Αυτό που καθιστά τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες συγκλονιστικές, είναι ότι μιμούνται την ζωή. Η αρχαιοελληνική τραγωδία αναπαριστά με τον γλαφυρότερο τρόπο τις ανυπόφορες αγωνίες της ζωής, σκιαγραφώντας παράλληλα τα οικουμενικά πάθη που όλοι μας βιώνουμε, χωρίς ωστόσο να τα εκφράζουμε με τον ίδιο τρόπο.
Η Μήδεια του Ευριπίδη κατέχει μία ιδιαίτερη θέση στον αστερισμό της αρχαιοελληνικής τραγωδίας καθώς συνιστά μία από τις συνταρακτικότερες περιγραφές των πιο μύχιων συναισθηματικών καταστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο σκοπός της τραγωδίας αυτής, στην δική μου κατανόηση, είναι να παρουσιάσει τις καταστροφικές συνέπειες του μίσους οι οποίες εκφράζονται μέσα από την βάρβαρη δολοφονία των δύο της παιδιών. Ο αναγνώστης της τραγωδίας νιώθει αηδία, οργή και μίσος για την παιδοκτόνο. Περισσότερο από όλα όμως νιώθει αβοήθητος: αβοήθητος μπροστά στο «μένος της ψυχής», «αυτό που ευθύνεται για των ανθρώπων τα δεινά τα πιο μεγάλα».
Λαμβάνοντας υπόψιν τα σημεία των καιρών στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσω να παρουσιάσω ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την γυναικεία ψυχοπάθεια και τα δυναμικά της παιδοκτονίας έχοντας ως αφετηρία την ομώνυμη ηρωίδα της τραγωδίας του Ευριπίδη. Την ψυχαναλυτική κατανόηση των δυναμικών που συναντούμε στην γυναικεία ψυχοπάθεια θα συνοδεύσουν σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα αναφορικά με την συχνότητα, τον επιπολασμό αλλά και την συμπεριφορική εκδήλωση των συναισθημάτων οργής στις γυναίκες. Θα επιχειρήσω επίσης να διατυπώσω ορισμένες υποθέσεις σχετικά με το πιο αποτρόπαιο όλων των εγκλημάτων: την δολοφονία ενός παιδιού από το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την προστασία και την επιβίωση του: την μητέρα του.
Ο φόνος ενός παιδιού από την μητέρα του, ακόμη και αν διαπράττεται εν μέσω ψυχωτικού επεισοδίου, από άτομο δηλαδή που είναι δομικά ψυχωτικό, φανερώνει έναν θύτη με ψυχοπαθητική οργάνωση προσωπικότητας. Η ψυχοπάθεια είναι μία σοβαρή παρεκκλίνουσα διαταραχή της προσωπικότητας η οποία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υπέρμετρης ενστικτώδους επιθετικότητας και πλήρους απουσίας κάθε ικανότητας του σχετίζεσθαι με άλλους ανθρώπους. Όπως άλλωστε έγραψε κι ο Freud στο Ντοστογιεφσκι και Πατροκτονία: «Στον εγκληματία συναντάμε δύο βασικά χαρακτηριστικά: μία ισχυρή τάση για καταστροφή και απεριόριστο εγωισμό (ναρκισσισμό). Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συνοδεύονται από παντελή έλλειψη αγάπης και ενσυναίσθησης για οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα». Στα θεμέλια της ψυχοπάθειας βρίσκονται η οργή, ο φθόνος, η απουσία τύψεων και ενοχής και η ανικανότητα για δημιουργία οποιασδήποτε σχέσης.
Τι γνωρίζουμε όμως για τις γυναίκες που δολοφονούν και συγκεκριμένα για τις γυναίκες με έντονα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά; Ή για να το θέσω διαφορετικά, τι οδηγεί τις γυναίκες που σκοτώνουν; Έχουν τα ίδια κίνητρα με τους άντρες;
Δυστυχώς, γνωρίζουμε ελάχιστα για την γυναικεία ψυχοπάθεια και ακόμη λιγότερα για το πως αυτή εκδηλώνεται. Παρόλο που το 90% τοις εκατό των φόνων διαπράττονται από άντρες – και συνεπώς οι γυναίκες σκοτώνουν αρκετά σπανιότερα από τους άντρες – η βαρβαρότητα της εγκληματικής πράξης είναι παρόμοια με αυτή των αντρών. Αυτό το εξέφρασε πολύ πριν την ανάπτυξη της εγκληματικής ψυχολογίας ο Ευριπίδης εκ στόματος της Μήδειας: «αν οι γυναίκες αδικηθούν», είπε η Μήδεια, «εκδικούνται με αιμοβόρο πνεύμα». Σε ένα άλλο σημείο της τραγωδίας και με μία δόση ναρκισσιστικής υπεροχής η Μήδεια τονίζει την καταγωγή της από τον Ήλιο εμφαίνοντας ότι «σαν γυναίκα» έχει την ικανότητα να κάνει κακό όταν το θελήσει.
Μία ουσιαστική διαφορά των εγκλημάτων που διαπράττονται και από τα δύο φύλα, είναι ότι τα θύματα των γυναικών είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων γνωστοί τους ή πρόσωπα με τα οποία συνδέθηκαν συναισθηματικά στο παρελθόν. Θα μπορούσε συνεπώς να ρισκάρει κανείς την υπόθεση, χωρίς την πρόθεση απόλυτης γενίκευσης, ότι το μίσος και η οργή των γυναικών που διαπράττουν εγκλήματα κατευθύνεται σε άτομα που ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για αυτές.
Αναφορικά με την γυναικεία ψυχοπάθεια, τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε σήμερα μας δείχνουν ότι οι γυναίκες ψυχοπαθείς είναι λιγότερες από τους άντρες και ότι σημειώνουν χαμηλότερα σκορ (με ολίγες εξαιρέσεις) στην κλίμακα μέτρησης της ψυχοπαθητικής προσωπικότητας. Οι διαφορές στην εκδήλωση της ψυχοπάθειας, ωστόσο, μεταξύ των δύο φύλων αφορούν 4 άξονες: 1) την συμπεριφορά, 2) τα διαπροσωπικά χαρακτηριστικά, 3) του ενδοψυχικούς μηχανισμούς, και 4) τις διαφορετικές κοινωνικές νόρμες που μπορεί να διέπουν την συμπεριφορά των δύο φύλων. Για παράδειγμα, οι γυναίκες ψυχοπαθείς τείνουν να είναι περισσότερο χειριστικές και παρορμητικές, ενώ χρησιμοποιούν περισσότερο ψυχολογική βία εν αντιθέσει με τους άντρες που χρησιμοποιούν κατά βάση σωματική. Οι ερευνητικές αποδείξεις για όλα αυτά όμως δεν είναι ακόμη τόσο ισχυρές και αφορούν την μέτρια εκδήλωση της ψυχοπάθειας. Στην ακραία της μορφή η ψυχοπάθεια φαίνεται ότι εκδηλώνεται με τον ίδιο βαθμό τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Ας επιστρέψουμε όμως στην Μήδεια.
Η «οπισθοχώρηση της Μηδείας»
Τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα έκδηλα στην περίπτωση της Μήδειας, ενώ μπορεί να τα δει κανείς αν μελετήσει διάσημες περιπτώσεις παιδοκτονιών (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Diane Downs). H Mήδεια διαπράττει το απεχθέστερο των εγκλημάτων ούσα απογυμνωμένη από κάθε συναίσθημα τύψεων και ενοχής. Αναμφίβολα, λοιπόν, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η Μήδεια παρουσίαζε σοβαρή ψυχοπαθητική διαταραχή.
Ο εσωτερικός κόσμος της Μήδειας χαρακτηρίζεται από μίσος, οργή και κυρίως φθόνο. Το μίσος και ο φθόνος αποτελούν πρωτόγονες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και διαφοροποιούνται από την οργή. Ενώ η οργή είναι μία παρωδική συναισθηματική κατάσταση, το μίσος και ο φθόνος αποτελούν παγιωμένες και σταθερές καταστάσεις και κυρίως ένα τρόπο του σχετίζεσθαι με τους άλλους. Τα δύο καταστροφικά αυτά συναισθήματα, τα οποία συχνά εκδηλώνονται μέσα από ακραίες μορφές επιθετικότητας, συνιστούν επίθεση στις πηγές της ζωής, στην ίδια την ζωή. Ο στόχος είναι να καταστραφεί κάθε τι καλό και όμορφο που δεν μπορεί να κατέχει ο ψυχοπαθητικός θύτης.
Ο φθόνος της Μήδειας εκδηλώνεται με τον πιο πρωτόγονο τρόπο μέσα από την άγρια δολοφονία των παιδιών της από τα ίδια της τα χέρια. Η μοχθηρία και η πλήρης απουσία ενσυναίσθησης και ενοχής συνταράσει τον αναγνώστη: «από τα χέρια μου κανείς δεν τα σώζει». Αργότερα προσπαθεί να δικαιολογήσει την αποτρόπαιη αυτή πράξη λέγοντας στις γυναίκες του χορού πως δεν αντέχει τον περίγελο των εχθρών της φανερώνοντας έτσι την ναρκισσιστική της περηφάνια και το άκαμπτο της απόφασης της: «έτσι να γίνει», αναφέρει.
Τι είναι αυτό που οδήγησε όμως την Μήδεια στην παιδοκτονία;
Είναι δύσκολο κανείς να ερμηνεύσει το γιατί μία μητέρα προέβη σε μία τέτοια πράξη ακραίας βαρβαρότητας χωρίς να έρθει αντιμέτωπος με τα δικά του συναισθήματα οργής και μίσους. Πράγματι, τέτοιους είδους πράξεις εγείρουν δολοφονική οργή και μίσος προς τον θύτη και αυτό, όσο παράδοξο και οξύμωρο κι αν ακούγεται είναι απολύτως φυσιολογικό. Όπως έχω γράψει σε παλαιότερη ανάρτηση, η βαρβαρότητα ενός εγκλήματος μετράται μέσα από την αντίδραση του κοινού. Το μίσος του κοινού για την τιμωρία προέρχεται μερικώς από την ταύτιση του με το θύμα (εν προκειμένω με ένα αδύναμο, αβοήθητο και κυρίως αθώο παιδάκι), αλλά και μέσα από την ταύτιση με την σαδιστική φύση της ψυχοπαθητικής προσωπικότητας: έτσι επιθυμεί το κοινό να υποφέρει η θύτης όσο υπέφερε το αθώο θύμα.
Στην περίπτωση της Μήδειας – και αυτό δεν γενικεύεται σε όλες τις περιπτώσεις παιδοκτονίας – η απόρριψη και η εγκατάλειψη από τον άντρα της φαίνεται να συνετέλεσε σημαντικά στην «ψυχοπαθητική οπισθοχώρηση» που είχε ως αποτέλεσμα την δολοφονία των παιδιών της. Σήμερα, οι ειδικοί ψυχικής υγείας γνωρίζουμε τις καταστροφικές συνέπειες τις εγκατάλειψης στον ψυχισμό ενός ατόμου και το πως αυτή συνδέεται με ακραίες μορφές επιθετικότητας. Σε αυτή την διαπίστωση φαίνεται ότι είχαν προβεί πριν από χιλιάδες χρόνια και οι αρχαίοι Έλληνες, ενώ το ίδιο μοτίβο το συναντάμε στην τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους. Εδώ, η τραγωδία ξεκινάει με την εγκατάλειψη του Οιδίποδα από τους γονείς και καταλήγει στην δολοφονία του Πατέρα του και στην αυτοκτονία του ίδιου.
Ο Ευριπίδης τοποθετεί την «ψυχοπαθητική οπισθοχώρηση» της Μηδείας την στιγμή που ο Κρέοντας της ανακοινώνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει την πατρίδα της. Η Μήδεια είναι απελπισμένη, απογοητευμένη μα περισσότερο από όλα ταπεινωμένη. Λέει ότι η ζωή της καταστράφηκε και ότι πρέπει να απαρνηθεί τις χαρές του βίου και να πεθάνει. Βιώνει ανείπωτο πόνο για αυτό που της συνέβη και εμφανίζεται απαρηγόρητη επικαλούμενη τον δικό της θάνατο. Νιώθει βαθύτατα προδομένη. Στο σημείο αυτό η οργή και το μίσος της Μήδειας κατευθύνονται προς τον εαυτό της και δεν έχει ακόμη κυριευτεί από την ιδέα να σκοτώσει τα παιδια της.
