Γιώργος Αντωνιάδης*
Η παρούσα κρίση οδηγεί μια μεγάλη πλειοψηφία ιδίως των νέων και μορφωμένων Ελλαδιτών σε μία αποδημία αναζήτησης καλύτερων όρων ζωής που διαφέρει κατά πολύ από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αντίστοιχων του 20ου αιώνα. Το φαινόμενο αυτό παρά τα όσα αρνητικά συνεπάγεται για τον πνευματικό και δημογραφικό μαρασμό του εθνικού κέντρου, παρουσιάζει και μία θετική πλευρά που είναι ανανέωση και ενδυνάμωση της Ελληνικής Διασποράς. Η Διασπορά δύναται να λειτουργήσει σε μεγάλο βαθμό ως υποδοχέας των «νέων» ξενιτεμένων του 21ου αιώνα και να διαμορφώσουν από κοινού τις συνθήκες εκείνες για την ανάδειξη ενός Νέου Οικουμενικού Ελληνισμού. Ο όρος Οικουμενικός Ελληνισμός έχει πολλές φόρες αποδώσει στον δημόσιο λόγο την έννοια της ελληνικής ταυτότητας ως ένα άθροισμα του εθνικού κέντρου και των κατά τόπους κοινοτήτων της Ελληνικής Διασποράς. Η λογική αυτή απηχεί μια συσταλτική αντίληψη για την ίδια την ελληνική ιδιαιτερότητα σύμφωνα με την οποία η ελληνικότητα εξαντλείται σε ένα σύνολο επιμέρους χαρακτηριστικών όπως η κοινή καταγωγή, η κοινή γλώσσα, τα κοινά ήθη και έθιμα και ενδεχομένως και σε παλαιότερες γενεές, αν όχι και τώρα, και η κοινή πίστη.
Αυτή η αφήγηση της ελληνικότητας είναι που οδήγησε στην μετατροπή της εθνικής μας ταυτότητας σε ένα μουσειακό είδος το οποίο δεν εξυπηρετεί παρά μονάχα στην διατήρηση κάποιων συναισθηματικών δεσμών με την Ελλάδα. Βάσει αυτών των δεδομένων, οικοδομήθηκε, με κύρια ευθύνη της Ελλαδικής Πολιτείας, ένα στατικό σχήμα σχέσεων μεταξύ της Διασποράς και του Εθνικού Κέντρου, το οποίο περιγράφεται από ένα είδος υπαγωγής του δυναμικού της Ομογένειας στις κρατικές επιδιώξεις της εκάστοτε Ελληνικής Κυβέρνησης. Βεβαίως, όλοι οι μεταπολιτευτικοί φορείς εξουσίας δεν φέρουν τις ίδιες ευθύνες για αυτό το φαινόμενο, περιστατικής και περιπτωσιολογικής χρησιμοποίησης τους, υπέρ κοινών «εθνικών» αγώνων.
Η παραπάνω περιγραφή των σχέσεων μεταξύ της Ομογένειας και του Εθνικού Κέντρου εάν διαιωνιστεί, μπορεί να οδηγήσει τις συγκαιρινές και δη τις επόμενες γενιές των Ελλήνων Απόδημων να μετεξελιχτούν από Έλληνες της Διασποράς σε αφομοιωμένους πολίτες των χωρών υποδοχής τους, διατηρώντας μια ανάμνηση Ελληνικής καταγωγής σε φολκλορικό επίπεδο. Σε καμία περίπτωση, δεν καταφρονούμε τους συναισθηματικούς δεσμούς ή τις μνήμες παράδοσης της Διασποράς, αλλά δεν επιθυμούμε στον 21ο αιώνα αυτά τα δύο στοιχεία να είναι το επίκεντρο μίας προσπάθειας για την αναδιαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού και την εκ παράλληλου δημιουργική συμπόρευση του με τον Ύστερο Νεωτερικό Πολιτισμό. Το αναφέρουμε αυτό διότι οι κολοσσιαίες ανακατατάξεις που συνοδεύουν την εκπνοή της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, λόγω της παγκόσμιας ανακατανομής οικονομικής ισχύος και εξαιτίας της ανάδειξης νέων κρατικών ή μη κρατικών δρώντων στο διεθνές προσκήνιο, υπομνείουν την δυνατότητα ανάληψης ενός νέου ρίσκου ενώ το εθνικό κέντρο καταρρέει, αρχής γενομένης με την οικονομική και δημογραφική του παρακμή. Αυτό το ρίσκο αφορά την λανθάνουσα ευκαιρία ο Οικουμενικός Ελληνισμός να διαδραματίσει ένα πολύπλευρο ρόλο –πολιτισμικό, πολιτικό, οικονομικό- για την εκδίπλωση ενός μετανεωτερικού πολιτισμικού παραδείγματος στον 21ο αιώνα.
