Ρούσσος Βρανάς
Τα παιδιά καλούνται πάλι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και με την κοινωνία ουσιαστικά χωρίς γλωσικό όργανο.
Αλαλα και αφασικά. Αραγε πόσες λέξεις θα χαθούν από το ήδη ισχνό λεξιλόγιό τους και αυτή τη χρονιά; Οι δάσκαλοι ίσως να βρίσκονται στη θέση τους, αλλά η γλώσσα παραμένει στην εξορία εδώ και πολλές δεκαετίες. Δεν έχουν απομείνει παρά μόνο μερικά θραύσματα από το ιστορικό της σώμα, που μοιάζει πια με δάσος υλοτομημένο από απερίσκεπτους ανθρώπους. Παλεύουν τα παιδιά να τα συνταιριάξουν σε νοήματα, σε μια εποχή κατά την οποία οι πληροφορίες συμπυκνώνονται σε ολοένα και πιο μικρά και πρακτικά “πακέτα”, με ολοένα και περιορισμένο περιεχόμενο.
Οι διάλεκτοι και οι γλώσσες του κόσμου υποχωρούν σε μεγάλους αριθμούς. Κάθε δέκα μέρες χάνεται μία, γράφει ο συγγραφέας Αλεξ Ρόουζ στο περιοδικό του αμερικανικού πανεπιστημίου Ντρέξελ. Το 40% από αυτές κινδυνεύει σήμερα με εξαφάνιση. Για τον θάνατο των γλωσσών γράφει και Κ. Ντέιβιντ Χάρισον στο ομώνυμο βιβλίο του. Και εκφράζει τις ανησυχίες του. Γιατί η γλώσσα μας δείχνει πώς δουλεύει το μυαλό. Κάθε απώλειά της σημαίνει πως κλείνει για πάντα η πόρτα σε έναν απέραντο πλούτο γνώσεων. Η γνώση συχνά είναι ενσωματωμένη μέσα στην ίδια τη γλώσσα.
Όταν ένας πολιτισμός εγκαταλείπει τη μητρική του γλώσσα, όπως συμβαίνει με την επικράτηση των παγκοσμιοποιημένων γλωσσών (αγγλικής, αμερικανικής, ισπανικής), χάνεται για πάντα ένας ανεκτίμητος πλούτος γνώσεων. Ο λαός των Καγιάπο, ας πούμε, λέει τη μέλισσα με 85 διαφορετικές λέξεις. Καθεμιά εξειδικεύει τις απειροελάχιστες διαφορές των μελισσών στον τρόπο πτήσης, στα τελετουργικά ζευγαρώματος, στην κατασκευή της κερήθρας. Αν η γλώσσα τους χαθεί θα χαθεί μαζί της και ο πλούτος των μελισσοκομικών τους γνώσεων.
Η γλώσσα είναι μια αποθήκη της μυθικής και ιστορικής κληρονομιάς ενός πολιτισμού. Οι ιστορίες που περνούν από γενιά σε γενιά με την προφορική παράδοση χάνονται αμετάκλητα από τη στιγμή που θα πεθάνει και ο τελευταίος άνθρωπος που μιλάει αυτή τη γλώσσα...
