Για την πολιτική οικονομία της Ελλάδας δεν έχουμε μελέτες βάθους. Οι καλοί πανεπιστημιακοί, όσοι έχουν τεχνική επάρκεια, συνήθως δεν ασχολούνται με τα πρακτικά θέματα της ελληνικής οικονομίας. Ή, όταν ασχολούνται, το κάνουν με επιφανειακό τρόπο, δοκιμάζοντας αν το άλφα ή το βήτα διεθνές θεωρητικό μοντέλο ισχύει εδώ. Όταν δεν ισχύει, δεν έχουν την υπομονή να ψάξουν προσεκτικά τι ισχύει, και να χτίσουν μια ανάλυση συγκεκριμένη των ελληνικών πραγμάτων. Ίσως γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι δημοσιεύσιμο στα έγκυρα περιοδικά του κλάδου, που καθορίζουν τη φήμη και την καριέρα του καλού πανεπιστημιακού.
Σύνθετα προβλήματα, όπως είναι το ασφαλιστικό, διαμορφώνονται από ένα πλέγμα θεσμών και πρακτικών που διαφέρει ουσιαστικά από χώρα σε χώρα. Ακόμα και ρυθμίσεις στην πιο μικρή κλίμακα μπορούν να έχουν σημαντική επίδραση στη μακροσκοπική εικόνα.
Για παράδειγμα: πάρα πολλοί ασφαλισμένοι του ΙΚΑ συνταξιοδοτούνται με την κατώτατη σύνταξη μετά από πολύ λίγα χρόνια ασφάλισης – ανεξάρτητα από ηλικία. Αυτό έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στο ύψος των συντάξεών τους – γίνονται χαμηλοσυνταξιούχοι, και υποφέρουν από φτώχεια στα γεράματα. Παράλληλα, ζημιώνεται το ΙΚΑ, αφού αυτοί οι ασφαλισμένοι έχουν καταβάλει εισφορές μόνο για λίγα χρόνια. Δύσκολο να εξηγηθεί το φαινόμενο αν δεν γνωρίζουμε το εξής: ότι ο συνταξιούχος θα έχει ακριβώς την ίδια σύνταξη είτε δηλώσει 15 χρόνια ασφάλισης είτε 23. Μόνο μετά από τα 23 χρόνια θα δει τη σύνταξη που δικαιούται να αυξάνεται με κάθε πρόσθετο χρόνο ασφάλισης. Καλείται δηλαδή επί οκτώ χρόνια αυτός και ο εργοδότης του να πληρώνουν εισφορές χωρίς αντίκρισμα. Κρίνει λοιπόν ότι δεν τον συμφέρει να επιβαρυνθεί πέρα από τα 15 χρόνια, διακόπτει την ασφάλιση, παίρνει την κατώτατη σύνταξη και εργάζεται ανασφάλιστος από εκεί και πέρα. Τέτοιοι μικροί παραλογισμοί συνθέτουν το ασφαλιστικό σύστημά μας, μαζί με τα μεγάλα μεγέθη όπως είναι η γήρανση του πληθυσμού. Δεν μπορούμε να κατα νοήσουμε τη δυναμική του αν δεν ξέρουμε και τους μεν και τα δε. Συνήθως τις ρυθμίσεις τις γνωρίζουν μερικοί διοικητικοί υπάλληλοι, και τα μεγέθη μερικοί οικονομολόγοι, και σπανίως συνομιλούν οι μεν με τους δε.
Το βιβλίο του Πλάτωνα Τήνιου γεφυρώνει αυτό το χάσμα. Ο Τήνιος έχει μελετήσει και τους θεσμούς και τους αριθμούς, και τη μικροκλίμακα και τη μακροεικόνα. Και έχει γράψει ένα έργο πολιτικής οικονομίας όπως αυτή πρέπει να είναι: εστιασμένη σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, με τις ιδιαιτερότητές της, αλλά διαλέγοντας και αξιοποιώντας τα γενικά εργαλεία της οικονομικής –και όχι μόνο– επιστήμης. Είναι έργο φιλόδοξο και απαιτητικό. Ο συγγραφέας δεν θέλει να δώσει μια εικόνα του ασφαλιστικού ούτε να προτείνει μια συγκεκριμένη λύση. Θέλει να βοηθήσει τον αναγνώστη να καταλάβει τη δυναμική του συστήματος: πώς προκύπτουν τα μεγέθη, πώς μπορεί να κινηθούν στο μέλλον. Τι κρύβεται πίσω από φαινομενικά απλούς δείκτες, όπως τα όρια ηλικίας, η χαμηλή σύνταξη, η μέση σύνταξη. Πόσο εξασφαλισμένη είναι η ασφάλιση, και ποιος πληρώνει το λογαριασμό; Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, γιατί δεν έχουν ρυθμιστεί καλύτερα; Για να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα, απαιτεί από τον αναγνώστη να κατανοήσει και τη θεωρία και την ελληνική πρακτική, καθώς και τις διαφορετικές κλίμακες του ζητήματος – από τον κάθε ένα ασφαλισμένο, στο Ταμείο του, στο σύνολο του Δημοσίου, μέχρι το επίπεδο της εθνικής οικονομίας. Απλοποιεί όσο μπορεί τις έννοιες, και χρησιμοποιεί προσιτή ορολογία. Παραθέτει μερικά ερωτήματα με τον τρόπο που τα θέτουμε οι μη ειδικοί και απαντά σ’ αυτά με σαφήνεια. Αλλά δεν παύει να είναι έργο που απαιτεί προσεκτική ανάγνωση. Ο πυρήνας του βιβλίου είναι τα Μέρη Β΄ (Μια Ανάγνωση Ανάλυσης: Το Επιχείρημα με Λόγια) και Γ΄ (Μια Ανάγνωση Στατιστικής: Το Επιχείρημα με Αριθμούς). Επιλέγει να βάλει τα λόγια πριν από τους αριθμούς, γιατί θεωρεί ότι οι αριθμοί δεν μπορούν να διαβαστούν σωστά πριν να κατανοήσουμε τις κατηγορίες και τους μηχανισμούς του συστήματος. Αυτό ξενίζει τον αναγνώστη που έχει μάθει να ελέγχει την κάθε πρόταση με αριθμούς, αν υπάρχουν. Αλλά όταν φτάσουμε στους αριθμούς, η ανάγνωσή τους είναι πιο σαφής. Η ραχοκοκαλιά της ανάλυσης του Π.Τ. είναι η διάκριση και συνάρθρωση δύο ζητημάτων, που τα ονομάζει ασφαλιστικό του παρελθόντος και ασφαλιστικό του μέλλοντος.
[Η ΑΠΛΗ ΕΚΔΟΧΗ] Το ασφαλιστικό ζήτημα του μέλλοντος είναι αυτό που έχουν να αντιμετωπίσουν όλες οι ώριμες οικονομίες: μειώνεται ο ρυθμός με τον οποίο μπαίνουν νέοι εργαζόμενοι στο σύστημα της ασφάλισης και αυξάνεται ο αριθμός των συνταξιούχων, καθώς ζουν περισσότερα χρόνια. Συνεπώς μεγαλώνει η αναλογία συνταξιούχων προς ασφαλισμένους. Όσο η αναλογία ήταν μικρή, το σύστημα μπορούσε να είναι «διανεμητικό»: οι σημερινοί εργαζόμενοι (και εργοδότες) χρηματοδοτούσαν τους σημερινούς συνταξιούχους, χωρίς αυτή η επιβάρυνση να είναι πολύ μεγάλη ανά εργαζόμενο. Καθώς η αναλογία μεγαλώνει πρέπει να βρεθούν πρόσθετοι πόροι για τις συντάξεις κάθε επόμενης γενιάς συνταξιούχων. Πολλές χώρες δημιούργησαν ένα δεύτερο σύστημα για τους πρόσθετους πόρους, το «κεφαλαιοποιητικό»: η κάθε γενιά αποταμιεύει τις εισφορές της, τις επενδύει, και με αυτό το κεφάλαιο θα χρηματοδοτήσει τις δικές της συντάξεις όταν έρθει η ώρα. Τα δύο συστήματα μπορεί να συνυπάρχουν για μια μεταβατική περίοδο ή επ’ αόριστον. Αυτό το ζήτημα είναι «κατά βάση απλό», όπως γράφει ο Τήνιος. Το αναλύει σε τρεις κατανοητούς «δείκτες εξάρτησης»: Δημογραφικός (αναλογίες ηλικιακών ομάδων), Οικονομικός (μη ενεργός πληθυσμός προς ενεργό), Ασφαλιστικός (Συνταξιούχοι προς Ασφαλισμένους ανά Ταμείο), και στο Οικονομικό Ισοζύγιο (Έξοδα/Έσοδα του συστήματος). Το Οικονομικό Ισοζύγιο είναι αυτό που τελικά ορίζει ένα βιώσιμο σύστημα. Οι δείκτες εξάρτησης θέτουν τα όρια των πολιτικών και οικονομικών επιλογών, αρχίζοντας από τις μεγάλες τάσεις της κοινωνίας που ελάχιστα μπορεί να τις επηρεάσει η πολιτική (Δημογραφικός), προχωρώντας σε μεταβλητές της αγοράς εργασίας όπως η συμμετοχή των γυναικών, και οι αποφάσεις των μεσήλικων να παραμείνουν ή όχι ενεργοί (Οικονομικός), σε ρυθμίσεις των Ταμείων, όπως η πρόωρη συνταξιοδότηση, και οι μέθοδοι είσπραξης εισφορών (Ασφαλιστικός). Το ισοζύγιο εσόδων/εξόδων ορίζεται από όλα τα παραπάνω μαζί με τα ποσοστά αναπλήρωσης, το ασφάλιστρο, τις επιχορηγήσεις. Όταν το ασφαλιστικό σύστημα μιας χώρας είναι ενιαίο, αυτές οι παράμετροι αρκούν για να δει κανείς το πρόβλημα, να διακρίνει πού μπορεί να παρέμβει και πού όχι, και να κάνει επιλογές που να αντέχουν στο χρόνο. Έχοντας κάνει προβλέψεις για τη δημογραφία και την αγορά εργασίας, το κράτος μπορεί να ορίσει τα όρια ηλικίας, την κατώτατη σύνταξη, τα ποσοστά αναπλήρωσης, τα ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών, και ένα κονδύλι από τη γενική φορολογία. Όσο δύσκολο και αν είναι να στηρίξει η κοινωνία ένα όλο και ψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων, τουλάχιστο μπορεί να πάρει αποφάσεις με σχετικά προβλέψιμο αποτέλεσμα σε βάθος δεκαετιών. Μένοντας στο ασφαλιστικό του μέλλοντος, ο Π.Τ. επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει μερικά πλεονεκτήματα που δεν έχουν οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης: υπάρχει ένα εργασιακό απόθεμα σε παραγωγικές ηλικίες που δεν έχει μπει στην αγορά εργασίας (γυναίκες) ή έχει βγει πρόωρα (υγιείς μεσήλικες). Επίσης, υπάρχουν πολλοί ανασφάλιστοι ή υποασφαλιζόμενοι, που θα μπορούσαν να ασφαλιστούν, καθώς και πολλά επιμέρους προνόμια συνταξιοδότησης τα οποία δεν υπακούουν σε κανένα κοινωνικό κριτήριο, που θα μπορούσαν να συμμαζευτούν.
Με άλλα λόγια, παρ’ όλο που ο Δημογραφικός δείκτης της Ελλάδας επιδεινώνεται χειρότερα από τους περισσότερους εταίρους μας στην ΕΕ, ο Οικονομικός και ο Ασφαλιστικός δείκτης έχουν περιθώρια για σημαντική βελτίωση. Θα μπορούσαμε λοιπόν, κοιτάζοντας το μέλλον, να είμαστε σχετικά αισιόδοξοι ότι θα έχουμε ένα σύστημα συντάξεων βιώσιμο και επαρκές μέχρι το 2050. Κι όμως: στις μακροχρόνιες προβλέψεις που γίνονται για την εξέλιξη των δεικτών ο Ασφαλιστικός δείκτης της Ελλάδας προβλέπεται να είναι ο χειρότερος από όλες τις χώρες της ΕΕ το 2050 (99%, δηλαδή ένας συνταξιούχος για κάθε έναν ασφαλισμένο εργαζόμενο), ενώ σήμερα ακόμα είμαστε καλύτερα από την Ιταλία, τη Γερμανία και το Βέλγιο. Η δε δαπάνη για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διπλασιαστεί: από περίπου 12% το 2007 θα φτάσει το 24% το 2050 – με απόσταση 8,5% από την δεύτερη Ισπανία. Κανένας δεν πιστεύει ότι ένα δημόσιο σύστημα συντάξεων μπορεί να απορροφά 24% του ΑΕΠ σε οποιαδήποτε χώρα. Με άλλα λόγια, το σύστημα, με τη σημερινές του παροχές, θα χρεοκοπήσει – όσο και αν υπάρχει πολιτική βούληση να επιχορηγείται, όσο και αν αυξηθούν τα ασφάλιστρα, όσο και αν παταχθεί η εισφοροδιαφυγή.
[Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ] Γιατί, ενώ έχουμε σημαντικά περιθώρια για βελτίωση της βιωσιμότητας του συστήματος, οδεύαμε (πριν το Μνημόνιο) σε βέβαιη χρεοκοπία; Η απάντηση σε αυτό είναι «το ασφαλιστικό του παρελθόντος»: «Η Ελλάδα είχε ασφαλιστικό πρόβλημα πολύ πριν αυτό καταστεί αναπόφευκτο από τα δημογραφικά δεδομένα». Σε αντίθεση με το ασφαλιστικό του μέλλοντος, και της Βόρειας Ευρώπης, που μπορεί να περιγραφεί απλά, το δικό μας «παλιό» ασφαλιστικό είναι ένας λαβύρινθος, όπου και ο πιο επίμονος ερευνητής μπορεί να χαθεί. Μια μεγάλη προσφορά του βιβλίου είναι ότι ξεδιαλύνει τα πιο κρίσιμα στοιχεία του συστήματος με μια προσεκτική ανάγνωση των αριθμών, οι οποίοι είναι διάσπαρτοι σε πολλές πηγές, και ελλιπέστατοι.
Σημειώνω μερικά: Το ελληνικό σύστημα συντάξεων είναι σχετικά δαπανηρό, αλλά απόλυτα ανεπαρκές. Δηλαδή, ενώ ξοδεύουμε για συντάξεις περισσότερο από τις πιο πολλές χώρες της ΕΕ-15 (και ΕΕ-27), έχουμε τη χειρότερη επίδοση στην κοινωνική αποστολή του συστήματος. «Στις περισσότερες χώρες, όταν εξετάζονται οι ηλικίες άνω των 65, όταν πλέον οι συντάξεις είναι η σημαντικότερη πηγή εισοδήματος, παρατηρείται μείωση της φτώχειας. Προφανώς το σύστημα συντάξεων αναπληρώνει το εισόδημα της εργασίας με τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνει τις ανισότητες – δηλαδή η κρατική δαπάνη κατευθύνεται κατά προτεραιότητα στους λιγότερο τυχερούς συνταξιούχους. Αντίθετα στην Ελλάδα οι ανισότητες μετά τα 65 είναι κατά πολύ μεγαλύτερες – κατά 100% περίπου» (σ. 131). Στο στατιστικό Γ΄ Μέρος ο Τήνιος δίνει στοιχεία που τεκμηριώνουν την ανισότητα. Σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 100 συνταξιούχων από όλο τον πληθυσμό, η σύνταξη του 75ου (από κάτω προς τα πάνω) είναι 3,1 φορές μεγαλύτερη από του 25ου (στοιχεία του 2004) – και προφανώς η ανισότητα ανάμεσα στα δύο άκρα (πρώτο και εκατοστό) είναι πολύ πιο μεγάλη. Για την ανισότητα αυτή δεν είναι τόσο σημαντική η κατανομή μέσα σε κάθε ταμείο, όσο η κατανομή μεταξύ Ταμείων.
Οι πιο προνομιούχοι συνταξιούχοι, με διαφορά, είναι οι Δημόσιοι Υπάλληλοι – ο 75ος από αυτούς είχε μηνιαίο εισόδημα 1.333 ευρώ, και ο 25ος 800. Στο ΙΚΑ, 1.000 και 510 ευρώ αντίστοιχα, και στον ΟΓΑ 300 και 230. Ο ΟΑΕΕ είναι λίγο κάτω από το ΙΚΑ, τα λοιπά («ευγενή») ταμεία είναι κοντά στο Δημόσιο. Ο κατακερματισμός σε Ταμεία είναι ένας βασικός μηχανισμός που δημιουργεί ανισότητα. Εξίσου άνισες είναι και οι συνθήκες ανάμεσα στα Ταμεία σε σχέση με την ηλικία που βγαίνουν στη σύνταξη. Κοιτάζοντας τους άνδρες της ηλικιακής ομάδας 60-64, από τους Δημοσίους Υπαλλήλους το 64% είναι ήδη συνταξιούχοι, από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ το 72% (!), ενώ από τους ασφαλισμένους ΟΑΕΕ και ΟΓΑ μόνο το 26% (2004). Στις γυναίκες τα ποσοστά των ήδη συνταξιούχων στην ίδια ηλικία είναι ακόμα μεγαλύτερα, με παρόμοια ανισότητα ανάμεσα στα ταμεία. (Πίν. 10.6, σ. 327). Η ηλικία συνταξιοδότησης είναι ένα από τα μεγάλα αινίγματα του συστήματος, για την οποία πολλά γράφτηκαν στον διεθνή Τύπο με αφορμή τον μηχανισμό στήριξης της Ελλάδας από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Δεν υπάρχει ένας απλός δείκτης που να έχει νόημα για διεθνείς συγκρίσεις, γιατί οι μέσοι όροι κρύβουν τις διαφορές ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές, επαγγέλματα, άνδρες/γυναίκες κ.ά.
Ο Τήνιος συγκρίνει διαφορετικές πηγές και καταλήγει στα εξής (κωδικοποίηση δική μου): Σε μέσους όρους είμαστε ένα με δύο χρόνια χαμηλότερα από την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Έχουμε όμως ένα πολύ ψηλό ποσοστό που βγαίνει πολύ νωρίς στη σύνταξη (προ των 50). Ο μέσος όρος ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνεται σημαντικά από τους αγρότες, που παίρνουν σύνταξη αργά. Το ΙΚΑ είναι το μόνο ταμείο με καλά στατιστικά στοιχεία για την ηλικία των συνταξιούχων, και εδώ τα συμπεράσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα: (1) Οι μέσοι όροι κρύβουν μεγάλες διαφορές (πάνω από το 20% βγαίνει στη σύνταξη πολύ πριν από τα 60, ενώ ένα άλλο 20% εργάζεται μετά τα 65 ή και τα 70). (2) Τα επίσημα όρια δεν έχουν καμιά σημασία, γιατί η συντριπτική πλειονότητα βγαίνει μέσω εξαιρέσεων. Μόνο το 15% των ανδρών συνταξιοδοτείται με βάση τον «κανόνα» του 65ου έτους. (3) Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά είναι ο χαμηλός αριθμός ετών ασφάλισης για τον μέσο συνταξιούχο. Στο ΙΚΑ η μέση διάρκεια ασφάλισης είναι μόλις 23 χρόνια. Για πολλούς είναι μόνο 15. Ο πραγματικός εργασιακός χρόνος είναι προφανώς μεγαλύτερος, αλλά δεν ασφαλίζεται. Οι χαμηλές συντάξεις οφείλονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον παράγοντα αυτόν. Σήμερα ακόμα, το 70% των συντάξεων του ΙΚΑ είναι στο κατώτατο όριο. Αλλά, γράφει ο Τήνιος, υπάρχει μια σαφής τάση να αυξάνεται η μέση διάρκεια ασφάλισης, που σημαίνει ότι στο μέλλον θα υπάρχουν όλο και λιγότεροι χαμηλοσυνταξιούχοι. Συνεπώς, η εκτεταμένη φτώχεια των ηλικιωμένων στις αστικές περιοχές είναι ένα φαινόμενο με ημερομηνία λήξης. Ήδη, από το 1995 ως το 2007 η μέση σύνταξη αυξήθηκε κατά 67% (τάση που οφείλεται και σε άλλους παράγοντες, όπως τις παροχές του εκλογικού κύκλου). Στο σημείο αυτό φαίνεται η σημασία της σωστής ανάλυσης. Ένα κράτος που θα ήθελε να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει τη φτώχεια των ηλικιωμένων θα φρόντιζε να εστιάσει τις ενισχύσεις του σε όσους παίρνουν την κατώτατη σύνταξη, για όσα χρόνια υπάρχουν. Αντίθετα, σε εμάς η φτώχεια χρησιμοποιήθηκε ως πολιορκητικός κριός για να ανέβει η συνολική γενναιοδωρία του συστήματος, δηλαδή τα ποσοστά αναπλήρωσης – αυτά που ευνοούν περισσότερο τους καλύτερα αμειβόμενους. Έτσι υπονομεύουμε τη βιωσιμότητα χωρίς να αντιμετωπίζουμε το κοινωνικό ζήτημα.
[ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ] Τα προβλήματα αυτά δεν επιλύονται γιατί υπάρχουν μεγάλα και δομικά εμπόδια. Το κυριότερο είναι ο κατακερματισμός σε πολλά κλαδικά ταμεία, σε τρεις βαθμίδες προστασίας (κύριες συντάξεις, επικουρικές, εφάπαξ), και σε διαφορετικά νομικά πλαίσια με διαφορετικό τελικό εγγυητή. Η ανάλυση ξεσκεπάζει το μύθο των «υγιών ταμείων», που εμφανίζουν πλεόνασμα. Σε ένα διανεμητικό σύστημα κανένα επιμέρους επαγγελματικό ταμείο δεν είναι υγιές από μόνο του – αν έχει πλεόνασμα σήμερα, είναι γιατί η αναλογία των συνταξιούχων, π.χ., μηχανικών προς ενεργούς μηχανικούς είναι μικρή. Αν η αναλογία αλλάξει, το ταμείο δεν μπορεί να διατηρήσει τις παροχές. Όταν πρόκειται για τον γενικό πληθυσμό, μπορούμε σε γενικές γραμμές να προβλέψουμε τις αναλογίες σε βάθος χρόνου – για τα επιμέρους επαγγέλματα δεν γίνεται. Όσοι υπερασπίζονται την αυτοτέλεια του «υγιούς» ταμείου τους δεν θα δικαιούνται να προστρέξουν στο κράτος όταν η δημογραφία του επαγγέλματος το κάνει ελλειμματικό. Πολιτικά ο κατακερματισμός λειτουργεί ως τροχοπέδη στη μεταρρύθμιση. «Όταν οι εκάστοτε κυβερνήσεις αναγκαστούν ... να ανοίξουν το ασφαλιστικό, τότε γίνεται το εξής καταπληκτικό: η σαφής (κατά τους εισηγητές) εικόνα καταθρυμματίζεται αμέσως σε εκατοντάδες ξεχωριστά μικρά ασφαλιστικά, το καθένα των οποίων φαίνεται να υπακούει σε δικούς του κανόνες, να έχει τη δική του ιστορία και δυναμική, να επιδεικνύει με πειστικότητα σειρά “δικαίων αιτημάτων”, τα οποία όμως σωρευτικά σύρουν το συνολικό όχημα της μεταρρύθμισης σε αντίθετη κατεύθυνση από την επιθυμητή. Η καθαρή εικόνα που νόμιζαν ότι έβλεπαν οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές υπήρξε άλλο ένα θύμα του “ασφαλιστικού καλειδοσκοπίου”. Κατόπιν αυτού, η πλέον σώφρων στάση θα είναι το “μη θίγετε τα κακώς κείμενα”: το κλείσιμο του θέματος το ταχύτερο δυνατόν με τις μικρότερες δυνατές απώλειες». (σ. 80, 81)
[ΟΣΟ ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ] Μη μπορώντας να σχεδιάσει ορθολογικά, το κράτος τελικά δεν μπορεί και να εγγυηθεί τις συντάξεις. Ο κάθε ασφαλιζόμενος μπορεί να νομίζει ότι έχει θεμελιώσει δικαίωμα σε συγκεκριμένη σύνταξη, σαν να είναι περιουσιακό στοιχείο – όπως όταν κάνει κατάθεση στην τράπεζα, και προσδοκά να πάρει πίσω κεφάλαιο με τόκο. Η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να τηρεί κάποιες αναλογίες ενεργητικού και παθητικού, και να είναι κερδοφόρα για να μπορέσει να αποδώσει ακέραιο το περιουσιακό στοιχείο του καταθέτη. Το κράτος όμως δεν κάνει τον αντίστοιχο προγραμματισμό, και δεν ξέρει από πού θα βρει τα χρήματα σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Δανείζεται κάθε χρόνο για να πληρώνει συντάξεις, όπως και φάρμακα, μισθούς κ.τ.λ. Μοιάζει μάλλον με πυραμίδα παρά με τράπεζα. Ο Τήνιος αντιδιαστέλλει την οπτική του Υπουργείου Οικονομικών, που πληρώνει χρόνο με το χρόνο όσο αντέχει ο προϋπολογισμός («όσο αντέχουμε») από την οπτική του ασφαλισμένου, ή και του τεχνοκράτη προγραμματιστή, που θεωρεί ότι υπάρχει μια λογική σχέση ανάμεσα στον εργασιακό βίο, στην κοινωνική αλληλεγγύη και στις συντάξεις («όσο πρέπει»). Μέχρι σήμερα το κράτος πήγαινε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, και όσο αντέξουμε (αναρωτιέμαι αν ο Στ. Ράμφος θα το συνέδεε αυτό με το «έχει ο Θεός»). Ο Τήνιος θεωρεί ότι θα έχουμε λύσει το ασφαλιστικό όταν καταφέρουμε το σύστημα να εισπράττει και να αποδίδει «όσο πρέπει». Δεν θέλει να προτείνει λύσεις, γιατί θεωρεί ότι αυτές πρέπει να προκύψουν από μια συγκεκριμένη διαδικασία την οποία και προτείνει. Την έχει σκεφτεί σε «δύο και μισή φάσεις», που θα διαρκέσουν μερικά χρόνια, σε αντίθεση με τις μέχρι τώρα απόπειρες που διαρκούσαν δυο-τρεις μήνες. Η διαδικασία πρέπει να αρχίσει με τη συλλογή στοιχείων, την κατανόηση των θεμάτων, τη λήψη άμεσων μέτρων για τους πιο αδύναμους, και τις άμεσες διοικητικές βελτιώσεις. Ως πρότυπο λύσης δείχνει έμμεσα το Σουηδικό και Ιταλικό μοντέλο, που στηρίζεται σε ένα νέο διανεμητικό σύστημα για τους νέους («οιονεί καθορισμένης εισφοράς»), και έναν υποχρεωτικό κεφαλαιοποιητικό «δεύτερο πυλώνα» επαγγελματικής ασφάλισης.
[ΕΠΙΜΕΤΡΟ] Το κύριο σώμα του βιβλίου είχε γραφτεί πριν τον Ιούλιο του 2010, όταν ψηφίστηκαν δύο ασφαλιστικοί νόμοι όπως προέβλεπε το Μνημόνιο συνεργασίας με τον τριμερή μηχανισμό στήριξης. Περιέχει και ένα Επίμετρο που γράφηκε τον Αύγουστο 2010 και κάνει μια πρώτη αποτίμηση των νόμων αυτών. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η έλλειψη προετοιμασίας δημιούργησε «αναπόφευκτα μια τάση συντηρητισμού: τα δύο νομοσχέδια μοιάζουν περισσότερο με σύνολο διορθωτικών παρεμβάσεων στο ισχύον σύστημα, παρά με νέα αρχή, γεμάτη αυτοπεποίθηση». Οι κυριότερες σαφείς ρυθμίσεις αφορούν τα ποσοστά αναπλήρωσης (γίνονται περίπου ίδια για όλα τα ταμεία, και κατά κανόνα μειώνονται), και την ηλικία συνταξιοδότησης που γίνεται κατ’ ελάχιστο 60 για όλους. Η δε πλήρης σύνταξη απαιτεί 40 χρόνια ασφάλισης. Με τα μέτρα αυτά προφανώς επιμηκύνεται η βιωσιμότητα, αλλά θα χρειαστούν και πολλές άλλες αλλαγές, από τη συλλογή στοιχείων μέχρι την αναδιάρθρωση των εισφορών και τις αποφάσεις για τα επικουρικά ταμεία. Η μεταρρύθμιση θα απαιτήσει θάρρος και επιμονή από τις κυβερνήσεις για πολύ καιρό ακόμα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και ένας υπολογισμός που δείχνει ότι με το νέο σύστημα οι πιο χαμηλές συντάξεις μάλλον αυξάνονται, εξαιτίας της βασικής σύνταξης που θα παίρνουν όλοι. Η παρουσίαση αυτή δεν αποτυπώνει όλο το εύρος των θεμάτων, των στοιχείων και των αναλύσεων που περιέχει το βιβλίο.
Το «στατιστικό δοκίμιο» του Γ΄ Μέρους είναι εξαιρετικά πλούσιο, και ίσως είναι η πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία που συντίθενται τόσες πηγές και τόσες διασταυρώσεις για τόσο πολλά θέματα. Υπάρχουν επίσης κεφάλαια για την πολιτική αντιμετώπιση του θέματος (όπου εισάγει τον όρο στρουθοπαρεμβατισμός για να περιγράψει την εναλλαγή της αδράνειας με τις σπασμωδικές παρεμβάσεις, που χαρακτηρίζει όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης). Υπάρχουν μικρά δοκίμια που απαντούν σε «αινίγματα», όπως «αν δουλεύουν περισσότερο οι 50ρηδες θα πάρουν δουλειά από τους νέους» είτε «τα συνταξιοδοτικά προνόμια των γυναικών αποκαθιστούν τη δικαιοσύνη ή κατοχυρώνουν τη μειονεκτική τους θέση;» (αυτό το τελευταίο γράφτηκε από την Αντιγόνη Λυμπεράκη). Υπάρχει και ένα Κεφάλαιο για το «Πώς διαβάζει η κοινή γνώμη το ασφαλιστικό» (με τον Στ. Πουπάκη) που παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση. Τελειώνω με μια προσωπική παρατήρηση. Πριν διαβάσω το βιβλίο είχα μια εικόνα για μερικές από τις παθογένειες του συστήματος, και ήξερα ότι με την ανάγνωση θα γνωρίσω και άλλες. Αυτό για το οποίο ήμουν τελείως απροετοίμαστος ήταν το Κεφ. 7, όπου διεκτραγωδούνται οι ελλείψεις στα ποσοτικά και στατιστικά στοιχεία. Δεν ξέρουμε αριθμό συνταξιούχων, μόνο αριθμό συντάξεων (και αυτόν με δυσκολία). Δεν καταγράφουμε πόσοι παίρνουν δύο συντάξεις. Δεν έχουμε απολογισμούς λειτουργικών δαπανών των Ταμείων. Δεν γνωρίζουμε τις ηλικίες των Δημοσίων Υπαλλήλων που παίρνουν σύνταξη (δηλαδή πουθενά στο σύστημα δεν καταγράφεται αν η κυρία Τμηματάρχης που αποχώρησε προχτές ήταν 45 ή 60 ετών!). Τα πιο πολλά Ταμεία δεν συντάσσουν ισολογισμούς και προβλέψεις, ούτε καν τα πιο απλά ισοζύγια. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλη χώρα του αναπτυγμένου κόσμου ή των αναδυόμενων οικονομιών με τόσο ελλιπή στοιχεία. Η αβελτηρία είναι πιο εξοργιστική, γιατί δεν εξηγείται ούτε από πολιτικό κόστος ούτε από πολιτική ιδεολογία. Εξηγείται μόνο από σκόπιμη συσκότιση για να προστατευτούν σκανδαλώδη προνόμια ή/και από εγκληματική ανικανότητα. Είναι άλλο ένα δείγμα μιας κοινωνίας που δεν θέλει να μετράει, γιατί δεν θέλει να υπάρχουν σαφείς ευθύνες. Το βιβλίο είναι σταθμός για την κατανόηση του ασφαλιστικού ζητήματος. Ποιος και πότε θα εκπονήσει αντίστοιχα έργα για την αγορά εργασίας, για τα οικονομικά των νοικοκυριών, και για τόσα άλλα;
* Πλάτων Τήνιος, Ασφαλιστικό. Μια μέθοδος ανάγνωσης, πρόλογος Γιάννης Σπράος, Κριτική, Αθήνα 2010, σελ. 576
πηγή: http://www.booksreview.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=90:-10-2010