Ουίλλιαμ Γέιτς
Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Γυρίζοντας και γυρίζοντας σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί το γερακάρη του ν’ ακούσει·
Τα πράγματα διαλύονται· το κέντρο δεν βαστά·
Στην οικουμένη τέλεια αναρχία.
Νερά ξεχείλισαν από αίμα θολά, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται.
Οι καλύτεροι χωρίς πίστη καμιά, ενώ οι χειρότεροι
Γεμάτοι είναι απ’ τη σφοδρότητα του πάθους.
Σίγουρα κάποια αποκάλυψη είναι να συμβεί·
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία έρχεται.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόλαβα να ξεστομίσω αυτά τα λόγια
Και μια πελώρια εικόνα βγαλμένη απ’ το ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Τη ματιά μου ταράζει: κάπου στις άμμους της ερήμου
Μια μορφή με σχήμα λιονταριού και κεφαλή ανθρώπου,
Με βλέμμα άδειο και άσπλαχνο καθώς ο ήλιος,
Τους αργούς του κινεί μηρούς, ενώ τριγύρω της
Σκιές στροβιλίζονται από όρνεα αγριεμένα.
Το σκοτάδι πέφτει ξανά: όμως τώρα γνωρίζω
Πως είκοσι αιώνες πετρωμένος ύπνος
Στον εφιάλτη ερεθίστηκαν από ένα αιωρούμενο λίκνο,
Και ποιο θηρίο άγριο, που επιτέλους ήρθε η ώρα του,
Σκυφτά βαδίζει για να γεννηθεί προς την Βηθλεέμ;
Μετάφραση: Αλέξανδρος Κοσματόπουλος