Ποιοι είμαστε εμείς που θα πούμε στα παιδιά μας να διατηρήσουν τη γλωσική τους κληρονομιά, έστω κι αν αυτό τους κοστίσει την πρόσβαση σε πιο πρακτικές σπουδές που οδηγούν σε πιο επικερδή καριέρα; αντηχεί ο αντίλογος. Όμως, καθώς οι γλωσικές σπουδές υποχωρούν μπροστά στην επικράτηση του πρακτικού και προσοδοφόρου, οι αξίες που απειλούνται σήμερα με εξαφάνιση είναι η γνώση, η παράδοση και το κάλλος. Είναι αυτά πράγματα που μπορούν να ζυγιστούν με την εξίσωση κόστος - κέρδος;
πηγή: Τα Νέα, Δευτέρα 13/9/2010
Οι Καγιάπο δε ονοματίζουν τη μέλισσα με 85 διαφορετικούς τρόπους από καμία λεξιλαγνική διαστροφή, αλλά γιατί οι σχέσεις τους γενικά με τα ονομαζόμενα είναι σχέση βιωματική, αληθινή, άμεση. Η γλώσσα δεν προχωράει από μόνη της. Δεν έχει κανένα νόημα να επικοινωνούμε με τρεις χιλιάδες παραπανίσιες λέξεις, αν αυτές άγονται και φέρονται μέσα στο λόγο, σαρκία νεκρά και απολιθωμένα, στο όνομα κάποιου αφηρημένου πολιτισμού. Να κάνουμε τη ζωή μας πλούσια, ν’ ανακαλύψουμε νέα ζωή μέσα στους καθημερινούς μας τάφους, να δημιουργήσουμε νέες σχέσεις και νέα αισθήματα μεταξύ μας, να τολμήσουμε να γνωριστούμε με τη ζωή και τους ανθρώπους ξανά. Τότε η γλώσσα θ’ αναβλύσει κι αυτή ξανά, φρέσκια και ζωντανή όσο ποτέ, ακολουθώντας την κοινωνία των ανθρώπων, σαν γνήσια αντανάκλαση των σχέσεων της, περικλείοντας ταυτόχρονα κι η ίδια το όραμα των σχέσεων αυτών.
«Η γλώσσα δεν προχωράει από μόνη της.»
Να μια φράση η οποία στέκεται εντελώς ανυπεράσπιστη μέσα στο υπόλοιπο σώμα αυτού του σχολίου. Ή, να ένα σχόλιο το οποίο (καθ’ όλο το υπόλοιπο τμήμα του) δείχνει ότι επιζητεί να αναιρέσει – έχοντας κάθε δικαίωμα, παραδέχομαι – ετούτη τη φράση.
Όπως επίσης παντελώς… αναναγώγιμη προς το περιβάλλον της στέκεται και η αναφορά περί «λεξιλαγνικής διαστροφής». Έτσι ώστε να έχει (μόνο) εκ προοιμίου… περιλουσθεί καθένας που θα θελήσει να διαφοροποιηθεί από το ενδεχομένως προ-σχολικό, ενδεχομένως μετα-σχολικό, εν πάση εκδοχή σαφώς αντι-σχολικό παρ’ άγγελμα του συντάκτη της.
Εκτός από ραφιναρισμένη ειρωνία, έχετα κάτι ουσιαστικότερο να προσφέρετε στο διάλογο Κε Καστρινάκη; Αντί να αποδίδετε στο πρόσωπό μου προθέσεις, άγνωστες ακόμα και σε μένα τον ίδιο (ακροβατώντας για μία ακόμη φορά στα όρια της προσβολής), μήπως θα είχατε καταθέσετε κάτι επί της ουσίας; Αντί για τον οφθαλμό μου μπορείτε, πιο εποικοδομητικά, να στοχεύσετε στην καρδιά μου. Αν φυσικά έχετε αυτή την ικανότητα.
Μου μιλάει, στ’ αλήθεια, αυτή η αναγωγή του διαλόγου σε “ρυθμούς” ενδότερους. Χωρίς, επ’ ουδενί, να ισχυρίζομαι ότι έχω την ικανότητα να ανταποκριθώ, κι από πλευράς μου, στις χρείες τους.
Αφού έχουν έτσι τα πράγματα, όμως, μένω ν’ απορώ πού στην ευχή βρήκατε διάθεση να εναντιωθείτε σε ένα κείμενο γλυκύτατο, τόσο, όσο ετούτο τού (πρόσφατα χαμένου) Ρούσσου Βρανά.
Συγκινητικό κείμενο, υπογραμμίζει πράγματα που πρέπει να βαστηχτούν υπογραμμισμένα. Όμως έχει προβλήματα. Τα προβλήματα της Φορμαλισττικής αντίληψης της γλώσσας.
