Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Μετά την δοκιμασία των πειρασμών στην έρημο ο Ιησούς οπλισμένος με την δύναμη του πνεύματος επιστρέφει στη Γαλιλαία κηρύττοντας στις συναγωγές. Η φήμη του γρήγορα εξαπλώνεται και πλήθη λαού συρρέουν να τον ακούσουν. ΄Ερχεται στον τόπο της καταγωγής του, τη Ναζαρέτ (Λουκ. 4,16-19), και την ημέρα του Σαββάτου πηγαίνει στη συναγωγή. Εκεί διαβάζει από το βιβλίο του Ησαΐα (61,1-2): «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». (Ο Κύριος με έχρισε και το πνεύμα του με κατέχει. Με έστειλε να φέρω χαρμόσυνο άγγελμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω εκείνους που η καρδιά τους είναι συντριμμένη, να κηρύξω στους αιχμαλώτους την απελευθέρωση και να δώσω στους τυφλούς το φως τους· να παρηγορήσω τους τσακισμένους και να διακηρύξω πως ήρθε ο καιρός της υποδοχής του Κυρίου). Και στρεφόμενος στο ακροατήριό του λέγει: «Σήμερον πεπλήρωται η γραφή αύτη εν τοις ώσιν υμών». (Σήμερα εκπληρώνεται ενώπιόν σας η γραφή αυτή).
Δεν μπορούμε να δούμε την επί του όρους ομιλία σαν κήρυγμα ή από καθέδρας διδασκαλία, αλλά περισσότερο σαν ομιλία προς αγαπητά πρόσωπα, σαν μια συνομιλία. Το χωρίο του Ησαΐα προαναγγέλλει σε ποιους απευθύνεται. Είναι οι ταπεινόφρονες πτωχοί τω πνεύματι, εκείνων που η ταπεινότητά τους χτίζεται μέσα στην απλότητα του νοός, οι πενθούντες, οι πράοι, οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνη, ήγουν την αγάπη και το έλεος του Θεού, οι ελεήμονες, οι καθαροί στην καρδιά, οι ειρηνοποιοί, οι διωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, εκείνοι που δέχονται ονειδισμούς, διώξεις και συκοφαντίες εξ αιτίας του. Ο Ιησούς δίνει υπόσταση σε εκείνους που μην έχοντας υπόσταση εν τω κόσμω εμμένουν στην ταπεινοφροσύνη και στην καθαρότητα της καρδιάς. Η επισήμανσή του ότι θα διωχθούν όπως και οι προφήτες παραπέμπει στην μακρά σειρά των θυμάτων που έδειξαν τον δρόμο προς την βασιλεία του Θεού: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ με φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγατέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς· αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25,34-40).
Η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η καθαρότητα της καρδιάς, είναι τα χαρακτηριστικά των κληρονόμων της βασιλείας των ουρανών. Πώς γίνεται να σταθεί κανείς σε κάτι τέτοιο; Τι σημαίνουν η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη, η καθαρότητα της καρδιάς στον κόσμο μας; Πώς μπορεί να υπάρξουν αν δεν αποτελούν ανάβρυσμα της καρδιάς; Πώς ανοίγει η καρδιά του ανθρώπου, ώστε να λάβει επίγνωσή τους; Και γιατί ο Ιησούς απευθύνεται στους πάσχοντες και σε εκείνους που θεωρούνται περιτρίμματα του κόσμου και ναυάγια της ζωής, άξιοι μόνο για περιφρόνηση; Ποια ριζική μεταστροφή υπαινίσσονται τα λόγια του; Ελάχιστοι στο διάβα των αιώνων τα εγκολπώθηκαν. Ωστόσο τους αποκαλεί «άλας της γης και φως του κόσμου». Μήπως υπονοεί την άρνηση του κόσμου εν ονόματι της βασιλείας των ουρανών; Στο σημείο τούτο θα πρέπει να ανατρέξουμε στους πειρασμούς που υφίσταται ο Ιησούς στην έρημο, στο περιεχόμενο των πειρασμών. Δεν είναι η απόρριψη και η άρνηση του κόσμου, αλλά η απόρριψη της εγκόσμιας ισχύος και της αλαζονείας που αναπόφευκτα την συνοδεύει, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τον σατανά. Εισάγει μιαν άλλη δύναμη, αδιανόητη για τους θεράποντες των μηχανισμών που διέπουν τον κόσμο, την δύναμη της αγάπης: «Στον Θεό υπάρχει μια μοναδική αγάπη και φιλευσπλαχνία που απλώνεται σε όλη την κτίση, μια αγάπη αναλλοίωτη, άχρονη και αιώνια», θα πει ο Ισαάκ ο Σύρος. Η αγάπη του Θεού είναι αναλλοίωτη και απροσωπόληπτη. Ανατέλλει το φως επί δικαίους και αδίκους.
«Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι. Αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται». Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (1,17-18) εντούτοις διαβάζουμε: «Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος· ότι ο νόμος δια Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο». Τούτο το λόγιο απηχεί και το Θεοτοκίο που ψάλλεται κατά τον Εσπερινό του Σαββάτου: «Παρήλθεν η σκιά του νόμου της χάριτος ελθούσης». Το πέρασμα από το Νόμο στη χάρη σηματοδοτεί και την αποκάλυψη του Πατρός που ξεκίνησε από την Παλαιά Διαθήκη και ολοκληρώνεται δια του Υιού στην Καινή. Ο Νόμος δόθηκε για τον κλειστό κόσμο της φθοράς, του μίσους, και της κακίας, αλλά και για να επιβιώσει μια κοινότητα. Η χάρις ανοίγεται στη βασιλεία των ουρανών. «Μη ουν τις υμάς κρινέτω εν βρώσει ή εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτω, α εστί σκιά των μελλόντων, το δε σώμα του Χριστού» (Κολ. 2,16-17). (Κανείς λοιπόν ας μην σας κρίνει για φαγητό ή ποτό ή σχετικά με γιορτή, ή με πρωτομηνιά ή με Σάββατα, τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, ενώ η ουσία βρίσκεται στον Χριστό). Ούτε ένα γιώτα ή μια κεραία του Νόμου δεν θα παρέλθει όσο ο κόσμος απορρίπτει τη βασιλεία του Θεού, εξακολουθώντας να υποκύπτει στους κανόνες του βασιλείου της βίας. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσά στη βασιλεία όπου κυριαρχεί ο ένας και μοναδικός κανόνας της αγάπης, και την βασιλεία όπου κυριαρχεί η βία, το μίσος, και το δίκαιο του ισχυρού. Οι άνθρωποι, επειδή είναι γαλουχημένοι στη λογική της καθημερινής σκληρότητας και των σχέσεων που υπαγορεύει, νομίζουν ότι η βασιλεία του Θεού είναι κάτι ανύπαρκτο, μια χίμαιρα, που το περιεχόμενό της κανένας δεν έχει διάθεση να εξετάσει και να λάβει υπόψη του. ΄Όλα τα χριστιανικά κηρύγματα αφορούν το πώς να πορευτεί κανείς μέσα στον κόσμο με τρόπο «χριστιανικό». ΄Όμως ο μόνος χριστιανικός τρόπος είναι η στάση του καθενός απέναντι ακριβώς σ’ αυτό το «ανύπαρκτο». Τότε φανερώνεται ο Υιός του Ανθρώπου, όχι έξω από μας, αλλά στις καρδιές και τους διαλογισμούς μας. Ο Θεός Λόγος αυτο-αποκαλύπτεται, αλλά ποια είναι η κατάσταση στον έρημο οίκο μας;
«Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου φονεύσεις· ος δ’αν φονεύσει ένοχος έσται τη κρίσει. Εγώ δε λέγω υμίν πας ο οργιζόμενος τω αδελφω αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει· ος δ’ αν είπη τω αδελφώ αυτού, ρακά, ένοχος έσται τω συνεδρίω· ος δ’ αν είπη, μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός». Το «ου φονεύσεις» δεν αρκεί κατά τον Ιησού. Δεν είναι ο εξοβελισμός της βίας με μια άλλη βίαιη πράξη, αλλά το ξερίζωμα του φόνου από την καρδιά του ανθρώπου. Του φόνου που διέπει την ιστορία. Και ο οργιζόμενος κατά του αδερφού του και εκείνος που κατακρίνει συμμετέχουν στην ενοχή του αρχέγονου φόνου, συμβάλλοντας στην παραγνώριση της κλήσης του ανθρώπου στη ζωή. Η βία τελικά θα στραφεί σε εκείνους στους οποίους ανήκει: «Αμήν λέγω υμίν, ήξει ταύτα πάντα επί την γενεάν ταύτην» (Ματθ. 23,36).
«Εάν ουν προσφέρεις το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθείς ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου…». Η προσφορά στο θυσιαστήριο επέχει δευτερεύουσα θέση ως προς τον πλησίον. Προέχει το άνοιγμα της καρδιάς. Η περιχώρηση του ενός με τον άλλον. Δεν αρκεί η προσφορά του δώρου και η ευλάβεια για να μας φέρουν κοντά στο Θεό, αλλά η στάση μας απέναντι στον άλλον. Ο πλησίον δεν είναι κάτι αφηρημένο, αλλά συγκεκριμενοποιείται στον άνθρωπο που συναπαντούμε στο δρόμο μας. «Αγάπη θέλω και όχι θυσία» (Ματθ. 9, 13), είναι η απάντηση του Ιησού στους Φαρισαίους όταν τον κατηγόρησαν ότι συνέτρωγε με τελώνες και αμαρτωλούς, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ωσηέ (6,6): «Έλεος θέλω και ου θυσίαν και επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα». Η θυσία και τα ολοκαυτώματα παραμερίζονται για να λάμψει η γνώση του Θεού. ΄Ετσι πλάθεται η καρδιά η καθαρή από την αλαζονεία και την εμπάθεια. Πώς όμως θα αλλάξει η σχέση μας προς τον αδελφό αν πρώτα δεν χαλιναγωγηθούν τα πάθη και οι επιθυμίες που γεννιούνται απ’ αυτά; Για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει να παραιτηθεί κανείς από πολλά. ΄Όμως η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να λογαριάζεται ως «θυσία». Δεν είναι θυσία η απόρριψη του ψεύδους εν ονόματι της αλήθειας. ΄Όταν κάποιος παραιτείται από τα δικαιώματα που εγείρουν τα πάθη του δεν σημαίνει ότι θυσιάζεται. Αντιθέτως εξανθρωπίζεται, έρχεται πιο κοντά στην πραγματική υπόσταση του «υιού του ανθρώπου», και εντός του ανοίγεται ο χώρος της αποδοχής των πάντων.
«Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου μοιχεύσεις. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτής ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού. Ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθεί εις γέενναν». Ο Ιησούς λέγοντας ότι κάθε ένας που επιθυμεί γυναίκα ήδη την εμοίχευσε στην καρδιά του, γνωρίζει ότι τούτο είναι αδύνατο να μη συμβεί. ΄Όμως οι αμέσως επόμενες φράσεις μας λένε κάτι άλλο. Δεν είναι το να υποκύψουμε σε μια αμαρτία, στις «επιταγές της σαρκός», αλλά να αποφύγουμε να γίνουμε αιτία σκανδάλου. Η ερμηνεία του σκανδάλου αποκλειστικά μέσα από την σεξουαλική προοπτική, κάτι που συμβαίνει μέχρι σήμερα, είναι που οδήγησε κατά τη γνώμη μου τον Ωριγένη στον ευνουχισμό.
Η αμαρτία δεν αποτελεί «βλάβη της τιμής του Θεού», όπως διατεινόταν ο Άνσελμος. Ο Θεός δεν βεβηλώνεται διότι είναι πέραν πάσης ανθρωπίνης αντιλήψεως, ούτε θέλει την τιμωρία κανενός. «Μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεού πειράζομαι· ο γαρ Θεός απείραστος εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα. Έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος». (Επιστ. Ιακώβου 1, 13-15). (Κανένας να μην πει ότι πειράζεται από τον Θεό. Ο Θεός δεν προσβάλλεται από το κακό και δεν πειράζει κανέναν. Καθένας παρασύρεται και δελεάζεται από την δική του επιθυμία). «Δεν είναι ίδιον του εύσπλαχνου Δημιουργού», θα πει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος, «να δημιουργεί λογικά όντα προκειμένου να τα παραδώσει ανελέητα στην ατέλειωτη οδύνη της τιμωρίας για πράγματα που τα γνώριζε ήδη πριν διαμορφωθούν, γνωρίζοντας πού θα κατέληγαν όταν τα δημιούργησε — και που, παρόλα αυτά, τα δημιούργησε. Επιπλέον, ο προσχεδιασμός της τιμωρίας και η εκδικητικότητα χαρακτηρίζουν τα πάθη των κτιστών όντων, και δεν ανήκουν στον Δημιουργό….Τέτοιες ενέργειες δεν ανήκουν σε Εκείνον, ο οποίος, πριν ακόμη απεικονιστεί ο κύκλος της εικόνας της δημιουργίας, γνώριζε όλα όσα υπήρξαν και όλα όσα θα υπάρξουν, ως προς τις προθέσεις και τις πράξεις των λογικών όντων». Το ζήτημα δεν είναι να καταστραφούμε, ή να υποφέρουμε στην αιωνιότητα, αλλά να αλλάξουμε τον τρόπο της ζωής μας, να αλλάξουμε τις προτεραιότητες και τις βλέψεις μας. Ο Ιησούς ζητά να ατενίσουμε με εμπιστοσύνη προς τον Θεό και να δούμε αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης να εκδηλώνεται ως καθημερινή πράξη, ως παρουσία μέσα στα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Τα περί εκδίκησης και τιμωρίας από τον Θεό δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματική φύση του, αλλά είναι προβολές του ίδιου του ανθρώπου πάνω στη θεότητα, ιδιότητες που χαρακτήριζαν όλους τους θεούς των αρχαϊκών θρησκειών.
«Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα μη σκανδαλισθήτε» (Ιωαν. 16,1), λέγει ο Ιησούς στους μαθητές του αναφερόμενος στο Πάθος του, το οποίο στα μάτια των μαθητών, αλλά και όλων ημών, αποτελεί σκάνδαλο πρώτου μεγέθους. Και θέλοντας να υπογραμμίσει τις ολέθριες συνέπειες του σκανδάλου που η επίδρασή του διαχέεται σε πολλούς και σε πολλά επίπεδα, λέγει πως είναι προτιμότερο να κόψουμε κάποιο από τα μέλη μας παρά να γίνουμε φορείς του. Τα ίδια περί των σκανδάλων επαναλαμβάνει και παρακάτω (Ματθ. 17, 7-10): «Ουαί τω κόσμω από των σκανδάλων· ανάγκη γαρ εστιν ελθείν τα σκάνδαλα· πλην ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται. Ει δε η χειρ σου ή ο πους σου σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτά και βάλε από σου· καλόν σοι εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν ή κυλλόν, ή δύο χείρας ή δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον. Και ει ο οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· καλόν σοί εστι μονόφθαλμον εις την ζωήν εισελθείν, ή δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις την γέενναν του πυρός». Στα Ευαγγέλια τα σκάνδαλα δεν σχετίζονται μόνο με καταστάσεις πραγμάτων. ΄Εχουν αφετηρία, αλλά και πλήττουν τον ίδιο τον άνθρωπο. Ουδείς μπορεί να ξεφύγει από την επίδρασή τους, καθώς τα σκάνδαλα συσσωρεύονται παρασύροντας τους πάντες στη δίνη τους, επηρεάζοντας τις επιθυμίες και τις βλέψεις του καθενός. Και όντως, ο στρόβιλος των σκανδάλων που μέσα του όλοι συμφύρονται ομοιάζει με την «γέεννα του πυρός». Η φράση «μη αντιστήναι τω πονηρώ» αποτελεί την στάση εκείνη που λυτρώνει από τα δίχτυα των αμοιβαίων προσβολών που επιφυλάσσει ο ένας για τον άλλον, όμως ποιος μπορεί να την αντέξει; «Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι το πονηρώ· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην· και τω θέλοντι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον». Κατά κάποιο τρόπο ο Ιησούς μας καλεί να υπερβούμε το δίλημμα ανάμεσα στο φονεύειν και το φονεύεσθαι. Η οδός της άνωθεν υιοθεσίας, η ξένη προς κάθε μορφής βία, περνά μέσα από τις καρδιές των ανθρώπων. Τούτο πιθανόν να δείχνει στα μάτια μας έναν Θεό ανίσχυρο και παθητικό, χωρίς την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα στην οποία ζούμε, τοποθετώντας τους πιστούς του στην τάξη των οιωνεί θυμάτων.
«Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα μη σκανδαλισθήτε» (Ιωαν. 16,1), λέγει ο Ιησούς στους μαθητές του αναφερόμενος στο Πάθος του, το οποίο στα μάτια των μαθητών, αλλά και όλων ημών, αποτελεί σκάνδαλο πρώτου μεγέθους. Και θέλοντας να υπογραμμίσει τις ολέθριες συνέπειες του σκανδάλου που η επίδρασή του διαχέεται σε πολλούς και σε πολλά επίπεδα, λέγει πως είναι προτιμότερο να κόψουμε κάποιο από τα μέλη μας παρά να γίνουμε φορείς του. Τα ίδια περί των σκανδάλων επαναλαμβάνει και παρακάτω (Ματθ. 17, 7-10): «Ουαί τω κόσμω από των σκανδάλων· ανάγκη γαρ εστιν ελθείν τα σκάνδαλα· πλην ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται. Ει δε η χειρ σου ή ο πους σου σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτά και βάλε από σου· καλόν σοι εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν ή κυλλόν, ή δύο χείρας ή δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον. Και ει ο οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· καλόν σοί εστι μονόφθαλμον εις την ζωήν εισελθείν, ή δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις την γέενναν του πυρός». Στα Ευαγγέλια τα σκάνδαλα δεν σχετίζονται μόνο με καταστάσεις πραγμάτων. ΄Εχουν αφετηρία, αλλά και πλήττουν τον ίδιο τον άνθρωπο. Ουδείς μπορεί να ξεφύγει από την επίδρασή τους, καθώς τα σκάνδαλα συσσωρεύονται παρασύροντας τους πάντες στη δίνη τους, επηρεάζοντας τις επιθυμίες και τις βλέψεις του καθενός. Και όντως, ο στρόβιλος των σκανδάλων που μέσα του όλοι συμφύρονται ομοιάζει με την «γέεννα του πυρός». Η φράση «μη αντιστήναι τω πονηρώ» αποτελεί την στάση εκείνη που λυτρώνει από τα δίχτυα των αμοιβαίων προσβολών που επιφυλάσσει ο ένας για τον άλλον, όμως ποιος μπορεί να την αντέξει; «Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι το πονηρώ· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην· και τω θέλοντι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον». Κατά κάποιο τρόπο ο Ιησούς μας καλεί να υπερβούμε το δίλημμα ανάμεσα στο φονεύειν και το φονεύεσθαι. Η οδός της άνωθεν υιοθεσίας, η ξένη προς κάθε μορφής βία, περνά μέσα από τις καρδιές των ανθρώπων. Τούτο πιθανόν να δείχνει στα μάτια μας έναν Θεό ανίσχυρο και παθητικό, χωρίς την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα στην οποία ζούμε, τοποθετώντας τους πιστούς του στην τάξη των οιωνεί θυμάτων.
Στα λόγια του Ιησού παρουσιάζεται ο κανόνας της βασιλείας με απαστράπτουσα καθαρότητα: «Εγώ δε λέγω υμίν· αγαπάτε τους εχθρούς υμών και προσεύχεσθε υπέρ των διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν τοις ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Στον Θεό δεν υπάρχει προσωποληψία, βλέπει και μεταχειρίζεται όλους τους ανθρώπους με την ίδια ευμένεια. Ούτε γίνεται να μεσολαβήσει ο ίδιος ως κριτής ανάμεσα στους εμπόλεμους αδελφούς. Ο Ιησούς μας καλεί να συμπεριφερθούμε όπως συμπεριφέρεται και ο Πατέρας, μας καλεί στην τελειότητα της αγάπης του ουράνιου Πατέρα. Πώς μπορεί να αντέξει κανείς αυτή τη στάση, αν δεν υπάρξει μια εσωτερική μεταμόρφωση; Αν δεν γεννηθεί μέσα του ο πραγματικός εαυτός, που δεν χαρακτηρίζεται από τα ατομικά του μοιασίδια, ή τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που του προσδίδει ο κόσμος;
«Προσέχετε την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το θεαθήναι αυτοίς……». Η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται εν κρυπτώ για να είναι πραγματική ελεημοσύνη, η προσευχή πρέπει να γίνεται εν κρυπτώ για να είναι πραγματική προσευχή. Η ελεημοσύνη και η προσευχή δεν εξαγοράζονται μήτε έχουν κάποιο αντίτιμο. Σμικρύνεται η καρδιά απ’ το περίσσευμα της ελεημοσύνης, και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει να γίνεται η παραμικρή βλάβη ή κάτι το λυπηρό στον κόσμο. Τούτη η σμίκρυνση της καρδιάς, αυτή η βυθομέτρηση της συντετριμμένης από τον πόνο του κόσμου καρδιάς, της ποτισμένης από νου, μας δίνει μια αίσθηση της θείας ευσπλαχνίας. Η καρδιά συντρίβεται από τον πόνο του κόσμου, όταν συναισθανθούμε πως δεν είμαστε αμέτοχοι στη βία και την διαστροφή, πως δεν είμαστε ενάρετα ξένοι προς το κακό που κυβερνά τον κόσμο. Συντριβή της καρδιάς σημαίνει την εγκατάλειψη όλων των προσωπείων και όλων των ιδιοτήτων εν ονόματι της αγάπης. ΄Όταν όμως η ελεημοσύνη γίνεται για επίδειξη, η συμπόνια καταλήγει να αποτελεί ιδιότητα ενός ρόλου, ασφαλώς σημαίνοντος για εκείνον που τον ασκεί και εκείνους που αρέσκονται να τον βλέπουν. Και ακόμη όταν οι πράξεις της ελεημοσύνης γίνονται προς τω θεαθήναι ακυρώνεται η βαθιά εκείνη προσοχή στον εαυτό.
