Γιώργος Μπάρλας
Η ενοχή στην πλέον ύποπτη εκδοχή της παραπέμπει σε ασθένεια ψυχική, αδυναμία να χαρείς τη ζωή, θρησκευτικού τύπου αγκυλώσεις που έχουν να κάνουν κυρίως με τον δυτικό χριστιανισμό που βλέπει τον Θεό ως κυρίαρχο σαδιστή και όχι ως στοργικό Πατέρα. Όντως η εμπειρία των αγίων πιστοποιεί για την αγάπη του Θεού που η πίστη μας τη βλέπει σε όλο της το μεγαλείο στη Σταυρική θυσία του Χριστού. Όπως και η ανθρώπινη εμπειρία φανερώνει την κόλαση που ζουν άνθρωποι ενοχικοί, μην ξέροντας πώς να υπερβούν – αν θέλουν να υπερβούν όντως – την ενοχή. Στον θρησκευτικό χώρο ιδιαίτερα, η ενοχή συνδέεται με την πουριτανική σκληρότητα, όπου ο τιμωρός Θεός εξοντώνει τον αμαρτωλό άνθρωπο (βλ. λ.χ. την ταινία του Bergman Φάννυ και Αλέξανδρος).
Είναι, όμως, εντελώς άχρηστη ή επικίνδυνη η ενοχή; Εξαρτάται από το πώς αντιμετωπίζει κανείς την ενοχή ή είναι προγραμματικά εξοβελιστέα; Εδώ θα σταθούμε σε ένα κυρίαρχο επιχείρημα σχετικό με το θέμα μας. Λέγεται συχνά ότι η αμαρτία πρέπει να συνειδητοποιηθεί ως έλλειμμα αγάπης εκ μέρους μας και όχι ως ενοχή. Η συνειδητοποίηση αυτή, προφανώς, θα μας οδηγήσει σε μία νηφαλιότερη ψυχολογική κατάσταση και σε μία πιο ορθή εκτίμηση του ίδιου του Θεού.
Αν, ας πούμε, η συκοφαντία έχει ως συνέπεια μια πολύ συγκεκριμένη βλάβη, τι πρέπει να αισθανθεί ο συκοφάντης; Ότι έχει έλλειμμα αγάπης; Ότι κάτι του λείπει; Μα σε αυτή την περίπτωση πρέπει να συμβαίνουν δύο πράγματα: Ή φταις ακριβώς επειδή σου λείπει η αγάπη και άρα αισθάνεσαι ενοχή, ή δεν φταις και απλά διαπιστώνεις ότι για κάποιους αδιευκρίνιστους λόγους – το περιβάλλον, η ανθρώπινη αδυναμία, η μεταπτωτική κατάσταση και πάει λέγοντας – βρίσκεσαι σε αδυναμία να αγαπήσεις. Η έλλειψη αγάπης όμως δεν είναι μια απλή θεωρία, αλλά ένα πολύ οδυνηρό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης που συνεπάγεται αναρίθμητα κακά. Το να ομολογεί σήμερα o πιστός ότι του λείπει η αγάπη – και γι’ αυτό επομένως αμαρτάνει –, τείνει να γίνει μια απλή συγκατάβαση στη δυνατότητα-επιθυμία του ανθρώπου να αμαρτάνει. Ο άνθρωπος δεν παραδέχεται μόνο ότι είναι αμαρτωλός αλλά και το αποδέχεται. Αλλά η απλή παραδοχή ότι «είμαι αμαρτωλός» δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν εγκαταλειφθεί η αμαρτία. Το πρώτο βήμα για τη μετάνοια, λέει ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είναι «η των αμαρτημάτων κατάγνωσις», δηλαδή αποδοκιμασία, καταδίκη των αμαρτημάτων, όχι η απλή επίγνωσή τους. Και αυτή η αποδοκιμασία δεν είναι απλή συνέπεια μιας λογικής διαπίστωσης της έλλειψης αγάπης.
Καταγγέλλοντας την ενοχή, ίσως νομίζει κανείς ότι καταπολεμά τον ηθικισμό, ξεχνώντας ότι απλά μπορεί να καλλιεργεί μία θεωρητική σχέση με τον χριστιανισμό και μια ηθική αδιαφορία. Η ενοχή σε παραπέμπει στο νόμο, στις εντολές του Θεού, σε μια προσωπική αρχή που θέτει όρια, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μη χαθεί εντός του εγωισμού του. Το κουκούλωμα αυτής της ενοχής πιθανώς εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια του νεωτερικού ανθρώπου να μην αναφέρεται ακριβώς σε κανέναν πέραν του εαυτού του και στην αναζήτηση ενός κανονιστικού κόσμου νοήματος που προέρχεται, αντιθέτως, μέσα από τον εαυτό του. Γι’ αυτό προσπαθεί να τακτοποιήσει το πώς αισθάνεται όχι από κανόνες που προέρχονται απ’ έξω – κοινωνικούς θεσμούς η εντολές του Θεού –, αλλά αυτοκαθοριζόμενος. Αν ο παθολογικά ενοχικός βλέπει παντού κριτές και καταδίκες για τον ίδιο, ο «αποενοχοποιημένος» δεν θέλει να φανταστεί καν ότι ο Θεός είναι και Κριτής, ενώ η αλήθεια γι’ αυτόν έχει αποσυντεθεί σε μυριάδες ατομικές αλήθειες, όπου ο καθένας μπορεί να αναπαύει τους λογισμούς του. Σύμφωνα με αυτά, η ζωή δεν πρέπει να ταλαιπωρείται από ηθικές προσταγές και ενοχές που συνεπάγεται η παράβασή τους. Το να αισθανόμαστε την αμαρτία λοιπόν όχι ως ενοχή αλλά ως έλλειμμα αγάπης, ενδέχεται να μην είναι, συχνά, παρά μια σοφιστεία, όπου ούτε την ενοχή αποδεχόμαστε ούτε βέβαια καμιά έλλειψη αγάπης συναισθανόμαστε – αν και την ομολογούμε –, προφανώς ούτε την αμαρτία.
Εδώ θα προτρέξει κανείς λέγοντας ότι ο άνθρωπος διαπιστώνοντας αυτό το έλλειμμα της αγάπης απευθύνεται στον Θεό. Συνειδητοποιώντας ακριβώς την ανθρώπινη αδυναμία βρίσκει καταφύγιο στη θεϊκή δύναμη και παρηγοριά. Βιαζόμαστε όμως διότι σε αυτή την ιδανική περίπτωση η στροφή προς τον Θεό θα πρέπει, λογικά, να είναι αποτέλεσμα της ενοχής, συναισθημάτων δυσάρεστων που σε ειδοποιούν ακριβώς γι’ αυτό το έλλειμμα αγάπης, διότι από την έλλειψη της αγάπης έκανες κακό στον άλλον, κακό για το οποίο εσύ προσωπικά ευθύνεσαι και κανείς άλλος. Σε διαφορετική περίπτωση ο άνθρωπος ενδέχεται απλά να αναζητάει παρηγοριά και αποποίηση των ευθυνών του. Ενδέχεται να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως θύμα, σαν άρρωστο, που αυτός χρειάζεται φροντίδα και κατανόηση από τον Θεό.
Με άλλα λόγια, η επισήμανση ότι μου λείπει η αγάπη – αν δεν γίνει βαθιά συνειδητοποίηση και άρα πόνος βαθύς και ενοχή – είναι κούφιες λέξεις. Η αμαρτία είναι συγκεκριμένο κακό απέναντι στον Θεό και –περισσότερο φανερό– απέναντι στον άλλον. Το να θεωρείται η ενοχή μόνο πρόξενος ή προπομπός ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, είναι συνήθως μια προσπάθεια να μειώσουμε το βάρος της αμαρτίας και των προσωπικών μας ευθυνών. Είναι, λοιπόν, κανείς ένοχος όχι τόσο με την έννοια ότι υπόκειται σε μια κατηγορία και βρίσκεται απέναντι σε έναν ανελέητο δικαστή, αλλά ότι εμπλέκεται προσωπικά σε μια κατάσταση, της οποίας ο ίδιος είναι δέσμιος. Η συνειδητοποίηση της ενοχής ακριβώς θα τον οδηγήσει σε αναγνώριση της ευθύνης του και της υποχρέωσής του να απεμπλακεί στρεφόμενος στον Θεό και τον πλησίον. Ενοχή είναι η επισήμανση μέσα μας, όταν ξεχνάμε ότι είμαστε δέσμιοι των άλλων, ότι έχουμε ευθύνη απέναντί τους, ότι δεν πορευόμαστε μόνοι μας στη ζωή. Και η επισήμανση αυτής της δέσμευσης μας κάνει και πιο συγχωρητικούς έναντι των άλλων. Η ενοχή εδώ όχι μόνο δεν απομονώνει αλλά στρέφει την προσοχή μας στον άλλον και όχι στον εαυτό μας. Ο συκοφάντης πρέπει να ζητήσει συγχώρεση όχι για να συγχωρέσει τον εαυτό του και να αισθανθεί καλύτερα αλλά γιατί είναι δεσμευμένος απέναντι στον άλλον και γιατί μόνο έτσι θα ξεπεράσει το εγώ του, θα μάθει να αγαπά και θα γνωρίσει τον Θεό. Και τότε μόνο θα απαλλαγεί από την ενοχή, και τότε μπορεί να νιώσει και αθώος. Αν δεν μπορείς να νιώσεις ένοχος, δεν μπορείς να νιώσεις και αθώος. Αντίθετα, οι προσπάθειες αποενοχοποίησης περισσότερο έχουν ως κέντρο τον εαυτό, και πώς αυτός θα νιώσει καλύτερα, παρά τον άλλον.
Το ότι η αντιμετώπιση της ενοχής μπορεί να γίνει με εντελώς λανθασμένο τρόπο, δεν χρειάζεται καν να ειπωθεί εδώ. Μπορεί η ενοχή να προκύπτει επειδή φανταζόμαστε τον εαυτό μας τέλειο και να μην του συγχωρούμε το παραμικρό λάθος, έτσι ώστε στο τέλος να μη μπορεί κανείς να σταθεί στα πόδια του. Άλλοτε ο ναρκισσισμός μας εστιάζεται σε ιδεοληψίες του τύπου πόσο αρκετά καλός είμαι, τι μου λείπει, τι λάθη έκανα, πόσο επαρκής είμαι κλπ, ιδεοληψίες που γενούν άγονες ενοχές. Ύστερα, οι νομικιστές, οι πουριτανοί, οι ηθικιστές και οι καθαροί – οι αλαζόνες της αρετής –, μας θυμίζουν πως η προσπάθεια αντιμετώπισης-εξαφάνισης της ενοχής με μια αντικειμενοποιημένη ηθική, όπου τα πάντα μετρώνται ηθικά, καταλήγει σε μια ηθική καταδυνάστευση όπου εντέλει παραμερίζεται και ο ίδιος ο Θεός. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο χιλιοειπωμένο θέμα.
πηγή: Aντίφωνο, από το τχ. 236 (Απρίλιος 2012) της «Πειραϊκής Εκκλησίας»
η συνείδηση ελευθερίας (να συκοφαντήσεις ή όχι) αντέχεται;
Αγαπητέ Theo θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου πεις λίγα πράγματα για το βίωμα; Τί είναι; Πώς το βιώνει κάποιος; Είναι η επίσκεψη της Θείας Χάρης; Πώς γνωρίζουμε ότι έχουμε βίωμα; Περιγράφεται; Αποδίδεται λεκτικά;
Συγνώμη για όλες αυτές τις ερωτήσεις. Επειδή σε διαβάζω συχνά αντιλαμβάνομαι ότι το κατέχεις το θέμα.
Όταν αναφέρομαι σε ἐν Χριστῷ βίωμα, εννοώ μιαν εμπειρία που ξεπερνά τις αισθήσεις, τη λογική και τις δυνάμεις μας, μας εισάγει σ’ έναν άλλο κόσμο, τον άκτιστο, κι είναι μια επίσκεψη της θείας Χάριτος. Είναι αδύνατο να περιγραφεί πλήρως και ακριβώς, ωστόσο και από την ατελή λεκτική απόδοσή του, αλλά και από την όλη στάση αυτού που το βίωσε, μπορεί κάποιος πνευματέμφορος άνθρωπος να καταλάβει αν η συγκεκριμένη εμπειρία είναι εκ Θεού ή όχι.
Ένα παράδειγμα του πώς το τι είναι η επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κάποιος αμύητος είναι ο διάλογος του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ με τον Μοτοβίλωφ. Ο δεύτερος δεν καταλάβαινε και πολύ καλά τι του διηγούνταν ο άγιος, ώσπου ο πρώτος προσευχήθηκε και η χάρη του Θεού επισκέφτηκε και τον Μοτοβίλωφ, κι αυτός το κατάλαβε, εμπειρικά πλέον.
Όσο προχωρημένος και να είναι κανείς, καλό είναι να μην εμπιστεύεται τον εαυτό του αλλά να ζητά τη γνώμη κάποιου πνευματικού για το αν αυτό που αισθάνθηκε είναι εκ Θεού ή όχι. Αυτό, αλλά και μια γλαφυρή περιγραφή της επισκέψεως της Χάριτος φαίνεται και από τον διάλογο των αγίων Μαξίμου Καυσοκαλύβη και Γρηγορίου Σιναΐτη, όπου ο πρώτος εκθέτει την εμπειρία του και ο δεύτερος την πιστοποιεί (βλ. Φιλοκαλία, ε΄ τόμος και http://proskynitis.blogspot.com/2012/05/blog-post_3465.html).
Ασφαλέστερο ίσως είναι να μην πολυπραγμονεί κανείς αν έχει κάποια υπερβατική εμπειρία εν Χριστῷ ή όχι, για να μην υψηλοφρονεί. Ο π. Παΐσιος μου έλεγε το 1979 ότι γνώριζε δέκα ασκητές που έβλεπαν το άκτιστο Φως, μιαν από τις ανώτερες εν Χριστῷ εμπειρίες. Οι οχτώ απ’ αυτούς δεν ήξεραν τι έβλεπαν, ούτε το έψαχναν, μέσα στην απλότητά τους.
Ο δε αββάς Ισαάκ ο Σύρος γράφει πως οι τέλειοι όχι μόνο δεν θέλουν να τους δοξάσει ο Θεός, αλλ’ ούτε και μυστικά, μέσα στην καρδιά τους, θέλουν να δέχονται θείες επισκέψεις.
Ευχαριστώ πάρα πολύ Theo. Κατατοπιστικά όλα αυτά που ανέφερες και προσβάσιμα για όποιον μελετά θεολογικά κείμενα. Επειδή όμως είμαι άνθρωπος κοσμικός και ορθολογιστής πώς θα καταλάβω αν κάποια “παράξενη” κατάσταση είναι επίσκεψη της θείας χάρης; Και επειδή αυτά είναι πράγματα “περίεργα” εμείς οι κοινοί θνητοί διστάζουμε πολύ να μιλάμε γι΄αυτά, μη μας περάσουν και για βλαμένους. Τελικά κάποια πράγματα κρατιώνται στην ανθρώπινη καρδιά και μένουν εκεί θαμένα νομίζω. Πώς θα μπορούσα να γνωρίσω κάποιον που είχε τέτοιο βίωμα; Βλέπεις είμαι και άπιστος Θωμάς. Θέλω να βάλω το δάκτυλο στον τύπο των ήλων για να καταλάβω. Σ΄ευχαριστώ
Παρακαλώ.
Το πιο ασφαλές είναι να ψάξεις για ένα διακριτικό πνευματικό. Αν η αναζήτησή σου είναι ειλικρινής και το ζητήσεις από τον Θεό (“πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει”, που λέει η Αγία Γραφή), θα σου φανερώσει κάποιον που έχει ένα παρόμοιο βίωμα.
Τελευταία διάβασα ένα βιβλίο, το “Ημερολόγιο της ευτυχίας” ενός Ρουμανοεβραίου, του Νικολάε Στάινχαρτ (http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showbook&bookid=124546). Ο άνθρωπος αυτός αναζητούσε την Αλήθεια από νεαρός. Μεσήλικας, στις φυλακές του Τσαουσέσκου, συνάντησε κάποιους ιερομονάχους, βαφτίστηκε χριστιανός κι είχε υπερβατικές εμπειρίες, που του τις επιβεβαίωσε ένας απ’ αυτούς.
ΟΚ θα το κάνω. Εκ περιεργείας- δεν το κρύβω-. Αν μου γίνει θα σου το γράψω.
Και αν έχεις χρόνο πές μας και κάτι για την προσευχή. Είναι αλληλένδετα. Πώς λειτουργεί; Δηλαδή υπάρχουν δυνατότητες πολλαπλές και με την προσευχή προσελκύουμε την επιθυμητή έκβαση; Δηλαδή ο Θεός μας κάνει το χατήρι ! Γιατί; Κι αν αυτό που επιθυμούμε έρχεται σε αντίθεση με αυτό που επιθυμεί κάποιος άλλος τότε τί γίνεται; Δηλαδή ο Θεός ασχολείται με το τί θέλω εγώ; Δεν με έχω για τέτοιες τιμές! Συγνώμη αλλά προσπαθώ να τα βάλω σε μιά σειρά και δεν μου βγαίνουν…
Η προσευχή είναι η αναπνοή της ψυχής. Ο άνθρωπος έχει πλαστεί για να ζει με τον Θεό και μόνο με την κοινωνία με Αυτόν ολοκληρώνεται. Η προσευχή είναι η προσπάθεια αυτής της κοινωνίας, του διαλόγου με τον Θεό. Όσο πιο καθαρός είναι κανείς εσωτερικά, όσο πιο ανιδιοτελής, τόσο ευκολότερα επικοινωνεί με τον Θεό.
Ο Θεός μας αγαπά περισσότερο απ᾿ ό,τι μπορούμε εμείς ν᾿ αγαπήσουμε τους εαυτούς μας, ασχολείται με όλους μας και θέλει ό,τι πραγματικά μας “συμφέρει”. Όταν το καταλάβουμε αυτό, ότι δηλαδή το θέλημα του Θεού είναι το βαθύτερο δικό μας θέλημα, τότε δεν προσευχόμαστε εγωιστικά, δεν ζητάμε αυτό που φαίνεται εξωτερικά σαν συμφέρον μας, αλλά να γίνει το θέλημα του Θεού στη ζωή μας. Αυτό συμβούλευε κι ο π. Πορφύριος, να μην προσευχόμαστε πχ, για να μας γιατρέψει από μιαν αρρώστια αλλά να κάνει ό,τι θέλει με μας.
Έτσι, στο τέλος οι καθαροί, πλημμυρισμένοι από την αγάπη Του που εκδηλώνεται, στη ζωή των ανθρώπων αλλά και στη φύση, καταλήγουν στη δοξολογία. Ο π. Τύχων, πνευματικός του π. Παϊσίου, έλεγε: “Ένα ‘Κύριε, ελέησον’, μια δραχμή. Ένα ‘δόξα τω Θεώ’, χίλιες δραχμές”. Δηλαδή, και τις ικεσίες και παρακλήσεις των πιστών για συγκεκριμένα ζητήματα τις δέχεται ο Θεός, αλλ’ αυτές λίγο τον ωφελούν. Αλλά περισσότερο δέχεται και ευαρεστείται με τη δοξολογία, την εγκατάλειψη του πιστού στην αγάπη Του.
Επίσης, μεγάλο ρόλο παίζουν κι η καθαρότητα κι η ταπεινοφροσύνη για το αν θα απαντήσει ο Θεός στις προσευχές μας. Ο ίδιος π. Τύχων έλεγε: “Κάθε πρωί ο Θεός ευλογεί όλο τον κόσμο. Όταν βλέπει έναν ταπεινό, τον ευλογεί και με τα δυο χέρια Του”.
Τότε αγαπητέ Theo τί νόημα έχει να κάνουμε προσευχή; Αφού τελικά μόνο ο Θεός ξέρει τί μας ωφελεί και τί μας “συμφέρει” γιατί να μπαίνουμε σε τέτοια διαδικασία; Αρα θα πρέπει να δεχόμαστε με στωικότητα το θέλημά Του και να είμαστε κι ευχαριστημένοι και να Τον δοξάζουμε. Επειδή όπως λές το θέλημα του Θεού είναι το βαθύτερο δικό μας θέλημα.
Δεν καταλαβαίνω βέβαια πως γίνεται αυτό και πώς θα εκδηλώνεται η αγάπη Του αν ούτε την ίαση από ασθένεια εμείς δεν πρέπει να θεωρούμε ότι είναι το συμφέρον και το ωφέλιμο για μας. Και επίσης λές : ” Επίσης, μεγάλο ρόλο παίζουν κι η καθαρότητα κι η ταπεινοφροσύνη για το αν θα απαντήσει ο Θεός στις προσευχές μας” . ΄Αρα καλώς προσδοκούμε απάντηση. Ενώ παραπάνω λέγαμε να το αφήσουμε στο θέλημά Του. Αυτό προϋποθέτει ότι εμείς ξέρουμε ποιό είναι το καλό για μας και έτσι ταυτίζεται το δικό μας θέλω με το δικό Του. Αρα είναι θέμα άσκησης ώστε να φτάσουμε να ταυτίσουμε το θέλημά μας με του Θεού;
Κι εδώ μπαίνουν κι άλλα ζητήματα. Πώς αποκτάται η καθαρότητα και η ταπεινοφροσύνη; Τώρα βέβαια εγώ δεν ξέρω και τί είναι η ταπεινότητα…..Και δεν μου απάντησες. Υπάρχουν πολλές εναλλακτικές και ο Θεός επειδή μας αγαπά μας δίνει την καλύτερη κάθε φορά; Και επίσης λές “Ο άνθρωπος έχει πλαστεί για να ζει με τον Θεό και μόνο με την κοινωνία με Αυτόν ολοκληρώνεται”. Εντάξει αυτό το κατάλαβα, μάλλον το εννόησα. Αλλά πώς γίνεται, πώς δηλαδή λειτουργεί αυτό στον πρακτικό βίο; Πώς είναι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος; Δείξε μου ένα παράδειγμα.΄Οχι μην μου πεις τον π.Τύχωνα, τον π.Πορφύριο κλπ. Κάποιον μέσα από τον κόσμο θέλω για να καταλάβω. Πώς φτάνει δηλαδή κανείς τον Θεό; Με την ενάρετη ζωή; Κι εδώ ξεπηδάνε κι άλλα θέματα. Τί ορίζουμε κάθε φορά ως αρετή; Εχει επ΄αυτού ορισμό η Εκκλησία; Γιατί είδαμε ότι ο Χριστός και με την Σαμαρείτιδα ασχολήθηκε που δεν ήταν και το υπόδειγμα της αρετής. Δηλαδή μήπως άλλα θέλει ο Θεός κι εμείς νομίζουμε ότι θέλει άλλα; Πώς θα τα ξεμπερδέψουμε για να ζητάμε στην προσευχή αυτά που θέλει Εκείνος; (Συγνώμη για το κοσμικό ύφος του λόγου και τις συνεχείς ερωτήσεις αλλά υποθέτω ότι δεν είσαι ρασοφόρος εβδομήντα χρονών)
Συγγνώμη, Αθηνά, αν δεν είμαι τόσο σαφής.
Αυτό που προσπάθησα να πω είναι πως η προσευχή είναι κυρίως ανάγκη του ανθρώπου για κοινωνία με τον Θεό, όχι τόσο ένα μέσο για κάλυψη κάποιων αναγκών του. Επίσης, πως υπάρχουν διάφορες βαθμίδες προσευχής, όλες είναι θεμιτές, αλλά η τέλεια είναι η ανιδιοτελής, αυτή του καθαρού και ταπεινόφρονος. Σ’ αυτήν την κατάσταση η απάντηση του Θεού δεν έρχεται με την ίαση, κλπ., αλλά με την έλευση της Χάριτος στα εσώτερα του ανθρώπου, κατά πως σου έγραψα στο προχθεσινό σχόλιό μου.
Η κοινωνία με τον Θεό ξεκινά από την τήρηση των εντολών Του, όπως περιέγραψα στο πρώτο σχόλιό μου σ’ αυτό το άρθρο. (Αν μελετήσεις την Καινή Διαθήκη, θα δεις τι θέλει Αυτός από μας.) Κι η μεγαλύτερη εντολή Του είναι η αγάπη. Όσο λοιπόν προχωρά κανείς στις εντολές Του και ιδιαίτερα στην αγάπη, τόσο προοδεύει και στην προσευχή, είτε ζει στον κόσμο, είτε στην έρημο. Κι αυτό που θεραπεύει την εμπαθή κατάσταση του ανθρώπου είναι η μετάνοια. Η Σαμαρείτιδα έδειξε μετάνοια έμπρακτα, δηλαδή δεν συνέχισε την πρότερη ζωή της, είχε καρπούς αξίους της μετανοίας.
Με την εργασία των εντολών και τη χάρη του Θεού, σταδιακά φωτιζόμαστε και ξεμπερδεύουμε, ὠστε να ζητάμε το θέλημα του Θεού.
Ευνόητο είναι, νομίζω, πως εξ αποστάσεως δεν μπορεί κανείς να δώσει λεπτομερείς “συνταγές”, εκτός κι αν είναι σαν τον π. Πορφύριο που “διάβαζε” τις καρδιές των ανθρώπων από χιλιόμετρα. Τις οδηγίες, ανάλογες με τον χαρακτήρα, την προϊστορία και την κατάσταση του ανθρώπου που έχει μπροστά του, μπορεί, με τη χάρη του Θεού και του μυστηρίου της μετανοίας, να τις δώσει ο πνευματικός του.
O.K.Theo eisai poly safis. Katalavainw apolytws ti les.
Oson afora tous pneymatikous den eimai sigouri. An kai sto parelthon eixa enan xehoristo pneymatiko (koimithike tora) pou moy elege synexeia gia tin proseyxi. Tote den katalavena ti elege kai giati epemene toso. Twra ennohsa oti eixe dikio.
Omws gia na mi makrygorw. Ola ayta ta zhtimata h ekklisia den xerw an ta dinei stous anthropous na ta katalavoun. Oi papades den kanoyn litrotiko kyrigma. Psixoplakonoyn me auta poy lene.
Les. Κι αυτό που θεραπεύει την εμπαθή κατάσταση του ανθρώπου είναι η μετάνοια.
Metanoia i metastrofi tis voulisis? Ti ofelei na kanw oti moyrxetai kai meta na metanoionw?
H metastrofi erxetai an “erthis eis eayaton” pragma poy diskola ginetai.
(sorry gia ta latinika stoixeia)
Και βεβαίως η Θεία Χάρις δεν επισκέπτεται τον πάσα έναν για να τον συνεφέρει, να μετανοήσει ή να μεταστραφεί (πές το όπως θές).
Αρα φαύλος κύκλος είναι αγαπητέ Theo όλα αυτά. Και μετά τί ωφελεί αν εγώ μεταννοήσω (ή μεταστραφώ) κι ο άλλος μου βγάζει το μάτι; Να στραφώ να μου βγάλει και το άλλο; Ετσι όμως δεν οδηγούμαστε πουθενά. Κι η ζωή είναι θείο δώρο και πολύτιμο για να την ακρωτηριάζουμε.
Καταλαβαίνω βέβαια ότι αλλοιώς δείχνουν τα εξωτερικά γεγονότα κι αλλοιώς τα βιώνει η κάθε ψυχή. Ειδικά η ψυχή που γεύτηκε την ύπαρξή Του. Πιστεύω ότι ακριβώς εδώ ανακύπτει το θέμα της εναρμόνισης του πνευματικού βίου και του πρακτικού βίου. Γι αυτό οι “συνταγές” είναι ωφέλιμες γενικά.
Η μετάνοια είναι ένα εσωτερικό γεγονός, “[i]καρδία συντετριμμένη[/i]”, που γράφει ο αββάς Ισαάκ, επαναλαμβάνοντας τον Ψαλμωδό. Φυσικά, και η μετάνοια προϋποθέτει αγώνα εναντίον του “παλαιού ανθρώπου”. Δεν έρχεται κανείς σ’ αυτή την κατάσταση από τη μια στιγμή στην άλλη, εκτός κι αν έχει ισχυρότατη θέληση. Σηκώνεται, πέφτει και ξανασηκώνεται, μέχρι να τον μεταμορφώσει η χάρη του Θεού. Γιατί, όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κανείς μπορεί να φύγει από τα πάθη όταν αποφύγει τις αιτίες τους, όμως οι πονηροί “λογισμοί” θα εξακολουθούν μέσα του, μέχρι να έρθει η Χάρη και να τους διώξει σαν μύγες.
Και το θέμα είναι, με τη μετάνοια, να τα “βρει” κανείς με τον Θεό, να βρει την ειρήνη μέσα του. Τότε δεν τον ενοχλεί τι θα του κάνουν οι άλλοι. “[i]Κύριος ἐμοὶ βοηθός, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος[/i]”, γράφει πάλι ο Ψαλμωδός. Έτσι, ξεφεύγει από τον φαύλο κύκλο.
Όσο για τις “συνταγές”, δεν τις απορρίπτω. Επιμένω μόνο πως πεισσότερο αποτελεσματικές είναι οι προσωπικές.
Ενοχική θεολογία ενοχικών προσώπων που ενοχικά αρθρογραφούν
Καμιά ενοχή αγαπητέ μου. Αντίθετα δίψα για Γνώση. Κι αυτή ή δίψα και η αναζήτηση περνάει μέσα από πολλούς δρόμους. Και της θεολογίας συμπεριλαμβανομένης.
Σχετικά με τη μετάνοια Theo κάτι μου διαφεύγει. ΄Η επειδή νοηματικά η λέξη συνδέεται με συγκεκριμένες συμπεριφορές του πρακτικού βίου δεν με καλύπτουν αυτού του είδους οι εξηγήσεις. sorry. Για μένα η μετάνοια έχει τη γεύση του μεταγιγνώσκω, δηλαδή γνωρίζω τα πράγματα αλλοιώς που σημαίνει η μετάνοια περιττεύει διότι η νέα θεώρηση a priori σε αλλάζει και ο παλαιός άνθρωπος μεταστέφεται και δεν ασχολείται πλέον με τον ίδιο τρόπο (δεν έχει έτσι κι ενοχές που λεέι κι ο άλλος φίλος)
Επίτρεψέ μου όμως να πω ότι όλα αυτά θα παραμένουν για την ανθρώπινη γενεά ως ακούσματα μονάχα. Εάν δεν υπάρξει σύνδεση του πρακτικού βίου με την πνευματική πορεία ο άνθρωπος έτσι θα πορεύεται αιωνίως. Τυφλός, κουφός και ψαχουλεύοντας τα σκοτάδια. Και όταν βαδίζεις στα σκοτάδια και σκουντουφλάς και πηγαίνεις και προς τα πίσω. Χάνεσαι.
Λές ΄
“Και το θέμα είναι, με τη μετάνοια, να τα “βρει” κανείς με τον Θεό, να βρει την ειρήνη μέσα του. Τότε δεν τον ενοχλεί τι θα του κάνουν οι άλλοι” Εδώ επίτρεψέ μου να διαφωνήσω κάθετα. Τον ενοχλεί και θλίβεται βαθειά γιατί βλέπει την ένδεια του ανθρώπου. Κι εκεί είναι που ο φωτισμένος πρέπει να λειτουργήσει για να “διορθώσει” τα πράγματα και να “ωφελήσει” τον συνάνθρωπο.
Μία παράθεση αρκεί για να φανερωθεί η αμαρτιοφοβική εμμονή ένοχης συνειδησιακής κραυγής. Στο ύψιστο θεολογικό έργο του π.Σοφρωνίου Σαχάρωφ “Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί” η αμαρτία είναι μόνο έγκλημα κατά της αγάπης Αυτού.Η έλλειψη ανταπόκρισης στην Πατρική αγάπη από τον άνθρωπο.Πουθενά στον π. Σοφρώνιο δεν συναντάται ενοχή στην πορεία του Ορθόδοξου χριστιανού,σε κανένα στάδιό της.
Συμφωνώ. Ο π. Σωφρόνιος είχε διδαχτεί από τον Άγιο Σιλουανό και όλα τα έβλεπε κάτω από το πρίσμα της αγάπης. Ετσι η ενοχή δεν κάρπιζε στη σκέψη του. Είχε σαν γιατρικό την εξομολόγηση της αμαρτίας και την άμεση γιατρειά με τη συγχώρεσή της. Και εδώ συνδέεται το θέμα της μεταστροφής του νοός και αυτομάτως της συμπεριφοράς του ανθρώπου στο πρακτέο.
Δύσκολα πράγματα όμως για την ανθρώπινη φύση. Θέλει επίγνωση και κότσια η ομολογία του λάθους. Από τότε που ο Αδάμ έφαγε τον απαγορευμένο καρπό και όταν ρωτήθηκε απάντησε στο Θεό “Δεν φταίω εγώ, η Εύα φταίει, που Εσύ μου έδωσες για γυναίκα…..”
Όπως έγραψα και προηγουμένως, Αθηνά, η απόσταση δυσκολεύει την επικοινωνία. Δεν διαφωνώ ότι ο προχωρημένος πνευματικά “[i]θλίβεται βαθειά γιατί βλέπει την ένδεια του ανθρώπου[/i]”. Απάντησα στα λόγια σου “[i]Και μετά τί ωφελεί αν εγώ μεταννοήσω (ή μεταστραφώ) κι ο άλλος μου βγάζει το μάτι; Να στραφώ να μου βγάλει και το άλλο; Ετσι όμως δεν οδηγούμαστε πουθενά[/i]”, δείχνοντας πως ο φαύλος κύκλος ξεπερνιέται με την απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, με το να τα θέτει κανείς όλα “[i]κάτω από το πρίσμα της αγάπης[/i]”, όπως γράφεις.
Όσο για τη μετάνοια και τα πάθη, σου υπενθυμίζω όσα λέει ο Απ. Παύλος για τους δύο “νόμους” μέσα μας: “[i]συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσίν μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσίν μου.[/i]” Συνήθως δεν αρκεί η μεταστροφή του νου για ν’ αλλάξει αυτομάτως η συμπεριφορά του ανθρώπου, όπως γράφεις. Χρειάζεται και αγώνας, με την τήρηση των εντολών του Χριστού, για να καθαρθεί ο άνθρωπος και να ενοποιηθεί εσωτερικά. Σ’ άλλους αυτός ο αγώνας μπορεί να κρατήσει τρεις ώρες, όπως γράφεται στο Γεροντικό, αν έχουν ισχυρότατη θέληση, όπως έγραψα, και σ’ άλλους δεκαετίες. Ο συντομότερος και αποτελσματικότερος δρόμος, όπως έγραψα στο πρώτο σχόλιό μου, είναι η αγάπη.
Όσο για το “[i]ότι όλα αυτά θα παραμένουν για την ανθρώπινη γενεά ως ακούσματα μονάχα[/i]”, σου υπενθυμίζω πως έχουν σαρκωθεί από εκατομμύρια Αγίων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και πως ο Χριστός που έδωσε τις εντολές Του, μας διαβεβαίωσε πως δεν είναι βαριές. Και ξέρει τι λέει.
Νομίζω πως εξαντλήσαμε το θέμα και δεν θα χρειαστεί να επανέλθω.
Nαι και ευχαριστώ.