Φερ’ ειπείν: “Αν η γλώσσα τους χαθεί θα χαθεί μαζί της και ο πλούτος των μελισσοκομικών τους γνώσεων.”
ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΝΑΠΟΔΟ.
Αν χαθούν οι μελισσοκομικές γνώσεις των Καγιάπο, τότε και μόνον τότε θα χαθεί και ο πλούτος της γλώσσας με την οποία την εξέφρασαν και την επικοινωνούν.
Και οι μελισσοκομικές γνώσεις των Καγιάπο δεν χάνονται επειδή χάνονται οι λέξεις τους, αλλά επειδή χάνονται οι τρόποι της παραδοσιακής μελισσοκομίας εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου. Ή ακριβέστερα: επειδή οι Καγιάπο, προκειμένου να επιβιώσουν στο σύγχρονο κόσμο, υιοθετούν τις τεχνολογικές μεθοδείες μελισσοκομίας. Επειδή τις προτιμούν ή αναγκάζονται να τις προτιμούν. Και εγκατελείποντας έτσι και όλο το συμβολικό σύμπαν των παραδόσεών τους. Διότι η υιοθέτηση των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων δεν είνσι αθώα, ουδέτερη. Είναι υιοθέτηση του πολιτισμού που τις παρήγαγε και τις υποστηρίζει. Του πολιτισμού που θέτει την ευκολία και την άνεση στο υπέρτατο βάθρο των αξιών. Ενός πολιτισμού, δηλαδή, σε σύγκρουση με τους παραδοσιακούς πολιτισμούς. Με αποτέλεσμα, όποιος υιοθετεί τον μεν, να υποχρεώνεται έκων άκων να εγκαταλείπει τους δε, και το αντίστροφο.
Δυστυχώς η Φορμαλιστική προσέγγιση της γλώσσας αγνοεί ή υποτιμά αυτό το ζήτημα, ακριβώς επειδή θεωρεί τη γλώσσα σαν ένα είδος αποθήκης: “Η γλώσσα είναι μια αποθήκη της μυθικής και ιστορικής κληρονομιάς ενός πολιτισμού.”
ΟΜΩΣ Η ΓΛΩΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΘΗΚΗ.
Οι λέξεις δεν υφίστανται ανεξαρτητως της χρήσης τους. Και η χρήση των λέξεων δεν υφίσταται ανεξαρτήτως των κεντρικών πολιτισμικών επιλογών που κάνουν οι ζωντανοί άνθρωποι.
Αυτές οι επιλογές είναι το ζήτημα.
Όταν οι ζωντανοί άνθρωποι εγκαταλείπουν των πολιτισμό των πατέρων τους και αρχίζουν να υιοθετούν ξένους πολιτισμούς, η γλώσσα των πατέρων τους είτε σβήνει είτε συντηρείται σαν φολκόρ, σαν επίφαση.
Αυτή η τροπή δεν αποφεύγεται με την επικληση της γλωσσικής κληρονομιάς.
Σε καμία περίπτωση δε είχα πρόθεση να αδικήσω τον κύριο Βρανά ή τη μνήμη του – που δεν τον γνώριζα ούτως ή άλλως προηγουμένως – ούτε φυσικά τα γνήσια συναισθήματα ανησυχίας του, τα οποία εκθέτει το συγκεκριμένο άρθρο. Με λυπεί φυσικά που δεν είναι ο ίδιος σε θέση να υπερασπιστεί (ή να αναθεωρήσει) τις σκέψεις του κι αν το γνώριζα ίσως να ήμουν λιγότερο καυστικός. Αλλά θα μου επιτρέψετε να εξακολουθώ να θεωρώ την προσέγγισή του ελλιπή. Πρωτίστως γιατί αγνοεί παντελώς τη διαλεκτική μεταξύ γλώσσας και βίου, αλλά διαβλέπει το πρόβλημα μονομερώς. Για να μην πλατειάσω, θα υιοθετήσω τα σχόλια του κυρίου Κλήμη, που ακολουθούν και με καλύπτουν αρκούντως.
