Παύλος Κλιματσάκης
Στο παρόν κείμενο επιδιώκω να καταδείξω ότι η κρίση δεν είναι ούτε απλώς οικονομική, ούτε απλώς ηθική, αλλά κατ’ ουσίαν πνευματική υπό την έννοια της στάσης που κρατούμε απέναντι στην αλήθεια της κοινωνίας. Στην παρούσα κρίση εμπεριέχεται η ευκαιρεία «να αλλάξουμε μυαλά», να μετανοήσουμε, δραστηριοποιώντας την ελευθερία μας. Για να ζήσουμε ελεύθερα, πρέπει να πράττουμε ως ελεύθεροι άνθρωποι. Με άλλα λόγια, εμείς οι ίδιοι είμαστε το πρόβλημα αλλά και η λύση του.
Αφετηρία της κρίσης
Επειδή η κρίση εκδηλώνεται πρώτον ως πρόβλημα επιβίωσης, τείνουμε να την αντιμετωπίσουμε ως πρόβλημα διασφάλισης των αναγκαίων προς το ζην. Η σημερινή οικονομική κρίση έχει όμως προσδιορισθεί έτσι, ώστε να μην υπάρχει άμεση λύση. Από οικονομική άποψη έχουμε οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο, και το ότι θα πτωχύνουμε είναι αναπόφευκτο. Δανειστήκαμε πολλά χρήματα, δεν μπορούμε να τα επιστρέψουμε και επομένως πρέπει να ζήσουμε φτωχότερα. Δεν είναι δυνατόν να διατηρήσουμε το προηγούμενο βιοτικό επίπεδο, επειδή αποκλείεται να συνεχίσουν να μας δανείζουν υπέρογκα πόσα. (Τόσο το καλύτεροο, όπως θα δούμε αργότερα.)
Ας θυμηθούμε ότι η υπερχρέωση προέκυψε ως αποτέλεσμα της ευκολίας δανεισμού χρήματος από το εξωτερικό σε συνδυασμό με την ιδιοπαθή δομή της ελληνικής πολιτικής, που εξώθησε τους μικρόνοες κυβερνήτες μας να δανείζονται όλο και μεγαλύτερα ποσά. Όλα αυτά είναι πλέον διαπιστωμένα. Δεν θέτω το ερώτημα, τις πταίει ή τις πταίει περισσότερο. (Κατ’ ουσίαν όλοι έχουν ευθύνη, άλλοι περισότερο και άλλοι λιγότερο και ανάλογα με τον τρόπο που επηρρέαζαν τα πράγματα). Δεν ασχολούμαι ούτε με το ερώτημα γιατί έπαψαν να μας δανείζουν. Πρόκειται σίγουρα για ένα περίπλοκο ζήτημα που αφορά τις παθολογίες του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αν μπορούν οι οικονομολόγοι, ας ξεμπλέξουν το νήμα όλων των σχετικών παραμέτρων, το οποίο για την ώρα παρουσιάζεται χαοτικά μπερδεμένο.
Υπό το βάρος της ανάγκης καταβάλλονται προσπάθειες να λυθεί το πρόβλημα με κάποιου είδους τεχνική παρέμβαση, αλλά το πρόβλημα της επιβίωσης δεν αίρεται, διότι απλά δεν πρόκειται να μας δανείζουν όπως πριν. Η άλλη δυνατότητα, κάποιου είδους παραγραφής του χρέους ως απεχθούς και της αυτόνομης οικονομίας συνεπάγεται επίσης ότι θα γίνουμε φτωχότεροι. Οι ειδικοί έχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το τι είναι εύλογον ή πιο εύλογον από οικονομική άποψη. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως θα γίνουμε και είμεθα ήδη φτωχότεροι. Από οικονομική άποψη έχουμε επομένως «σπάσει τα μούτρα μας», και δεν υπάρχει κανένας εύκολος τρόπος επανόρθωσης της οικονομίας. Είμαστε αντιμέτωποι με την σκληρότητα της φτώχειας και των συνακόλουθων προβλημάτων.
Μας αξίζει αυτό που παθαίνουμε;
Μας αξίζει αυτό που παθαίνουμε, εάν μπορούσαμε να πράξουμε κάτι για να μην το πάθουμε. Έχει γίνει πλέον σε πολλούς ανθρώπους σαφές ότι η βιοτή μας τις τελευταίες δεκαετίες συνετέλεσε σημαντικά στην οικονομική μας εξαθλίωση. Οι περισσότεροι συμπολίτες μας τείνουν να αποδίδουν ευθύνες κυρίως στους κυβερνήσαντες, αλλά πολλοί συνειδητοποιούν ότι η συμπεριφορά αυτών αντανακλούσε και την ηθική των πολιτών. Αν και οι κυβερνήσαντες φέρουν όντως το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι εάν οι ίδιοι οι πολίτες ήταν τιμιότεροι, οι κυβερνώντες δεν θα μπορούσαν να εκτραπούν σε τόσο μεγάλα εγκλήματα. Ως εκ τούτου έχει γίνει ευρέως συνειδητό ότι της οικονομικής παρεκτροπής προηγήθηκε η ηθική παρεκτροπή. Η κατάσταση της πολιτείας είναι το συνολικό αποτέλεσμα της δραστηριότητας των καθ’ έκαστον πολιτών. Αν οι περισσότεροι είναι δίκαιοι, δεν μπορεί στην πολιτεία να επικρατεί το άδικο. Εάν επικρατεί το άδικο, σημαίνει ότι οι περισσότεροι είναι άδικοι. Βεβαίως η εύθυνη βαρύνει τον καθένα διαφορετικά και κατ’ αναλογία. Από ένα σημείο και πέρα οι συνθήκες αναγκάζουν όλους να γίνουν άδικοι, προκειμένου να επιβιώσουν. Για να φθάσουμε σε αυτό το σημείο πρέπει οι περισσότεροι πολίτες να έχουν συνεργήσει στο κακό.
Τις προηγούμενες δεκαετίες παρακολουθήσαμε την συνεχή ηθική κατρακύληση των Ελλήνων. Μπορεί να πει κανείς ότι όσο πλουσιότεροι καθιστάμεθα τόσο ανηθικότεροι γινόμασταν. Η ηθική κατάπτωση ήταν ότι αυτή συνοδευόταν από μια κλιμακούμενη άρνηση των παραδοσιακών αξιών του ελληνισμού και από την προσκόληση σε ένα μηδενιστικό πνεύμα. Το ότι η ηθική εξαθλίωση όμως θα οδηγούσε στην παρατηρούμενη οικονομική εξαθλίωση δεν ήταν κάτι αναμενόμενο, διότι ο συσχετισμός τους δεν ήταν φανερός. Δεν ήταν δηλαδή φανερό ότι η οικονομική ευμάρεια ήταν προϊόν της μηδενιστικής στάσης ζωής, ως προκύπτουσα από το δανεισμό. Ο συσχετισμός ανάμεσα στην ευμάρεια και στον ηθικό μηδενισμό κατέστη δυνατός λόγω της ευκολίας δανεισμού. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι εξαναγκαστήκαμε να περιπέσουμε στον ηθικό μηδενισμό. Σε όλες τις ηθικές του αποφάσεις ο άνθρωπος πράττει από ελευθερία, και μόνον έτσι αυτές έχουν νόημα. Επιλέξαμε ούτως ειπείν την δυνατότητα του πλουτισμού, δηλαδή επιλέξαμε το κακό. (Σε επίπεδο πολιτείας μιλάμε πάντοτε για γενικές τάσεις, ενώ ο καθ’ έκαστον άνθρωπος συμμετέχει πάντοτε σε διαφορετικό βαθμό στις τάσεις της εποχής του). Η οικονομική ευμάρεια ήταν πάντως αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την αμαρτωλότητά μας.
Το πρόβλημα είναι να γίνουμε δίκαιοι;
Αναμφισβήτητα, αλλά πρέπει πρώτα να καταλάβουμε την ουσία της ηθικής μας απαξίωσης. Οι Γερμανοί που έχουν την σταθερότερη οικονομία της Ευρώπης θα πρέπει άραγε να θεωρηθούν οι δικαιότεροι άνθρωποι στην Ευρώπη; Σας διαβεβαιώ από μακρά πείρα διαμονής στην Γερμανία ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Υπάρχουν ωστόσο κάποια βασικά στοιχεία της γερμανικής ψυχολογίας που ευνοούν την ισχυρή οικονομία. Ειδικά στην Ελλάδα προέκυψε ο αναφερθείς και εν πολλοίς αφανής συσχετισμός ανάμεσα στην ευμάρεια και στον ηθικό μηδενισμό. Είναι ανάγκη να φέρουμε στην επιφάνεια την ιδιαιτερότητα του ελληνικού μηδενισμού των τελευταίων δεκαετιών, προκειμένου να καταλάβουμε το νόημα της ελληνικής αμαρτωλότητας και αντιστοίχως το πώς θα «βάλουμε μυαλό».
