Ηθική, Θρησκεία και Βίτγκενσταϊν

0
12880

Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (στο εξής Λ.Β.)  ασχολήθηκε λίγο με τα ηθικά ή θρησκευτικά ζητήματα, αλλά ό,τι είπε για αυτά είναι πολύτιμο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να πούμε εξαρχής ότι ο Λ.Β. θεωρεί πως οι ηθικές προτάσεις (πέρα από τις θρησκευτικές), και αυτές επίσης, πρέπει να θεωρηθούν υπερβατικές μαζί με τις θρησκευτικές. Γενικά, οι περισσότεροι αναλυτικοί φιλόσοφοι δεν θεωρούν σήμερα πως η ηθική έχει θρησκευτικό θεμέλιο και οι ηθικές προτάσεις είναι υπερβατικές. Αυτοί πιστεύουν ότι η ηθική πρέπει να εκκοσμικευθεί τελείως- είναι μέσα στη φύση του υλικού κόσμου στον οποίο κατοικούμε να διαβιούν νοήμονα όντα με συμπεριφορά που μπορεί  να χαρακτηριστεί ηθική. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η έλλειψη πίστης στον Θεό έχει ως αποτέλεσμα να συρρικνώνεται και το πεδίο της εμμένειας, το ίδιο το εμπειρικό. Δίχως Θεό δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχει αγαθό και αληθινές αρετές, όπως αγάπη, ταπείνωση κλπ. Αλήθεια, η αγάπη πρέπει να οριστεί όχι ως απλή ευαρέσκεια που μου προξενούν κάποια πρόσωπα, να αναχθεί δηλαδή σε απλή συναισθηματική κατηγορία, καθότι μπορώ να αγαπώ και κάποιον που είναι εχθρός μου. Η αγάπη για τον εχθρό σημαίνει ότι μέσα μου υπάρχει κάτι που διά της φυσικής επιλογής κατά την διαδικασία της εξελίξεως των ειδών έφθασε να είναι αγάπη με την πλήρη, αληθή έννοια του όρου. Το εγωιστικό γονίδιο έφθασε να εγκαταλείψει τον εγγενή εγωισμό του και να είναι ικανό, με την πραγματική σημασία του όρου, να θυσιαστεί υπέρ του άλλου. Η δίχως Θεό κοινωνιοβιολογία ενίοτε ερμηνεύει την αυτοθυσία ως μορφή συμπεριφοράς που υπαγορεύει το είδος έναντι του ατόμου- το είδος ειναι προγραμματισμένο να οδηγεί το άτομο σε αυτοθυσία αν είναι με αυτή του την πράξη να επιβιώσουν πολλά απειλούμενα άτομα του είδους. Αυτός όμως ο προγραμματισμός σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε όχι με αληθινή αγάπη αλλά με καταναγκασμό. Την έννοια της αγάπης ως αληθινής αυτοθυσίας υπέρ του αδελφού δε μπορεί να ανεχθεί η αθεϊστική σκέψη, γιατί αν πράγματι υπάρχει αληθινή αγάπη τότε έπεται ότι υπάρχει και Θεός. Τα ίδια συμβαίνουν και με την ταπείνωση- που με την προϊούσα εκκοσμίκευση δεν αναγνωρίζεται καν ως αρετή, αλλά και κάθε άλλη αρετή. Γενικά, οι αρετές εκλαμβάνονται ως τάσεις συμπεριφοράς και όχι ως αληθινός πνευματικός πλούτος του υποκειμένου. Εχει λοιπόν απόλυτο δίκιο ο Λ.Β. να θεωρεί πως η ηθική είναι και αυτή υπερβατική κατηγορία. Γιατί αν υπάρχει στα αλήθεια Θεός, τότε υπάρχει πράγματι και αγάπη, υπάρχει και η ταπείνωση, ο σεβασμός, το πνεύμα αυταπάρνησης, ο ειλικρινής αλτρουισμός, η φιλαλήθεια, η ελεημοσύνη κλπ. Πράγματι, η πίστη στον Θεό αυξάνει κατά πολύ τον κόσμο του εμπειρικού, ενώ ο αθεϊστικός στοχασμός νομίζει το αντίθετο: ότι αν παύσουμε να πιστεύουμε στον Θεό, τότε απελευθερώνεται το εμπειρικό και προβάλλει σθεναρότερο.

