Βαθύρροες κοίτες τα ρεύματα των ανθρώπων σε παρασέρνουν. Κοιτάζεις τις βιτρίνες, τους διαβάτες, τα τροχοφόρα, τα μαγαζιά. Κοιτάζεις τα γυμνά σου χέρια: «Πού βαδίζω;», σκέφτεσαι, «ποιος είμαι;». Η γεύση του χρόνου έχει τη γεύση της τέφρας και του χώματος. Τέτοια είναι η γεύση του παρόντος που έχεις. Τα πράγματα ορώνται σε διαφορετική χρονική απόσταση, κινούμαστε ο καθένας σε διαφορετική χρονική τάξη, κι ας ζούμε την ίδια εποχή. Μπορεί να συμπίπτουμε χρονικά, αλλά πόσοι ζουν πραγματικά στο παρόν; Πόσοι παραιτούνται από τα σχήματα του παρελθόντος για να ζήσουν στο νυν και αεί;
Σχήμα πτωχού και σχήμα ξένου το σχήμα του ανθρώπου που δεν εκτείνεται σε κάποιο μέλλον μήτε δραπετεύει στο παρελθόν. Θέλεις να χωρέσεις το χρόνο άλλων ηρώων και άλλων καταστάσεων για να μη νιώθεις ορφανεμένος και γυμνός. ΄Εχεις ντυθεί τη φορεσιά του ηθοποιού που βρίσκεται επί σκηνής, μα δεν χρειάζεται να απεκδυθείς τον ρόλο σου για να γίνεις ένα άλλο «εγώ». Δεν φοράς προσωπεία, κάτω απ’ τα οποία το πραγματικό σου πρόσωπο μένει ψυχρό και αμέτοχο. Τον ρόλο τον φοράς κατάσαρκα, αλλά όχι απ’ έξω. Εφάπτεται του εσωτερικού της επιδερμίδας, κι επάνω του καθρεφτίζονται οι κινήσεις των σπλάχνων.
πηγή: Αντίφωνο, Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο πιο σύντομος δρόμος", Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ 1999
Έχω κυριολεκτικά συγκλονιστεί με τις δυο αυτές παραγράφους, και θεωρώ τον εαυτό μου μίζερο, που δεν έχω διαβάσει ακόμα το βιβλίο “Ο πιο Σύντομος Δρόμος”, ενώ έχει κυκλοφορήσει εδώ και μια δεκαετία. Θερμές ευχαριστίες στο Αντίφωνο, για αυτό το ακριβό δώρο.
Δεν θα τολμήσω να κάνω σχόλια πάνω στις δυο αυτές παραγράφους, διότι βρήκα πνευματικό καταφύγιο σε κάθε πρότασή χωριστά.
Η μετριότητά μου θα ήθελε καταθέσει μόνο τα εξής: όταν, πολλές φορές, αρχίζουμε τις διαμάχες περί της εθνικής ταυτότητας, και χωριζόμαστε σε “εθνομηδενιστές” “οικουμενιστές” “Ρωμαίους” “Γραικύλους” “πατριώτες” “αποδομιστές”, κλπ. κλπ., κάνουμε ένα μέγιστο σφάλμα: επιλέγουμε την ταύτισή μας με ένα παρελθόν, αδιαφορώντας για το παρόν μας, το οποίο τρέχει αενάως. Ακόμη χειρότερα: σκεφτόμενοι μικροπεριοδικά (τί σημασία έχουν για την Αιωνιότητα δυο και τρεις χιλιετίες;!), χάνουμε το “νυν και αεί”…
Μια ταυτότητα, μια κουλτούρα, ένας πολιτισμός, είναι
κενά νοήματος, αν δεν έχουν παρόν. Και καταδικασμένα στον θάνατο αν δεν υπερβαίνουν τον χρόνο.
Τί όμορφη παρομοίωση, αυτή των ανθρώπων με “βαθύρροες κοίτες”, “ρεύματα που σε παρασέρνουν”. Τί όμορφο που είναι να ανακαλύπτεις το Πρόσωπον, την Ουσία, την Μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου…τί νόημα θα είχε η ζωή αν όλα ήταν στατικά…τί άσχημο να βλέπεις τα πράγματα στατικά, και να μην δέχεσαι ότι ρεύματα ανθρώπων ανακατεύονται, και δημιουργούν στροβίλους…
Κάποτε η πρόταση της Χριστιανοσύνης, μέσα στην Ρωμανία, ήταν πρόταση που ξεπερνούσε τον χρόνο:
Κἀντεῦθεν ἵνα μὴ τοῖς ἐθνικοῖς
τούτοις ὀνόμασι περιγράφωνται, τῇ πρεσβυτέρᾳ Ῥώμη ἑτέρα (20)
νέα ἀντῳκοδόμηται, ἵνα ἐξ οὕτω μεγίστων πόλεων κοινὸν
ἐχουσῶν τοὔνομα Ῥωμαῖοι πάντες κατονομάζοιντο καὶ ὡς τὸ
τῆς πίστεως κοινὸν οὕτως ἔχοιεν καὶ τὸ τῆς κλήσεως. καὶ
ὡς ἐκ Χριστοῦ ταὐτὸ τὸ τιμιώτατον ἔλαχον ὄνομα, οὕτω καὶ
τὸ ἐθνικὸν αὐτοῖς ἐπηγάγοντο. καὶ πάντα δὲ τὰ ἄλλα (25)
ὑπῆρχε τούτοις κοινά, ἀρχαὶ νόμοι λόγοι βουλαὶ δικαστήρια,
αὐτὴ ἡ εὐσέβεια, οὐδὲν ὅτι μὴ κοινὸν Ῥωμαίοις τοῖς πα-
λαιοτέροις καὶ νεωτέροις.