Ο ελληνικός ηθικός μηδενισμός εκδιπλώνεται μεταπολιτευτικά σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση της χώρας στην ευρωπαϊκή κοινότητα. Μέχρι την μεταπολίτευση οι παραδοσιακές ελληνικές αξίες διατηρούνται και αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας. Δεν εννοώ ότι μέχρι τότε όλοι οι άνθρωποι ήταν ηθικοί, αλλά ότι σε γενικές γραμμές οι πατροπαράδοτες αξίες αναγνωρίζονταν ως νόημα της ζωής του ανθρώπου. Η εγγύτερη επαφή με τον δυτικό κόσμο και η προϊούσα παγκοσμιοποίηση δημιουργούν στον Έλληνα την αντίληψη ότι τα πατροπαράδοτα ιδανικά δεν παίζουν κανέναν σημαντικό ρόλο. Αντιθέτως, σταδιακά αρχίζουν αυτά να θεωρούνται ως παράγοντες καθυστέρησης συγκρινόμενα με την νοοτροπία που ευδοκιμεί στη Δύση. Ο δυτικός άνθρωπος παρουσιάζεται ως αυτόνομη προσωπικότητα που δρα ελεύθερα στο κοινωνικό του πλαίσιο με βάση την συνείδησή του. Ο ίδιος δημιουργεί αυτενεργώς την πραγματικότητά του με βάση την επίγνωση του εαυτού του. Αυτή η θετική πλευρά του δυτικού ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της συγκρότησης του χαρακτήρα του στο πλαίσιο μιας καλά οργανωμένης κοινωνίας. Ο Έλληνας βλέπει μόνο τα αποτελέσματά της και όχι τις προϋποθέσεις της (τις οποίες άλλωστε δεν θα ήταν διατεθειμένος να δεχτεί, π.χ. το να εγκαταλείπεις την οικογένειά σου σε ηλικία 20 χρονών, και να βάζεις τους γονείς σου σε γηροκομείο). Υπό αυτήν την έννοια ο μεταπολιτευτικός Έλληνας αδυνατεί να λειτουργήσει υπεύθυνα στο πλαίσιο της πολιτείας, διότι αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως αυθαιρεσία, το να πράττεις δηλαδή ό,τι θέλεις. Πριν την μεταπολίτευση ο Έλληνας αναγνώριζε τις πατροπαράδοτες αξίες, αλλά άμεσα και ανεπίγνωστα. Τώρα που καλείται να πράξει με βάση τη συνείδησή του δεν μπορεί να δικαιολογήσει εντός του εκείνες τις αξίες. Τις απορρίπτει και επιδιώκει να πράττει σύμφωνα με την συνείδησή του, αλλά αυτή είναι πλέον κενή περιεχομένου. Έτσι καταφεύγει στην αυθαιρεσία, μεταβάλλει δηλαδή τις εκάστοτε επιθυμίες του σε αρχή του πράττειν και σε νόημα της ύπαρξης. Αυτό συνιστά εξόντωση της ηθικής ή ηθικό μηδενισμό.
Η παραπάνω γενική περιγραφή αφήνει βέβαια ανεξέταστους πολλούς άλλους παράγοντες, αλλά το συμπέρασμα είναι σαφές. Από την μεταπολίτευση και εντεύθεν προκύπτει ο ελληνικός ηθικός μηδενισμός εξαιτίας της αδυναμίας ταύτισης της αναδυόμενης αυτόνομης προσωπικότητας με τις παραδοσιακές αξίες. Η απώλεια του ηθικού περιεχομένου αντικαταστάθηκε από την αυθαιρεσία των ατομικών κλίσεων, η ικανοποίηση των οποίων διευκολύνθηκε από τον εύκολο δανεισμό. Αναλογιστείτε τον τύπο του Νεοέλληνα που προέκυψε από τη δεκαετία του 80 και μετά. Αυτός ο τύπος Νεοέλληνα γίνεται όλο και πιο χυδαίος. Κατακρημνίζει συνεχώς τις παραδοσιακές αξίες, αμφισβητεί την ίδια την ελληνικότητα και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο αυξάνεται η υλική του ευμάρεια.
Ήταν η ηθική εξαθλίωση αναγκαία;
Η ελληνική κοινωνία ήταν όντως υποκείμενη στην αναγκαιότητα μιας περαιτέρω ιστορικής εξελίξεως, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η ελευθερία των καθ’ έκαστον ανθρώπων έπαψε να ισχύει. Φιλοσοφικο-ιστορικά μιλώντας, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η μορφή της προμεταπολιτευτικής ελληνικής συνειδήσεως περιείχε εκείνες τις αδυναμίες που ήρθαν στο φως μεταπολιτευτικά. Η βασική αδυναμία δεν ήταν άλλη από το ότι η ανοικοδόμηση της ελληνικής κοινωνίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο βασίσθηκε μεν στις παραδοσιακές αξίες, που λειτούργησαν εν πολλοίς θετικά, οι αξίες αυτές όμως μετατράπηκαν σε παραδοσιοκρατία, σε μία πείσμονα και άκριτη προσκόλληση στο παρελθόν (κυρίως υπό το βάρος της απειλής του κομμουνισμού). Έτσι, όσο περισσότερο η χούντα επιχειρούσε να προβάλλει τις αξίες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού με έναν τρόπο πιεστικό και εξωτερικό, χωρίς δηλαδή το άτομο να συγκατατίθεται με επίγνωση, τόσο περισσότερο αυτές οι αξίες ήταν καταδικασμένες να γελειοποιηθούν μετά την απελευθέρωση του ατόμου στο πλαίσιο της μεταπολίτευσης.
Πολλοί Έλληνες αποδέχονται πλέον ότι η οικονομική κρίση συνδέεται αδιάρρηκτά με την ηθική εξαθλίωση και την εξ αυτής απορρέουσα πολιτειακή διαφθορά. Έτσι προκύπτει το γενικόλογο αίτημα της διόρθωσης του ελληνικού χαρακτήρα, όπως όταν κάποιοι λένε ότι οι Έλληνες πρέπει επιτέλους να γίνουν καλοί πολίτες κατά τα πρότυπα των Ευρωπαίων. Τα ευρωπαϊκά κράτη παρουσιάζονται τότε ως αξία προς μίμηση πρότυπα. Ο δυτικός κόσμος και ο πολιτισμός του δεν μπορούν όμως επουδενί να αποτελούν για εμάς υπόδειγμα, καθώς έχουν κατρακυλήσει στον πιο ακραίο ατομικισμό και στην απώλεια κάθε νοήματος ζωής. Στη Δύση διατηρείται πάντως η σταθερότητα της κρατικής δομής ως προϋπόθεση της δυνατότητας του ατομικού ανθρώπου να απολαμβάνει τον κόσμο σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα του. (Π.χ. ο Γερμανός εργάζεται όλον τον χρόνο ευσυνείδητα, προκειμένου να έχει εξασφαλισμένο εισόδημα, ώστε να μπορεί το καλοκαίρι να ξοδέψει τα αναγκαία χρήματα, επιδιδόμενος στον καλούμενο «sex tourismus»).
Για να πάμε μπροστά, πρέπει να κοιτάξουμε πίσω
Αν όμως δεν ωφελεί να λαμβάνουμε ως υπόδειγμα την δυτική κοινωνία για την πολιτειακή μας βελτίωση, ποιο μπορεί να είναι το ζητούμενο, όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη εξόδου από την εξαθλίωση του ελληνικού ηθικού μηδενισμού και της κρίσης γενικότερα; Από τα αναφερθέντα διαφαίνεται ήδη ότι το πρόβλημά μας είναι να επιτύχουμε μια νέα πολιτιστική, πνευματική σύνθεση. Αφού δηλαδή ο ηθικός μηδενισμός ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας να γίνει αποδεκτή και ενεργή η ελληνική παράδοση με αυτεπίγνωστο και ελεύθερο τρόπο από τον μέσο Έλληνα, η αναζητούμενη σύνθεση αφορά την ανάγκη να συμφιλιώσει ο Έλληνας εντός του το περιεχόμενο της παραδόσεώς του με την απαίτηση για μια ελεύθερη και αυτενεργούσα προσωπικότητα. Αποζητάται η συνειδητή πραγματοποίηση αυτού του ιδανικού.
Η αναζητούμενη σύνθεση προϋποθέτει όμως συγκεκριμένη συνείδηση της πνευματικής μας ταυτότητας. Τίθεται δηλαδή το ερώτημα: ποιοι είμαστε; Πώς καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο; Τι σημαίνει ότι είμαστε Έλληνες; Σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί εύκολα απάντηση, διότι η ταυτότητά μας είναι κατ’ ουσίαν υπό αναζήτηση. Η κρίση εκπηγάζει ακριβώς από το ότι δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε μια συγκεκριμένη ταυτότητα, μια ιδέα για τη θέση μας στον κόσμο και για το περιεχόμενο της θελήσεως μας ως έθνους. Πολλές φορές ακούμε να λέγεται ότι είμαστε Έλληνες και υπερήφανοι γι’ αυτό, αλλά η ελληνικότητα δεν καθορίζει με συγκεκριμένο τρόπο την κοινή ζωή μας και την κρατική μας υπόσταση. Είμαστε οι απόγονοι των Ελλήνων, αλλά στην πράξη προσπαθούμε να ομοιάσουμε στον δυτικό άνθρωπο και μάλιστα στην χειρότερη εκδοχή του. Εν τέλει δεν καταφέρνουμε να εξομοιωθούμε με αυτόν, αφού η ψυχοσύνθεσή μας είναι διαφορετική. Άλλωστε, δεν χρειάζεται να καταστούμε σύγχρονο ευρωπαïκό κράτος.
Τι είναι τότε αυτό που πρέπει να αναζητήσουμε; Πώς πρέπει να δημιουργήσουμε την πνευματική, την πολιτιστική μας ταυτότητα; Είπαμε προηγουμένως ότι η απάντηση μοιάζει να βρίσκεται ενώπιόν μας υπό την έννοια της σύνθεσης του περιεχομένου της παραδόσεως με την απαίτηση της καθ’ επίγνωση αποδοχής και πραγμάτωσής της από ανθρώπους που πράττουν ελεύθερα. Ναι, αλλά, θα διερωτηθεί κανείς, ποιο είναι περιεχόμενο της παραδόσεως, το οποίο πρέπει εκ νέου να ανακαλύψουμε; Μάλιστα θα μπορούσε να τεθεί και το ερώτημα, γιατί να μην αγνοήσουμε εκείνο το περιεχόμενο και να δημιουργήσουμε ένα καινούριο, να δημιουργήσουμε καινούριες αξίες. Τα δύο αυτά ενδεχόμενα ταυτίζονται. Το να ανακαλύψουμε εκ νέου το περιεχόμενο της παραδόσεως είναι το ίδιο με το να δημιουργήσουμε καινούριες αξίες. Κατ’ ουσίαν πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για το ότι πρέπει να αυτοκαθορισθούμε. Και αυτό συμπίπτει με εκείνο που αναφέραμε προηγουμένως, ότι η πνευματική μας ταυτότητα είναι υπό αναζήτηση και όχι δεδομένη. Εμείς οι ίδιοι δηλαδή δημιουργούμε την ταυτότητά μας τόσο σε ατομικό-ηθικό όσο και σε πολιτειακό επίπεδο. Το ζήτημα συνίσταται ακριβώς στο να αποφασίσουμε τί θέλουμε να είμαστε, και παραδόξως δεν μπορούμε παρά να θέλουμε να είμαστε ο εαυτός μας.
Μα αυτά δεν είναι αντιφατικά;
Ο αναγνώστης πιθανόν αναρωτιέται πώς δεν είναι αντιφατικό να λέμε ότι, όταν αναζητούμε την ταυτότητά μας, δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε παρά να επιλέξουμε τον εαυτό μας. Αυτό μοιάζει μεν με αντίφαση, αλλά δεν είναι. (Όποιος έχει ασχοληθεί με τις αριστοτελικές έννοιες της εντελέχειας, και με την μετάβαση από το δυνάμει στο ενεργεία ον συνειδητοποιεί εύκολα τι εννοούμε.) Σίγουρα θα προβληματίζεται κανείς πώς αυτός ο προβληματισμός μπορεί να έχει κάποια πρακτική σημασία. Μα αυτό ακριβώς είναι το μυστικό! Το πρόβλημα (όπως και η λύση) είμαστε εμείς οι ίδιοι! Καθορίζοντας τον εαυτό μας και τον τρόπο με τον οποίο θέλουμε να υπάρχουμε, έχουμε ήδη προσδιορίσει σε τι συνίσταται η λύση. Το ζήτημα της πραγματοποίησης της θελήσεώς μας, είναι τότε περισσότερο τεχνικής υφής.
Αλλά μια στιγμή! -επανέρχεται ο πανικόβλητος, λόγω επερχόμενης πενίας, αναγνώστης- πώς αυτές οι σκέψεις μπορούν να με βοηθήσουν να αντιμετωπίσω την κρίση ως πρόβλημα επιβίωσης; Η απάντηση είναι ειρωνικά απλή: Οι σκέψεις αυτές δεν μπορούν να βοηθήσουν σε τίποτε, εάν δεν καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε να είμαστε. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες βρισκόμαστε σε κατάσταση πανικού εμπρός στα προβλήματά μας, περιμένοντας να τα λύσει κάποιος άλλος για εμάς, π.χ. η κυβέρνηση, οι ξένοι ή και ο Θεός. Αισθανόμαστε ότι οι δυνάμεις μας δεν επαρκούν, είμαστε αντιμέτωποι με υπέρτερες εξουσίες. Στην πραγματικότητα όμως οι έξωθεν δυνάμεις είναι υπέρτερες, μόνο όσο δεν αποφασίζουμε να τις αντιμετωπίσουμε. Καθώς η μνήμη επιστρέφει στην προηγούμενη ασφαλέστερη κατάσταση, η οποία είχε επέλθει μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη και συνειδητή προσπάθεια, η αγύμναστη βούλησή μας δυσπιστεί και αναζητά εκ νέου μια εύκολη λύση. Αλλά αυτή δεν υπάρχει πλέον, και απελπιζόμεθα. Μάταια περιμένουμε από εκείνους στους οποίους εμπιστεύθηκαμε την τύχη μας να μας προστατεύσουν. Και να το ήθελαν, δεν το μπορούν πλέον.
Υπάρχει ελπίς;
Είπαμε ότι η λύση είμαστε εμείς οι ίδιοι, και ότι αυτό συμπίπτει με το να καθορίσουμε τον εαυτό μας και την πνευματική μας ταυτότητα. Ότι αυτό μπορεί να γίνει στο πλαίσιο μιας σύνθεσης ανάμεσα στο περιεχόμενο της παράδοσης και στο αίτημα του μετ’ επιγνώσεως πράττοντος ατόμου στο πλαίσιο της πολιτείας. Ωραία, αλλά τί σημαίνει καθορίζω τον εαυτό μου, ώστε να αποκτήσω πνευματική υπόσταση και ταυτότητα; Ας σημειωθεί πρώτον, πως το γεγονός ότι δεν πράττουμε, αλλά περιμένουμε να μας σώσουν, αποδεικνύει ακριβώς ότι δεν διαθέτουμε πνευματική ταυτότητα. Δεν έχουμε δηλαδή κάποια ιδέα σχετικά με το τι αποτελεί το νόημα του βίου, τόσο του ατομικού όσο και της πολιτείας. Μεταπολιτευτικά το νόημα της βιοτής εκτοπίστηκε από τον ηθικό μηδενισμό, και ο Έλληνας, ως άτομο, στέκεται σήμερα απογυμνωμένος από κάποιο νόημα ζωής, το οποίο είχε συνηθίσει να ταυτίζει με την εύκολη πρόσβαση σε υλικά αγαθά. Ωστόσο, και αυτό είναι το κρίσιμο σημείο, και εκείνη η στάση ζωής ήταν αυτοκαθορισμός, ήταν δηλαδή πραγματοποίηση ελευθερίας, αφού ο άνθρωπος είναι κατά την ουσία του ελεύθερος. Το να ζει κανείς ως ηθικός μηδενιστής συνιστά ελεύθερο πράττειν, διότι ανήθικος είναι κανείς αρνούμενος το ηθικό. Σε αυτό το σημείο αρχίζει η αντιστροφή και διανοίγεται η κατανόηση του αληθούς περιεχομένου της ελευθερίας.
Ελπίς από την απελπισία
Σε εκείνο το σημείο, όπου η συνείδηση κατανοεί ότι η απελπισία της προκύπτει από το ότι ελεύθερα επέλεξε να αρνηθεί το περιεχόμενο της ηθικότητας, διανοίγεται η δυνατότητα της εκ νέου νοηματοδότησης του βίου. Καθίσταται τότε σαφές ότι ο άνθρωπος μπορεί να επανέλθει εις εαυτόν, ακριβώς επειδή είναι ελεύθερος. Αφήνοντας ο Έλληνας τον εαυτό του να προσδιορισθεί από τις επιθυμίες και τις κλίσεις του, απώλεσε εν τέλει την ικανότητα να τις ικανοποιεί. Αυτό ήταν αμάρτημα, διότι ήταν ελεύθερο πράττειν. Επομένως, η αποτυχία μπορεί να αντιστραφεί και να καταστεί επιτυχία, δηλαδή επίτευγμα, αφού ο άνθρωπος δεν παύει να είναι ελεύθερος. Το αμάρτημα διορθώνεται δια της μετανοίας, δηλαδή εφόσον αναγνωρισθεί ως αποτέλεσμα ελευθερίας, οπότε αμέσως γίνεται φανερό ότι ο άνθρωπος δύναται να πράξει διαφορετικά. Άρνηση της ηθικότητας συνιστά αυτοάρνηση της ελευθερίας, διότι η ηθικότητα είναι η σχέση προς τον έτερο άνθρωπο ως εαυτόν, είναι η σχέση προς τον έτερο εαυτό μου. Αυτό ακριβώς όμως ήταν το περιεχόμενο της παραδόσεως, οι παραδοσιακές αξίες. Η παράδοση δήλωνε ακριβώς ότι ο έτερος άνθρωπος είναι συνάνθρωπος, είναι ο εαυτός μου εκτός εμού. Εξ ού και οι παραδοσιακές αξίες της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας κλπ.
Η μετάνοια είναι έτσι η συνείδηση της αποτυχίας που μεταστρέφεται δια της ελευθερίας. Ο άνθρωπος μεταστρέφεται διότι, ως ελεύθερος, μπορεί να αυτοκαθορισθεί έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του. Στο βαθμό που θέσαμε τους εαυτούς μας ελευθέρως ως υπηρέτες των επιθυμιών και των κλίσεών μας, καταντήσαμε δούλοι. Όταν θέτουμε τους εαυτούς μας ως υπηρέτες των άλλων καθιστάμεθα ελεύθεροι. Στην ελεύθερη πολιτεία οι πολίτες υπηρετούν ο ένας τον άλλον ελεύθερα, βλέποντας καθείς στον άλλον τον εαυτό του.
Και τα ατομικά ενδιαφέροντα;
Στο πλαίσιο της κοινωνίας υπάρχουν πολλές και διάφορες τάσεις, αντιλήψεις, ιδέες και επιθυμίες. Κάθε ατομικός άνθρωπος είναι διαφορετικός, στην πραγματικότητα απόλυτα ιδιαίτερος. Ο ατομικός άνθρωπος αναμένει από την οργανωμένη κοινωνία να του παράσχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει και τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του. Μήπως η υπέρβαση του παρόντος ηθικού μηδενισμού, ο οποίος συνίστατο απλώς στην επιδίωξη ικανοποίησης των ατομικών μας κλίσεων, καταλήγει να αφαιρεί από τη ζωή των ανθρώπων την κινητήριο δύναμή τους, αυτό που κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να πράξουν; Αν δηλαδή οι άνθρωποι κινούνται στο να πράξουν για να πραγματοποιήσουν τα ατομικά τους ενδιαφέροντα, μήπως η έννοια της ελευθερίας, που σκιαγραφήσαμε, καθιστά εν τέλει τους ανθρώπους ανενεργούς; Μήπως, όταν καλούμε τους ανθρώπους να θέσουν τους εαυτούς ως ελεύθερους, πρέπει να τους δείξουμε και τι πρέπει να πράξουν επί του συγκεκριμένου;
Ας επιχειρήσουμε όμως πρώτα μια σύγκριση με τον δυτικό κόσμο, όπου η ατομικότητα γίνεται σεβαστή, καθ’ όσον συνεισφέρει με τις υπηρεσίες της στο σύστημα των αναγκών των πολιτών δια της εργασίας, της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών. Η ιδιαιτερότητά των ατόμων δεν ανυψώνεται ωστόσο στο επίπεδο της κοινωνητικής σχέσης. (Στο παραπάνω παράδειγμα ο Γερμανός υπηρετεί την κοινωνία προσφέροντας τις υπηρεσίες του, αλλά υπό τον όρο ότι δια της αμοιβής ικανοποιείται η απόλυτη ιδιαιτερότητά του, δηλαδή οι ιδιαίτερες επιθυμίες του π.χ. να μπορεί να αγοράσει ένα ακριβό αυτοκίνητο και έτσι να κάνει το κέφι του). Σε αυτό το πλαίσιο το άτομο παίζει μεν τον κοινωνικό του ρόλο αλλά χωρίς αγάπη, και η κοινωνία είναι κατ’ ουσίαν ακοινώνητη. Ο ατομικός άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του εκεί που εκφεύγει της κοινωνίας (π.χ. σε κάποιο θέρετρο της Ανατολής, όπου οι συνθήκες επιτρέπουν την κακομεταχείριση των συνανθρώπων του η οποία δεν είναι δυνατή στο πλαίσιο της δικής του νομοκρατούμενης πολιτείας). Με άλλα λόγια, και οι δυτικοί το ίδιο επιθυμούν, όπως και εμείς, την ικανοποίηση της ιδιατερότητας της βουλήσεως, τον εγωισμό, απλώς είναι εξυπνότεροι στη διαχείρισή του.
Η ανάγκη για μια ακόμα βαθύτερη σύνθεση
Τί μας δείχνει η σύγκριση με την δυτική κοινωνία; Πάλι, ότι αυτή δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο για εμάς, γιατί ακριβώς δεν είναι υπόδειγμα νοήματος ζωής. Αν θέλουμε να αποφύγουμε τον δυτικό μηδενισμό, και ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε μια κοινωνία συνειδητά δρώντων πολιτών, θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού την νοηματοδότηση του βίου. Η μέχρι τώρα ανάλυση κατέδειξε ότι η υπέρβαση του εγχώριου ηθικού μηδενισμού συνεπάγεται την μετάνοια, την κατανόηση και ότι οι παραδοσιακές αξίες ταυτίζονται με την αξίωση να είναι κανείς ελεύθερος. Ελευθερία στο πλαίσιο της κοινωνίας είναι ακριβώς η βίωση των αξιών. Η αναφερθείσα αναζητούμενη σύνθεση αξιώνει λοιπόν να μπορεί ο άνθρωπος, δρώντας σε συμφωνία με τα ατομικά του ενδιαφέροντα, να πραγματοποιεί το συμφέρον του όλου, να πραγματοποιεί την κοινωνία, την ενότητα με τους συνανθρώπους τους.
Πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η σύνθεση υπό τη μορφή που μόλις αναφέραμε, και όπου το ενδιαφέρον είναι καθαρά πρακτικό. Ο ατομικός άνθρωπος επιθυμεί να προωθήσει τα ενδιαφέροντά του στο πλαίσιο της κοινωνίας (π.χ. θέλει να προοδεύσει επαγγελματικά, να λάβει σύζυγο, να έχει κοινωνική ασφάλιση, κλπ). Είναι λοιπόν φανερό ότι η σύνθεσή μας πρέπει να λάβει το νόημα ότι ο πολίτης κατά την ατομική του δραστηριότητα πρέπει να αφενός να υπηρετεί τους συνανθρώπους του και αφετέρου τα ιδικά του ενδιαφέροντα. Μα, αυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο των αξιών, αυτή είναι η πρακτική τους σημασία! Π.χ. ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται, να έχει επάγγελμα και έτσι να παρέχει προϊόντα και υπηρεσίες στους συνανθρώπους του. Ταυτόχρονα μέσα από την εργασία του πρέπει να μπορεί να απολαμβάνει τα αγαθά, τα οποία παράγονται μέσα στην κοινωνία. Για αυτόν τον λόγο η εντιμότητα π.χ. των ανθρώπων στις συναλλαγές τους είναι αξία και αρετή, έχει ηθικό περιεχόμενο, ενώ η απάτη καταστρέφει την κοινωνία και την ελευθερία.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η ελευθερία δεν είναι ούτε κάτι αφηρημένο, αλλά ούτε σημαίνει να πράττει κανείς αυθαίρετα (ό,τι θέλει). Η ελευθερία είναι πραγματοποίηση των αξιών στο πλαίσιο της κοινωνίας. Σήμερα καλούμαστε να δράσσουμε ελεύθερα, δηλαδή να ενεργοποιούμε τις αξίες στο πλαίσιο της κοινωνίας συνειδητά και μετά λόγου γνώσεως. Καλούμαστε να νοηματοδοτήσουμε το βίο μας με τη συνείδηση ότι πράττοντας για τον έτερο εαυτό μας, τον συνανθρωπό μας, πράττουμε για τον εαυτό μας.
