Δεν περιγράφει μόνο χωρισμούς το έργο του Σολζενίτσυν, αλλά και την καθημερινή εμπειρία της «αγάπης που διαρκεί». Βέβαια υπάρχει ο κίνδυνος να μην είναι η οικογένεια η ακτινοβολία ενός ζεύγους αλλά η δικαιολογία του, δηλαδή να μένουν δύο άνθρωποι μαζί χωρίς πια ν’ αγαπιούνται, μόνο για να «εξασφαλίσουν τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους» (Πρώτος Κύκλος, 218). Η αληθινή, η ειδικά ανθρώπινη οικογένεια, γεννιέται από μια αγάπη που γίνεται και μένει προσωπική χάρη στον έρωτα και παρά τον έρωτα – χάρη στα παιδιά και παρά τα παιδιά. Λίγοι συγγραφείς έχουν μπορέσει να αποδώσουν όπως ο Σολζενίτσυν την τρυφερότητα του ζευγαριού που «κοιμάται μαζί», τρυφερότητα άγνωστη στους ακόλαστους, για τους οποίους η κλίνη δεν είναι παρά το θέατρο ερωτικών άθλων. «Κοιμόταν σε μια πόζα ιδιαίτερα χαριτωμένη, στο πλάι, με το απάνω μέρος του κορμού σκυμμένο προς τα εμπρός, το πρόσωπο ακουμπισμένο στον ώμο του ανδρός της, κι ο Αδάμ ένιωθε το στήθος της ν’ αγγίζει στους αγκώνες του. Ήταν πέντε χρόνια παντρεμένοι αλλά, και μισοκοιμισμένος όπως ήταν, αισθάνθηκε να τον πλημμυρίζει μια τρυφερότητα, επειδή ήταν ξαπλωμένη κοντά του και κοιμόταν μ’ έναν παράξενο τρόπο, ζεσταίνοντας τα πάντα παγωμένα μικρά της πόδια στα πόδια του ανδρός της» (Πρώτος Κύκλος, 421). Στη συνέχεια ο συγγραφέας περιγράφει τον αργό χορό του ζευγαριού στον ύπνο. Η γυναίκα, ταραγμένη χωρίς αμφιβολία από κάποιο όνειρο κάτι μουρμουρίζει χωρίς να ξυπνήση, γυρίζει και πλησιάζει από ένστικτο στον άνδρα της έχοντάς του τώρα γυρισμένη την πλάτη: «Αυτός άλλαξε θέση, προσαρμόσθηκε στο περίγραμμα του σώματος της γυναίκας του. Εκείνη, μ’ ευγνωμοσύνη, σώπασε. Ο γιος τους κοιμόταν στην τραπεζαρία, ήσυχα, πάντα τόσο ήσυχα» (422).
Τίποτα στον Σολζενίτσυν δεν είναι τυχαίο. Το γεγονός ότι ο άνδρας εδώ ονομάζεται Αδάμ μας παραπέμπει στην αρχέγονη πληρότητα, όπου ο έρωτας δεν ήταν αντικειμενοποιημένος. Και το ότι αυτός ο Αδάμ Ρόιτμαν είναι προφανώς εβραϊκής καταγωγής σχετίζεται με την αυστηρή πνευματικότητα της σάρκας, την τόσο έντονη στον ιουδαϊσμό όπως τονίζει και ο Ροζάνωφ. Σε ορισμένα ερωτικά ρεύματα λέγεται πως η ένωση του άνδρα και της γυναίκας φανερώνει την ένωση της γης και του Θεού. Ο απολογητής Ιουστίνος που αναφέρει αυτή την αντίληψη, δεν βλέπει τίποτα το αντίθετο προς τη χριστιανική αποκάλυψη. Άλλωστε κι ο Απόστολος Παύλος δεν ετοποθέτησε την ανθρώπινη αγάπη μέσα στην αγάπη του Χριστού και της Εκκλησίας και δεν είναι η Εκκλησία η γη που μεταμορφώνεται; Αλλά ο χριστιανισμός, για πολύν καιρό, φάνηκε να οπισθοχωρή μπροστά σ’ αυτό το μυστήριο. Μόνο στη βιβλική παράδοση τολμά η εβραϊκή πνευματικότητα να πη πως η εξορία της «σεκινάχ» – των σπινθήρων της Παρουσίας – παίρνει τέλος κάθε φορά που ένας άνδρας και μια γυναίκα αγαπιούνται αληθινά, μ’ όλο τους το είναι, ξαναφτιάχνοντας με τη γη των σωμάτων τους την Εδέμ που δονείται στην πνοή του Ελοχίμ.
*
Στην αγάπη που διαρκεί ο άνδρας δεν είναι υπεράνθρωπος: «Οι υπεράνθρωποι του Χεμινγουαίυ ήταν όντα που δεν είχαν φθάσει ακόμη στο ανθρώπινο επίπεδο» (Περίπτερο, 514). Η γυναίκα δεν είναι Κάρμεν που διψά την ηδονή για την ηδονή. Η Κάρμεν «δεν ήταν αληθινή γυναίκα, ήταν μεταμφιεσμένος άνδρας» με την έννοια του ναρκισσιστικού ανδρισμού στις κοινωνίες που κυριαρχούνται από τον άνδρα. Αυτό που περιμένουν οι γυναίκες απ’ τον άνδρα για να είναι η αγάπη, αγάπη που διαρκεί «είναι τρυφερότητα και φροντίδα, το αίσθημα ασφαλείας, η εντύπωση πως είναι προστατευμένες και προφυλαγμένες» (Περίπτερο, 515). Αυτά λέει μονολογώντας η Βέρα Γκάνγκαρτ, γυναίκα κοινωνικά ανεξάρτητη και διακεκριμένη στο επάγγελμά της. Αυτή η αμοιβαιότητα, όπου εν τούτοις ο άνδρας είναι προστάτης, δεν έχει καμία σχέση με την κοινωνιολογία. «Η Βέγκα είχε αυτό το αίσθημα της ασφαλείας μ’ έναν άνδρα στερημένο από κάθε δικαίωμα, στερημένο ακόμη κι απ’ την ιδιότητα του πολίτου» (id.). Ξαναρχόμαστε λοιπόν και πάλι, πέρα από κάθε πολιτιστικό πλαίσιο, στο καλύτερο που μας έχει δώσει ο Απόστολος Παύλος, στην οντολογία του μυστηρίου.
Στο χώρο της αγάπης όλα προσφέρονται, αλλά τίποτα δεν είναι εγγυημένο, «δεν μπορεί κανείς να προβλέψη τίποτα» (Πρώτος Κύκλος, 408). Κάποτε φαίνεται πως δεν υπάρχει πια διέξοδος: «Όλα τα λόγια έχουν λεχθή – μάταια. Όλα τα επιχειρήματα έχουν προβληθή και απορριφθή» (id.). Όσο και μια εχθρική σιωπή, τα λόγια μπορούν ν’ αποτελέσουν παρεμβολή. Αυτή η μανία της εποχής μας να εξηγήται και να εξηγή, οδηγή καμιά φορά στη μετατροπή, στην αντικατάσταση του άλλου μ’ ένα φάντασμα φραστικό, και η απόσταση που δεν μπορεί παρά να νιώθει αυτός ο άλλος ανάμεσα στην προσωπική του αλήθεια και σ’ αυτό το φάντασμα, γίνεται η αγιάτρευτη μοναξιά του. Είναι καλύτερα, όταν μπερδευτούν οι δρόμοι, «να καθίση κανείς κάτω και να κλάψη». Ένα μικρό θαύμα τότε θα ανατρέψη ίσως το τείχος των αμοιβαίων κατασκευασμάτων: «Μια ματιά ριγμένη στην τύχη, ένας τόνος» μας αφυπνίζουν στο μυστήριο ενός προσώπου. «Το τείχος δεν σωριάζεται, απλώς διαλύεται» όπως διαλύεται η ομίχλη των λόγων όταν ανατέλλη ο ήλιος της καρδιάς, όταν ξανανοίγη η όραση της καρδιάς. «Κι εκεί όπου δεν υπήρχε πια παρά σκοτάδι, φανερώνεται πάλι ένα μονοπάτι, όπου δυό πρόσωπα μπορούν να βαδίσουν το ένα πλάι στο άλλο» (id.).
Είναι ωστόσο φορές που η λύση αυτή είναι ανεπαρκής ή ανέφικτη. Οι δρόμοι της συμφιλιώσεως ανάμεσα σε δύο πρόσωπα έχουν κλείσει. Η δέσμη που ένωνε τον έρωτα και την τρυφερότητα λύνεται. Η κοινή ζωή γίνεται ένα βάρος που εξευτελίζει.
Ο Σολζενίτσυν μάς έχει δώσει μια ανάλυση χωρίς οίκτο του αργού αυτού χαμού της αγάπης, μιας αληθινής αγάπης όχι απλού πάθους, στο Αύγουστος 14. Ο Γκεόργκι και η Αλίν Βοροτύντσεφ είχαν κάποτε ενωθεί με την αγάπη που διαρκεί. Κι όμως αυτός νιώθει ξαλαφρωμένος, σαν ανανεωμένος από το χωρισμό που τους επιβάλλει ο πόλεμος. Του φαίνεται πως «κάτι τους έπεσε στο δρόμο» (Αύγουστος 14, 100). Η κοινή τους ζωή, σαν τη φλούδα των γέρικων δένδρων, έχει γίνει σκληρή και ροζιασμένη. Κι αυτή η ζωή η «σκληρωτική», η «ξεπνεμένη» έχει παρεμβληθή ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Δεν τους είχε ενώσει, είναι η αλήθεια, καμιά αληθινή κοινή υπηρεσία. Δεν είχαν αποκτήσει παιδί και σιγά - σιγά η Αλίν βαρέθηκε ν’ ακούη τον Γκεόργκι να της διηγήται τις έρευνές του και τα προβλήματά του. Πολύ περισσότερο που αυτός και οι φίλοι του απέτυχαν τελικά στην προσπάθειά τους να εκσυγχρονίσουν το ρωσικό στρατό. Απογοητευμένη, είδε τον άνδρα της σαν εξωτερικός παρατηρητής. Είδε την ανικανότητά του να ενδιαφερθή πραγματικά για τους ανθρώπους, τις κρίσεις της μελαγχολίας του, την αποκλειστική προσήλωσή του στη δουλειά του. Κι άρχισε να χτίζη το φράγμα των λέξεων, επαναλαμβάνοντας σε οξύ τόνο τις ίδιες επίμονες παρατηρήσεις για να τον αλλάξη, βέβαια, για να τον διορθώση: «Ο Γκεόργκι υποσχόταν να δώση σημασία. Αλλά κάθε φορά οι νουθεσίες του άφηναν λίγο καταπάτι, λίγο μολύβι» (101). Η φθορά πέρασε και στην μεσολάβηση της σάρκας που κατάντησε κάτι τετριμμένο. Η «τελετή της κατακλίσεως» (100) έγινε μηχανική. Μετά τον έρωτα η γυναίκα «τον παρακαλούσε να την απαλλάξη απ’ το βάρος του… ή, με τον πιο πεζό τρόπο, άρχιζε να μιλάη για τα ζητήματά της…» (100). Από κει και πέρα όλα γίνονται ρουτίνα, όλα ανίερα. Δεν υπάρχει πια μυστήριο, δε μένει παρά το τυπικό. Η γυναίκα κουβεντιάζει στον έρωτα όπως οι παπάδες πίσω απ’ το εικονοστάσι. Ακόμη κι η αμφίεση αλλάζει νόημα και γίνεται μέτωπο. Αντί για το πορτοκαλί κορσάζ της Νάντιας, έχομε εδώ το απαίσιο νυχτικό της Αλίν, είχε αγοράσει ένα φριχτό νυχτικό από χοντρή φανέλα:
«Δε μ’ αρέσει αυτό. — Ναι, ά αυτό ! Είναι ζεστό» (id.)
Όσο λιγότερο δίνεται κανείς, τόσο περισσότερο κάνει κατοχή στον άλλον «σαν να ήταν κτήμα του». «Η γυναίκα, συλλογίζεται με θλίψη ο Βοροτύντσεφ, διεκδικεί πάρα πολύ τα δικαιώματά της στις σχέσεις της με τον άνδρα» (101).
Το όνειρο που βλέπει ο Βοροτύντσεφ λίγο αργότερα αποδείχνει πως η καρδιά του έχει αποδεσμευθεί και βρίσκεται σε μυστική αναμονή. Ονειρεύεται μια γυναίκα που την αγαπά πραγματικά, με μια ακαταμάχητη αυτονόητη βεβαιότητα: «την πιο απαραίτητη, την πιο ακατανίκητα οικεία, αυτήν που αντικαθιστούσε […] όλο τον κόσμο των γυναικών». Η εικόνα της Αλίν, το νυχτικό της, λεπτό αυτή τη φορά, αλλά πώς να μη θυμηθεί κανείς το άλλο από χοντρή φανέλα, αναλίσκονται απ’ αυτή την αμοιβαία «αναγνώριση». Η ένωση με την άγνωστη κι όμως από αιώνες γνωστή γυναίκα είναι τέλεση μυστηρίου: «Τους κατέκλυζε η απέραντη χαρά πως είχαν ξαναβρεθεί και πως δεν είχαν πια να ψάχνουν για τίποτα και για κανέναν» (189-190). Αναγνωρίζομε τον πλατωνικό μύθο της πρώτης ενότητας του ανθρώπου. Γνωστικιστικός πειρασμός; Εικόνα της μητέρας; Τι σημασία έχει; Τι θ’ άξιζε αλήθεια ένας ανθρώπινος έρωτας που δεν θα τον είχε αγγίξει ποτέ αυτή η νοσταλγία; Ποια γονιμότητα θα είχε μια υπηρεσία όπου δεν θα ωρίμαζαν ποτέ τέτοιες στιγμές «αναμνήσεως», τέτοιες στιγμές κλήσεως;
Το όνειρο του Βοροτύντσεφ είναι όμως ίσως και προοιωνισμός. Γιατί μια μέρα θα συναντήσει αυτή τη γυναίκα και θα τους ενώσει ένας έρωτας βαθύς και φλογερός, ένας έρωτας ενηλίκων. Ο Σολζενίτσυν, που δεν είναι ρομαντικό παιδί, διαψεύδει «τον μύθο πως ο έρωτας έρχεται μόνο μια φορά» (Πρώτος Κύκλος, 290).
Δεν αποκλείεται όμως και το ενδεχόμενο να ανακάλυψε ο Βοροτύντσεφ, μέσα από τη σωτήρια δοκιμασία του χωρισμού και του πολέμου, πως η γυναίκα αυτή είναι η γυναίκα του, πως αυτή η άλλη γυναίκα είναι η άλλη όψη, το άλλο εγώ της γυναίκας του: «Ήταν κάτι σαν παρεξήγηση, μια ζωή πάρα πολύ σπιτίσια. Ο πόλεμος θα τελείωνε κι όλα θ’ άρχιζαν απ’ την αρχή. Όλα πάλι θα γίνονταν πλούσια…» (426).
♦
Έτσι, καμιά φορά, εκπληρώνεται η αγάπη που διαρκεί. Όχι επιταγή, αλλά μαγνητική έλξη. Όχι καταναγκασμός, αλλά κλήση.
Αγάπη που διαρκεί τόσο πολύ ώστε ο άνδρας και η γυναίκα καταλήγουν να μοιάζουν μεταξύ τους: «Υπήρχε ανάμεσά τους εκείνη η ωραία εξωτερική και εσωτερική ομοιότητα που κάνει ένα ζευγάρι να είναι κάτι περισσότερο από έναν σύζυγο και μια σύζυγο» (Πρώτος Κύκλος, 231).
Τα παιδιά που γεννιούνται από μια τέτοια αγάπη δέχονται κι αυτά το φως της. Για μια φοιτήτρια που είχε έρθει να σπουδάσει στη Μόσχα και που την βλέπουμε να γράφει στους γονείς της – «τους έγραφε συχνά» – ο Σολζενίτσυν λέει: «Ο πατέρας της κι η μητέρα της αγαπιόντουσαν ακόμη σαν νιόπαντροι». Την ώρα που χωρίζονταν κάθε πρωί, ο πατέρας γύριζε και ξαναγύριζε για να γνέψει στη γυναίκα του και να του γνέψει κι αυτή: «Η κόρη τους τους αγαπούσε το ίδιο» (Πρώτος Κύκλος, 269).
Ο Σολζενίτσυν προτιμά τελικά τον μύθο του Φιλήμονος και της Βακχίδος από τον μύθο του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Το πιο «επιτυχημένο» ζευγάρι που μας περιγράφει είναι ζευγάρι της αγάπης που διαρκεί για πάντα, αφού και οι δύο σύζυγοι πλησιάζουν τα εξήντα και ξέρουν πως θα πεθάνουν μαζί. Ο Νικόλας και η Ελένη Καντμίν, είναι ισόβια εκτοπισμένοι σε μια κωμόπολη της Κεντρικής Ασίας, όπου κι οι δύο ασκούν, αλληλοσυμπληρωνόμενοι, το επάγγελμα του γιατρού. Βρίσκονται έτσι εκτοπισμένοι στην ισοβιότητα της αγάπης τους. Πάνε τριάντα και περισσότερα χρόνια από τότε που πρωτοσυναντήθηκαν και για την γυναίκα «δεν ήταν ο πρώτος της γάμος» (Περίπτερο, 411). Η φρίκη της ιστορίας δεν τους προσπέρασε, δεν είχε όμως άλλο αποτέλεσμα παρά να επιβεβαιώσει την αγάπη τους. Δέκα χρόνια κάτεργου στη Σιβηρία, μακριά ο ένας απ’ τον άλλον, δεν τους χώρισαν στην ουσία. Κι από τότε που ξαναβρέθηκαν μαζί η χαρά τους μοιάζει ανεξάντλητη: «Βρίσκουν ένα καρβέλι άσπρο ψωμί; Έχουν γιορτή! Φτήνηνε το γάλα στην αγορά; Γιορτή! Είναι καλό το φιλμ που παίζουν στη λέσχη απόψε; Γιορτή! Τους έφτιαξε τα δόντια ένας περαστικός οδοντογιατρός; Γιορτή!» (409). Και να τους, αυτός σβέλτος, ευκίνητος, να βραδύνει το βήμα, εκείνη παχουλή, βαρειά απ’ τις αρρώστιες, αργοκίνητη, νά τους που πηγαίνουν μόνοι μέσα στη στέπα – ίσως και να πιάνονται απ’ το χέρι – να δουν το ηλιοβασίλεμα , κι είναι όλοι χαρά. Έχουν αποκτήσει μια τρώγλη από κοπανισμένο χώμα, «τελευταίο άσυλο της ζωής τους». Ένα παραλληλεπίπεδο από ξερές πλίθρες μ’ ένα σακί παραγεμισμένο με σανό έχει γίνει η «συζυγική τους κλίνη». Τώρα έχουν κι ένα στρογγυλό τραπέζι, και μια γυάλινη λάμπα του πετρελαίου μ’ ένα αμπαζούρ δικής τους κατασκευής. Η τρώγλη μεταμορφωμένη σε φιλόξενο σαλόνι για τους φίλους. Καθετί που κάνουν για το νοικοκυριό τους τους ενθουσιάζει. Κι ο Σολζενίτσυν παρατηρεί: «Δεν είναι το βιοτικό επίπεδο που κάνει την ευτυχία των ανθρώπων, αλλά οι δεσμοί της καρδιάς» (410).
Η αμοιβαία αγάπη των Καντμίν, τους κάνει διαθέσιμους για όλους. Ακτινοβολούν ειρήνη κι εμπιστοσύνη. Οι άρρωστοι, οι κάτοικοι του χωριού, οι φίλοι κι οι γνωστοί, ακόμη και τα ταπεινά ζωντανά, όπως τα σκυλιά τους, επωφελούνται από την «ψυχική τους κοινωνία» (415). Ένας απ’ τους φίλους τους, ο Όλεγκ Κοστογλότωφ, τους γράφει για να τους ευχαριστήσει, για να ευλογηθεί απ’ αυτούς: «Η Ελένη λέει πως μέσα σε δύο βραδιές έγραψε εννέα γράμματα. Κι εγώ είπα από μέσα μου: Τι σπάνιο που είναι στις ημέρες μας αυτό το ενδιαφέρον για τους άλλους το γεμάτο συμπάθεια και σταθερότητα, που βρίσκει κανείς σε σας […]! Ας είναι να σας περιβάλλει πάντα αυτή η χαρά κι αυτό το φως, φίλοι μου!» (452-543).
Ανοιχτή καθώς είναι προς το απέραντο, η αγάπη που διαρκεί κάνει έναν άνδρα και μια γυναίκα όντα ευλογίας.
Από το κεφάλαιο «Ο έρωτας και η αγάπη, III» του βιβλίου «Το πνεύμα του Σολζενίτσυν», εκδ. Βιβλιοπωλείου της Εστίας σε μετάφραση Ελένης Δαλαμπίρα.
Ευχαριστίες βαθύκαρδες στον Θεόδωρο Αμαξόπουλο και τον Βασίλη Μούσκουρη για την πληκτρολόγηση του κειμένου.
Αγαπητέ, Κωνσταντίνε, εύγε για την επιλογή των αναρτήσεών σου. Είναι ομολογουμένως πολύτιμο υλικό που σπάνια βρίσκει κανείς, ιδίως στο ίντερνετ. Καλή συνέχεια!