ΥΓ. Όσο για σας, κύριε Καστρινάκη, επειδή σας διαβάζω συχνά σε αυτόν εδώ το χώρο, απορώ γιατί την ευγένεια, την ψυχραιμία και το σεβασμό που επιδεικνύετε στις δευτερολογίες σας, δεν τον υιοθετήτε ευθύς εξ’ αρχής. Ποτέ δεν κατανόησα την υφέρπουσα επιθετικότητα με την οποία υποδέχεστε συνήθως τους διαφωνούντες, όταν η καρδιά σας έχει αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερη χωρητικότητα από αυτή που θέλετε αρχικά να μας παρουσιάσετε.
Πολύ διδακτικό τα σχόλιο του Κλήμη. Γενικά η γεροντική γκρίνια δεν είναι καλός σύμβουλος όταν διατυπώνουμε μία γνώμη, ούτε η κινδυνολογία. Και είναι κακή συνήθεια κάθε γενιάς να κατηγορεί την νεώτερη για αμάθεια και απειρία. Θυμήθηκα αυτές τις μέρες μία προειδοποίηση για την γκρίνια ή “γογγυσμό” από τον Ισαάκ τον Σύρο:
“Ο οδηγών τα χαρίσματα του Θεού προς τον άνθρωπον, καρδία εστί κινουμένη προς ευχαριστίαν αδιάλειπτον. Ο οδηγών τον πειρασμόν προς την ψυχήν, η έννοια εστί του γογγυσμού, η κινουμένη αεί εν τη καρδία. Πάσας τας ασθενείας των ανθρώπων βαστάζει ο θεός. Άνθρωπον δε αεί γογγύζοντα ουχ υπομένει, εαν μη παιδεύση αυτόν”. (Λόγος 73ος)
Η γκρίνια μας τυφλώνει.
Πάντα ήταν λίγοι αυτοί που γνώριζαν καλά ελληνικά αλλά ποτέ δεν έλειψαν. Σήμερα υπάρχουν υπεραρκετοί άριστοι γνώστες της ελληνικής γλώσσας ηλικίας μικρότερης των σαράντα ετών και η νεολαία είναι πιό σωστή στην ορθογραφία από ότι πριν σαράντα χρόνια. Ούτε φοβάμαι τις “παγκοσμιοποιημένες γλώσσες”.
Η πιό απλή μορφή της ελληνικής γλώσσας που γνωρίζω είναι αυτή του Ευαγγελίου, η παγκοσμιοποιημένη Κοινή, που μιλούσαν τότε πολλοί λαοί και δεν συγκρίνεται ούτε με την αρκετά εύκολη αλλά πολύ πιό σύνθετη γλώσσα του Λουκιανού, εκατό χρόνια αργότερα. Οι περισσότεροι Πατέρες, αιώνες μετά, έγραφαν σε μία γλώσσα πολύ πιό σύνθετη και δύσκολη από αυτήν του Ευαγγελίου. Κατά πόσο, όμως, υποβάθμισε τον πολιτισμό των Ελλήνων, των Σύρων των Αιγυπτίων των Περσών το Ευαγγέλιο; (Αυτή είναι ρητορική ερώτηση, ελπίζω να μην παρεξηγηθώ). Είναι γνωστή η “άγνοια” καλών Ελληνικών μεταξύ των πρώτων Χριστιανών, ο Ιουλιανός άλλωστε ενομοθέτησε για να προστατέψει τα Ελληνικά από την υποβαθμιστική τους επίδραση…
Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τα μεγάλα έργα της Αγγλικής λογοτεχνίας, γνωρίζουν ότι αποκλείεται η αγγλική γλώσσα να αλλοιώσει την νεοελληνική. Οι τεμπέληδες (τουρκιστί) ή ράθυμοι (ελληνιστί) σε όποια γλώσσα και να γράφουν, την υποβαθμίζουν. Είναι αλήθεια ότι διεθνώς η γλώσσα των εφημερίδων υποβαθμίζει την φιλολογική παράδοση όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών. Όλοι αυτοί γράφουν πλέον στην γλώσσα του “ώς και του καθώς”, όπως μου αρέσει να αστειεύομαι. Ένας σύνδεσμος αρκεί, τι τους θέλουμε τους άλλους;
Και για να μην μελαγχολούμε πρωτοχρονιάτικα, θα αντιγράψω ένα εύθυμο ποίημα από το “Σαμιακόν ημερολόγιον 1908, Ι.Δ. Βακιρτζή” σε ελληνογαλλική διάλεκτο της διασποράς.
ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ ΦΡΑΓΚΟΣΜΥΡΝΙΑ
Σας είπα πως σας je vous aime
γλυκειά μου παντρεμένη,
που έχεις malhereusement
un trés vieillard époux
και σας κρατεί toute la journée
dans votre maison κλεισμένη
και είνε τόσον πονηρός espéce des αλεπού.
Αλλ’ όμως quand σεις voulez-vous
ας φύγωμεν μαζύ
allons-nous για να ζήσωμεν
εις σφαίρας καλλιτέρας-
laissez αυτόν τον miserable,
laissez αυτό το τέρας,
parce qu’ il ne pas capable pour vous
-κατάμονος ας ζη!
Την χάριν που δεν έχει αυτός
vous trouverez σε με
διότι είμαι παντί l’ homme
μ’ αισθήματα και χάρι,
vous ne plaignez avec moi
σας βεβαιώ jamais
laissez λοιπόν le bête vieillard
prenez le παληκάρι.-
Αλεξάνδρεια
Ι. ΚΩΣΤΑΛΑΣ
Είναι πράγματι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η περί [i]γλώσσας[/i] και [i]πολιτισμού[/i] προσέγγιση του Κλήμη. Από πλευράς μου, τη συμμερίζομαι εν μέρει – διατηρώ όμως σαφή επιφύλαξη ως προς τη μονομέρειά της. Προβαίνει πάντως ως κάτι πολύ διαφορετικό, από την αναγνώριση της αλήθειας της, η απόπειρα χρήσης της εν είδει… ροπάλου εναντίον τής [i]έγνοιας[/i] την οποία μας έχει καταθέσει ο Ρούσσος Βρανάς. Σφάλμα, στο οποίο δεν υποπίπτει διευκρινίζω ο ίδιος ο Κλήμης.
Σφάλμα – ισχυρίζομαι – ακόμα προφανέστερο, όταν χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο επαναδιακήρυξης των πλέον εμπεδωμένων Στερεότυπων της Νεωτερικότητας – όπως η προ-κεκηρυγμένη αντιπαράθεση των γενεών και η [i]εξ ορισμού[/i] προοδευτικότητα των εκάστοτε νέων γνωμών.
[b]Όσο για την – λίαν αμφισβητήσιμη, αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος – [i]«κακή συνήθεια κάθε γενιάς να κατηγορεί την νεώτερη για αμάθεια και απειρία»[/i], έχουμε (περισσότερο από κάθε πρόσφατη, εμείς, γενιά) μια ευκαιρία να την αναστοχαστούμε εν τή… σχετηκότητι της:[/b]
Όταν ακόμα και σε επίπεδο Οικονομίας, λέω, πιστοποιείται εν τω μεταξύ ότι η ιστορία του κόσμου έχει πραγματοποιήσει ήδη τη μεγάλη Αναστροφή – ώστε η ζωή των μεταγενέστερων ανθρώπων να προδιαγράφεται χειρότερη από εκείνη των προγενέστερων – γίνεται κάπως… λ ι γ ώ τ ε ρ ο_ [b]αυτονόητο[/b], απ’ όσο ίσως φάνταζε ώς χθες, ότι η [i]ανταγωνιστικότητα[/i] τού “νέου” προς το “παλαιό” έχει εκ γενετής [i]θετική[/i] την προσήμανση.
