 1193A: «Υπόστασιν δε, ήτοι πρόσωπον καλούσιν, όπερ οι φιλόσοφοι άτομον ουσίαν λέγουσιν», Αναστάσιος ΣιναΪτης, Οδηγός, P.G. 89, 57C-‐60A: «Υπόστασις ουν έστι κατά την εκκλησιαστικήν και αποστολικήν παράδοσιν το πρόσωπον».
22 Ιωάννης Δαμασκηνός, Φιλόσοφα, §11.40-‐42, Koèer I: «Πρόσωπον έστιν, ο δια των οικείων ενεργημάτων τε και ιδιωμάτων αρίδηλον και περιωρισμένην των ομοφυών αυτού παρέχεται ημίν την εμφάνειαν».
23 Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §21.1-‐6, Koèer IV.
24 Ιωάννης Δαμασκηνός, Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §8, σ. 28.240 και σ. 29.249-‐250, Koèer II. Με την παρατήρησή του αυτή ο Δαμασκηνός εγκαταλείπει την αριστοτελική διάκριση μεταξύ πρώτης και δευτέρας ουσίας καθώς αντιστρέφει, σε ό,τι αφορά στη θεότητα, τον τρόπο με τον οποίο υφίσταται η κοινότητα των ιδιωμάτων. Η «κατ’ επίνοια» διαίρεση των θεϊκών υποστάσεων δεν σημαίνει βέβαια ότι αίρεται η υπαρκτική διαφοροποίησή τους και ότι υπάρχει μόνο στο μυαλό μας. Ο Δαμασκηνός, με τη διαίρεση αυτή κατορθώνει να διασώσει την ενότητα και την πολλαπλότητα στην Τριάδα, τονίζοντας τη διάκριση χωρίς να οδηγηθεί σε διάσπαση και αποκλείοντας, συγχρόνως, τον κίνδυνο της συναλοιφής. Οδηγούμαστε έτσι στην Τριαδική Ενότητα, η οποία είναι πραγματική, «αλλά πραγματική κατά έναν διαφορετικό τρόπο από κάθε πολλαπλότητα στην κτίση», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Florovsky. Βλ. Florovsky George, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του έκτου, εβδόμου και ογδόου αιώνα, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Π. Πουρναρά, 1993, μτφρ. Παναγιώτου Πάλλη, σσ. 411-‐412.
25 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 92.9-‐11: «Hanc in Christo Nestorius duplicem esse conswtuit eo scilicet traductus errore, quod putaverit in omnibus naturis dici posse personam».
26 Ματσούκας Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β ́. Εκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Π. Πουρναρά, σειρά: Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη, αρ. 3, 1992, σ. 250.
27 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 92.16-‐22: «...sequitur ut duae videantur esse personae...».
28 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 94.26-‐27: «Quem coniuncwonis Graeci modum κατά παράθεσιν [ελληνικά στο κείμενο] vocant».
29 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 96.60-‐78: «Quid vero novi per adventum salvatoris effectum est? ...» και σ. 98.112-‐113: «Non est igitur salvatum genus humanum, nulla in nos salus Chrisw generawone processit...», πρβλ. Γρηγόριος Θεολόγος, Επιστολή 101, Source Chréwennes, τόμος 208, 32.2-‐3: «Το γαρ απρόσληπτον, αθεράπευτον, ο δε ήνωται Θεώ τούτο και σώζεται».
30 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 100.7-‐8: «Huius error ex eodem quo Nestorri fonte prolabitur».
31 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 102.16-‐20: «Itaque Nestorius recte tenens duplicem in Christo esse naturam sacrilege confitetur duas esse personas; Eutyches vero recte credens unam esse personam impie credit unam quoque esse naturam».
32 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 102.22-‐23: «...ait duas se confiteri in Christo naturas ante adunawonem, unam vero post adunawonem», και σ. 122.93-‐95: «Quia vero Paulo ante diximus Eutychen confiteri duas quidem in Christo ante adunawonem naturas, unam vero post adunawonem...», πρβλ. Ευάγριος Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 862, 2445A: «Ειρήκει γαρ (εννοείται ο Ευτύχιος) ̇ ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ».
33 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 112.83-‐84, 114.85-‐87: «At hi ita ex duabus quidem naturis Christum consistere, in duabus vero minime, hoc scilicet intendentes, Quoniam quod ex duabus consiswt ita unum fieri potest, ut illa ex quibus dicitur constare non maneant;».
34 Αριστοτέλης, Περί γενέσεως και φθοράς, 314b7-‐315a3 και 328a19-‐b14.
35 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 108.10-‐14 και 15-‐27, σ. 112.83-‐84, 114.85-‐99, σ. 114.103-‐109: «Nunc illud est manifestum convictam esse Eutychis sentenwam eo nominee, quod cum tribus modis fieri possit, ut ex duabus naturis una subsistat, ut aut divinitas in humanitatem translata sit aut humanitas in divinitatem aut utraque permixta sint, nullum horum modum fieri potuisse superius dicta argumentawone declaratur», πρβλ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Κατά ακεφάλων, §1.15-‐18, Koèer IV: «...ο δε Χριστός, ως είπον, τέλειος έστι θεός και τέλειος άνθρωπος και όλος θεός και όλος άνθρωπος. Διό ου μία έστι σύνθετος φύσις, αλλά μία υπόστασις εν δυσί φύσεσι γνωριζομένη και δύο φύσεις εν μία συνθέτω υποστάσει».
36 Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 120.91-‐92, 122.93: «...restat ut ea sit vera quam fide catholica pronunwat geminam substanwam sed unam esse personam».
37 Marenbon John, Boethius, ό.π. σ. 76.
38 Boethius, De fide Catholica, σ. 52.1-‐2: «Chriswanam fidem novi ac veteris testamenw pandit auctoritas».
πηγή: Aντίφωνο