Β. Ξυδιᾶς, Ἡ Βαλκανικὴ Κοινοπολιτεία, Δόμος, 1994 | σελ. 41-45
Ἠλεκτρονικὴ ἀναδημοσίευση: ΑΝΤΙΦΩΝΟ
< ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ // ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ >
Βαλκανικὲς ἀντιθέσεις καὶ ἐθνοφυλετισμός
Βέβαια, ἂν δὲν θελήσουμε νὰ ἐξιδανικεύσουμε τὰ πράγματα, ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας ἀποκαλύπτει πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξε μιὰ πλήρης καὶ ὁριστικὴ ἐνσωμάτωση ὅλων τῶν βαλκανικῶν λαῶν στὸ Βυζάντιο, καὶ πὼς οἱ περίοδοι εἰρήνης καὶ φιλίας ἐναλλάσσονται μὲ τὶς περιόδους διαμάχης καὶ ἀντιπαραθέσεως, γεγονὸς ποὺ δημιουργεῖ ἕνα πολὺ ἀμφίβολο καὶ ἀσταθὲς σκηνικὸ ποὺ δὲν εὐνοεῖ τὶς ρητορικὲς ὑπεραπλουστεύσεις. Ἀλλὰ ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ πὼς πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση, αὐτὲς οἱ σχέσεις ἀντιπαραθέσεως σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν μποροῦν νὰ παρομοιαστοῦν μὲ τὶς ἀντιπαραθέσεις ποὺ προκαλοῦν οἱ σύγχρονοι ἐθνικισμοί. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιατὶ οἱ λαοὶ αὐτοὶ μοιράζονταν, ὅπως εἴπαμε, ἕνα κοινὸ πρότυπο: τὸ πρότυπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἔτσι, ἀκόμα κι ὅταν παρασύρονταν ἀπὸ τοὺς κατὰ καιροὺς φυλετικοὺς ἢ προσωπικοὺς ἐγωϊσμοὺς τῶν ἡγεμόνων τους, δὲν ἀγωνίζονταν γιὰ νὰ ἐπιβάλουν ἕνα διαφορετικὸ πρότυπο. Ὁ πολιτισμὸς καὶ οἱ ἀξίες ἦταν κοινές. Ἁπλῶς ὑπῆρχε ἄλλοτε μὲν ὁ φυσικὸς ἐγωϊσμός, ἄλλοτε δὲ ἡ φυσιολογικὴ ἐπιδίωξη τῶν ἐπιμέρους ἐθνικῶν καὶ φυλετικῶν ὁμάδων νὰ κατακτήσουν ἕναν δικό τους χῶρο καὶ ἕναν δικό τους τρόπο προσχωρήσεως στὴ μεγάλη βυζαντινὴ οἰκογένεια. Κι ἄλλοτε – σ’ ἕνα τρίτο ἐπίπεδο – ὑπῆρξε σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις καὶ ἡ νόμιμη θὰ ἔλεγα φιλοδοξία ὁρισμένων ἡγεμόνων, νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ γύρω ἀπὸ τὴ δική τους σημαία, μὲ τὴ δική τους πρωτοβουλία καὶ πρωτοκαθεδρία θὰ κατηύθηναν τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς αὐτοκρατορίας. Μὴν ξεχνᾶτε ὅτι μιλᾶμε γιὰ ἐποχὲς καταρρεύσεως τῆς πάλαι ποτὲ κραταιᾶς αὐτοκρατορίας, γιὰ ἐποχὲς ποὺ τὸ πρόβλημα τῆς ἀνασυγκροτήσεως ἦταν ἀντικείμενο διαμάχης και ἀνταγωνισμοῦ μεταξὺ διαφόρων ὁμάδων καὶ φατριῶν. Συγχωρέστε μου καὶ πάλι τὴν κάπως ἀγοραία ἔκφραση ποὺ θὰ χρησιμοποιήσω, ἀλλὰ ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι σ’ ἐκεῖνα τὰ χρόνια (τὸν 13ο ἂς ποῦμε ἢ τὸν 14ο αἰώνα) τὸ νὰ εἶσαι ὑπήκοος ἑνὸς Σέρβου, ἑνὸς Βουλγάρου ἢ ἑνὸς Ρωμαίου ἡγεμόνα, ἦταν λίγο ὡς πολὺ σὰν νὰ εἶσαι σήμερα ὀπαδὸς τοῦ ΠΑΣΟΚ, τοῦ ΚΚΕ ἢ τῆς Νέας Δημοκρατίας. Συνιστοῦσε δηλαδή περισσότερο μιὰ “παραταξιακή”, παρὰ μιὰ ἐθνικὴ (μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια) τοποθέτηση. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμα καὶ στὴ νεώτερη ἐποχὴ ποὺ οἱ Βαλκανικοὶ λαοὶ υἱοθέτησαν τὴν ἰδέα τοῦ ἔθνους, οἱ ὁποιεσδήποτε ἀντιπαλότητές τους δέν πηγάζουν ἀπὸ τὶς “ἐθνικὲς” διαφορές τους, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι προβάλλονται ὡς ἀποκλειστικοὶ δικαιοῦχοι μιᾶς κοινῆς κληρονομιᾶς (ἐδαφικῆς, ὑλικῆς ἢ πολιτιστικῆς).
