Β. Ξυδιᾶς, Ἡ Βαλκανικὴ Κοινοπολιτεία, Δόμος, 1994 | σελ. 13-17
Ἠλεκτρονικὴ ἀναδημοσίευση: ΑΝΤΙΦΩΝΟ
< ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ // ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ >
Ἐφ’ ὅσον ἡ ἀγάπη κι ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν ὀργανωτῶν μὲ ἐπιφόρτισε μὲ τὸ βαρὺ προνόμιο νὰ κλείσω τούτη τὴ συνάντηση μετὰ ἀπὸ τὶς τόσο σημαντικὲς ὁμιλίες ποὺ προηγήθηκαν, θὰ σᾶς μιλήσω μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ σκυταλοδρόμου ποὺ ἔχει τὴν ὑποχρέωση νὰ φέρει τὴ σκυτάλη ποὺ παρέλαβε πλησιέστερα πρὸς τὸ νῆμα.
Ἔναντι τῆς Ἱστορίας
Καὶ θὰ ξεκινήσω ἀπὸ ἕνα θέμα ποὺ ἔθεσε προηγουμένως στὴν ὁμιλία του ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος Γιέφτιτς ὅταν κάποια στιγμὴ μᾶς εἶπε (καὶ ἐλπίζω νὰ μεταφέρω σωστὰ τὰ λόγια του): «Δὲν ξέρω ἂν ἔχει σημασία νὰ μιλᾶμε γιὰ Κοινοπολιτείες ἢ γιὰ σχέδια ὀργανωτικὰ καὶ πολιτικά. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ δηλώνουμε μιὰ ὀρθόδοξη μαρτυρία ἔως ἐσχάτων τῆς γῆς, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ὑπάρχουμε, καὶ αὐτὸ ἀρκεῖ». Ὁμολογῶ ὅτι ἀπέναντι στὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς ἔθεσε ὁ πατὴρ Ὰθανάσιος ἐγὼ στέκομαι ἀμήχανα, διχασμένος ἀνάμεσα σὲ δυὸ στάσεις. Ἡ μιὰ στάση εἶναι αὐτὴ τοῦ πατρὸς Ὰθανασίου, ὅπως τουλάχιστον τὴν ἐξέλαβα ἐγώ, ὡς μιὰ στάση ποὺ ὑπογραμμίζει τὴ σχετικότητα τῶν κοσμικῶν ἱστορικῶν καὶ πολιτικῶν σχεδίων καὶ παρεμβάσεων. Νομίζω ὅτι ὅλοι μας καταλαβαίνουμε πολὺ καλὰ τὴ λογικὴ αὐτῆς τῆς στάσεως καὶ τὴ συμμεριζόμαστε ἀπολύτως. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ δεύτερη σκέψη ποὺ λέει ὅτι σὲ μιὰ τέτοια περίοδο ποὺ διάφορα κρυφὰ καὶ φανερὰ κέντρα καταστρώνουν τὰ σχέδιά τους γιὰ τὸ ἀπώτερο μέλλον τῆς Βαλκανικῆς, ἐμεῖς, οἱ λαοὶ τῶν Βαλκανίων, δὲν μποροῦμε ἁπλῶς νὰ ἀποδεχόμαστε τὰ πράγματα ὅπως μᾶς συμβαίνουν, ἐξαιρώντας ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τὴ δική μας θέληση καὶ τὴ δική μας δημιουργικὴ πράξη. Ἂν υἱοθετούσαμε μιὰ τέτοια “θυμόσοφη” ἀντιμετώπιση τῆς ἱστορίας θὰ καταλήγαμε σὲ μιὰ ἁπλὴ μοιρολατρία (στωϊκῆς ἢ ἀνατολίτικης ἐμπνεύσεως) ποὺ διαφέρει σαφῶς ἀπὸ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ λογικὴ τοῦ πατρὸς Ἀθανασίου. Εἶναι τελικὰ θέμα μέτρου.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι δύσκολο νὰ βρεῖ κανεὶς τὸ ἀκριβὲς μέτρο τῶν πραγμάτων (ἐξ οὗ καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ διχασμοῦ ἀνάμεσα στὰ δύο ἄκρα). Στὴν προσπάθεια λοιπὸν ἐξεύρεσης τῆς ἰσορροπίας θὰ κατανοοῦσα κάθε φωνὴ ποὺ θὰ ἐπέμενε νὰ τονίζει τὴ σχετικότητα τῶν ἱστορικῶν μας παρεμβάσεων – πράγμα ποὺ κάνει τὴν πίστη μας νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν Καθολικισμὸ ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Ἰσλαμισμὸ – ἀλλὰ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ δεχθῶ ὅτι αὐτὲς οἱ ἱστορικὲς παρεμβάσεις εἶναι μάταιες ἢ περιττές. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ φανταστῶ ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Θεὸς ποὺ ὑπῆρξε καὶ ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο, εἶναι ἀδιάφορος γιὰ τὴν ἱστορία. Ὅπως μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ δεχθῶ ὅτι ὁ ἱδρυτὴς καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ θεανθρώπινου θεσμοῦ ποὺ λέγεται Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ στὴν ἱστορία ἐρήμην τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καὶ πρωτοβουλίας. Ἂς θυμηθοῦμε γιὰ παράδειγμα ὅτι ἡ ἀπαγγίστρωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ περιτομὴ καὶ ἀπὸ τὸν κατὰ σάρκα Ἰουδαϊσμὸ ὑπῆρξε ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔργο τῆς ἱστορικῆς πρωτοβουλίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπως καὶ ἡ ἵδρυση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς κέντρου τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε κι αὐτὴ μνημεῖο τῆς ἱστορικῆς διαισθήσεως καὶ τῆς πνευματικῆς ἐνοράσεως ἑνὸς ἁγίου ἀνδρός, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ὁρισμένους ἁγίους της μὲ τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου (καὶ δὲν ἔχω στὸ νοῦ μου μόνο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, ἀλλὰ καὶ μεγάλους Πατέρες ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος) αὐτὸ ἀφορᾶ κατ’ ἐξοχὴν στὸν τρόπο ποὺ παρενέβησαν δραστικὰ στὴν πορεία τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.
Ὑπάρχει βέβαια μιὰ σημαντικὴ διαφορὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπὸ τὴ θύραθεν ἄποψη γιὰ τοὺς Μεγάλους τῆς ἱστορίας, κι αὐτὴ συνίσταται στὸ ὅτι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἀξία τῶν Μεγάλων της Ἁγίων δὲν βρίσκεται τόσο στὸ ἱστορικό τους ἔργο αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, ὅσο στὴν αὐθεντικότητα καὶ τὴν καθολικότητα τῆς ἱστορικῆς τους παρουσίας ὡς προσώπων· στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐναρμόνιση τῆς ἐσωτερικῆς ψυχικῆς τους ἐνέργειας μὲ τὴν ἐξωτερική τους δράση. Ὰπ’ αὐτὴν τὴν ἄποψη, τὸ ἔργο τῶν ἀνθρώπων – ὡς τὸ αἰσθητὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἱστορικῆς τους παρεμβάσεως – μπορεῖ νὰ εἶναι δευτερεῦον καὶ σχετικό, ὑφιστάμενο τὴ νομοτέλεια τῆς ἀκμῆς καὶ τῆς παρακμῆς, καθὼς καὶ τὴ διάβρωσή του ἀπὸ ἄλλες φθοροποιὲς ἐνέργειες· ἡ ἱστορική τους ὅμως παρουσία καὶ ἐνέργεια μπορεῖ νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ μέγεθος ἀπόλυτο, ὡς διαρκὴς πηγὴ ἐνεργοῦ παρουσίας τοῦ Πνεύματος, φάρος ζωντανὸς αἰωνίου ζωῆς καὶ φωτός. Ἔτσι λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ δικαιώνει τὸ ἔργο καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἔτσι – ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἱστορική του σχετικότητα – δὲν παύει τὸ ἀνθρώπινο ἔργο νὰ κοσμεῖ τὴν Ἐκκλησία στὴν αἰωνιότητά της καὶ νὰ δανείζεται ἀπ’ αὐτὴν ἕνα μέρος τῆς δικῆς της ἀπολυτότητας, ὡς εἰκόνα καὶ τύπος μιᾶς Προσωπικῆς ἐνέργειας, ὡς τόπος κοινωνίας καὶ ζωῆς. Σπουδάζοντας στὴ ζωὴ τῶν Μεγάλων μας Ἁγίων, βλέπουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ μαρτυρία ἔως ἐσχάτων τῆς γῆς μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μιὰ δυναμική, καθοριστικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ παρουσία γεμάτη ἀπὸ ἱστορικὲς πρωτοβουλίες καὶ δράση.