Σήμερα έχουμε αυτοεγκλωβιστεί στον περατωμένο χώρο του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας. Γι’ αυτό και νιώθουμε τον θάνατο τόσο κοντά. Nα μην τολμήσεις και πεις έναν καλόν λόγο για έναν άνθρωπο, και θα χαρακτηριστείς “προδώτης”…ο Κόντογλου κάποτε, όταν βρισκόταν στο Αϊ-Βαλί, έβλεπε έναν άνθρωπο από μακριά, να περπατάει στην ακρογυαλιά, και όλα ήταν τόσο παραδεισένια, που φώναζε από ευτυχία “να ‘σαι καλά άνθρωπε του Θεού, όποιος και να ‘σαι, όπου και να πηγαίνεις”…χωρίς να ‘χει σημασία αν αυτός ο άνθρωπος ήταν Τούρκος ή Ρωμηός, εχθρός ή φίλος…
Αγαπητέ Κυριάκο,
Με συγκίνησε η παρέμβασή σου γιατί μίλησες από καρδιάς. Τούτο μου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσω κι εγώ πιο ελεύθερα. Παραδόξως πως, ήρθε στο νου μου η παραίνεση του Θεόδωρου Στουδίτη προς τους σπουδαστές της Κωνσταντινουπόλεως: «Δράξασθε παιδείας, αναλάβατε όπλα δικαιοσύνης». Εδώ ο Θεόδωρος συνδέει εμμέσως την παιδεία με την δικαιοσύνη. Τούτη η φράση αν απευθυνόταν προς τους φοιτητές μας, φοβάμαι πως θα ακουγόταν κωμική. Ποια είναι λοιπόν αυτή η περιλάλητη παιδεία που συνεχώς την ακούμε και δεν την βλέπουμε;
Επειδή δεν τα πάω καλά με τις θεωρίες, θα αναφέρω κάτι που μου έτυχε στο Άγιον Όρος. Κατά τις επισκέψεις μου στη Μονή Γρηγορίου είχα γνωρίσει και έναν υπερογδοηκοντούτη μοναχό, ονόματι Εφραιμ, με τον οποίο τακτικά συζητούσαμε για θέματα πνευματικά, αγιογραφικά, και άλλα. Ο μοναχός αυτός που καταγόταν από ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου, έβοσκε πρόβατα στα γύρω υψώματα όταν μια μέρα τον συναπάντησε ένας καλόγερος από το ΄Αγιον ΄Ορος. Βλέποντάς τον ξυπόλητο, ο μοναχός του χάρισε ένα ζευγάρι παπούτσια. «Για να χαρίζουν παπούτσια οι καλόγεροι», σκέφτηκε ο Εφραιμ, που ήταν 15-16 χρονών, «το΄Αγιον ΄Ορος πρέπει να είναι σπουδαίος τόπος». Σε λίγο καιρό έφυγε για το Άγιον ΄Ορος όπου και εγκαταβίωσε. Ο άνθρωπος αυτός με άφησε ενεό όταν τον ρώτησα τι είχε σπουδάσει και μου απάντησε πως είχε πάει μόνο στην πρώτη δημοτικού, ίσα-ίσα για να μάθει να γράφει το όνομά του. ΄Εμεινα άναυδος διότι απέναντί μου είχα έναν λόγιο με όλη τη σημασία της λέξεως, και ως προς τις γνώσεις και ως προς την εκφορά του λόγου. Κατάλαβα τότε πως αυτό που ονομάζουμε παιδεία δεν μπορεί παρά να είναι ένα οικοσύστημα μέσα στο οποίο εμείς κινούμαστε ως ενάλιοι οργανισμοί. ΄Απαξ και το σύστημα διασαλευτεί, αφανίζεται. Πιστεύω ότι στον κατακερματισμένο κόσμο μας, τουλάχιστον στην ιστορική φάση που διανύουμε και ένας Θεός ξέρει πόσο θα διαρκέσει, δεν μπορεί να υπάρξει παιδεία. Εκπαίδευση ναι, εξειδίκευση ούτε λόγος, αλλά παιδεία όχι.
΄Οσο για μένα αισθάνομαι σαν φυλακισμένος, αλλά αναλογίζομαι τους στίχους του Πετράρχη:
Ας ανοίξει η ειρκτή όπου είμαι έγκλειστος
Και μου κλείνει τον δρόμο προς μια νέα ζωή!
Αλλά ο έρωτας μου απαντά:
Αυτό είναι προνόμιο των εραστών,
Απαλλαγμένων απ’ όλες τις ιδιότητες του ανθρώπου.
Σε χαιρετώ και σε ευχαριστώ.
Χάρηκα πολύ διαβάζοντας το μεστό σου σχόλιο, Αλέξανδρε.
Να ΄σαι καλά.
Εξαιρετικό, Αλέξανδρε! Ο Theo το χαρακτηρίζει εύστοχα: μεστό.