Γι΄αυτό και είναι λανθασμένως ο ισχυρισμός του φιλοσόφου Τζορτζ Μουρ ότι το αγαθό είναι μια ιδιαίτερη ποιότητα της εμμένειας, του ενθαδικού, μη υπερβατικού κόσμου, που δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό. Είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει Θεός, αυτό δεν αφορά το αγαθό, γιατί τούτο το τελευταίο είναι ό,τι είναι. Αν υπάρχει Θεός, τότε αποδέχεται το αγαθό και θέλει να είναι αγαθός, αν δεν υπάρχει, τότε το αγαθό, όπως και το τραπέζι, το βάζο, η πένα μου και το μελάνι μου, εξακολουθούν να υπάρχουν κανονικά, έστω και σε ένα κόσμο που δεν έπλασε ο Θεός. Ωστόσο, ήταν πολύ δύσκολο να δεχθεί ο αθεϊστικός στοχασμός πως μέσα στον υλικό, αυτόν εδώ κόσμο που ζούμε και τον γνωρίζουμε, υπάρχει μια τέτοια παράξενη, μυστηριώδης ουσία «αγαθό», που μάλιστα άρχισε να υφίσταται να υφίσταται μόνο μετά την Μεγάλη Έκρηξη και ως αποτέλεσμα φυσικοχημικών διαδικασιών.

**************

Εχει λοιπόν σημαντικότητα το γεγονός πως ο Λ.Β. θεωρεί την ηθική υπερβατική πραγματικότητα. Θα πρέπει να πούμε ότι σύμφωνα και με ό,τι είπαμε παραπάνω, με αυτή τη θέση πλήττεται και η δαρβινική θεωρία, καθότι, αν είναι αλήθεια ότι υπάρχει αγάπη, ταπείνωση κλπ, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι κάποιο πιθηκοειδές «εξελίχθηκε» έτσι ώστε να υφίσταται πραγματική αγάπη, ταπείνωση κλπ. Ακριβώς για αυτό το λόγο δεν μπορούν οι σύγχρονοι βιολόγοι και άλλοι ειδικοί να εξηγήσουν την ύπαρξη της συνείδησης και μιλούν για το «hard problem of consciousness». Και μερικοί αθεϊστές φιλόσοφοι γίνονται καταγέλαστοι, καθώς για να περισώσουν τη θεωρία τους αρνούνται ότι υπάρχει συνείδηση, και μαζί με αυτήν η χαρά, η λύπη, ο πόνος κλπ. Με άλλα λόγια το εμπειρικό καταργείται τελείως- ο αθεϊσμός δείχνει μεγάλη πνευματική πτωχεία.