Σήμερα, ποὺ ζοῦμε αὐτὲς τὶς κοσμογονικὲς ἀλλαγὲς στὶς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε προηγουμένως, νομίζω ὅτι εἴμαστε πλέον σὲ θέση καὶ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε μιὰ αὐτοκριτικὴ ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ ζήτημα. Τόσο στὴν Ἑλλάδα, ὅσο καὶ στὶς ὑπόλοιπες βαλκανικὲς χῶρες, ἔχουμε ἀρχίσει σιγὰ-σιγὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας. Ἔτσι, ἂν οἱ νεοέλληνες ἀκολουθήσαμε κάποτε σχεδὸν τυφλὰ τὸν Κοραῆ ποὺ μᾶς ὑποδείκνυε νὰ παραδειγματιστοῦμε ἀπὸ τὰ ἐλεύθερα – ὅπως ἔλεγε – ἔθνη τῆς Εὐρώπης καὶ νὰ ὀνομαστοῦμε Γραικοὶ ἢ Ἕλληνες, σήμερα μποροῦμε πλέον νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ δρόμος αὐτὸς ἦταν ἕνας δρόμος ἀπώλειας τῆς ρωμαίικης αὐτοσυνειδησίας καὶ τῆς ἀντίστοιχης ἱστορικῆς μας προοπτικῆς. Μίλησαν κι ἄλλοι ὁμιλητὲς πρὶν ἀπὸ μένα γιὰ τὸν «κίνδυνο», όπως τὸν ἀπεκάλεσαν, τοῦ ἐθνικισμοῦ ἢ τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ (ὅπως εἶναι γνωστὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα). Φοβᾶμαι πὼς ἦταν πολὴ ἤπιοι στὶς ἐκφράσεις τους. Ἡ λέξη «κίνδυνος» δὲν ἀνταποκρίνεται οὔτε στὴ φύση οὔτε στὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος. Δὲν ἀρκεῖ νὰ λέμε ὅτι ἔχουμε ὑποστεῖ πλήγματα καὶ τραύματα ἀπὸ τὸν ἐθνοφυλετισμό, γιατὶ δυστυχῶς πρόκειται γιὰ κάτι πολὺ χειρότερο. Ὁλόκληρο τὸ σῶμα μας εἶναι ριζωμένο στὸν ἐθνοφυλετισμό. Ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τῶν νεωτέρων βαλκανικῶν κρατῶν ἔχει θεμελιωθεῖ στὴν ἔννοια τοῦ ἔθνους-κράτους, τὴν ὁποία τὴν ἔχουμε δανειστεῖ (ἢ θὰ ἦταν σωστότερο νὰ λέγαμε ὅτι μᾶς ἔχει φορεθεῖ) ἀπὸ τὴ δυτικὴ ἀντίληψη περὶ ἔθνους καὶ περὶ κράτους. Μιὰ ἀντίληψη ποὺ περιχαρακώνει τοὺς λαοὺς καὶ τοὺς καθηλώνει σὲ μιὰ αὐτιστικὴ αὐθυπαρξία. Μιὰ ἀντίληψη ποὺ ὅπως εἴδαμε ἀγνοεῖ καὶ τὶς αὐτοκρατορικές μας καταβολές, καὶ τὶς οἰκουμενικές μας διαστάσεις, καὶ τὶς εἰδικὲς ἱστορικὲς γεωπολιτικὲς καὶ πολιτιστικὲς σχέσεις τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς.
Ὅμως ἔτσι κι ἀλλιῶς ἡ ἱστορία δὲν μᾶς δεσμεύει, οὔτε μᾶς ὑποχρεώνει. Διαμορφώνει τὸ πεδίο τῆς παρουσίας καὶ τῆς δράσεώς μας καὶ – ἂν τὴ σπουδάσουμε σωστὰ – μᾶς καθιστᾶ κοινωνοὺς τῶν ἀνεκπλήρωτων αἰτημάτων ποὺ τὴ βαραίνουν. Βλέποντας τὴν ἱστορία ἀπὸ τὴ σκοπιὰ αὐτῶν τῶν ἀνεκπλήρωτων αἰτημάτων, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἰδέα τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας προκύπτει σὰν μιὰ διαρκὴς ροπή, ποὺ δὲν εἶναι ἡ ρομαντικὴ ἐπιστροφὴ σὲ μιὰ χαμένη “ρωμιοσύνη”, ἀλλὰ ἡ συνέχιση καὶ ὁλοκλήρωση τῆς πορείας ποὺ ἡ ρωμιοσύνη σηματοδότησε μέσα στὴν ἱστορία. Αὐτῆς τῆς πορείας οἱ Βαλκανικοί λαοὶ μποροῦν τώρα νὰ ξαναβροῦν τὰ ἴχνη. Εἰδικὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ἡ Βαλκανικὴ Κοινοπολιτεία εἶναι ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ἡ διέξοδος ἀπὸ τὸ δίλημμα μεταξὺ Εὐρωπαιοκεντρισμοῦ καὶ Ἑλληνοκεντρισμοῦ, καθὼς ἀποτελεῖ τὴν κοινὴ καὶ ἑνοποιητικὴ λύση στὰ μύχια καὶ αὐθεντικότερα αἰτήματα καὶ τῶν δύο ἰδεολογικῶν παρατάξεων.
< ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ // ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ >