Αν η Ρίτα Χαίηγουωρθ εκπροσωπούσε, με τη μέγιστη επάρκεια, αυτό που ορίζει ως θηλυκότητα η εποχή μας, δεν θα ήταν δυνατό να εντοπίσουμε πολλές “αλληγορίες” που να αποδίδουν περιεκτικότερα τη δυναμική τής Αντάμωσης τών Φύλων, μέσα στο δεδομένο πολιτιστικό πλαίσιο, όσο η διασταύρωση (ο γάμος και αργότερα ο χωρισμός) αυτής τής ακαταμάχητης θελκτικότητας με τη συναρπαστικη δημιουργικότητα του Όρσον Γουέλς.
Τι είναι, άραγε, αυτό που οδηγεί μια θυελλώδη επικοινωνία στη συντριβή της; Αν δεν θέλουμε να τό φανταστούμε – παρά την αντιπροσωπευτικότητα τού παραδείγματος – χωρίς βοήθεια, μάς τό εκθέτει με υποδειγματική ακριβολογία, σε κάποιο άρθρο του σ’ εφημερίδα, ένας ανυποψίαστος αμερικανός δημοσιογράφος: «Η μόνη συμβουλή που είχε να της δώσει [ο Γουέλς] ήταν να διαβάζει λογοτεχνία για να διευρύνει τούς πνευματικούς της ορίζοντες. Λίγο δύσκολο για μια γυναίκα που την αποκαλούσαν ήδη “θεά του σεξ”.»
Λίγο δύσκολο, λοιπόν, να προσηλωθεί στη λογοτεχνία μια γυναίκα που την αποκαλούν, εν τω μεταξύ, «θεά του σεξ».
Τι ευστοχία! Ίσως δεν έχουμε ξανασυναντήσει, σε δυο μόλις φράσεις, εξαντλητικότερη περιγραφή ενός απέραντου κόσμου: του (σύγχρονου δυτικού) κόσμου μας.
Αξία, εν προκειμένω, έχει να προσέξουμε πως, στους αντίποδες της περιδεούς στάσης τού δημοσιογράφου (ιδιοφυούς, πάντως, εκφραστή του μέσου ανδρικού όρου) αυτό που καταλαβαίνει κάθε δημιουργικός – όσο ο Γουέλς – άνθρωπος (δηλαδή: κάθε άνθρωπος που καταλαβαίνει) είναι ότι, χωρίς την ανάληψη μιας Σημασίας, και η πλεονεκτικότερη έστω συνθήκη παράγει Κενό. Δηλαδή π λ ή ξ η. Για το ¨τρομερό παιδί” του αμερικανικού κινηματογράφου, η ανέξοδη γενναιοδωρία της Ρίτας Χαίηγουωρθ ήταν μια υπόσχεση που δεν αξιωνόταν, ες αεί, να εκπληρωθεί. Η αυτοαναφερόμενη σαγήνη της, σύσταση μιας αυτούσιας απουσίας. Η περιπαθής της απάθεια, μαγνήτης μιας άθυμης, εν τέλει, επιθυμίας.
Έστω και... σφίγγοντας την καρδιά μας αντίκρυ στην άνευρη, όντως, έκφραση με την οποία η παιδεία που πλαισίωνε τον Ό. Γουέλς τού επέτρεπε να ανιχνεύει το βίωμά του (κι αντιπαρερχόμενοι, προς στιγμήν, το γεγονός ότι το καθιερωμένο σήμερα γυνακείο πρότυπο έλκει την καταγωγή του από το πεδίο ακριβώς της νεώτερης λογοτεχνίας) τον βλέπουμε πάντως να διαισθάνεται ζωηρά πως μόνο στη συνάντηση με μια α κ έ ρ α ι η Θηλυκότητα (δεκτική πρωτίστως τού συστατικού της Νοήματος) η ανδρική υπόσταση μπορεί να παραμένει γόνιμη – παράγοντας έργο με το καθολικό χαρακτηριστικό της γνήσιας ζωής: έναν πολυσήμαντο κυματισμό. Αντίθετα, αν του αρκούν οι όροι που θέτει ο δημοσιογράφος (και προσκομίζει η Ρ. Χαίηγουωρθ) η δημιουργικότητά του – στην καλύτερη περίπτωση – θα ξεδιπλωθεί στο μήκος ενός αμετάπειστα μονοσήμαντου σύμπαντος. Όπως συνήθως συμβαίνει στην τρέχουσα πολιτιστική παραγωγή.
Αν στρέψουμε το βλέμμα γύρω μας, είναι εύκολο να διαβλέψουμε την ιδιοσυστασία της θηλύτητας που εμπνέει έναν δημιουργό, ακριβώς από ετούτο το γνώρισμα. Ακόμα περισσότερο: Να εξηγήσουμε γιατί δεν κερδίζουν τη μάχη με το χρόνο τα καλλιτεχνικά έργα τού σήμερα. ΄Η τέλος γιατί (ως αφασικό υποκατάστατο της ελλείπουσας πολυσημίας) καταφεύγουν σε ολοένα εμφατικότερη συγκατάνευση στις σκοτεινές διαστάσεις της Επιθυμίας – τον πρώτο, ετούτον, ε ν ε π ι γ ν ώ σ ε ι σ κ ο τ α δ ι σ μ ό τής γήινης Ιστορίας.
Πρέπει νά ’χει κανείς την οξυδέρκεια τού Όρσον Γουέλς για να νοιώσει ότι αυτό που, εν προκειμένω, σπαρταράει (και στην προέλευση της έμπνευσης και στα αποτελέσματά της) δ ε ν είναι η Ζωή. Όπως, αυτή που συνηθίζει να κοιτάζει τον εαυτό της μέσα απ’ τα μάτια των άλλων – ή μέσα από φωτογραφικούς φακούς – δεν είναι η αρχέτυπη Έκπληξη. (Η έκπληξη της πρώτης ημέρας της Δημιουργίας.) Εκείνη που γονιμοποιεί την πλάση.
πηγή: Aντίφωνο
Κε Kαστρινάκη καλημέρα σας. Παρ’ ότι το κείμενό σας είναι, όπως φαίνεται, παλαιότερο προερχόμενο από έντυπο μέσο και δεν γνωρίζω ποιός ¨ευθύνεται” για την ανάρτησή του, θα ήθελα να σας πω ότι λυπούμαι που προσπαθείτε, όπως έχω δει και σε άλλα κείμενά σας, να πείτε τόσο απλά πράγματα με τόσο δυσνόητο και αντιερωτικό τρόπο (ως προς τον πάντα διαφεύγοντα πλην πανταχού ζωτικά αιτούμενο έρωτα, πολλώ μάλλον όταν στο κείμενο αυτό αναφέρεστε και στην εντονότατη σεξουαλική εκδοχή του). Με την γραφή σας, ενώ εν πολλοίς φανερώνεται ένας ικανός στην σκέψη κειμενογράφος, εισάγετε τόση κούραση στο βλέμμα μου (μπορείτε να με αποκαλείτε και “αναγνώστη”) και θολότητα στο νου μου, όχι μόνο σε σχέση με το φόντο των λεγομένων που ίσως να ήταν και ζητούμενο, αλλά δυστυχώς και σε σχέση με τα ίδια τα λεγόμενα. Και όταν φύγει το θολό τοπίο, επιστρέφω σε μια προ-κειμενική αντίληψη, σαν δηλαδή το κείμενό σας να μην γράφτηκε ποτέ. Ίσως όμως αυτό να έχει ενδιαφέρον, όπως και τα όνειρα που δεν βλέπουμε. Μπορεί και να μην θέλετε την γνώμη μου . Παρά ταύτα την καταγράφω και αν θέλετε προσπεράστε τη. Για να μην μακρηγορώ λοιπόν, για μένα, καταφέρνετε να παριστάνετε ότι γράφετε και εγώ να παριστάνω ότι διαβάζω. Μέσα σε τέτοια κείμενα χάνουν την αυταξία της πολυσημίας τους οι λέξεις και ξεχωρίζει θλιβερά μία παιανίζουζα ιδιώτευση ασκήσεων επί χάρτου. Ξεπροβάλει καθαρά η ανάγκη του γράφοντος να “διαβάζει” ο ίδιος τον εαυτό του ως αυτοθαυμαζόμενη και πολυσήμαντη ακατάσχετη ιδιοφυία. Ελπίζω να μην μιμήθηκα τον τρόπο γραφής σας, έτσι όπως διατύπωσα το σχόλιό μου.
ΥΓ. Επιθυμώ να σημειώσω ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να εννοηθεί από τα γραφόμενα μου πως αντιτίθεμαι στο αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός να γράφει με τον τρόπο και το ύφος που θέλει ή μπορεί. Είναι απαραβίαστο δικαίωμά του. Θα πρέπει να ομολογήσω λοιπόν ότι το «ορθόν» θα ήταν να προσπεράσω το δικαίωμα των γεγραμμένων σας και να πάω παρακάτω, όπως κάνουμε κάθε μέρα για πολλά άλλα πράγματα που μας ενοχλούν, εφόσον σε τελική ανάλυση, ειδικά στην περίπτωσή σας, κανείς δεν μου το επιβάλλει να σας διαβάζω. Πρέπει όμως, ως φαίνεται, να με ταλανίζει και μένα κάποιο ψυχολογικό ανικανοποίητο και εξ αιτίας του ψάχνω κι εγώ να μιλήσω σώνει και καλά , ίσως και με μια δόση ασυγχώρητης επιθετικότητας. Με δικαιολογώ όμως εν μέρει, διότι το όποιο σχόλιο μου εδώ προκύπτει από την ανάγκη μου να υπάρχει , στο forum αυτό του Αντιφώνου, η χαρά της επικοινωνίας (έστω και μόνο γραπτής), με όρους μεστού και ουσιώδους λόγου, δηλωτικού βαθύτερης εσώτερης ανάγκης για αυτοέκφραση , ενασχόλησης με τα ερωτήματα της ζωής και συγκρότησης ενεργού έμμεσης σχέσης μεταξύ των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Σχολιάζω λοιπόν το κείμενό σας εκ του τρόπου του, όπως κατ’ αναλογία θα σχολίαζα εκ του περιεχομένου την ολίσθηση της ιστοσελίδας σε θεματολογία κοσμετικής και μακιγιάζ .
[b]Η χαρά της κοινωνίας[/b]
[i]«Μπορεί και να μην θέλετε την γνώμη μου . Παρά ταύτα την καταγράφω και αν θέλετε προσπεράστε τη.» «Είναι απαραβίαστο δικαίωμά του.» «Με δικαιολογώ όμως εν μέρει, διότι το όποιο σχόλιο μου εδώ προκύπτει από την ανάγκη μου να υπάρχει , στο forum αυτό του Αντιφώνου, η χαρά της επικοινωνίας (…)»[/i]
Κύριε Γιαννούτσο, παραθέτω τις μόνες φράσεις, από το σχόλιό σας, οι οποίες παραλείπουν να περιλάβουν κάτι μελετημένα προσβλητικό, κατά βάρος μου. Σας ευχαριστώ για αυτές.
Πιθανολογείτε σε ένα σημείο [i]«μια δόση ασυγχώρητης επιθετικότητας»[/i], εκ μέρους σας!… Θα ήθελα να το διαψεύσω: Ασυγχώρητη φαίνεται να είναι μόνο η δική μου πρωτοβουλία, [i]όπως έχετε δει και σε άλλα κείμενά μου[/i], να συντάσσω παρόμοια πονήματα.
Όλα τα δεδομένα, θέλω να πω, συνηγορούν ότι η [i]«ενόχληση»[/i], την οποία δηλώνετε, προκύπτει απολύτως αιτιολογημένα – το λάθος είναι η συγγραφή τέτοιων κειμένων και, ακόμα περισσότερο (όπως δεν παραλείπετε να επισημάνετε) η ανάρτησή τους.
Αν όχι εγώ, τουλάχιστον πάντως το “Αντίφωνο” οφείλει να ενστερνισθεί την υπόδειξή σας.
Κε Καστρινάκη, νομίζω ότι με αδικέιτε όταν λέτε για “κάτι μελετημένα προσβλητικό”. Δεν υπήρχε από μέρους μου καμία συνειδητή προμελέτη και ούτε περίμενα να εκλάβετε το σχόλιο μου ως προσβολή προς το πρόσωπό σας. Ήθελα να αναφερθώ μόνο στα γραπτά σας και μόνο σε ό,τι αφορά στον τρόπο τους. Αντιλαμβανόμενος όμως , μετά την απάντησή σας, την λοξοδρόμηση της πρόθεσής μου στην αντίληψη του αποδέκτη, θα ήθελα να επισημάνω κάτι που θα έπρεπε να το είχα κάνει εξ αρχής. Τα ενδιαφέροντα σας και το βάθος της σκέψης σας με αφορούν και επιθυμώ να τα συναντώ στη ζωή μου. Αυτό που δεν επιθυμώ είναι να αντιλαμβάνομαι την αδιάλειπτη αιώρηση της σκέψης ως συμπαγούς και αδιαπέραστου νέφους πάνω από τα γεγονότα. Θα πρέπει πάντως να παραδεχθώ, όπως σίγουρα θα γνωρίζετε καλύτερα από μένα με δεδομένη την εμπειρία σας στον Κοινό Λόγο, ότι, αφού η ίδια η ύπαρξη υπερβαίνει την παρ-ουσία της, ειδικότερα αν η τελευταία «αποφασίζει» να ενεργεί, μπορεί όντως , από την παρ-ουσία του κειμένου μου ως αυτονομημένου σώματος λέξεων να αναδύεται η ύπαρξη του, που ενδεχομένως να είναι και προσβλητική. Πραγματικά λυπάμαι γι’ αυτό. Θα μπορούσα όμως, υπό τους όρους αυτούς, να εκλάβω και εγώ την απάντησή σας ως ειρωνική. Δεν έχω τέτοια πρόθεση και δεν στρέφω την προσοχή μου σε κάτι τέτοιο. Σας ευχαριστώ που απαντήσατε . Πιθανόν αν ποτέ η συγκυρία μας έδινε την ευκαιρία μιας δια ζώσης γνωριμίας να ήροντο οι παρεξηγήσεις. Αν θέλετε, μπορείτε τον τελευταίο λόγο εδώ να τον έχετε εσείς.
[b]Η ιδιωτική και η δημόσια έκφραση[/b]
Χαίρομαι, κ. Γιαννούτσο, διαπιστώνοντας πως, όταν η επικοινωνία μας γίνεται προσωπική, ξεπερνά τις δυσκολίες εκείνες στις οποίες προσκόπτει ενόσω παραμένει απρόσωπη.
Σε αυτό το μήκος κύματος, μάλιστα, μου δίνεται η ευκαιρία να απολογηθώ εξηγώντας ότι, ναι, η μείωση του “βαθμού προσβασιμότητας” ενός γραπτού είναι ένας χειρισμός ο οποίος μου παρέχει ασφαλώς υψηλότερο “δείκτη προστασίας”, όσον αφορά την υποδοχή από μέρους κάποιου παραλήπτη που θα θελήσει ενδεχομένως να συστηθεί [i]αντιρρητικά[/i] ως προς το περιεχόμενο τής εν λόγω γραφής.
Τη στιγμή εκείνη, ωστόσο, ο ίδιος ακριβώς χειρισμός αφήνει παντελώς εκτεθειμένο αυτό το γραπτό στη διαμαρτυρία που θα εκδηλωθεί εκ μέρους κάθε αναγνώστη ο οποίος πιθανώς [i]συμφωνεί[/i] με το περιεχόμενό του.
[b]Ενώ δηλαδή ο τρόπος ετούτος με προφυλάσσει από εχθρούς, με καταλείπει τελείως απροστάτευτο ενώπιον των φίλων.[/b]
Το διευκρινίζω αυτό – όχι διόλου για να κρατήσω την τελευταία λέξη της συνομιλίας στα χέρια μου – τα διευκρινίζω μονάχα για να μην παρεξηγηθεί μία φαινόμενη σιωπή μου ως δηλωτική απαξίωσης.
ΥΓ: Σε κάθε περίπτωση, ευχαριστώ για το ότι «παλέψατε» με το μικρό αυτό γραπτό – σε σημείο να υποστείτε τα σημαίνοντά του [i]ως συμπαγές και αδιαπέραστο νέφος[/i] – ενώ προφανώς η πιο εύλογη (αλλά και η πλέον ψυχρή) λύση θα ήταν να το είχατε απλώς παραβλέψει.