ΥΓ: Στο ότι [i]«η νεολαία είναι πιό σωστή στην ορθογραφία από ότι πριν σαράντα χρόνια»[/i], εκ μέρους του αγαπητού μου Νίκου Δεληνικόλα, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αντιτείνω ο,τιδήποτε: Το υπογραμμίζω, μόνο, ως [b]πειστήριο[/b] τού τι αποβαίνει_ υ π ο χ ρ ε ω μ έ ν ο ς_ να… αποφανθεί κανείς, προκειμένου να φιλοτεχνήσει ένα κάποιο “έρεισμα” στην υπηρεσία της κρατούσας εκπαιδευτικής αντίληψης.
Αρκεί νομίζω αυτό το [i]«ότι»[/i] εις θέσιν [i]«ό,τι,»[/i] άλλωστε, για να εξεικονίσει κι επί της επιφανείας την όλη [b]απροσεξία[/b] την οποία, η συγκεκριμένη άποψη, στον ίδιο τον_ π υ ρ ή ν α_ της προϋποθέτει.
Σπεύδω το λοιπόν να διευκρινήσω περαιτέρω τη φράση μου: “Αυτή η τροπή δεν αποφεύγεται με την επικληση της γλωσσικής κληρονομιάς.”. Με αυτήν δεν ήθελα να εννοήσω ότι δεν έχει κανένα νόημα η επίκληση της γλωσσικής κληρονομιάς. Αν εννοούσα κάτι τέτοιο, θα ψευδόμουν ή θα αντέφασκα στο σημείο που επικροτώ τις σκέψεις του αείμνηστου Ρούσσου Βρανά λέγοντας “υπογραμμίζει πράγματα που πρέπει να βαστηχτούν υπογραμμισμένα”. Οπότε λέω ευκρινέστερα: Η γλωσσική κληρονομιά είναι σημαντική ΟΧΙ όμως ως “αποθήκη” αλλά , ας πούμε, όπως οι παλιότερες στοές ενός μεταλλείου στις οποίες μπορεί ακόμα να ανιχνευθεί πλούσιο μετάλλευμα ΕΑΝ κανείς επιμείνει να τις ανασκάφει μη αποδεχόμενος ότι στέρεψαν οριστικα και αμετάκλητα. Και πάλι αυτή η εικόνα είναι ελλιπής και ανακριβής. Είναι όμως αρτιότερη της αποθήκης, διότι στην αποθήκη βρίσκει κανείς έτοιμα προϊόντα προς χρήση (θησαυρούς τετελειωωμένους) ενώ στο μεταλλείο φθάνει σε αυτά ανασκάφοντας και αφού εν συνεχεία τα επεξεργαστεί (άρα δεν είναι θησαυροί τετελειωμένοι όπως αυτοί της αποθήκης) φέρνοντάς τα στην επιφάνεια (τη σύγχρονη ζωή). Εν ολίγοις η Φορμαλιστική προσέγγιση της γλώσσας, βλέποντας ως τετελειωμένο τον παρελθόντα γλωσσικό πλούτο, ακόμα και όταν δέχεται κάποιου είδους “ανασκαφή” του (μάλλον συλλεκτική έρευνα) υποτιμά ή αγνοεί την “επεξεργασία” του ανασκαφέντος πρροϊόντος υπό το φως του μέλλοντος.
Απλούστερα: Δεν θα διασώσουμε τις παραδεδομένες μελισσοκομικές γνώσεις μας παρά εφόσον αναγνωρίσουμε ΑΞΙΑ ΕΥ ΖΗΝ όχι τόσο σε αυτές ως τεχνικές μεθόδους αλλά στο όλο συμβολικό σύμπαν στο οποίο λαμβάνουν υπόσταση. Δηλαδή σε ένα σύμπαν που σέβεται τον Κόσμο,τη Δημιουργία -άρα προ πάντων τον Δημιουργό -και προ αυτού του σεβασμού κλείνει τα αυτιά του στις σειρήνες της ευκολίας και της άνεσης.