Και τα συγκεκριμένα προβλήματα;
Όσον αφορά στα συγκεριμένα προβλήματα που έχουμε ενώπιόν μας, π.χ. μνημόνιο ή μη, αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης χρεωκοπίας κλπ, αξίζει πρώτα να σημειωθεί ότι δε επιδέχονται κάποια εύκολη λύση. Αντίθετα, η κατάσταση μοιάζει να έχει διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η ταλαιπωρία να παρουσιάζεται αναπόφευκτη. Όχι μόνον αυτό, αλλά φαίνεται πώς η κατάσταση θα γίνει πολύ χειρότερη. Ωστόσο, για αυτά τα προβλήματα, αλλά και όλα τα εμμέσως και αμέσως συνδεόμενα, όπως το πρόβλημα της εθνικής μας κυριαρχίας μία μόνο λύση είναι δυνατή, να θέσουμε την ελευθερία μας! Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Τίποτε άλλο από το ότι πρέπει να αποφασίσουμε πώς θέλουμε να υπάρχουμε ως έθνος. Το ζήτημα δεν είναι εάν πρέπει να παραμείνουμε στο μνημόνιο ή όχι. Από καθαρά οικονομοτεχνική άποψη αυτό πρέπει να κριθεί από ειδήμονες στα οικονομικά. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θέλουμε να είμαστε στο μνημόνιο, ποια είναι δηλαδή η βούλησή μας ως έθνος.
Σήμερα η χώρα μας βρίσκεται εγκλωβισμένη, είτε διότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη λαϊκή βούληση ή διότι αυτή δεν φτάνει να αποκτήσει τον κυρίαρχο ρόλο. Στην πραγματικότητα συμβαίνουν και τα δύο, αφενός μεν ο λαός δεν έχει αποκτήσει σε υψηλό βαθμό γενική συνείδηση
, και αφετέρου το παλαιό καθεστώς εμποδίζει την κυριάρχηση της εντωμεταξύ διαμορφούμενης λαϊκής συνείδησης, η οποία απαιτεί ελευθερία. Όπως είπαμε, οι περισσότεροι είναι σε κατάσταση πανικού, παρακολουθώντας το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους. Αναπολούν την προηγούμενη κατάσταση και επιθυμούν μια εύκολη επιστροφή σε εκείνη. Αλλά αυτό ούτε πρόκειται να συμβεί, ούτε πρέπει να συμβεί. Καλύτερα να χειροτερέψουν τα πράγματα, ώστε η αποτυχία μας να καταστεί όλο και περισσότερο φανερή. Εάν δεν πονάς, δεν μετανοείς. Τόσο απλά!
Επειδή η μετάνοιά μας δεν έχει προχωρήσει αρκετά, δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί έντονα η ανάγκη να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας. Πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι επιθυμούν να δράσουν, νιώθουν ότι δεν έχουν αρκετή δύναμη να αντιπαλαίψουν τα δεδομένα και τις δυνάμεις που αντιπροσωπεύονται από το καθεστώς. Η ανάγκη θα ωθήσει εν τέλει την ελευθερία μας να εκδηλωθεί, θα αναγκασθούμε να θέσουμε την ελευθερία μας, δηλαδή θα μετανοήσουμε.
1 Έχω διατυπώσει κάποιες ιδέες για τη μορφή που μπορεί να λάβει σήμερα στην Ελλάδα ένα πολίτευμα που εξυπηρετεί την ιδέα της πολιτικής ελευθερίας σε ένα άλλο άρθρο στο Αντίφωνο με τίτλο: Ιδέες για μια ελεύθερη ελληνική πολιτεία ή πώς θα μπορούσε να νοηθεί η αναζητούμενη αληθής δημοκρατία (real democracy)
πηγή: Aντίφωνο
Νηφάλια αποτύπωση των αιτίων της κρίσης και σωστές προτάσεις για το ξεπέρασμά της.
Αγαπητέ Theo,
σας ευχαριστώ για την καλοσύνη σας.
Συμφωνώ απόλυτα. Θα ήθελα να προσθέσω ότι μαζί με τον εαυτό μας χάσαμε και τον κοινοτισμό μας.
Σπουδαία θεώρηση! Από τις πιο αξιοπρόσεκτες, αν θέλουμε ειλικρινά να προβληματιστούμε πάνω στο ζήτημα τής (προσωπικής είτε συλλογικής) [b]ταυτότητας[/b] – και της [i]υιοθέτησης[/i] ή της [i]υπέρβασης[/i] του δυτικοευρωπαϊκού “κοινωνικοποιητικού” παραδείγματος.
Ζωτικά σημαίνουσα, επίσης, η παραδοχή ριζικής [i]συνάφειας[/i] μεταξύ [b]ήθους[/b] και [b]νοήματος[/b].
Κι_ ε κ π λ η κ τ ι κ ή_ η επισήμανση των [b]αντινομιών[/b] που εμφιλοχωρούν μέσα στο δίπολο Ελευθερία – Ανελευθερία.
Αγαπητέ Γιώργο Καστρινάκη, ευχαριστώ εσένα και όλους για τα ευγενή σχόλιά σας.
Ελπίζω σταδιακά να οδηγηθούμε, αφού, όπως φαίνεται, υπάρχουν οι προϋποθέσεις, στην πνευματική αναγέννηση του τόπου μας.