Περαιτέρω, ο Βιτγκεστάιν, που έλεγε ότι δεν μπορούμε να πούμε τίποτε για την ηθική, δέχθηκε  την επίδραση του Κίρκεγκωρ, ο οποίος στο έργο του «Φόβος και Τρόμος» μίλησε για τον Αβραάμ, η θέση του οποίου είναι δυσκολότερη από αυτήν ενός ήρωα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ο τραγικός ήρωας για τον Κίρκεγκωρ βρίσκεται στο επίπεδο του ηθικού, επιτρέπει σε μια έκφραση του ηθικού να βρει το «τέλος» της σε μια υψηλότερη έκφραση του ηθικού. Στην περίπτωση π.χ. του Αγαμέμνονα, το πατρικό καθήκον βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με το καθήκον προς το σύνολο ή την κοινή υπόθεση της εκστρατείας. Το ηθικό πρόβλημα δεν αφήνεται ανοικτό, εφόσον ένα ηθικό αίτημα, η πατρική προστασία, παραμερίζεται για να ικανοποιηθεί ένα άλλο αίτημα της αυτής τάξης, αλλά υψηλότερης βαθμίδας: το κοινό καλό. Ο ήρωας της πίστης, όμως, ο Αβραάμ στοχεύει σε ένα τέλος υψηλότερο, έξω από το πεδίο του ηθικού. Η θυσία του υπερβαίνει το ηθικό, ο Θεός δοκιμάζει την πίστη του. Ο πειρασμός στον οποίο υποβάλλεται είναι το ίδιο το ηθικό, το πατρικό καθήκον. Για να εκπληρώσει το χρέος του προς τον Θεό του, πρέπει να κατανικήσει την ηθικότητα που τον προσδένει στον κόσμο και που τον απομακρύνει από το Θείο. Με την τελική πράξη του, που είναι μία άνευ όρων παράδοση στη θεία βούληση, πραγματοποιείται αναγκαία «η αναστολή του ηθικού». Ο Αβραάμ υπήρξε αποκλειστικά μέσω της πίστης του και καθ’ υπέρβαση της ηθικότητας. Ο Αβραάμ δικαιολογεί την υπόστασή του και την πράξη του όχι δυνάμει μιας οποιασδήποτε καθολικής ιδέας ή αλήθειας, αλλά δυνάμει του γεγονότος πως ο ίδιος είναι το ιδιαίτερο «ατομικό», η συγκεκριμένη χωριστή ατομικότητα. Το παράδοξο της πίστης έγκειται στο ότι το ατομικό αναδεικνύεται ανώτερο του καθολικού. Υπάρχει ένα απόλυτο καθήκον προς τον Θεό, που όχι μόνο δεν έχει ανάγκη την εννοια της ηθικότητας για να στηριχτεί, αλλά και ανάγει το ηθικό στο χώρο του σχετικού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το εξουδετερώνει ή το καταργεί.Ο ιππότης της πίστεως αποκτά μια ιδιωτική σχέση με τον Θεό, η οποία γεννιέται μέσα στην μοναξιά, στην σιωπή και στην αποκλειστική του προσήλωση στο αντικείμενο της πίστης του. Αυτός απευθύνεται με το «Συ» στον Θεό του, ενώ ο τραγικός ήρωας του μιλάει σε τρίτο πρόσωπο.Ο Αβραάμ της πίστης και της τέλειας παραίτησης αφουγκράζεται μόνος του το θεϊκό μήνυμα, είναι αναγκασμένος να αποκρυπτογραφήσει μόνος του τη θεϊκή βούληση, και σ’ αυτό κανείς δεν μπορεί να του παρασταθεί (βλ. για όλα αυτά το βιβλίο της Χ. Μπακονικόλα, «Το τραγικό, η τραγωδία και ο φιλόσοφος», Αθήνα 1986). Παρομοίως ο Λ.Β. μιλά για τον ανέκφραστο χαρακτήρα της ηθικής, για το οποίο πρέπει κανείς να σιωπά. Γι’ αυτόν «Το απόλυτο προϋποθέτει μια λογική αναγκαιότητα άσχετη από προτιμήσεις και στάσεις και δεν ανταποκρίνεται σε καταστάσεις πραγμάτων, όσο και αν χρησιμοποιούνται απόλυτες εκφράσεις για ξεχωριστές εμπειρίες, όπως ο θαυμασμός για την ύπαρξη του κόσμού και το αίσθημα ασφάλειας.» (Μ. Δραγώνα-Μονάχου, Σύγχρονη Ηθική Φιλοσοφία, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σ. 159). Γράφει πως «όταν βρίσκομαι αντιμέτωπος μ’ αυτή την αντιλογία, βλέπω διαμιάς καθαρά σαν σε μια λάμψη φωτός όχι μόνο ότι καμιά περιγραφή που θα μπορούσα να συλλάβω δεν θα μπορούσε να περιγράψει αυτό που εννοώ ως απόλυτη αξία, αλλά ότι θα απέρριπτα εξαρχής κάθε σημαντική περιγραφή, που οποιοσδήποτε θα μπορούσε να προτείνει, επειδή ακριβώς είναι σημαντική. Τούτο σημαίνει: Βλέπω τώρα ότι αυτές οι εκφράσεις ήταν χωρίς σημασία όχι επειδή εγώ δεν είχα βρει ακόμη τις σωστές εκφράσεις, αλλά επειδή η ιδιότητά τους να μην έχουν σημασία αποτελεί την πραγματική τους ουσία. Στην πραγματικότητα θα ήθελα μ’ αυτές να φτάσω πέρα από τον κόσμο, δηλαδή πέρα από εκεί που μπορεί να χρησιμοποιηθεί η γλώσσα με νόημα. Αυτό προς το οποίο θα έτεινα… θα ήταν να έλθω αντιμέτωπος με τα όρια της γλώσσας» ( ό.π. σελ. 160-1). Ηθικές και θρησκευτικές προτάσεις δεν μπορούν να διατυπωθούν παρά μόνο πέρα από την σημασία. Αλλού διχοτομεί γεγονότα και αξίες, εμμένοντας στο δόγμα του ανέκφραστου και υπερφυσικού χαρακτήρα της ηθικής. «Αν δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να σιωπά, ωστόσο ξέρει πως δεν μπορεί να μιλήσει για την ηθική με νόημα, αφού η έλλειψη νοήματος αποτελεί την ουσία των ηθικών εκφράσεων που δικαιώνονται από την ακατανίκητη τάση υπέρβασης του κόσμου και των γλωσσικών ορίων και είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση» (αυτόθι). Σε συστοιχία με τον Κίρκεγκωρ πιστεύει ότι, αν είναι να μιλήσει κανείς για την ηθική, αυτό θα το κάνει ως αυστηρά δική του, προσωπική υπόθεση, γιατί υπάρχουν σημασίες μέσα στον κόσμο, αλλά ο κόσμος ως ολότητα δεν έχει σημασία. Οποιος μιλά για την ηθική, μιλά για κάτι που υπερβαίνει τον κόσμο, για κάτι που αφορά μάλλον τον ίδιο τον κόσμο ως ολότητα, και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να έχει σημασία, γιατί η σημασία είναι ενδοκοσμική κατηγορία. Οι προτάσεις της ηθικής και της θρησκείας δικαιώνονται μόνο αν μιλά κανείς για την προσωπική του εμπειρία, όπως παρόμοια υποστήριζε ο Κίρκεγκωρ με τον Αβραάμ: ο τελευταίος δεν μπορούσε να πει σε κανέναν τίποτα, γιατί αυτό που δοκιμαζόταν ήταν η ίδια η ηθική, το πατρικό χρέος, και κανείς άλλος δεν θα καταλάβαινε το θρησκευτικό, που τότε πήρε τη μορφή άρσης του ηθικού (δηλαδή της πατρικής προστασίας), καθιστώντας τρόπον τινά τον Θεό αντι-ηθικό. Αυτό ήταν κάτι που ο Αβραάμ έπρεπε μόνος του να αντέξει και να άρει στους ώμους του, έχοντας παράλληλα και τον δικό του προσωπικό φόβο μήπως τελικά δεν του είχε μιλήσει ο ίδιος ο Θεός, γιατί δεν αναγνώρισε στην φωνή Του την ηθικότητα.

