Ανδρέας Χατζηχαμπής
Ένας χρόνος τελειώνει απόψε. Εκπνέει σιγά-σιγά με κάθε δευτερόλεπτο που περνά, με κάθε δευτερόλεπτο που πεθαίνει. Αλήθεια πόσο συνυφασμένος είναι ο χρόνος με την απώλεια, με τον θάνατο, με το τέλος, το κάθε τέλος. Κάθε ώρα σκοτώνει 3,600 δευτερόλεπτα, κάθε μέρα σκοτώνει για πάντα 86,400 δευτερόλεπτα, κάθε χρόνος στέλνει στην ανυπαρξία 31,536,000 δευτερόλεπτα ή 31,622,400 δευτερόλεπτα στα δίσεκτα έτη, όπως συμβαίνει με αυτό που προσμένουμε με ανυπομονησία να ’ρθεί. Μήπως γι’ αυτό ονομάστηκαν δίσεκτα έτη; Μήπως γιατί περιέχουν μερικές εκατοντάδες αποτελειω
μούς δευτερολέπτων παραπάνω;
Πόση όμως ζωή έχουμε χωρέσει μέσα στα έτη μας; Πόσες στιγμές έχουμε στ’ αλήθεια ζήσει μέσα στην εκατόμβη των νεκρών δευτερολέπτων; Πότε ζούμε πραγματικά μέσα στο φως των στιγμών μας; Τρέχουμε με το αυτοκίνητό μας, τρέχουμε μέσα στους δαιδαλώδεις δρόμους της ζωής, τρέχουμε καθισμένοι στο γραφείο μας, μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή μας για να χωρέσουμε μέσα στον χρόνο μας περισσότερα, να μαζέψουμε περισσότερα, να πάρουμε περισσότερα. Μήπως όμως αυτά που χάνουμε είναι περισσότερα από αυτά που κερδίζουμε; Μήπως αυτά που χάνουμε αξίζουν περισσότερα από αυτά που κερδίζουμε; Πόσο αγαπήσαμε μέσα στον χρόνο που πέρασε; Πόσο κερδίσαμε σαν άνθρωποι μέσα στον χρόνο που πέρασε; Πόσο μοιραστήκαμε τις χαρές, τις λύπες, τις νίκες, τις ήττες, τις επιτυχίες, τις αποτυχίες τις δικές μας και των δίπλα μας; Πόσο ζήσαμε τις στιγμές μας; Πόσο παίξαμε με τα παιδιά μας; Πόσο ερωτευτήκαμε με την αγαπημένη μας; Πόσο χαρήκαμε τη φύση; Πόσο μιλήσαμε με τον Θεό;
Ζήσαμε τις στιγμές του μικρού παιδιού που κοιμάται στην αγκαλιά του Κυρίου; Είδαμε το πρώτο φύλλο που ’πεσε κίτρινο στην αγκαλιά του Φθινοπώρου; Χαρήκαμε το ηλιοβασίλεμα στην αγκαλιά της αγαπημένης μας; Βρήκαμε τον εαυτό μας μέσα στο πλήθος που μας περιτριγυρίζει; Μας αναγνωρίζει ο Θεός με τ’ όνομά μας μέσα στις μάζες των δισεκατομμυρίων; Ζωντανέψαμε τη ψυχή μας κερνώντας την φως;
Πόσα απ’ αυτά που σχεδιάσαμε καταφέραμε να υλοποιήσουμε; Πόσα από αυτά που ξεκινήσαμε ολοκληρώσαμε; Για πόσα από αυτά που ολοκληρώσαμε είμαστε πραγματικά ευτυχείς κάτω απ’ το φως της ζωής, Της όντως ζωής; Πόσες Ιθάκες φτάσαμε; Σε πόσες Ιθάκες επιστρέψαμε; Πόσα ευχαριστώ είπαμε; Πόσα ξεχάσαμε; Πόσους ξεχάσαμε;
Ας προσπαθήσουμε στον χρόνο που έρχεται να μετατρέψουμε την εκατόμβη των νεκρών δευτερολέπτων σε ένα πολύχρωμο λιβάδι ζωντανών και φωτεινών στιγμών. Ας χωρέσουμε στον χρόνο μας το γέλιο των παιδιών, ας χαρούμε με τον διπλανό μας, ας ανθίσουμε το χάραμα με τα λουλούδια του κήπου μας, ας κλάψουμε με τον θλιμμένο. Μπορούμε να γίνουμε η ελπίδα στον απελπισμένο, η χαρά στον λυπημένο, η γαλήνη στον θυμωμένο, η δικαιοσύνη στον αδικημένο. Ας γίνουμε εμείς το λιμάνι στην τρικυμία, το φως στη μέρα, η αγάπη στη ζωή τη δική μας και τον γύρω μας. Ας ταχθούμε με το μέρος της αθωότητας, ας δημιουργήσουμε το μέλλον που ονειρευόμαστε κι ας ανάψουμε τις ψυχές μας με το άκτιστο φως της χάριτος. Φλόγες αείφωτες μέσα στην οικουμένη.
Καλή και ευλογημένη χρονιά.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Οι τέσσερις εποχές") είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο