Στο άρθρο μου για το τέλος της νεωτερικής Ελλάδας,[1] επισήμανα την ύπαρξη δύο πνευματικών ρευμάτων, από το διάλογο των οποίων μπορούμε να περιμένουμε κάτι. Το ένα είναι το μετα-ευσεβιστικό και το άλλο το μετα-μαρξιστικό. Ως κύριους εκπροσώπους τους πρότεινα τον Χρήστο Γιανναρά και τον Κώστα Παπαϊωάννου. Πρόθεσή μου ήταν να προβώ στη συνέχεια σε μια «αποδελτίωση» και συζήτηση των προτάσεών τους. Θα αρχίσω με την πρόταση Γιανναρά.
1. Η πρόταση του Γιανναρά
Η κεντρική έννοια στην πρόταση του Χ.Γ. είναι η λέξη Πρόσωπο. Σχηματοποιώντας τη θέση του θα λέγαμε ότι μας προτείνει να αντικαταστήσουμε τον ανθρωπολογικό τύπο της νεωτερικότητας[2], το Άτομο, με έναν άλλο ριζικά διαφορετικό τύπο ανθρώπου, βγαλμένου από την ελληνο-ορθόδοξη παράδοση: το Πρόσωπο.
Η διατύπωση αυτή θέτει αμέσως μερικά πρωταρχικά ερωτήματα: Έχει όντως η νεωτερικότητα έναν ειδικό ανθρωπολογικό τύπο; Είναι αυτός το άτομο; Τί το «κακό» έχει το άτομο και πρέπει να αντικατασταθεί; Γιατί δεν θα μπορούσε να «βελτιωθεί»; Έχει όντως η ορθόδοξη παράδοση έναν ριζικά διαφορετικό ανθρωπολογικό τύπο; Είναι το πρόσωπο; Γιατί το πρόσωπο και το άτομο δεν είναι ένα και το αυτό; Τί το ριζικά διαφορετικό έχει το πρόσωπο; Μήπως είναι απλώς ένας ιδεώδης τύπος, που στην πράξη καταλήγει στο ίδιο πράγμα;
Τα ερωτήματα αυτά είναι αλληλένδετα και πρέπει να απαντηθούν. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε μόνο στα τέσσερα πρώτα.
2. Προϋποθετικές συσχετίσεις
Για να μπορέσει να παρακολουθήσει κανείς την πρόταση του Γιανναρά και να εκτιμήσει την αξία της, είναι απαραίτητο να αντιλαμβάνεται ορισμένες συσχετίσεις, που δεν είναι καθόλου αυτονόητες. Θα τις απαριθμήσω συνοπτικά:
α) Ένας πολιτισμός δεν είναι σωρός ασχέτων πραγμάτων. Είναι, όπως λέει ο Χ.Γ. τρόπος βίου. Δηλαδή σύστημα πρακτικών που θεμέλιό τους έχουν έναν τύπο υποκειμένου, έναν ανθρωπολογικό τύπο. Σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό της νεωτερικότητας, ο τύπος αυτός είναι το Άτομο. Ο άνθρωπος που κινείται από τις στενά ιδιωτικές του ανάγκες. «Ο καθένας για τον εαυτό του κι ο Θεός για όλους». Εδώ ο «Θεός» έχει αντικατασταθεί από το «αόρατο χέρι» του Άνταμ Σμιθ ή διαζευτικά από το «Κράτος-Πρόνοια».
β) Η σημερινή γενικότερη κρίση έχει τις ρίζες της στον ατομικιστικό ανθρωπολογικό τύπο, γιατί η πηγή των μεγάλων αντιφάσεων που την ορίζουν (οι εθνικο-κοινωνικές ανισότητες και το οικολογικό πρόβλημα), όσο και η πηγή της καταφανούς αδυναμίας να τεθούν αυτές υπό έλεγχο, ανάγονται στην ίδια την ατομικιστική δομή του νεωτερικού υποκειμένου. Κι αυτό γιατί το καλό του είδους δεν έχει τόπο στη σύσταση του Ατόμου. Δεν είναι οργανικό στοιχείο της φύσης του, αλλά κάτι το «εξωτερικό». Λογικό καθήκον ίσως ή ηθικό χρέος. Δεοντολογία. Όχι οντολογία.
γ) Η οργανική συνάφεια μεταξύ της κρίσης του νεωτερικού πολιτισμού και της ανθρωπολογικής του θεμελίωσης έχει ήδη μετατρέψει την κρίση σε ανθρωπολογική. Το κλείσιμο των οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας, μέσα από την κατάρρευση των αντίστοιχων εργαλειακών ιδεολογιών (του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού), εξάντλησε το δυναμικό της ατομοκεντρικής ανθρωπολογικής θεμελίωσης. Το εγωιστικό άτομο του φιλελευθερισμού και το αλτρουιστικό άτομο του σοσιαλισμού, είναι ήδη από καιρό άταφα πτώματα, οδωδότα και τυμπανιαία. Το σημερινό νεωτερικό υποκείμενο είναι έρμαιο των απρόσωπων καταστρεπτικών δυνάμεων που εξαπέλυσε ο ατομικισμός του. Η εκρηκτική κλιμάκωση των δυνάμεων αυτών, που έχουν πλήρως αυτονομηθεί, έρχεται τελικά να αφανίσει την ίδια την ατομικότητα του ατομικιστικού υποκειμένου.
Αν οι υποθέσεις αυτές είναι όντως σωστές, ορίζουν ένα αδιέξοδο ανθρωπολογικό, από το οποίο εξαρτάται εν τέλει και η ίδια η δυνατότητα ελέγχου των εξωτερικών μακροσκοπικών εκδηλώσεων της πολιτισμικής κρίσης. Η προσωποκεντρική κριτική οντολογία του Γιανναρά διατυπώνεται ακριβώς ως απάντηση στο αδιέξοδο αυτό. Έχει επομένως για πεδίο εφαρμογής της την κρίση του νεωτερικού πολιτισμού στο σύνολό της.
Στη συζήτηση προστίθενται λοιπόν και τα εξής ερωτήματα: Ισχύει η υπόθεση περί «πολιτισμικής θεμελίωσης»; Ισχύει η υπόθεση ότι το πολιτισμικό «θεμέλιο» είναι ένας «ανθρωπολογικός τύπος»; Ισχύει η υπόθεση ότι η κρίση της νεωτερικότητας ανάγεται στη νοηματοδότηση του υποκειμένου ως «ατόμου»; Του συλλογικού-γενικού καλού-κακού, ως «εξωτερικότητας»; Ισχύει η υπόθεση ότι, τελικά, η νεωτερικότητα καταστρέφει τον ίδιο της τον ατομικισμό;
3. Πού στηρίζεται
Η πρόταση του Χ.Γ. στηρίζεται:
α) Στη βαθειά μελέτη και αξιοποίηση της ελληνικής προσωποκεντρικής οντολογικής παράδοσης, κορυφές της οποίας είναι ο Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς.
β) Στην κριτική αποτίμηση της νεωτερικής φιλοσοφικής σκέψης και ειδικότερα εκείνου του ρεύματος που διαισθάνθηκε τις ανθρωπολογικές ρίζες των μεγάλων προβλημάτων του δυτικού πολιτισμού. Το ρεύμα αυτό ξεκινά από τον Κίρκεγκωρ και τον Νίτσε και ολοκληρώνεται με τον Χάιντεγγερ και τον Σαρτρ.
Η πρώτη συνιστώσα, η προσωποκεντρική οντολογική παράδοση, που οι ρίζες της βρίσκονται στην εμπειρία των αποστολικών κοινοτήτων και στο χριστιανικό κείμενο (Ευαγγέλια), είναι «άγνωστη ήπειρος» για το μετα-μαρξιστικό σκέπτεσθαι. Άγνοια παχυλή και πλέγματα ισχυρά, εμποδίζουν την κατανόησή της. Αντίθετα η δεύτερη συνιστώσα είναι συστατική και του μετα-μαρξιστικού ρεύματος, πράγμα που αν αξιοποιηθεί μπορεί να λειτουργήσει ως σοβαρό έρεισμα διαλόγου. Προφανώς άγνοια και της δεύτερης συνιστώσας αποκλείει οιαδήποτε επικοινωνία.
4. Το ανθρωπολογικό πρόβλημα
Κεντρική σημασία στις προϋποθετικές συσχετίσεις που αναφέραμε κατέχει η διαπίστωση ότι ο νεωτερικός ανθρωπολογικός τύπος βαδίζει προς τη δύση του. Ας δούμε από πιο κοντά το θέμα αυτό.
Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι το υποκείμενο της νεωτερικότητας μετασχηματίζεται στο αντίθετό του: από άτομο γίνεται μάζα. Κι από μάζα αδρανές υλικό. Από υποκείμενο αντικείμενο.
Το φαινόμενο της καταστροφής του ατομοκρατικού υποκειμένου έχει μια διάσταση αντικειμενική. Δηλαδή είναι κάτι που συμβαίνει με τρόπο αυτόματο. Προκύπτει από την ίδια τη λειτουργία των κοινωνικών μηχανισμών. Συγχρόνως έχει και μια διάσταση υποκειμενική. Συγκεκριμένες πνευματικές δυνάμεις προωθούν την απροσωπία και την αντικειμενοποίηση, κι αυτές κατέχουν το προβάδισμα. Αντίθετα οι δυνάμεις που προσπάθησαν να σώσουν το νεωτερικό άτομο έχουν αποτύχει.
α) Η αντικειμενική διάσταση
Η καταστροφή του νεωτερικού ατόμου έχει αρχίσει ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα, στα ίδια τα ιστορικά κέντρα του, την Ευρώπη και την Αμερική. Το άτομο αντικαθίσταται από τη μάζα. Η μάζα αναγορεύεται σε μοναδική ιστορική δύναμη και ως επαναστατική (διεθνιστική-σοσιαλιστική) ή αντεπαναστατική (εθνικιστική-φασιστική) καταλαμβάνει βαθμιαία το προσκήνιο. Η πίστη στον ατομικισμό εκτοπίζεται και η θέση της καταλαμβάνεται από την πίστη στον κολλεκτιβισμό. Η μετατόπιση αυτή ολοκληρώνεται, στο δεύτερο μισό του αιώνα μας, με την καταστροφή των ιδεολογικών μηχανισμών που συγκρότησαν τη μάζα σε ενεργό ιστορική δύναμη. Η καταστροφή του κολλεκτιβισμού ήρθε σαν αποτέλεσμα της αδυναμίας του να λύσει τις αντιφάσεις που τον γέννησαν.
Σήμερα, έπειτα από την κατάρρευση του κολλεκτιβισμού, η έκταση της ανθρωπολογικής καταστροφής είναι ανυπολόγιστη. Η χρήση των μοντέρνων τεχνολογικών δυνατοτήτων την καθιστά ολοκληρωτική. Το σημερινό άτομο δεν έχει πλέον καμιά απολύτως σχέση με το αυτόνομο υποκείμενο του Διαφωτισμού. Είναι ένα κονιορτοποιημένο «άτομο». Η μάζα που τέτοια άτομα συγκροτούν είναι άμορφος αδρανής πολτός. Η ζωή τους εντάσσεται στους προγραμματισμούς των αυτονομημένων συστημάτων. Οι επιθυμίες τους ετεροκαθορίζονται από το «σύστημα». Το άτομο και η μάζα έχουν γίνει παθητικό υποστήριγμα των απρόσωπων κοινωνικών μηχανισμών. Μοιάζουν περισσότερο με κοινωνικό αυτόματο παρά με υποκείμενο. Πράγμα που ήδη αποτελεί την πιο κοινότοπη διαπίστωση.[3]
β) Η υποκειμενική διάσταση
Ο προβληματισμός πάνω στις αντιφάσεις (κοινωνικές κυρίως) της νεωτερικότητας, που κορυφώθηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα, έδωσε δύο μεγάλα ανθρωπολογικά ρεύματα: το αντικειμενοστραφές, με επικεφαλής τον Μαρξ και τον Φρόυντ και το υποκειμενοστραφές, που αρχίζει, όπως είπαμε, με τον Κίρκεγκωρ και τον Νίτσε και ολοκληρώνεται με τον υπαρξισμό. Το πρώτο αντικειμενοποίησε το υποκείμενο. Πράγμα ολοφάνερο στον μαρξισμό, όπου η κατάργηση της υποκειμενικότητας ανάγεται σε δόγμα: το εξωτερικό αντικείμενο επικαθορίζει το υποκείμενο, αν όχι σε πρώτη, τουλάχιστο «σε τελευταία ανάλυση». Για τον φροϋδισμό ισχύει επίσης το ίδιο, μόνο που το αντικείμενο έχει εδώ μετατεθεί σε «αντικείμενο του πόθου», σε αντικείμενο της «λιβιδούς». Από την ψυχολογία της ελεύθερης και υπεύθυνης συνείδησης του καρτεσιανού ατόμου, περάσαμε στη μη-ψυχολογία, είτε των επιταγών της ιστορικής ειμαρμένης, είτε του σκοτεινού και απροσπέλαστου «ασυνειδήτου». Συμπλέοντας με την ανάδυση των μαζών στο ιστορικό προσκήνιο οι αντικειμενοστραφείς τάσεις, ήταν αναπόφευκτο να ενισχύσουν τον αντιατομικισμό. Κατέστησαν και ιδεολογικά αποδεκτή τη ροπή στην απροσωπία, προσδίδοντάς της καταλυτική επιτάχυνση.
Το υποκειμενοστραφές ρεύμα προσπάθησε να σώσει την ατομοκρατική νοηματοδότηση. Σύμφωνα με την κριτική του Γιανναρά, το υπαρξιστικό ρεύμα, που εκφράζει, ως ένα βαθμό, την αντίσταση στην αντικειμενοποίηση-μαζοποίηση, δεν μπόρεσε να φθάσει στη ρίζα του προβλήματος. Δεν κατόρθωσε να αντιληφθεί ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον τρόπο αυτοβεβαίωσης του ατόμου. Γιατί αν το υποκείμενο είναι σχέση, όπως δέχεται η δική μας προσωποκεντρική οντολογική παράδοση, η αντλημένη από τη χριστιανική αποκάλυψη,[4] το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο αν η αυτοβεβαίωση θα είναι στενά διανοητική ή ευρύτερα βιωματική-εκστατική. Βρίσκεται στην ίδια τη νοηματοδότηση του υποκειμένου ως ατόμου. Η ατομικιστική νοηματοδότηση χωρίζει το καλό του ατόμου από το καλό του είδους, το καλό της ανθρωπότητας. Ταυτίζει το υποκείμενο μόνο με το πρώτο, αφήνοντας το δεύτερο οντολογικά-ανθρωπολογικά ανυπόστατο.
Η αρχική σύλληψη του νεωτερικού ατόμου ήταν αυτή των «δύο σε ένα», του σώματος και της ψυχής, η οποία ανάγεται στο σκέπτεσθαι. «Σκέπτομαι άρα υπάρχω». Βεβαιώνω την ύπαρξή μου ως βία και εξουσία πάνω στο αντικειμενοποιημένο σώμα μου και κατ’ επέκταση πάνω στους άλλους και στη φύση. Αυτή ήταν η σχολαστική νοηματοδότηση του υποκειμένου, που την έκανε θεμέλιό της η νεωτερικότητα. Βάζοντας στη θέση του διανοητικού ατόμου το βιωματικό άτομο, το «καταδικασμένο» να είναι ελεύθερο, στη θέση της ηθικής του ορθολογικού «χρέους», την ηθική της «ηρωικής απελπισίας», ο υπαρξισμός απλώς μετέθεσε το πρόβλημα. Η πρότασή του, όπως και οι προτάσεις για την αντικατάσταση του «εργαλειακού» ορθολογισμού με τον «κριτικό» ορθολογισμό, την «επικοινωνιακή δράση» κλπ. δεν το αγγίζουν. Δεν αγγίζουν το πρόβλημα γιατί: α) δεν μπορούν να ανασυγκολλήσουν τη σχέση ατομικού-συλλογικού (είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σαρτρ καταφεύγει στον μαρξισμό και στη λατρεία της επαναστατικής μάζας, όταν θέλει να αντιμετωπίσει το αυτονομημένο συλλογικό κακό) και β) δεν μπορούν να επηρεάσουν την εξάρθρωση του ατόμου. (Τον θρυμματισμό του υπαρξιακού χρόνου. Την ενσωμάτωση στα απρόσωπα συστήματα. Τον ετεροκαθορισμό των επιθυμιών. Τη μετατροπή του υποκειμένου σε παθητικό ενεργούμενο των κοινωνικών δομών.)
Η πνευματική ροπή στην απροσωπία είναι πλέον κυρίαρχη στη Δύση. Το βλέπει κανείς στη θραύση που κάνουν εκεί οι ανατολικές φιλοσοφίες -τη στιγμή ακριβώς που η Άπω Ανατολή ανακαλύπτει όψιμα, αλλά με εντυπωσιακή επιτυχία, την εξαντλούμενη στη Δύση νεωτερική ατομικότητα. Η ανατολική απροσωπία -δηλαδή η νοηματοδότηση της ατομικότητας ως ψευδαισθησιακού προσωπείου, προορισμένου να καλύπτει το χάος των άλογων αντιφατικών παρορμήσεων, που εμποδίζουν τον άνθρωπο να πραγματοποιήσει τον «προορισμό» του, να βυθιστεί δηλαδή στους κόλπους του απρόσωπου «απολύτου»- προβάλλει πλέον σαν η μοναδική οδός διαφυγής από το σαθρό ανθρωπολογικό τοπίο της νεωτερικότητας. Το δυτικό άτομο καλείται να ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο, πραγματοποιώντας και συνειδητά «την αυτοκτονία του επί μεταφυσικού επιπέδου».
Το θέμα δεν είναι πλέον τα προβλήματα που δημιουργεί η νεωτερική εξατομίκευση, αλλά τα προβλήματα που δημιουργεί η καταστροφή της. Δεν τίθεται ζήτημα εναλλακτικής πρότασης σε έναν θριαμβεύοντα αλλά σε έναν καταρρέοντα ανθρωπολογικό τύπο. Η διαφορά είναι κολοσσιαία, γιατί δείχνει ότι το ανθρωπολογικό πρόβλημα, από εξωτερικό που ήταν στην περίοδο της μεγάλης αυτοπεποίθησης του νεωτερικού πολιτισμού, τώρα είναι πλέον πρόβλημα εσωτερικό. Δείχνει επίσης πόσο εκτός πραγματικότητας είναι όλοι εκείνοι που εξακολουθούν να πιστεύουν στην ανάγκη του εκνεωτερισμού (του «εκσυγχρονισμού» και της «εξατομίκευσης»).
Αν ισχύει η παραπάνω ανάλυση είναι φανερό τι πρέπει να έχει η ζητούμενη ανθρωπολογική αντιπρόταση, για να είναι πραγματικά μετανεωτερική. Πρέπει να είναι σε θέση να παρεμβαίνει στο «υπαρξιακό» πεδίο και να εξουδετερώνει εκεί την κοινωνική δυναμική της απροσωπίας. Ανταποκρίνεται η πρόταση του Γιανναρά και γενικότερα η προσωποκεντρική οντολογία, στην απαίτηση αυτή; Κατ’ αρχήν ναι. Πριν όμως την εξετάσουμε είναι σκόπιμο να περάσουμε στη μετα-μαρξιστική προβληματική και να δούμε πώς εμφανίζεται εκεί το ανθρωπολογικό πρόβλημα.
[2] Πρακτικά, με τον όρο νεωτερικότητα εννοούμε τον πολιτισμό που θεμελίωσε η Γαλλική Επανάσταση.
[3] Για την καταστροφή του νεωτερικού ατόμου, βλ. το opus magnum της Σχολής της Φρανκφούρτης, Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού. (Εκδόσεις Υψιλον). Για την άνοδο και την πτώση της επαναστατικής μάζας, στα πλαίσια της ανθρωπολογικής κρίσης του νεωτερικού πολιτισμού, βλ. Κ. Παπαϊωάννου, Ο άνθρωπος και ο ίσκιος του (Εναλλακτικές Εκδόσεις). Για την προβληματική της μετατροπής του ατόμου σε «κοινωνικό αυτόματο» βλ. και Γ. Καραμπελιάς, Τα μονοπάτια της Ουτοπίας (Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα 1995).
[4] Κατά την Ορθόδοξη παράδοση ο άνθρωπος είναι σχέση ελευθερίας-αγάπης με τον προσωπικό Θεό και με τα άλλα πρόσωπα. «Σχεσιακή», αν και αναξιοποίητη από τον ίδιο, είναι και η θέση του Μαρξ στα Χειρόγραφα του 1844: ο άνθρωπος είναι δυναμικό ενεργούμενων σχέσεων -με τους άλλους και τη φύση. Το σημείο αυτό αποτελεί ρήγμα στο σύνολο της νεωτερικής φιλοσοφικής σκέψης. Και μπορεί, σε συνδυασμό με τα δεδομένα της κβαντικής φυσικής (ταυτότητα ατόμου και κύματος, υποκειμένου-αντικειμένου, είναι και γίγνεσθαι κ.λπ.), να οδηγήσει στο ζητούμενο μετανεωτερικό ανθρωπολογικό παράδειγμα.
πηγή: Άρδην τ.2, Mαιος 1996