Μπορεί κανείς, δικαιούμαστε να ρωτήσουμε, να μιλήσει για το θρησκευτικό και το ηθικό με νόημα; Είναι βέβαιο καταρχήν ότι οι θρησκευτικές και περαιτέρω οι ηθικές προτάσεις δεν μπορούν να έχουν τον ίδιο χαρακτήρα με τις επιστημονικές προτάσεις, οι οποίες περιγράφουν εμμενώς τον αντικειμενικό κόσμο εκεί-έξω. Οι θρησκευτικές προτάσεις εκφέρονται με έναν τρόπο που τραβά τον δικό του δυσκολοδιάβατο δρόμο, γιατί, όπως παρατηρεί ο Λ.Β. στις διαλέξεις του για την θρησκευτική πίστη (Βλέπε το βιβλίο του «Διαλέξεις για τη θρησκευτική Πίστη», Εκδ.Αστρολάβος – Ευθύνη, Αθήνα, α.χ.) οι λέξεις που χρησιμοποιούμε εδώ δεν έχουν την ίδια σημασία με το πώς χρησιμοποιούνται στο επίπεδο της επιστήμης ή της καθημερινότητας. Μπορεί να πει κανείς π.χ. ότι «πιστεύει στον Θεό», αλλά εδώ το «πιστεύω» δεν έχει την ίδια σημασία όπως στην πρόταση «πιστεύω ότι θα βρέξει». Η διαφορά στη σημασία είναι αγεφύρωτη. Όταν λέγει κανείς πως «πιστεύει στον Θεό», τότε σε αυτή την σημασία εμπλέκεται το σύνολο της προσωπικής του ζωής, ο ίδιος ως υποκείμενο που μιλά σε πρώτο πρόσωπο και καταθέτει στον λόγο του τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν μιλά για κάτι που συμβαίνει στον κόσμο, αλλά για τον ίδιο τον κόσμο ως σύνολο, μια που ο κόσμος θεωρείται έργο του Θεού. Και περαιτέρω, όταν μιλά για Θεό, θα μπορούσαμε να πούμε, πως κάνει λόγο για ένα Ον που βρίσκεται στη χώρα του ανέκφραστου. Δεν υπάρχει ικανοποιητικός ορισμός για τον Θεό, η πίστη σε Αυτόν γεννά τον δικό της λόγο, και μπορεί να μιλά κανείς για την πίστη του μόνο σε πρώτο πρόσωπο και όχι όπως η επιστήμη. Μιλά εμπλεκόμενος σε μια «μορφή ζωής», την θρησκευτική, της οποίας οι φράσεις δεν έχουν νόημα με τον αυτό τρόπο που έχουν νόημα στην επιστήμη. Το να πει κανείς ότι μιλά για κάτι που προχωρεί έξω από το νόημα, τον κάνει να μην μπορεί να προσδώσει στον λόγο του παρά προσωπικό τόνο.

Η πίστη είναι κατά τον Λ.Β. μια «μορφή ζωής», και υπάρχουν και πάμπολλες άλλες μορφές ζωής, στις οποίες εμπλέκονται τα ανθρώπινα όντα. Αυτό που δεν τονίζεται αρκετά είναι ότι πολλές μορφές ζωής αντιμάχονται η μία την άλλη και μερικές καθίστανται ευάλωτες από την ίδια τους τη φύση. Ας πάρουμε εδώ την μορφή ζωής «καθολικισμός», καθώς υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζουν σύμφωνα με το συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα. Ολοκληρη όμως η εν λόγω μορφή ζωής έχει μια αχίλλειο πτέρνα, και αυτή συγκεκριμένα είναι το δόγμα περί πρωτείου και αλαθήτου του Πάπα. Αν κάποιος πάψει να πιστεύει στο παπικό αλάθητο, καταρρέει όλο το οικοδόμημα. Όσον αφορά τον προτεσταντισμό, η δική του αχίλλειος πτέρνα είναι το δόγμα «sola scriptura», «μόνο η Γραφή». Οποιος πάψει να πιστεύει σε αυτό το δόγμα και πια δηλώνει ότι σημαντική πηγή της Αποκάλυψης είναι και η ιερά παράδοση, έχει φύγει από τον Προτεσταντισμό. Και έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε πώς αλλάζουν οι σημασίες όταν κανείς από Καθολικός γίνεται Προτεστάντης ή το αντίθετο. Αυτό θα βοηθήσει να εξιχνιάσουμε τον τρόπο που μια μορφή ζωής αντικαθίσταται από μια άλλη. Γιατί οι μορφές ζωής δεν είναι χωρισμένες στεγανά, όπως θα μπορούσε κανείς να πιστέψει, αλλά υπάρχουν δίοδοι όπου επικοινωνούν η μια με την άλλη και αλληλομάχονται ή αλληλοϋπονομεύονται.

Ο  Λ.Β. πίστευε ότι η ηθική και τα ηθικά προβλήματα οφείλονται τα περισσότερα σε γλωσσικές συγχύσεις, δεν είναι επιστημονικά και δεν επιδέχονται επιστημονικές εξηγήσεις και αποδείξεις (Μ. Δραγώνα-Μονάχου…, σ. 175). «Εργο της φιλοσοφίας είναι η κατανόηση που φθάνει στην υποδομή μιας αντίδρασης και όχι η θεμελίωση των ηθικών πρακτικών. Κατά τον Johnston, η επιφύλαξη ότι η έννοια της υποδομής κάνει την ηθική αυθαίρετη οφείλεται σε παρανόηση. Έγκειται στη φύση της πρακτικής να φτάνει κάποτε σε κάποια θεμέλια, χωρίς να αναζητά περαιτέρω εξηγήσεις.» (αυτόθι). Παρομοίως και με την θρησκεία, θα μπορούσαμε να πούμε, υπάρχουν προτάσεις κεντρικές για την όλη κατανόηση και την θεμελίωση ενός δόγματος, και άλλες που είναι πιο περιφερειακές, και δομούνται πάνω σε αυτά τα θεμέλια. Για τον χριστιανισμό π.χ. οι προτάσεις «Υπάρχει η Αγια Τριάδα», «ο Χριστός είναι Θεός που ενανθρώπησε», «στην Θεία Λειτουργία κοινωνεί κανείς το σώμα και το Αίμα Του» κλπ, είναι πιο κεντρικές και θεμελιώδεις από άλλες πιο δευτερεύουσες, που στηρίζονται πάνω στις πρώτες. Οι σημαντικότατες αυτές προτάσεις δεν θεμελιώνονται πάνω σε άλλες, αλλά αποτελούν την βάση όλου του οικοδομήματος. Ασφαλώς και υπάρχει Απολογητική και οι χριστιανοί δίνουν τις δικές τους εξηγήσεις για το γιατί θεωρούν τον Χριστό Θεό, ωστόσο δεν θα λέγαμε ότι μπορεί να πιστέψει κανείς βασιζόμενος σε αυτές τις εξηγήσεις. Οσο βοηθητικές και χρήσιμες είναι αυτές οι τελευταίες, και στηρίζουν το δόγμα, το τελευταίο είναι εντελώς κεντρικό για το όλο κοσμοθεώρημα που είναι μια πίστη. Περισσότερο μετρά το παράδειγμα, ο τρόπος ζωής και οι πρακτικές που ακολουθούν όσοι θεωρούν τον εαυτό τους χριστιανό, γιατί αυτός ο τρόπος ζωής έχει εντός του, φύσει, την μαρτυρία για την αλήθεια του δόγματος. Ολόκληρη η ζωή των χριστιανών έχει μέσα της την απόδειξη για την αλήθεια της πίστης τους και δεν χρειάζονται περισσότερες διασαφηνίσεις για την θεμελίωση του χριστιανισμού.

«Αυτό που έχει σημασία για τον Λ.Β., παρατηρεί ο Johnston, είναι ότι η γλώσσα δεν μεταδίδει μόνο πληροφορίες, αλλά είναι άμεσα εκφρασιακή. Στην ηθική δεν ισχύει ο τύπος της κατανόησης που επιζητεί η επιστήμη, γιατί εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με νέα γεγονότα, αλλά με το γεγονός ως σύνολο. Το ηθικό έχει διαφορετική διάσταση από το επιστημονικό, εκφράζει μια αντίληψη για το σύμπαν ως όλο. Οι ηθικές κρίσεις δεν εκφράζουν απλώς διαθέσεις. Τα κριτήρια είναι ανεξάρτητα από το άτομο… Έτσι η αιτιακή εξήγηση δεν έχει θέση στην ηθική αλλά η εξήγηση τελειώνει με την πράξη. Για μια ουσιαστική θέση φθάνουμε στο υπέδαφος που δεν δικαιώνεται εννοιολογικά ή λογικά.» (ό.π. σελ. 177). Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε ότι και η θρησκεία χρησιμοποιεί όρους που είναι εννοιολογικά ή λογικά δύσκολα κατανοητοί. Όταν λέμε π.χ. την λέξη «Θεός», μιλούμε για ένα ον που είναι δύσκολα περιγράψιμο, καθότι ο Θεός, αν πιστεύουμε σε Αυτόν, ξεπερνά την ίδια την λογική. Το τριαδικό δόγμα μιλά για  Τρία  Πρόσωπα αλλά Ένα Θεό, ενώ το χριστολογικό μιλά για κάποιο ανθρώπινο Ον που είναι ταυτόχρονα και Θεός. Είναι πράγματι λογικά αδύνατον να θεμελιωθούν τέτοιες προτάσεις με βάση την λογική, γιατί η τελευταία καταλύεται από τα πιο θεμελιώδη θρησκευτικά δόγματα. Και όμως πιστεύουμε σε αυτά, και αυτό είναι μια προσωπική υπόθεση, βασισμένη στον όλο τρόπο ζωής «χριστιανισμός», που φωτίζεται από τις πρακτικές της Εκκλησίας και των πιστών. Και με μια έννοια έχει δίκιο ο Λ.Β. να λέγει ότι «για ό,τι δεν μπορείς να μιλάς, για αυτό πρέπει να σιωπάς», καθότι και το ίδιο το δόγμα, που στην εκκλησιαστικό γλώσσα λέγεται «όρος», δεν καταγράφει ούτε συλλαμβάνει ή εξηγεί λογικά μια πραγματικότητα, αλλά θέτει το όριο πέρα από το οποίο η ζωή ενός πιστού παύει να είναι ορθόδοξη ή καθολική ή προτεσταντική κ.λπ.

Για τις εν λόγω θέσεις του ο Λ.Β. δέχθηκε διάφορα πυρά. Άλλοι τον κατηγόρησαν για μια ψυχολογιστική ηθική, άλλοι τον ονόμασαν υπαρξιστή που ακολουθεί «μία ρομαντική υπαρξιακή ηθική του άρρητου», άλλοι μίλησαν για μια ριζικά μη υπαρξιακή ηθική, τονίζοντας τον θεονομικό χαρακτήρας της κ.λπ. Ο Λ.Β. πάντως φαίνεται να είχε μια βαθιά εκτίμηση για την ηθική ή την θρησκεία, για τούτο, από σεβασμό δεν μίλησε κατευθείαν για αυτές, αλλά μόνον διά της σιωπής του και τις λίγες θρησκευτικές-ηθικές προτάσεις στο έργο του. Έλεγε ότι «το ηθικό δεν μπορεί να διδαχθεί. Αν μπορούσα να εξηγήσω την ουσία του ηθικού μόνο με μια θεωρία, τότε το ηθικό δεν θα είχε καμιά αξία» (Δραγωνα 169). Με άλλα λόγια, δεν μπορεί αυτή η υψηλή πραγματικότητα που λέγεται «ηθικό» να συλληφθεί από κάποια πρόταση της γλώσσας ή φιλοσοφική θεωρία, γιατί τότε ο υψηλός της χαρακτήρας θα κατέρρεε.

Οι εν λόγω θέσεις του Λ.Β. είναι κάπως υπερβολικές. Για τον χριστιανισμό π.χ. η Ενσάρκωση του ίδιου του Θεού γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στο θείο και το ανρθώπινο. Ο Χριστός γίνεται η γέφυρα διά της οποίας αποκαλύπτεται ότι ο Θεός είναι «Πατήρ», πατέρας μας, και ενδιαφέρεται για μας. Το ίδιο το γεγονός της Ενσάρκωσης είναι ασύλληπτο από την ηθική, αλλά ο τρόπος ζωής του Χριστού είναι αυτός που μαρτυρά την αλήθεια των λόγων Του. Πράγματι, για το ίδιο το δόγμα δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε (π.χ. στον χριστιανισμό η «εκπόρευση» του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα είναι δόγμα χωρίς ωστόσο κανείς να μπορεί να πει τι είναι αυτή η «εκπόρευση»). Στηριζόμαστε μόνο στους λόγους του ίδιου του Χριστού, τον Οποίο θεωρούμε Θεάνθρωπο, και ακολουθούμε αυτούς τους λόγους, χωρίς να εξετάζουμε περαιτέρω τη σημασία τους.

****************

Τελειώνω αυτό το σύντομο άρθρο λέγοντας ότι ο Λ.Β. μας έκανε πιο προσεκτικούς όταν μιλάμε για την ηθική ή την θρησκεία, χωρίς να καταργήσει ούτε την ηθική ούτε την θρησκεία. Και υπάρχουν περιπτώσεις, όντως, που ενίοτε χρειάζεται σιωπή, από σεβασμό στο ίδιο το άρρητο, για το οποίο μιλά και η ηθική και η θρησκεία.

 

Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, παράσταση του ιερού Αυγουστίνου ως συγγράφοντος το "Περί πολιτείας του Θεού".

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