Δεν στηρίχτηκα στις απόψεις του Κλήμη για να υπερασπιστώ τους νέους, αλλά στην εμπειρία μου. Είναι μεγάλος ο αριθμός των νέων με θαυμάσια γνώση της ελληνικής γραμματείας και συνεχή σπουδή της και άντληση ψυχαγωγίας από αυτήν. Όλοι οι γκρινιάρηδες έχουν καημό, αλλά πρέπει να έχουν και δίκηο. Τα πολυάριθμα πανεπιστήμια και το μπέστεσκύλοιαλέστε σε αυτά είναι πρόβλημα, όμως από την δεκαετία του 80 έγιναν πολλά και σπουδαία από κάθε άποψη στην Παιδεία, κυρίως στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Το γνωρίζω επίσης εμπειρικά από τα παιδιά μου, τους φίλους τους και νεώτερους συνεργάτες. Μεγάλος λάθος ήταν η σχολαστική εφαρμογή της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη, ιδιαίτερα δε η κατάργηση του ν των άρθρων, καθώς και η συνεχής αλλαγή ορθογραφικών κανόνων με πλήρη άγνοια της Γλωσσολογίας και της φωνητικής υπόστασης της γλώσσας. Όμως αυτό είναι αποτέλεσμα του ότι οι καθαρευουσιάνοι της καθαρεύουσας, μετά την κατάργησή της, μετατράπηκαν σε καθαρεύοντες της δημοτικής και έκαναν σημαία τους την απλοποίηση και τις άκριτες αλλαγές. Οι φιλόλογοι έχουν επίσης αγνοήσει τους μουσικολόγους και ακόμη λένε ανοησίες για την προσωδία, την ρυθμολογία και την μουσική των αρχαίων. Όμως, δεν γκρινιάζω. Το ζήτημα της γλώσσας θα είναι πάντα επίκαιρο, ζωντανό και πεδίο πρακτικών αντιπαραθέσεων. Γιατί όχι; Αυτή δεν ήταν πάντα η πραγματικότητα όλων των ζωντανών οργανισμών; Δεν είναι αναπόφευκτο; Τα τελευταία εκατόν τριάντα χρόνια στον χώρο της γλώσσας των μαθηματικών και των θετικών επιστημών έχει γίνει πολύ μεγαλύτερη κοσμογονία, αφάνταστα συναρπαστική, για να καταλήξουν τελικά, ότι οι επιστήμες δεν μπορούν να έχουν μία “ακριβή γλώσσα”, αλλά μόνο πολλές “αργκώ”, αν θέλουν να κάνουν και την δουλειά τους κάποια στιγμή.
Ο νεοφιλελευθερισμός, προτιμώ το παλαιοδουλισμός σαν φιλελεύθερος που είμαι, έχει άμεση σχέση με την υποχρηματοδότηση των κλασσικών σπουδών, αλλά αυτή είναι μία πανούκλα που επανέρχεται περιοδικά, επιδημεί.
Το ορθογραφικό μου λάθος, (αν είναι όντως), αποδεικνύει τον ισχυρισμό μου, αφού εγώ ανήκω στην παλιά γενιά των ανορθόγραφων, είμαι και γεροντάκι, με μειωμένη προσοχή επομένως. Αν υπάκουα στον ορθογράφο μου, θα έκανα πολύ περισσότερα λάθη. Αφήστε που άρχισα να εμφανίζω συμπτώματα αλτσχαϊμερικού υπερλεξισμού. Πρόσφατα έγραψα “τα κυανόκρανα του Παρθενώνα”.
Αλλά η Φραγκοσμυρνιά σας άρεσε, δεν είναι έτσι;