«Προσέχετε την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το θεαθήναι αυτοίς……». Η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται εν κρυπτώ για να είναι πραγματική ελεημοσύνη, η προσευχή πρέπει να γίνεται εν κρυπτώ για να είναι πραγματική προσευχή. Η ελεημοσύνη και η προσευχή δεν εξαγοράζονται μήτε έχουν κάποιο αντίτιμο. Σμικρύνεται η καρδιά απ’ το περίσσευμα της ελεημοσύνης, και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει να γίνεται η παραμικρή βλάβη ή κάτι το λυπηρό στον κόσμο. Τούτη η σμίκρυνση της καρδιάς, αυτή η βυθομέτρηση της συντετριμμένης από τον πόνο του κόσμου καρδιάς, της ποτισμένης από νου, μας δίνει μια αίσθηση της θείας ευσπλαχνίας. Η καρδιά συντρίβεται από τον πόνο του κόσμου, όταν συναισθανθούμε πως δεν είμαστε αμέτοχοι στη βία και την διαστροφή, πως δεν είμαστε ενάρετα ξένοι προς το κακό που κυβερνά τον κόσμο. Συντριβή της καρδιάς σημαίνει την εγκατάλειψη όλων των προσωπείων και όλων των ιδιοτήτων εν ονόματι της αγάπης. ΄Όταν όμως η ελεημοσύνη γίνεται για επίδειξη, η συμπόνια καταλήγει να αποτελεί ιδιότητα ενός ρόλου, ασφαλώς σημαίνοντος για εκείνον που τον ασκεί και εκείνους που αρέσκονται να τον βλέπουν. Και ακόμη όταν οι πράξεις της ελεημοσύνης γίνονται προς τω θεαθήναι ακυρώνεται η βαθιά εκείνη προσοχή στον εαυτό.
Μιλώντας για την φιλανθρωπία ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει στο «Λόγο κατά τοκιζόντων»: «Αλλά και αν ακόμα προσφέρεις ελεημοσύνη που να είναι προϊόν απάνθρωπης εκμετάλλευσης, δεν θα είναι σαν καρπός των συμφορών των άλλων, γεμάτη δάκρυα και στεναγμούς; Αν γνώριζε ο φτωχός από πού προσφέρεις την ελεημοσύνη, δεν θα τη δεχόταν, γιατί θα αισθανόταν σαν να επρόκειτο να γευθεί σάρκες αδελφικές, σάρκες και αίμα συγγενών του. Και θα σου πετούσε κατάμουτρα γεμάτος θάρρος και φρονιμάδα τούτα τα λόγια: Μη με θρέψεις, άνθρωπε, από τα δάκρυα των αδελφών μου. Μη δώσεις στον φτωχό ψωμί βγαλμένο απ’ τους στεναγμούς των άλλων φτωχών. Μοίρασε στους συνανθρώπους σου όσα με αδικίες μάζεψες, και τότε θα παραδεχτώ την ευεργεσία σου. Ποιο το όφελος αν δημιουργείς πολλούς φτωχούς με την εκμετάλλευση και ανακουφίζεις έναν με την ελεημοσύνη; Αν δεν υπήρχε το πλήθος των εκμεταλλευτών, δεν θα υπήρχαν ούτε οι στρατιές των πεινασμένων. Αν έπαυαν οι λίγοι να συγκεντρώνουν όλο τον πλούτο, όλοι μας θα αποκτούσαμε τα προς το ζην». Τούτο το απόσπασμα του Γρηγορίου Νύσσης αντανακλά πιστεύω και τον λόγο του Ιησού περί του μη θησαυρίζειν θησαυρούς επί της γης, που ο σκόρος και η σαπίλα θα αφανίσουν και οι κλέφτες θα κατακλέψουν, ο οποίος και καταλήγει: «΄Οπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών». Στα πράγματα που είναι προσηλωμένος ο νους, βρίσκεται και η καρδιά. Όπου είναι προσηλωμένη η καρδιά, βρίσκεται και ο νους. Εκεί που βρίσκεται ο πολύτιμος μαργαρίτης, εκεί βρίσκεται και ο πραγματικός θησαυρός.
Η λιτή και απέριττη διατύπωση της Κυριακής προσευχής παρακινεί στην ανεύρεση του ουσιώδους. «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και δοθήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Λουκ. 11,9). Αν συνδέσουμε τούτο το λόγιο με την Κυριακή προσευχή καταλαβαίνουμε καλύτερα τον διττό χαρακτήρα της. Δια της προσευχής ζητούμε τον επιούσιο άρτο, αλλά και τον ουράνιο. Ζητάμε το πνεύμα του Θεού να κατασκηνώσει στη ζωή μας. Η σμίκρυνση της καρδιάς που προκαλείται από την πολλή καρτερία και ελεημοσύνη, είναι το ελάχιστο εκείνο χώμα όπου δεν υπάρχουν τα προσκόμματα που εμποδίζουν την προσευχή. Ο προσευχόμενος εύχεται υπέρ πάντων, γιατί δεν μπορεί να υποφέρει το κακό που κυβερνά την οικουμένη. Τότε η προσευχή γίνεται έσχατη πράξη.
Η λιτή και απέριττη διατύπωση της Κυριακής προσευχής παρακινεί στην ανεύρεση του ουσιώδους. «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και δοθήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Λουκ. 11,9). Αν συνδέσουμε τούτο το λόγιο με την Κυριακή προσευχή καταλαβαίνουμε καλύτερα τον διττό χαρακτήρα της. Δια της προσευχής ζητούμε τον επιούσιο άρτο, αλλά και τον ουράνιο. Ζητάμε το πνεύμα του Θεού να κατασκηνώσει στη ζωή μας. Η σμίκρυνση της καρδιάς που προκαλείται από την πολλή καρτερία και ελεημοσύνη, είναι το ελάχιστο εκείνο χώμα όπου δεν υπάρχουν τα προσκόμματα που εμποδίζουν την προσευχή. Ο προσευχόμενος εύχεται υπέρ πάντων, γιατί δεν μπορεί να υποφέρει το κακό που κυβερνά την οικουμένη. Τότε η προσευχή γίνεται έσχατη πράξη.
«Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν…..Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Ο πλούτος και η εξάρτηση απ’ αυτόν κλείνει τον δρόμο προς την βασιλεία, εγκλωβίζοντας στην ολέθρια σπείρα του θανάτου, απ’ όπου δεν υπάρχει διαφυγή. Ο Ιησούς δεν αναφέρεται σε κάποια άλλη θεότητα αλλά στον πλούτο, διότι αυτός είναι ο πραγματικός θεός που προσκυνούν οι άνθρωποι. Και τούτο στην εποχή μας φαίνεται ολοκάθαρα που ο πλούτος έχει αναχθεί σε αυταξία. Ο πλούτος μεταφράζεται σε εξουσία και κυριαρχία, και ποιος δεν είναι έτοιμος να διακινδυνεύσει –θα έλεγα να «θυσιάσει»– τα πάντα γι’ αυτές; «Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον· η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής· αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής». ΄Οταν το φως ανατέλλει, τι περιμένουμε να φέρει η μέρα; Τι περιμένουμε από τον ατελεύτητο χρόνο όπου μέσα του ελλοχεύει το κακό; Τα λόγια του Ιησού δείχνουν την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στραφούμε, έστω κι αν τα λεγόμενά του φαίνονται απραγματοποίητα.
«Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε…». Κανείς δεν διαφεύγει της κρίσεως που εκφέρει για τον άλλον. Κρίνοντας, η περιχώρηση με τον άλλον καθίσταται αδύνατη. Είναι εύκολο να δούμε το κάρφος στο μάτι του αδελφού, αλλά εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθούμε και να δεχτούμε την δοκό στο δικό μας μάτι, πιστεύοντας ότι βρισκόμαστε πάντα στην άλλη όχθη, προφυλαγμένοι από την κυκλική κίνηση, την σπείρα που αναπόφευκτα μας βάζει στην ίδια κατάσταση με τον άλλον. Είναι η υποκρισία που κανείς δεν αποφεύγει, εμμένοντας στην δήθεν διαφορά του: «Διο αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε, πας ο κρίνων· εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις, τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων» (Ρωμ. 2,1). Τα έργα της ζωής του είναι που κρίνουν τον καθένα.
Ο θαυμασμός του πλήθους όταν τελειώνει τους λόγους του, να μιλά σαν να έχει εξουσία, και όχι όπως μιλούσαν οι γραμματείς με τις μάταιες βεβαιότητές τους, ίσως έγκειται στο ότι δίνει μιαν απάντηση σε όλους τους φόβους που κατατρύχουν τον άνθρωπο όταν αφήνεται σε κάτι έξω από τον ίδιο, όταν αφήνεται στο άγνωστο, χωρίς να υψώνει τείχη γύρω του, χωρίς να ζητά βεβαιότητες στο έδαφος της καθημερινότητας, που από μόνο του δεν μπορεί να είναι ποτέ στέρεο. Είναι συντριπτικά τα δεινά που κατατρύχουν το κατακερματισμένο άτομο, που βάλλεται από παντού και παραπαίει μην έχοντας πού να στραφεί, αν δεν οικοδομήσει τον εαυτό του πάνω στην ασάλευτη πέτρα. ΄Όταν οι θεωρίες καταρρέουν και όλοι οι πολιτισμικοί λόγοι αποδεικνύονται άχρηστοι, όταν τα πάντα θεωρούνται εξοφλημένα, φανερώνεται ο λίθος ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες. «Πας ουν όστις ακούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αυτούς, ομοιώσω αυτόν ανδρί φρονίμω, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν….».
Ο θαυμασμός του πλήθους όταν τελειώνει τους λόγους του, να μιλά σαν να έχει εξουσία, και όχι όπως μιλούσαν οι γραμματείς με τις μάταιες βεβαιότητές τους, ίσως έγκειται στο ότι δίνει μιαν απάντηση σε όλους τους φόβους που κατατρύχουν τον άνθρωπο όταν αφήνεται σε κάτι έξω από τον ίδιο, όταν αφήνεται στο άγνωστο, χωρίς να υψώνει τείχη γύρω του, χωρίς να ζητά βεβαιότητες στο έδαφος της καθημερινότητας, που από μόνο του δεν μπορεί να είναι ποτέ στέρεο. Είναι συντριπτικά τα δεινά που κατατρύχουν το κατακερματισμένο άτομο, που βάλλεται από παντού και παραπαίει μην έχοντας πού να στραφεί, αν δεν οικοδομήσει τον εαυτό του πάνω στην ασάλευτη πέτρα. ΄Όταν οι θεωρίες καταρρέουν και όλοι οι πολιτισμικοί λόγοι αποδεικνύονται άχρηστοι, όταν τα πάντα θεωρούνται εξοφλημένα, φανερώνεται ο λίθος ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες. «Πας ουν όστις ακούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αυτούς, ομοιώσω αυτόν ανδρί φρονίμω, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν….».
Από τη μια είναι η πλατειά οδός που κατοικεί μόνον ο θάνατος, η οδός του πάντα χαμένου στοιχήματος, όπου όσες πόρτες κι αν κτυπήσουμε παραμένουν ερμητικά κλειστές, και από την άλλη η οδός της Βασιλείας, φαινομενικά άγονη αλλά στην πραγματικότητα η μόνη γόνιμη και η μόνη πραγματικά εύκολη, γιατί οι φραγμοί που αναμφίβολα μας αναμένουν δεν συγκρίνονται με τα εμπόδια που ορθώνει η ευκολοδιάβατη και απελευθερωτική, όπως φανταζόμασταν, οδός του ολέθρου και της καταστροφής. «Υμίν ουν η τιμή τοις πιστεύουσιν, απιστούσιν δε λίθος ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας και λίθος προσκόμματος και πέτρα σκανδάλου· οι προσκόπτοντες τω λόγω απειθούντες εις ο και ετέθησαν» (Α΄ Πετρ. 2,7-8). (Για σας που πιστεύετε, τούτος ο λίθος είναι πολύτιμος· για όσους δεν πιστεύουν είναι το λιθάρι που οι χτίστες πέταξαν σαν άχρηστο, και έγινε το πιο πολύτιμο αγκωνάρι, αλλά και λίθος όπου ο κόσμος θα σκοντάφτει και θα του είναι πέτρα σκανδάλου. Σκοντάφτουν όσοι δεν πιστεύουν στα λόγια του Θεού κι έτσι ακολουθούν τον δρόμο που μόνοι τους διάλεξαν).
«Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς» (Λουκ. 6, 27-29). Ο λόγος του Ιησού επιμένει πως βρίσκεται μέσα στις δυνατότητες του ανθρώπου. Δεν είναι εντολή ούτε μπορεί να πραγματοποιηθεί σαν τέτοια. Μόνο με την ελεύθερη συγκατάθεση του καθενός μπορεί να πραγματοποιηθεί. Με μια ασύλληπτη εσωτερική ελευθερία που δεν λογαριάζει μήτε τον εαυτό της.
πηγή: antifono.gr