Θὰ μοῦ καταλογήσετε ἴσως ὅτι συγκρίνω τὶς δικές μας πρωτοβουλίες μὲ αὐτὲς Μεγάλων καὶ Ἁγίων ἀνδρῶν, ἀλλὰ θὰ σᾶς θυμίσω καὶ πάλι τὰ λόγια τοῦ πατρὸς Ἀθανασίου Γιέφτιτς, ὅταν πρὶν λίγη ὥρα μᾶς καλοῦσε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ βιβλικότητα καὶ τὸν ἀποκαλυπτικὸ χαρακτήρα τῶν καιρῶν ποὺ ζοῦμε, κάτι ποὺ ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὰ μαζικὰ μέσα ἐνημερώσεως ὅταν ἀναφέρονται, κοινότυπα πλέον, στὶς «κοσμογονικὲς ἀλλαγὲς» ποὺ σφραγίζουν τὸ τέλος τοῦ αἰώνα μας. Πραγματικὰ ἀναρωτιέμαι ἂν συλλαμβάνουμε πλήρως τὴ σημασία αὐτῆς τῆς ἀποκαλυπτικῆς κοσμογονίας, αὐτῆς τῆς βιβλικότητας τῶν καιρῶν, κι ἂν συνειδητοποιοῦμε τὴ βαριὰ εὐθύνη τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας, εἴτε αὐτὴ ἀφορἀ στὸ φορτίο τοῦ πόνου ποὺ πρέπει νὰ σηκώσουμε, εἴτε ἀφορᾶ στὸ θάρρος καὶ τὴν ὀξυδέρκεια ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδείξουμε γιὰ νὰ σταθοῦμε ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας ποὺ μᾶς ἔχει δωρηθεῖ. Γιατὶ πρὸς χάριν αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεὸς εἶναι – ἂν μοῦ ἐπιτρέπετε τὴν ἔκφραση – διακριτικός. Καὶ πολλὲς φορὲς μοιάζει νὰ μὴν μᾶς φανερώνει καθαρὰ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ νὰ στέκεται λίγο παράμερα περιμένοντας κι ἀπὸ μᾶς νὰ ποῦμε τὸν δικό μας λόγο γιὰ νὰ τὸν εὐλογήσει καὶ νὰ τὸν καταστήσει πραγματικὰ δημιουργικό. Τὸ θέμα ἐδῶ δὲν εἶναι ἂν ἐμεῖς εἴμαστε ἠθικῶς ἀντάξιοι τῶν Μεγάλων μας Ἁγίων, ἀλλὰ ἂν θὰ σταθοῦμε στὸ ὕψος τῆς μαρτυρίας ποὺ αὐτὴ τὴν ὥρα μᾶς ζητεῖται. Τῆς μαρτυρίας ποὺ ἐν μέσω αὐτῶν τῶν ἱστορικῶν – καὶ θὰ ἔλεγα κοσμολογικῶν – προκλήσεων ποὺ ζοῦμε, μᾶς ζητεῖται μεταξὺ ἄλλων καὶ ὡς κατάθεση τῆς ἱστορικῆς θελήσεως καὶ πρωτοβουλίας μας. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἰσχύει τὸ ρηθὲν στὴ Σοφία Σειρὰχ: ἄνευ βουλῆς μηθὲν ποιήσῃς καὶ ἐν τῷ ποιῆσαί σε μὴ μεταμελοῦ. Ἂς ἀναλάβουμε μὲ προσευχὴ καὶ φόβο Θεοῦ αὐτὴν τὴν εὐθύνη καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι πὼς δὲν θὰ μᾶς λείψει οὔτε ἡ ἁγιότητα, οὔτε ἡ μεγαλοσύνη κι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Χωρὶς λοιπὸν νὰ ἐξαντλῶ τὸ θέμα, καὶ – ὁμολογῶ – χωρὶς νὰ ἀναιρῶ ἐντελῶς τὴν ἀρχική μου ἀμηχανία, πιστεύω τελικὰ πὼς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ πάρουμε μιὰ ἐνεργητικὴ θέση ἀπέναντι στὶς ἐξελίξεις, ἀκόμα καὶ νὰ χαράξουμε προγράμματα καὶ κατευθύνσεις γιὰ τὸ μέλλον (ἀρκεῖ νὰ μὴν τὰ ἀναγάγουμε σὲ εἴδωλα). Σ’ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἡ ἰδέα τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας ἀποτελεῖ ἕναν οὐσιώδη σηματοδότη.
< ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ // ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ >