Η σταθερότητα ήταν συνήθως αποτέλεσμα της, πρακτικής' τού να στριμώχνεις όσο γίνεται περισσότερους φτωχούς και πλούσιους στο μέσο και να τους κρατάς απασχολημένους στα αγροκτήματα και στα μικρομάγαζά τους, μακριά τόσο από τους αριστοκράτες όσο και από προοδευτικούς δημοκράτες, να τους διατηρείς στη φάλαγγα με τα δόρατα και τις ασπίδες τους, μακριά τόσο από τους έφιππους ευγενείς όσο και από τους μισόγυμνους ακροβολιστές. Ο στόχος των Ελλήνων δεν ήταν να δελεάσουν τους πιο εργατικούς του μέσου να αναρριχηθούν στις υλικές καταχρήσεις της κορυφής, αλλά μάλλον να πιέσουν την κορυφή προς τα κάτω και τη βάση προς τα πάνω. Δεν είναι συμπτωματικό το ότι ο Θησεύς, ο Σόλων, ο Πεισίστρατος και οι περισσότεροι άλλοι μυθικοί ή πρώιμοι πολιτικοί περιβάλλονται όλοι από ιστορίες τριών τάξεων, με τη μεσαία να θεωρείται ως το μοναδικό θεμέλιο της κοινωνίας.
Η πολιτική στην πόλη-κράτος συνήθως ακολουθεί το ίδιο σενάριο. Οι πλούσιοι προειδοποιούν εκείνους στο μέσον για τον αδαή και με εγκληματικές τάσεις όχλο από κάτω. Οι φτωχοί από κάτω, με τη σειρά τους, καθιστούν προσεκτικούς τους μεσαίους σε σχέση με τους άπληστους και αργόσχολους κηφήνες από πάνω. Όταν οι εποχές είναι καλές, οι αυτάρεσκοι μεσαίοι ακούνε την ανώτερη τάξη· όταν η τροφή είναι λίγη, προτιμούν περισσότερο αυτά που λένε οι άπλυτοι.»
Αυτό ουσιαστικά είναι η ελληνική πολιτική επιστήμη, μάλλον κυνική στο βάθος της: απόφευγε εξίσου τις παθολογίες των πλουσίων και των φτωχών, επιδιώκοντας μια σταθερή μεσαία τάξη· και να χαλιναγωγείς, χωρίς να αποξενώνεις, τους πιο προικισμένους. Η αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της έμφυτης, εγωιστικής φύσης του ανθρώπου -η κύρια πρόκληση και για την ίδια τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη -· θεωρήθηκε άλυτη από τους Έλληνες, κάτι που έπρεπε να ανατεθεί σε μιαν ανέφικτη Ουτοπία από τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και ελάσσονα ελληνικά μυαλά.
Στην ελληνική λογοτεχνία, με τραγικό τρόπο, υπάρχουν πάντα οι πλούσιοι· μερικές φορές είναι υψηλόφρονες αλλά συχνότερα εγωιστές, είτε ευφυείς είτε ηλίθιοι. Υπάρχουν πάντα οι φτωχοί, άλλοτε καταπώς τους αξίζει, άλλοτε θύματα εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ωστόσο τα άκρα μεταξύ τους είναι περισσότερο όμοια παρά ανόμοια, και είναι πολύ χειρότερα πλάσματα από εκείνους που βρίσκονται στο μέσον, που μόνο αυτοί -όπως πιστεύουν ο Αριστοτέλης, ο Αριστοφάνης και ο Ευριπίδης -σώζουν την πολιτεία. Ο Θησεύς στις Ικέτιδες του Ευριπίδη το λέει καθαρά: «Οι πλούσιοι δεν ωφελούνε και γυρεύουν πάντα περισσότερα· οι φτωχοί, που καν δεν έχουν το καθημερινό τους, φόβο φέρνουν καθώς, ξεγελασμένοι από το φθόνο και τους κακούς δημαγωγούς, σαΐτες ρίχνουν πικρές στους πλούσιους· η μεσαία μερίδα από τις τρεις σώζει τις πόλεις, φυλάγοντας της πολιτείας το νόμο» [στ. 238-245].
Με δεδομένη αυτή τη θλιβερή άποψη για την ανθρώπινη φύση, η πλησιέστερη ελληνική προσέγγιση σε μια λύση που θα έφερνε κοινωνική δικαιοσύνη για τους μη προνομιούχους, ενώ ταυτόχρονα θα διατηρούσε τα προνόμια και την ελευθερία δράσης για τους πιο επιθετικούς, εγωιστές και προικισμένους, ήταν και πάλι η διατήρηση και επέκταση των «μεσαίων». Όπως παρατήρησε ο λυρικός ποιητής Φωκυλίδης, «καλό πολύ υπάρχει στους μεσαίους· μεσαίος θέλω να 'μαι σε μια πόλη».
Απόσπασμα από το βιβλίο Ποιός Σκότωσε τον Όμηρο, των Victor Davis Hanson and John Heath, Εκδόσεις Κάκτος.