Ἀνάσταση 2020. Στήν τηλεόραση βλέπουμε τόν Ἀρχιεπίσκοπο συνοδευόμενο ἀπό λίγους παπάδες καί ψαλτάδες νά λέει τό «Χριστός Ἀνέστη» καί νά τελεῖ τή θεία λειτουργία, μέσα στην ἐρημιά τῆς πόλης. Μιά θλιβερή εἰκόνα. Ὅμως νά! Στό μπαλκόνι τῆς ἀντικρινῆς πολυκατοικίας, οἱ γείτονες ψέλνουν τό δικό τους «Χριστός Ἀνέστη» κι ἄλλοι ἀποκρίνονται: «Ἀληθῶς ὁ Κύριος!» Κάποιοι ἄγνωστοι χτυποῦνε τό κουδούνι καί μᾶς προσφέρουν τό Ἅγιο φῶς (ἀπό ποῦ τό προμηθεύτηκαν;). Οἱ ἔνοικοι τοῦ κάτω διαμερίσματος ἀνεβαίνουν ὥς ἐμᾶς γιά νά τσουγκρίσουν τά κόκκινα αὐγά τους μέ τά δικά μας, πού μᾶς τά ἔστειλε χτές ἀπό τήν Κρήτη φίλος ἀκριβός. Ἐμεῖς τούς φιλεύουμε ἕνα κομμάτι ἀπό τό ἀρνί πού μᾶς ἔπεψε (ἔτσι τό λέει) ὁ Κωστής, ὁ ἀγαπημένος μου βοσκός ἀπό τή Σκύρο.
Τούτη ἐδῶ εἶναι μιά ἄλλη λειτουργία: ἀληθινό ἔργο λαοῦ. Αὐτή δέν μᾶς κρατάει ζωντανούς τόσους αἰῶνες;
Συλλογίζομαι πόσο βαθιά ἀδογματική, πόσο διαλογική εἶναι ἡ σχέση τοῦ παραδοσιακοῦ Ἕλληνα με τή θεότητα (δέν μιλῶ γιά τήν ἐπίσημη Ἐκκλησία μας): αὐτή ἡ οἰκειότητα μέ τήν ὁποία κουβεντιάζει θαρρετά μ’ ἐκείνην, ξεπερνώντας ἀνεμπόδιστα την ἀντινομία ἀνάμεσα σ’ ἕναν Θεό δημιουργό τῶν πάντων ἐκ τοῦ μηδενός καί τόν θεό πού ἐνοικεῖ σέ ὅλη τή φύση· αὐτή τήν ἀξεπέραστη λογικά ἀντίφαση ἀνάμεσα στό ὑπερβατικό καί στό ἐμμενές. Εἶναι τάχα τυχαῖο ὅτι ὁ λόγιος ἱδρυτής τῆς ἑλληνικῆς λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης ἔγραφε τό 1901, σέ ἰδιωτική ἐπιστολή του, πρός Γερμανό συνάδελφο: «Ἡ ἡμετέρα θρησκεία λέγεται μέν Χριστιανική, ἀλλά κατά βάθος διετήρησε πολύ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας […] ἐξ ἀγάπης καί ἐκ πεποιθήσεως εἶμαι καί τήν θρησκείαν Ἕλλην». [1] Καί κάμποσες δεκαετίες ἀργότερα ὁ ποιητής Σεφέρης ζητοῦσε νά τον συμπαθήσουν ὅταν «μιλοῦσε σάν εἰδωλολάτρης». Περιττεύει νά προσφύγω στήν πλούσια λαογραφική φιλολογία γιά τό θέμα.
Ὅμως ἀναρωτιέμαι: ἄραγε τούτη ἡ ἀσυνείδητη λαϊκή συμφιλίωση τοῦ χριστιανισμοῦ καί τοῦ ἑλληνισμοῦ –δύο πολιτισμῶν πού συγκρούστηκαν βίαια στό τέλος τῆς ἀρχαιότητας– δέν μᾶς λέει πολλά για τόν βαθύτερο ψυχισμό μας; Δέν θά μποροῦσε να φωτίσει κάποια διακριτά χαρακτηριστικά τοῦ Νεοέλληνα: τήν ἱκανότητά του νά φιλιώνει τά ἀντίθετα, τήν περιέργειά του γιά τόν ἄλλον, τήν ἐπιθυμία νά τόν νιώσει, τή φιλοξενία του, τήν εὐκολία μέ την ὁποία προσαρμόζεται ὅταν μεταναστεύει σέ ξένους τόπους;
Ἀλλά τό πιό σπουδαῖο «διαλογικό» στοιχεῖο εἶναι, πιστεύω, τό αὐθόρμητα δημοκρατικό ἦθος τῶν νεότερων Ἑλλήνων. Αὐτό συνδέεται ἀσφαλῶς και μέ τήν ἄνθηση τοῦ κοινοτισμοῦ στήν Τουρκοκρατία, ἀχώριστα ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ λαός μας δέν γνώρισε ἀπό κοντά οὔτε μιά κληρονομική ἀριστοκρατία οὔτε τήν ἀστική κουλτούρα. Πῶς νά μή διακατέχεται διαχρονικά ὄχι ἀπό τήν αἴσθηση τῆς ἱεραρχίας, ἀλλά ἀπό ἐκείνην τῆς συστατικῆς ἰσότητας ὅμοιων ἀνθρώπων καί, συνακόλουθα, τῆς σύμφυτης ἐλευθερίας τους; Θυμηθεῖτε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία: «Πλούσιος ἤ πένης, βασιλεύς ἤ στρατιώτης…». Θυμηθεῖτε τόν Μακρυγιάννη: «Ὁ περίφημος Ναπολέων, ὁ βασιλέας τῆς Γαλλίας, ὅπου τίμησε τήν ἀντρεία καί τή σοφία τοῦ πολέμου κι ἀπό μικρός ἄνθρωπος ἔγινε αὐτοκράτορας, βασιλέας ἀπολέμηστος – ὁ Χάρος τόν σκότωσε μέ χωρίς ντουφέκι καί σπαθί και κατέβηκε εἰς τόν Ἅδη μέ φόρεμα ἐννιά πῆχες πανί. Ὅλος ὁ κόσμος δέν τόν χώραγε, ὅλα τά πλούτη τοῦ κόσμου δέν τοῦ φτάναν, ἐννιά πῆχες πανί τοῦ ἔφτασε καί τοῦ περίσσεψε». Θυμηθεῖτε ξανά τά δημοκρατικά πολιτεύματα τῶν χρόνων τῆς Ἐπανάστασης. Αὐτό πού δεσπόζει ἐδῶ εἶναι ἡ ἐγγύτητα τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ ἄμεση συνάντηση τῶν βλεμμάτων τους, ἡ ἀπεύθυνση στόν ἑνικό (ἀδιάφορο ἄν ἐμεῖς, οἱ διχασμένοι Νεοέλληνες «ἀστοί», δεν κατορθώνουμε πιά νά ἀποφύγουμε τόν «εὐρωπληθυντικό» – μά πῶς νά μιλήσει ἕνα ἀστόπαιδο σάν τοῦ λόγου μου στόν ἑνικό σέ μιά σεβάσμια δέσποινα ἀπό τήν Πόλη;).
Ἄραγε ὅλα αὐτά, πού γυρίζουν τό μίσος σέ ἀγάπη, δέν θεμελιώνουν τό ἄρρητο –ἐπιμένω, ἀσυνείδητο– κοινωνικό συμβόλαιο πού συνδέει ἐμᾶς τούς Νεοέλληνες, πέρα ἀπό κάθε συνταγματική θέσπιση ὑπαγορευμένη ἀπό ρουσσωικές ἤ ἄλλες θεωρίες; Καί ποῦ ἀλλοῦ μπορεῖ νά εἶναι ἀποτυπωμένο τοῦτο τό συμβόλαιο παρά στή γλώσσα πού ἀναβλύζει αὐθόρμητα στά χείλη μας σέ ὧρες μεγάλης οἰκειότητας – ὄχι σ’ αὐτήν πού γράφουμε ἀλλά σ’ ἐκείνην πού μιλᾶμε; Πού σημαίνει: ὄχι στόν νόμο ἀλλά στό ἔθιμο· λιγότερο στήν ὀργανωμένη κοινωνία και περισσότερο στήν κοινότητα· ρηχά στήν ἐπίσημη ἐκπαίδευση, βαθιά στή λαϊκή κουλτούρα.
Προσπαθῶ νά μήν ἐξιδανικεύσω. Δέν ξεχνῶ οὔτε τήν καχυποψία μας ἀπέναντι στόν ἄλλο, οὔτε την ξενοφοβία μας, οὔτε τόν καταστροφικό ἀλλά ἀναπόδραστο κάποτε ρατσισμό πού μᾶς δέρνουν κάθε τόσο. Ἡ κοινωνία μας, ὅπως καί κάθε ἄλλη, δεν ὑπῆρξε ποτέ κοινωνία ἀγγέλων. Καί ὅ,τι κι ἄν λένε πολλοί φιλόσοφοι τῶν καιρῶν μας, μοντέρνοι και μεταμοντέρνοι, ἡ τραγική φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὑπαρκτή καί κάνει παντοῦ καί πάντα αἰσθητή τήν παρουσία της, διαψεύδοντας τίς πιό γενναιόδωρες προσδοκίες. Ὅμως δέν βλάπτει νά ὑπενθυμίζουμε τήν ἐλπίδα. Σκέφτομαι πάλι τόν ἀκριβό μου δάσκαλο –ἄς μήν τόν ὀνομάσω γιά μυριοστή φορά– ὅταν, δηλώνοντας τήν «ἀπόγνωσή» του μπροστά στήν ἀδιαφορία τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο, ἀναρωτιόταν «μήπως ἡ ἄλλη ὄψη αὐτοῦ τοῦ χαρακτήρα εἶναι πού τό θυμικό μας ἀγαπᾶ τά θαύματα».[2]
Ἕνα μικρό θαῦμα ζήσαμε καί πάλι τούτη την ἄνοιξη τῆς πανδημίας, ὅταν ὁ λαός μας δοκιμάστηκε σκληρά καί ἀπό τήν ἀναγκαστική ἀπομόνωση καί ἀπό τή νέα οἰκονομική κρίση πού τόν χτυπάει κατακέφαλα, ἐνῶ δέν ἔχει ἀκόμα συνέλθει ἀπό τη χτεσινή. Κι ὅμως φανέρωσε μιάν ἀπροσδόκητη ἀντοχή καί αὐτοπειθαρχία πού τή ζηλεύουν κράτη ἀσύγκριτα ἰσχυρότερα καί καλύτερα ὀργανωμένα. Γιατί ἄραγε τά λόγια τοῦ Μητσοτάκη καί τοῦ Τσιόδρα ἔπεισαν περισσότερο τούς Ἕλληνες ἀπ’ ὅσο οἱ λόγοι τοῦ προέδρου Μακρόν τούς δικούς του συμπολίτες; Δέν τό ὀφείλουμε ἄραγε κι αὐτό στό κρυφό συμβόλαιο πού μᾶς δένει;
Θά ἀποτολμήσω μιάν ὑπόθεση: μήπως ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει στά πιό δύσκολα εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού τόσοι «ἐκσυγχρονιστές» συμπατριῶτες μας ὀνομάζουν καθυστέρηση, ὀπισθοδρόμηση καί κακοδαιμονία (πῶς νά μήν τούς δίνω κάθε τόσο δίκιο); Θέλω νά πῶ: τό ἀρχαϊκό στοιχεῖο τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτό δέν μᾶς κράτησε ὄρθιους στίς πιό ἄγριες φουρτοῦνες; Αὐτό δέν μᾶς σκληραγώγησε, ἐδῶ καί πολλούς αἰῶνες, σέ μιά τραχιά καί βαριά ζωή, μαθαίνοντάς μας νά παλεύουμε μέ κάθε λογῆς ἀναποδιές; Ξέρω πόσο ἀμφίσημα εἶναι τέτοια πράγματα. Ἀλλά ἐπιμένω: μήπως αὐτός ἀκριβῶς ὁ ἀρχαϊσμός μᾶς χαρίζει καί πάλι τήν ἐλπίδα μέσα στήν ἄκρα ἀπελπισία, σ’ ἕναν κόσμο ὅπου ἡ ἐλπίδα ὅσο πάει λιγοστεύει; Μήπως ἐκεῖ κρύβεται ἡ «μαγιά» – ἡ ἐλάχιστη ζύμη πού διέκρινε ἴσως καί ὁ Ἀξελός στούς βοσκούς και στούς ψαράδες τῆς Ἑλλάδας (πού κι αὐτοί βέβαια λιγόστεψαν); Μιά κάποια ὑπόσχεση ὅτι θά μείνουμε ἄνθρωποι ζωντανοί καί ἀληθινοί…
Τέτοια συλλογιέμαι ὅλα αὐτά τά χρόνια ὅπου ἡ δυτική νεωτερικότητα βιώνει τήν πιό βαθιά, πιστεύω, ἀνθρωπολογική κρίση πού γνώρισε ἀπό τότε πού ἀναδύθηκε. Καί ὁ νοῦς μου πάει στό πρόσφατο ρηξικέλευθο βιβλίο τοῦ Ἠλία Παπαγιαννόπουλου, πού διερευνᾶ στοχαστικά τό νεοελληνικό καί τό εὐρωπαϊκό δράμα, ξεκινώντας ἀπό πολύ διαφορετική ἀφετηρία. Ὅμως, ἀναρωτιέται κι ἐκεῖνος μήπως τό «ἔλλειμμα νεωτερικῆς ἱστορικότητας», πού τόσοι ἀνάμεσά μας διαπιστώνουν στη σημερινή Ἑλλάδα, «περιέχει τούς ὅρους μιᾶς ριζικά ἱστορικῆς, ριζικά νεωτερικῆς ἐμπειρίας». Και μιλάει «γιά τή δομή μιᾶς διάψευσης πού παράγει νόημα ἀντί νά τό καταργεῖ».[3]
[1] Τό παράθεμα στό Ἀλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια, Ε.Μ.Ν.Ε. ‒ Μνήμων, Ἀθήνα 1993, σ. 110.
[2] Ἰγνάτης Τρελός [= Γιῶργος Σεφέρης], «Οἱ “ὧρες” τῆς κυρίας Ἔρσης», Δοκιμές, τρίτος τόμος, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1984, σ. 214.
[3] Ἠλίας Παπαγιαννόπουλος, Ὁ Φρόυντ στήν Ἀκρόπολη. Μιά ἀτοπογραφία, Περισπωμένη, Ἀθήνα 2019, σ. 129 καί 126, ἀντίστοιχα
[Προδημοσίευση από το βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο Το θαύμα και η τραγωδία. Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη.]
“Των Ελλήνων οι Κοινότητες φτιάχνουν άλλο Γαλαξία”, που εύστοχα εκφράζει και το Εθνικό βιντεοκλίπ του εορτασμού των 200 χρόνων από την Ανάσταση του 1821, της παρέας “Ελλάδα 2021”.
Ελλήνων Κοινότητες διασώζονται στις ενορίες μετά το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.