Σταδιακά όμως το μίσος της Μήδειας κατευθύνεται προς τον Ιάσωνα. Τα συναισθήματα της για αυτόν έχουν αλλάξει εντελώς και πλέον τον μισεί. Διαβάζοντας την τραγωδία μπορεί κανείς να δει πως το μίσος αρχίζει και πλημμυρίζει τον ψυχισμό της Μήδειας και ξεχύνεται προς όλους: ξεκινά από τον εαυτό της, μεταφέρεται στον άντρα της, έπειτα στην κοινωνία μέσα στην οποία ζει και τέλος στα παιδιά της.
Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις της Μήδειας είναι έντονες και συνεχείς. Ο αναγνώστης παρατηρεί τον εσωτερικό της διάλογο και τις περιγραφές της: «Μην εκτελέσεις ποτέ τέτοιο έργο»…. «άφησε τα παιδιά σου»… «λυπήσου τους γιούς σου». Ο εσωτερικός αυτός διάλογος φανερώνει ότι η συνείδηση της Μήδειας δεν ήταν τελείως απούσα και δείχνει την προσπάθεια να επικοινωνήσει με το ανθρώπινο κομμάτι της πριν οπισθοχωρήσει σαδιστικά στο σκοτεινό αυτό ψυχοπαθητικό καταφύγιο.
Όμως η ψυχή της Μήδειας δεν μπορεί να χωρέσει την ταπείνωση. Δεν μπορεί να μεταβολίσει τον ψυχικό πόνο που της έχει προκαλέσει η απόρριψη του Ιάσωνα. Η αμφιταλάντευση ανάμεσα στα μητρικά της συναισθήματα και την επιθυμία για εκδίκηση δεν σταματά. Η απελπισία την έχει κυριεύσει: «δεν έχω λιμάνι στην συμφορά μου αυτή», τονίζει.
Η αγάπη αδυνατεί να κυριαρχήσει στο μίσος και ο ψυχισμός της Μήδειας πλημμυρίζει από μίσος. Τονίζει ότι δεν θα αφήσει κανέναν από τους εχθρούς της χωρίς τιμωρία διατυμπανίζοντας ότι άνθρωποι που την πλήγωσαν πρέπει να πεθάνουν με κάθε τίμημα. Επιδιώκοντας να εκδικηθεί τον Ιάσωνα το μίσος της για αυτόν την οδηγεί στο να σκοτώσει τα παιδιά της Γνωρίζει ότι τα παιδιά είναι σημαντικά για τον Ιάσωνα για τον λόγο αυτό ο θάνατός τους αποτελεί την οδυνηρότερη εκδίκηση.
Η παιδοκτόνος του Ευριπίδη έχει απόλυτη επίγνωση της πράξης της η οποία αποτελεί μία ναρκισσιστική ένδειξη υπεροχής και σαδιστικού ελέγχου. Μιλώντας για το πως νιώθει η Μήδεια τονίζει ότι κανείς δεν πρέπει να την νομίσει ταπεινή, μαλακή ή αδύναμη. Αντιθέτως είναι σκληρή και αδυσώπητη με τους με τους εχθρούς της. Γνωρίζει πολύ καλά ότι διαπράττει το μέγιστο κακό και είναι σε πλήρη επαφή με την πραγματικότητα: «καταλαβαίνω βέβαια το κακό που πάω να κάνω, όμως πιο δυνατό από την λογική μου είναι το μένος της ψυχής αυτό που ευθύνεται για των ανθρώπων τα δεινά τα πιο μεγάλα».
Η δολοφονία ενός παιδιού από την μητέρα του αποτελεί μία ακραία ψυχοπαθητική πράξη μίσους και φθόνου. Συνιστά οπισθοχώρηση στο πιο πρωτόγονο και σκοτεινό κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα παιδί συμβολίζει την δημιουργία, την αγάπη και κυρίως την ζωή. Αποτελεί πράξη δημιουργίας και αγάπης μεταξύ δύο ανθρώπων: ίσως την υψηλότερη μορφή δημιουργίας. Η Μήδεια όμως, απογυμνωμένη από κάθε συναίσθημα αγάπης και ενοχής δολοφονεί τα παιδιά της και συμβολικά καταστρέφει καθετί ζωντανό. Η δολοφονία ενός παιδιού αποτελεί μία κατάφορη επίθεση σε ότι πιο δημιουργικό μπορεί να υπάρξει. Συνιστά επίθεση σε κάθε έννοια ανθρωπισμού και απειλεί την κυριαρχία της αγάπης πάνω στο μίσος.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη, φιλοτεχνημένο το 1930.