Προϋπόθεση αυτού του νέου ελληνικού υποδείγματος με οικουμενική διάσταση δεν είναι άπλα η λειτουργική ανάγνωση των κινδύνων και των ευκαιριών του διεθνούς συστήματος από μια ικανή πολιτική και οικονομική ελίτ που θα συστήσει ένα πολύτροπο και κραταιό δίκτυο των ελληνίδων κοινοτήτων ανά τον κόσμο. Αλλά αποτελεί ευθύνη μίας πνευματικής ελίτ, ιδίως της ακαδημαϊκής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας της Διασποράς που θα εμπνεύσει τις κατά τόπους κοινότητες των Ελλήνων να ανασυστήσουν μέσω νοηματοδοτημένων κριτήριων και επίλογων του καθημερινού τους βίου, την ελληνικότητα που το εθνικό κέντρο τυποποίησε προς άγραν ψήφων ή συντελεστών κρατικής ισχύος. Ο λόγος για τον οποίο προκρίνεται η πνευματική ελίτ έναντι της οικονομικής και πολιτικής ελίτ και μάλιστα της Διασποράς έναντι του Εθνικού Κέντρου οφείλεται στους ιστορικούς και κοινωνικούς εθισμούς ιδιωτείας του νεοελληνικού κράτους, στοιχεία που ταλαντώθηκαν σε ανεπανάληπτο βαθμό από το μεγαλύτερο δημεγέρτη και δημοκόπο της Νεώτερης Ελλάδος, τον ιδρυτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ, Ανδρέα Παπανδρέου. Αντιθέτως, η Ομογένεια χάριν της αυτόνομης δικτυακής της οργάνωσης δεν απορρόφησε στην επαφή της με το εθνικό κέντρο όλα τα διαλυτικά φαινόμενα που κατέστησαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος, ένα παράδοξο μείγμα κρατικοδίαιτης ιδιωτείας.
Έτσι, λοιπόν, το κυριότερο βάρος πνευματικής αναγέννησης του Ελληνισμού πέφτει στους ωμούς των σύγχρονων κοινοτήτων των Ελλήνων κάτι το οποίο ενδεχομένως θα συνεπιφέρει και την οικονομοπολιτική ανάδυση του εθνικού μας κέντρου από το σημερινό του τέλμα. Ο λόγος που τονίζουμε ότι οι κοινότητες της διασποράς θα πρέπει να στοχεύουν πρωτίστως σε μια πνευματική αναγέννηση σχετίζεται με το είδος της ανάκαμψης που οφείλει να προηγηθεί, αν θέλουμε να προκριθούμε μέσω μιας ποιοτικής διαφοροποίησης από το κυρίαρχο και παράλληλα μετεξελισσόμενο Νεωτερικό Παράδειγμα. Για αυτό το λόγο οι Έλληνες της Διασποράς θα πρέπει να μην έχουν απλά αυτοσκοπό μια ανεκτή πολυπολιτισμική συμβίωση με τους ομοεθνείς ή αλλοεθνείς, αλλά την υπέρβαση των όρων κοινωνίας χρείας χάριν μίας κοινωνίας του κατ’ αλήθειαν βίου. Κατ’ ανάγκην, η «αλήθεια» δεν αντίκειται της χρηστικότητας και της αποτελεσματικότητας, αλλά η συλλογική μετοχή στον βίο της κοινότητας αντιτίθεται στη εγωτική κατοχή μέρους της κοινότητας για την αναπαραγωγή ανελικτικών μηχανισμών ισχύος που στο διάβα του χρόνου καθίστανται οστεοποιημένα κελύφη. Ένας ζων πολιτισμός δεν εξαντλείται στην μιμητική διαιώνιση ενός κλασσικού μέτρου πνευματικής ή υλικής ευδαιμονίας, αλλά είναι αναβαθμός του παρελθόντος που καλωσορίζει την ξεδίπλωση ενός άγνωστου μέλλοντος στο παρόν.
Σε πρακτικό επίπεδο, οι ομογενείς ενώ θα έχουν την υπηκοότητα των χωρών υποδοχής αυτό που θα τους συνέχει σε μια τέτοια προοπτική δύναται να είναι μια οικουμενική Ελληνική Πολιτειότητα που δεν χρειάζεται πιστοποιητικά υπηκοότητας. Η ιστορική διαχρονία και η διασύνδεση των μερών ενός ελληνικού πολιτισμικού συνόλου κρίνεται όχι από την φυλετική και εθνολογική συνέχεια μιας εθνοκεντρικής ελληνικότητας που αναπαράγει ένα παρελθοντικό πολιτισμικό κέντρο αλλά μέσω της αναδημιουργίας των ελληνικών κοινοτήτων σε χρόνο ενεστωτικό και με τρόπο δικτυακό, δηλαδή ακόμη και μέσω της αναγνώρισης της απώλειας του παρελθόντος για την διάνοιξη ενός άδηλου μετανεωτερικού μέλλοντος.
Εν κατακλείδι, χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε πως η από τα κάτω εμπερική ανασύσταση ενός ελληνότροπου βίου στην Διασπορά δεν συνεπάγεται πως αντιβαίνει με την εκ παραλλήλου μετεκένωση αυτού του προτάγματος στο εθνικό κέντρο ή με τον διαδραστικό συντονισμό του Ελληνισμού της Διασποράς με την στοχοθεσία του Εθνικού Κέντρου. Σαφώς, και υπάρχει κέντρο εθνικό αλλά αυτό δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με την πρωτοπορία και την δυναμική του Οικουμενικού Ελληνισμού και δεν χρειάζεται το εθνικό κέντρο να εκλαμβάνει την Ομογένεια ως απλό αναμεταδότη του «κύματος» του. Η ελληνικότητα είναι ένα ταυτοδοτικό άνυσμα, ένα πεδίο υπέρβασης των στοιχείων που την συγκροτούν και μέσω της δικτυακής της υπερδομής έχει την δυνατότητα να μετεξελίχθη σε ένα μετα-κρατικό υπόδειγμα Οικουμενικού Πολιτισμού. Κατά αυτόν τον τρόπο, το Εθνικό Κέντρο μπορεί είναι ο Φάρος του Ελληνισμού, όχι όμως και η μοναδική Λυχνία ή έστω Φανός του Ελληνισμού στο Αρχιπέλαγος των Ελληνικών Κοινοτήτων, ποσό μάλλον όταν κανείς δεν δύναται να μονοπωλεί το Φέγγος του το οποίο ποικίλει από τόπο σε τόπο και από γενεά σε γενεά, από πρόσωπο σε πρόσωπο.
* O κ. Γιώργος Αντωνιάδης είναι Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμων
πηγή: Αντίφωνο
Πολύ καλό και ισορροπημένο το άρθρο που θέτει τον ελληνισμό στις σωστές διαστάσεις του, αυτές της “κοινωνίας του κατ’ αλήθειαν βίου”, και μας οδηγεί, τους σημερινούς Νεοέλληνες, στο ερώτημα πόσο πραγματικά Έλληνες είμαστε.
Συμφωνώ ότι πράγματι έχει “[b]την λανθάνουσα ευκαιρία ο Οικουμενικός Ελληνισμός να διαδραματίσει ένα πολύπλευρο ρόλο –πολιτισμικό, πολιτικό, οικονομικό- για την εκδίπλωση ενός μετανεωτερικού πολιτισμικού παραδείγματος στον 21ο αιώνα[/b].” Δεδομένου ότι η στρατηγική σκέψη του συγγραφέα διαπιστώνεται αξιοσημείωτη, είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσε να συνδέσει την πρότασή του με την θυσιαστική ανάδειξη του Ελληνισμού σε “μαύρο πρόβατο” του πλανήτη. [b]Μήπως η ευκαιρία συνδέεται με το ερώτημα: πώς θα μπορούσαμε να μετατρέψουμε το λυντσάρισμά μας στη μετανεωτερική διέξοδο που έχει ανάγκη ο κόσμος; -Μια διέξοδο, για ιστορικούς λόγους, γνωσιολογικώς φραγμένη για τον νεωτερικό άνθρωπο. [/b]
Kύριε Αντωνιάδη,
Θα ήθελα να σας συγχαρώ γι’ αυτό το τολμηρό άρθρο, ένα από τα λίγα που έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό, και δεν ένιωσα ούτε στιγμή να με “πνίγει” η αφόρητη κλεισούρα “ελλαδιτισμού”, που χαρακτηρίζει την πένα πολλών αρθρογράφων, ακόμα και σε αυτές τις δύσκολες ώρες. Αντιθέτως, ένιωσα ειλικρινή χαρά, για το ότι υπάρχουν ακόμα φωτισμένα μυαλά, που μπορούν να διακρίνουν το κύβδηλο από το γνήσιο, σε ένα περιβάλλον οργιάζουσας παραπληροφόρησης.
Θα ήθελα να προσθέσω ταπεινά κάτι μικρό αλλά, κατά την δική μου εκτίμηση, ουσιώδες. Διαβάζοντας το άρθρο σας, διέκρινα ότι ως Οικουμενικό Ελληνισμό εννοείτε την Ρωμαιοσύνη και ως αναγέννησή του Ελληνισμού την αναβάπτισή του στην Χριστιανοσύνη.
Δεν θέλω να παίζω με τις λέξεις, αλλά ο προσδιορισμός Ρωμαίος έχει μια ιστορική βαρύτητα που δεν την έχει ο αντίστοιχος του Έλληνα. Αυτό θα πρέπει να το καταλάβουμε, και να ξεπεράσουμε ταμπου που χαρακτηρίζουν τον λαό της Ελλάδας τα τελευταία 183 χρόνια (και δεν χαρακτήριζαν ποτέ τους Μικρασιάτες προγόνους μας, μέχρι να γίνουν και αυτοί Ελλαδίτες!).
Έχω αναφερθεί ξανά, σε δυο ακόμα σχόλιά μου στο Αντίφωνο, στα λόγια του Ακροπολίτη, στην κατά των Φράγκων επιστολή του. Μπορεί κανείς να χαθεί στις πηγές (δόξα τον Θεό έχουμε πια και το ισχυρό εργαλείο του TLG), και να διαπιστώσει ότι υπάρχει μια συνέχεια της Ρωμαιοσύνης μέσα στους αιώνες, μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή, παρά τον μετωπικό πόλεμο και τα πλήγματα που δέχθηκε από τον 13ο αιώνα και μετά. Για μένα προσωπικά η Ρωμαιοσύνη θα επιβιώνει όσο υπάρχει Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη. Όμως τα συγκεκριμένα λόγια του Πρωτοβεστυαρίτη έχουνε ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι γράφτηκαν όταν δεν υπήρχε
Κράτος Ρωμαίων:
(…) καὶ τοῦτο ἦν τὸ μέγα περὶ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους
μυστήριον, ἵνα συνάψῃ τὰ πάντα ἐν ἑαυτῷ καὶ εἰς ὁμο-
φροσύνην συνάξῃ τῆς πίστεως, ὅπερ, κατὰ τὸν μέγαν Παῦλον,
οὐχ Ἕλλην οὐ βάρβαρος οὐ Σκύθης οὐκ Ἰουδαῖος οὐδ’
ἄλλο τι τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων παρείληπται, ἀλλὰ μόνον (10)
καὶ ὅλον Χριστὸς αὐτοῖς τὸ ἐπίσημον.
(…)
κἀντεῦθεν ἵνα μὴ τοῖς ἐθνικοῖς
τούτοις ὀνόμασι περιγράφωνται, τῇ πρεσβυτέρᾳ Ῥώμη ἑτέρα (20)
νέα ἀντῳκοδόμηται, ἵνα ἐξ οὕτω μεγίστων πόλεων κοινὸν
ἐχουσῶν τοὔνομα Ῥωμαῖοι πάντες κατονομάζοιντο καὶ ὡς τὸ
τῆς πίστεως κοινὸν οὕτως ἔχοιεν καὶ τὸ τῆς κλήσεως. καὶ
ὡς ἐκ Χριστοῦ ταὐτὸ τὸ τιμιώτατον ἔλαχον ὄνομα, οὕτω καὶ
τὸ ἐθνικὸν αὐτοῖς ἐπηγάγοντο. καὶ πάντα δὲ τὰ ἄλλα (25)
ὑπῆρχε τούτοις κοινά, ἀρχαὶ νόμοι λόγοι βουλαὶ δικαστήρια,
αὐτὴ ἡ εὐσέβεια, οὐδὲν ὅτι μὴ κοινὸν Ῥωμαίοις τοῖς πα-
λαιοτέροις καὶ νεωτέροις.
(…)
Θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα, έτσι σαν προβληματισμό, χωρίς να είναι ανάγκη να απαντηθεί εδώ: μήπως ο “Οικουμενικός Ελληνισμός” θα μπορούσε να αντικατασταθεί απλά με την “Ρωμηοσύνη”;
Μέσα στην Ρωμηοσύνη μπορούμε να συμπεριλάβουμε τους απανταχού λατινοφώνους Ορθοδόξους Romani (αρμανι/ρωμανι = ρωμαίος), στα βαλκάνια και την Μαύρη θάλασσα. Οι Romani (= Ρωμαίοι) της Ρουμ-ανίας (Romania) διψούν για οτιδήποτε αφορά το λεγόμενο καταχρηστικά “βυζάντιο”, την Ρωμαιοσύνη δηλαδή. Δεν χρειάζεται να το αναλύσω αυτό, όσοι έχουν την πείρα το γνωρίζουν αυτό. Το ίδιο ισχύει και με τους αδελφούς μας στην Ανατολή: Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή, Μικρασία, Μαύρη Θάλασσα. Εννοώ φυσικά τους Ρουμ (= Ρωμαίους) Ορθοδόξους αδελφούς μας.
Αν ξεκινούσαμε με μια τέτοια προοπτική, μπορείτε να φανταστείτε ότι όχι μόνον θα έχουμε υπερβεί όλους τους κινδύνους που ενέχει η επικείμενη κατάρρευση του Έθνους-Κράτους, αλλά θα ξαναζωντανεύαμε την πνευματική Ρωμανία: η μονοδιάστατη αναφορά στον ελληνόφωνα κόσμο, κρύβει κινδύνους: είναι δυνατό να αυτοπαγιδευτούμε σ’ έναν φαύλο κύκλο, και να καταλήγουμε ξανά στον εθνικισμό. Μπορούμε να το υπερβούμε αυτό, αν διαβάσουμε τα λόγια του Ακροπολίτη και την αναφορά του στον Παύλο χωρίς ταμπου.
αξιότιμε κε. Αντωνιάδη,
ενώ πολύ ορθά περιγράφετε την παρακμή της ομογένειας αλλά και τον μηχανισμό στον οποίο οφείλεται αυτή η ολέθρια εξέλιξη εμφανίζεσται στην συνέχεια πολύ αισιόδοξος σχετικά με τον ρόλο τον οποίο μπορεί να παίξει.
Το σχετικό επιχείρημά σας είναι, ότι μια (δήθεν) ανεξάρτητη από το εθνικό κέντρο δικτύωση της ομογένειας απέτρεψε την παράλληλη με το εθνικό κέντρο παρακμή της. Η δικτύωση της ομογένειας όμως περνά σε κάθε περίπτωση από το εθνικό κέντρο.
Σχετικά τώρα με την ορολογία περί Οικουμενικού Ελληνισμού, οφείλουμε να έχουμε πάντα υπόψην, ότι η ομογένεια, ειδικά στην Ευρώπη, είναι ο απόδημος Ελληνισμός ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με την “Ρωμιοσύνη” η οποία διαβιούσε στα παλαιά εδάφη της ανατολικής αυτοκρατορίας ως αυτόχθονες!
Ο απόδημος Ελληνισμός χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία:
1. την αγάπη του για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό
2. τον συνταγματικό πατριωτισμό έναντι της χώρας η οποία υποδέχθηκε τους γονείς και παππούδες του και του επέτρεψε μια ομαλή ένταξη στην αντίστοιχη κοινωνία
Φίλε Λουμπεν,
Επειδή μου ‘ρθε ειδοποίηση για μήνυμα, θα μπω στον πειρασμό να υστερογραφήσω με δυο σειρές: θεωρώ _εντελώς αντεπιστημονικό_ ως και βλακώδες να μιλούμε στον 21ο αιώνα για “αυτόχθονες” (δεν εννοώ φυσικά το εύστοχο σχόλιό σου, αλλά αναφέρομαι γενικότερα σε κάποιες θεωρήσεις…).
Η μητέρα του πατέρα μου ήρθε από το Περα, της Πόλης. Όπως θα γνωρίζεις, αυτή η περιοχή υπήρξε αποικία Φράγκων, κυρίως Ενετών και Γενοβέζων, ήδη από τα τέλη του 12ου αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι κάποιοι πρόγονοί μου ήταν Φράγκοι, αλλά αυτό που “κλειδώνει” την περίπτωση να ήταν Γενοβέζοι, είναι οι _δεσμοί αίματος_ με την Χίο, η οποία υπήρξε Γενοβέζικο κάστρο επί αιώνες (όσοι Γενοβέζοι είχαν σχέση με το Πέρα είχαν και με την Χίο!).
Αυτά περί “αυτοχθόνων”…νομίζω ότι το παιγνίδι παίζεται σε άλλο γήπεδο…
Θερμές Ευχές
“φίλε” Κυριάκο,
επειδή εκ πείρας γνωρίζω, ότι εάν μπώ στον κόπο να αντικρούσω τους αστείους ισχυρισμούς σου και ειδικά την μανία σου να μας αποκαλείς Ρωμαίους (αυτό είναι άλλο τόσο “επιστημονικό” όσο και η πεποίθησή σου ότι “ο προσδιορισμός Ρωμαίος έχει μια ιστορική βαρύτητα που δεν την έχει ο αντίστοιχος του Έλληνα”), με επιχειρήματα, θα βρείς μια καλή δικαιολογία για να εγκαταλείψεις την συζήτηση (π.χ. “έχω δουλειά τώρα”), δεν θα το κάμω.
Ο Θεός μαζί σου!
να με συμπαθάς
Φίλε μου, γίνεσαι μέρος του προβλήματος, όταν γράφεις με τόσο πεζό τρόπο.
Είμαι συχνός “επισκέπτης” του Αντιφώνου τα βράδια, με μια κούπα τσαϊ συνήθως, και διαβάζω κατά καιρούς και αυτά που γράφεις.
Νομίζω ότι έχεις “πράγμα ζορισμένο και βουβό”, αλλά πρέπει να ελέγχεις το πάθος, και να μελετάς περισσότερο.
Θερμές Ευχές
Υ.Γ.
Ποιός Θεός ακριβώς; …
ο Θεός των Ρωμαίων φυσικά!
σόρρυ που σε ζορίζω, αλλά επειδή δεν νομίζω ότι ανήκω στην μειοψηφία των υπολοίπων χρηστών σχετικά με το ύφος με το οποίο σου απευθύνονται στο σύνολό των, έχω την εντύπωση ότι πας γυρεύοντας.
Αντί να με συμβουλεύεις να μελετώ περισσότερο (προφανώς μόνο τις πηγές τις οποίες θεωρείς εσύ αξιόπιστες), θα σε συμβούλευα εγώ με την σειρά μου, να μήν διαβάζεις άλλο “κατά καιρούς” τα σχόλιά μου για να μην το γυρίσεις από τσάι σε αλκοολούχο ποτό.
Είναι εξάλλου και ο μόνος τρόπος να αποφύγεις την άποψή μου, γιατί για να αλλάξει, με “επιχειρήματα” σαν τα δικά σου, δεν υπάρχει περίπτωση!
Σ΄αγαπώ ρε μπαγάσα Λουμπεν, αν και δεν σε γνωρίζω! Καταλαβαίνω πολλά από το γράψιμό σου!
Να ‘σαι καλά, θα τα λέμε.
Με αφορμή την παρέμβαση του Λούμπεν, θα ήθελα να συνοψίσω ως εξής.
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν είμαστε όλοι το ίδιο: κάποιοι παραμείναν Ρωμαίοι στην ψυχή, και γι’ αυτούς ζει η πνευματική Ρωμανία, κάποιοι μετασχηματίσθηκαν σε Έλληνες, ισορροπόντας μεταξύ Ρωμαιοσύνης και αρχαιολατρείας (ασπαστήκαν τον Πληθωνισμό ή αργότερα τον Διαφωτισμό παραμένοντας Χριστιανοί), και κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι ο Χριστιανισμός κατέστρεψε το αρχαιοελληνικό πνεύμα: η τρίτη περίπτωση είναι η ακραία, και όχι η πρώτη. Διότι πώς να το κάνουμε, Ρωμαίος αυτοπροσδιοριζόταν ο προπαπούς μου ο Βασίλειος, που ήρθε από την Τραπεζούντα, και στην Σχολή Ρωμαίων της πόλης φοίτησε…
Αγαπητέ Γιώργο, είναι πολύ ενδιαφέρον το άρθρο σου σχετικά με το ρόλο της διασποράς στη διαμορφωση ενος Οικουμενικού Ελληνισμού. Ωστόσο, θεωρώ ότι δεν λαμβάνεις υπόψη στο μέγεθός της την πραγματικότητα των αναγκών και των προσδοκιών των σύγχρονων κοινωνιών. Αρχικά, ξεκινάς το άρθρο σου μιλώντας για μια νέα γενιά μεταναστών με ποιοτικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από άλλες γενιές, και παρό,τι θα ήταν αναγκαίο στη συνέχεια να τα ονομάσεις, απογοητεύεις τον αναγνώστη σου, κυρίως, ακολουθώντας μια ανάλυση όπου ως κύριο μέλημά της έχει την αποστροφή σου για το Κέντρο –η αλήθεια είναι ότι διατρέχει σχεδόν όλες τις υπόλοιπες παραγράφους μια αποδοκιμασία του. Σίγουρα ο εύκολος στόχος πλέον είναι το αποτυχημένο μοντέλο του Κέντρου, πράγμα στο οποίο θα επανέλθω αργότερα.
Σκοπός μου δεν είναι να σκιαγραφήσω τη νέα διασπορά, εντούτοις, ήθελα να σχολιάσω τη «Διασπορά ως υποδοχέα» των νέων ξενιτεμένων: κατά τη ταπεινή μου άποψη ουσιαστικά δίνεις σάρκα -πέραν άλλων εννοιών- στην έννοια της Διασποράς ίσως σε σημείο που να αλλοιώνει τις πραγματικές της διαστάσεις. Με την επισήμανση ότι πρέπει να διαχωρίσουμε τις κοινότητες των Ελλήνων, δηλαδή τη διασπορά τους, καθώς δε μπορούμε να πούμε ότι η Δυτικο-Ευρωπαϊκή ομοιάζει με τη Διασπορά της Αυστραλίας επι παραδείγματι, δεν μπορούμε να πούμε ότι η διασπορά «υποδέχεται» τους νέους ξενιτεμένους και μοιραία εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε στη πραγματικότητα και τις προσδοκίες των συγχρονων κοινωνιών. Ένα γνώρισμα αυτών των νέων Διασπορών σίγουρα δεν θα είναι η συλλογικότητα, όπως αυτή περιγραφόταν με τις κοινωνικές συνήθειες παλαιότερων γεναιών. Τουναντίον αυτό που θα τις χαρακτηρίζει θα είναι η μοναχικότητα και η έλλειψη του συλλογικού στοιχείου. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός του σύγχρονου τρόπου ζωής των δυτικών κοινωνιών. Κατά συνέπεια, αυτή η ιδεατή νοηματοδότηση θεσμών που λειτουργησαν συσπειρωτικά παλαιότερα διαστρεβλώνει όλα τα πορίσματα στα οποία θα μπορούσε ένα τέτοιο άρθρο να καταλήξει. Και ο λόγος που αυτοί οι θεσμοί χάνουν τη νοηματοδότησή τους σε σύγκριση με παλαιότερα έγκειται στα βασικά γνωρίσματα της μετανάστευσης σήμερα που δεν τα ανέλυσες στο άρθρο σου (μεταφορές και επικοινωνία με το Κέντρο, τεχνολογία, τηλεπικοινωνία, και πάνω από όλα τις αντιλήψεις (perceptions), αυτής της γενιάς που απέκτησε από μια αριστερίζουσα παραπέουσα ελλαδική κοινωνία).
Πέρα από αυτά τα βασικά στοιχεία, εκείνο στο οποίο δίνεις έμφαση είναι το πάντρεμα της παλιάς διασποράς με τη νέα που θα δημιουργήσει ένα Νέο Οικουμενικό Ελληνισμό. Εδώ δε θα με βρεις αντίθετο ως προς το ρόλο κυρίως της νέας φουρνιάς διασποράς, αλλά ας μη γελιόμαστε ότι ο επιζητούμενος ρόλος της νέας αυτής γενιάς ή εν γένει ο ρόλος της Διασποράς θα καθοριστεί σε συνάρτηση με τη κατάσταση –την υπαρξη ή μη- του κέντρου. Αυτή η εξέλιξη θα καθορίσει το ρόλο του Οικουμενικού Ελληνισμού, όσο κι αν αρεσκόμαστε να φιλολογούμε σε σημείο φλυαρίας περί Ρωμιοσύνης, Ελληνικότητας και προσωπικής θέασης του Ελληνος. Και εξηγούμαι ότι κατ εμέ τουλάχιστον η ταυτότητα του Έλληνα και κατ’ επέκταση η έννοια του Οικουμενικού Ελληνισμού δεν [πρέπει να] έχει καμία σχέση με την έννοια της χωρικότητας, πράγμα που προσπαθείς με κάποιο τρόπο να αναδείξεις κι εσύ, έχοντας όμως μόνιμα την εμμονή σου εναντίον του Κέντρου λες και αυτό δεν αποτελεί μέρος του Οικουμενικού Ελληνισμού, δηλαδή φτάνεις στο αντίθετο αποτέλεσμα. Εδώ, λοιπόν, επίτρεψέ μου να επισημάνει την εξής παρατήρηση: χρησιμοποιείς τον όρο Διασπορά αν και αυτός ως όρος νοηματοδοτείται μόνο σε συνάρτηση με ένα κέντρο κατ’ αυτό τον τρόπο θα ήταν προτιμώτερο να τον είχες απορρίψει, παρόλα αυτα έχω την αίσθηση ότι παρόλη τη στρεβλότητα και ίσως φαυλότητα του Κέντρου, ήταν αυτό που έμπρακτα στήριξε την Διασπορά και νομίζω οτι το αδικείς, έστω και ως εργαλείο -τις περισσότερες βέβαια περιπτώσεις αλειτούργητο ή αχρησιμοποίητο εργαλείο. Εννοείται πως ο λειτουργικός ρόλος της Διασποράς θα ήταν διαφορετικός σε περιπτωση που το Κέντρο λειτουργούσε όπως θα όφειλε να λειτουργήσει. Από την άλλη βέβαια μιλάς για «μη ταύτιση» με το Κέντρο, και αναρωτιέμαι εάν ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Κυπριακή Δημοκρατία και ο διαχωρισμός των δύο «συνιστώντων εθνών» όπως κατ εμέ αποτυχημένα προσπαθούν να κάνουν κάποιοι ένθεν κι ένθεν, και την οποία Κυπρο δεν ξέρω καν εάν έχεις περιλάβει στο μοντέλο που προσπαθείς να προτείνεις. Πράγμα που εάν συμβαίνει αφήνει πάλι λειψό ένα σκιαγράφημα μιας αφηρημένης διασποράς ως συνδιαμορφωτής ενός Οικουμενικού Ελληνισμού.
Καθώς η συζήτηση είναι άκρως ενδιαφέρουσα και συναρπαστική -θα τολμούσα να πω- ήθελα να περιορίσω τον επίλογο του σχολίου μου, σε κάποια ψείγματα από τις δικές μου σκέψεις. Στις μέρες μας, που αγγίζουμε ως Έλληνες τόσο δίπλα μας την Ιστορία, θα πρέπει να προχωρήσουμε σε κάποιες ανατροπές. Το χρονικό σημείο είναι κατάλληλο ώστε να απαλλαγούμε από το μοντέλο που για δυο περίπου αιώνες ανατρέφει τους Έλληνες, πρέπει να επιστρέψουμε στο πνεύμα που διακατείχε τους συντάχτες των φιλελεύθερων επαναστατικών συνταγμάτων πριν τη σύσταση του ελληνικού κράτους και στο γράμμα των αναγκών των Ελλήνων, ως μια κοινότητα του σήμερα με κοινό παρελθόν, ιστορία και βιώματα αλλά και κοινά συμφέροντα, την Ελληνική Πολιτειότητα, όπως πολύ ωραία το έθεσες Γιώργο, η οποία θα περιλαμβάνει αδιακρίτως όλους τους Έλληνες και θα μπορεί να λάβει θεσμικά οστά και κουλτουριστικά οστά και να γεννήσει νέες προσδοκίες και ελπίδες στο δυτικό κόσμο που έχει πάλι τόσο πολύ ανάγκη. Χωρίς να ξεχνάμε τους Έλληνες α. του Κέντρου, β. της Κύπρου γ. της «Δυτικής διασποράς» και δ. Της λοιπής διασποράς. Ένα τέτοιο μοντέλο θα μπορούσε να λάβει στοιχεία τόσο από τους Εβραίους ως κοινότητα, τους Γάλλους ως κοσμοπολιτισμό στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος, και τους Αμερικανούς ως προς τις βασικές αρχές που γέννησαν την Αμερικανική Επανάσταση, αλλά και στοιχεία από την άμεση δημοκρατία της αρχαίας πόλης-κράτους.