Φ.Τσαλίκογλου: Εσωτερικεύοντας τη μνημονιακή κατάρρευση

0
518

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου  μιλά για τις βαθύτερες ψυχολογικές διαστάσεις της «επιδημίας κατάθλιψης» με τον Σπύρο Μανουσέλη.

 

• Η κατάθλιψη είναι η πιο διαδεδομένη ψυχική διαταραχή αλλά και το πιο ασαφές διαγνωστικά φαινόμενο. Πώς εξηγείτε αυτό το προκλητικό παράδοξο;

Μια σοβαρή ψυχολογική διαταραχή συνυφαίνεται με μια πανανθρώπινη εμπειρία. Ισως αυτό δημιουργεί μια εύλογη και έλλογη αμηχανία… Δεν υπάρχει άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του που να μην έχει νιώσει κάποιο ή κάποια από τα κυρίαρχα συμπτώματα της «κατάθλιψης»: καταθλιπτική διάθεση, αποθάρρυνση, θλίψη, μελαγχολία, λιγότερο ή περισσότερο παρατεταμένη λύπη, έλλειψη ενέργειας και ζωντάνιας, μείωση της μαχητικότητάς του, ιδέες αναξιότητας και αυτο-μομφής κ.λπ.   Σε κάθε περίπτωση, πιο ακριβές θα ήταν να μιλούσαμε για «καταθλίψεις» παρά για κατάθλιψη. Αναφέρομαι στην «εννοιακή ακαταλληλότητα» του όρου και στην ανομοιότητα των φαινομένων που υποτίθεται ότι περιγράφει. Κατάθλιψη στον ενικό δεν υφίσταται!

 

• Δυστυχώς όμως υπάρχει στον πληθυντικό. Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι η πλειονότητα των Ελλήνων, στην παρούσα συγκυρία, φαίνεται να υποφέρει από κάποια μορφή κατάθλιψης;

Πράγματι, είναι κάτι που όλοι βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας η οικονομική-κοινωνική κρίση έχει μεταβάλει δραματικά τον χάρτη της ψυχικής υγείας. Το καταστροφικό ίχνος της κοινωνικής αποδόμησης γίνεται παντού ορατό. Το ανυπολόγιστο κόστος της παρατεταμένης κρίσης για την ψυχική μας υγεία αποτυπώνεται στην κατακόρυφη αύξηση των αυτοκτονιών και των ακούσιων ψυχιατρικών εγκλεισμών, των καταθλίψεων (κυρίως ανάμεσα στους ανέργους), των ψυχοσωματικών εκδηλώσεων, των αγχωδών διαταραχών, της καταφυγής σε εξαρτησιογόνες ουσίες -παράνομες (ναρκωτικά) και νόμιμες (αλκοόλ και ψυχοφάρμακα)- και μάλιστα από πολύ νεαρές ηλικίες.   Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο γίνεται κατανοητό πόσο η ατομική οδύνη τροφοδοτείται και νοηματοδοτείται από την κοινωνική οδύνη και πόσο τα ενδο-ατομικά μοντέλα προσέγγισης της ατομικής παθολογίας είναι ανεπαρκή!   Ειδική μνεία χρειάζεται να γίνει στη διάλυση της δημόσιας ψυχικής υγείας που έχει ήδη αναγγελθεί με το fast track κλείσιμο των δημόσιων ψυχιατρείων, χωρίς να έχει εξασφαλιστεί προηγουμένως η εύρυθμη λειτουργία ενός δικτύου υπηρεσιών στην κοινότητα. Υπό τους όρους αυτούς, το κλείσιμο των ψυχιατρείων στη χώρα μας ισοδυναμεί, αφ’ ενός, με πέταγμα ασθενών και προσωπικού στον δρόμο και, αφ’ ετέρου, με την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της δημόσιας ψυχικής υγείας με όρους αδηφάγου αγοράς.  

 

• Λέγεται συχνά ότι η «μείζων κατάθλιψη» πλήττει συχνότερα και περισσότερο τις γυναίκες. Μήπως τελικά πρόκειται για μια «φυλετική» διαταραχή;

Εχετε δίκιο, η κατάθλιψη μοιάζει να προτιμά τις γυναίκες, αφού τα κρούσματα στον γυναικείο πληθυσμό, όπως αποκαλύπτουν τα επιδημιολογικά δεδομένα, είναι περίπου διπλάσια από εκείνα του ανδρικού. Η βιομηχανία των ψυχοφαρμάκων με κεντρική καταναλώτρια τη γυναίκα είναι μια από τις πιο ανθηρές βιομηχανίες. Συχνά, για να εξηγήσουν αυτή τη διαφορά επικαλούνται βιολογικούς παράγοντες. Οπως π.χ. τις απότομες μεταβολές στα επίπεδα συγκέντρωσης των ορμονών, που εμφανίζονται συχνότερα στις γυναίκες (διαταραχές που σχετίζονται με τον θυρεοειδή, την επιλόχειο κατάθλιψη, την εμμηνόπαυση). Καθώς όμως η βιολογική εξήγηση δεν μου αρκεί, θα εστιάσω το ενδιαφέρον μου αλλού.   Η απώλεια βρίσκεται στην καρδιά της κατάθλιψης. Πολύ περισσότερο όμως από τον άνδρα, η γυναίκα μοιάζει να μην αντέχει και να μην κατέχει τρόπους «αποτελεσματικής» διαχείρισης της απώλειας. Οι σοβαρές απώλειες στη ζωή της, όπως η απιστία, η εγκατάλειψη, το διαζύγιο, βιώνονται σαν ανελέητες μορφές αυτοεπίθεσης. Κατακερματίζουν και απειλούν να αδειάσουν ολόκληρη την ψυχική της ζωή, σάμπως ο άλλος να ήταν η ψυχή της. Η απώλεια «έξω» βιώνεται ως ένα κενό «μέσα».   «Εγώ φταίω», «δεν αξίζω», «δεν είμαι ικανή να αγαπηθώ». Μαθημένες, επίκτητες, συμπεριφορές, φυλετικά προσδιορισμένες παροτρύνουν τη γυναίκα να ενδοβάλει την επιθετικότητα. «Να τα βάζω με τον εαυτό μου και όχι με τον άλλον», μοιάζει να είναι μια άρρητη, αρμόζουσα με το φύλο της, επιταγή με την οποία γαλουχήθηκε. Ενας μαθημένος τρόπος διαχείρισης των προβλημάτων της που ενδέχεται να την καθιστά πιο επιρρεπή στην κατάθλιψη. Αξίζει εδώ να συλλογιστούμε λίγο την έννοια του «παράπονου». Είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες παραπονούνται ευκολότερα. Η έκφραση ενός αιτήματος αγάπης, η έκφραση ενός παράπονου ή η ανεκτικότητα που η κοινωνία το υποδέχεται, διαφοροποιούνται ανάλογα με το φύλο. Θέλω να πω ότι οι γυναίκες έχουν μια μεγαλύτερη προδιάθεση ή διαθεσιμότητα από τους άνδρες στο να εκφράζουν τη θλίψη, τον πόνο, την αποθάρρυνσή τους. Οι εκφράσεις αυτές είναι περισσότερο συμβατές με τις ταυτίσεις της θηλυκότητας παρά με τα ιδεώδη του ανδρισμού.   Ο άνδρας για να συμμορφωθεί στις επιταγές του «ανδρισμού» μαθαίνει να κρατά μέσα του το παράπονο. Η γυναίκα, αντίθετα, μαθαίνει να το χρησιμοποιεί ως στοιχείο της θηλυκής της ταυτότητας, κάποιες μάλιστα φορές να το θέτει στην υπηρεσία της γοητείας της. «Ενα μικρό ανεπαίσθητο κάτι από αμφιβολία και μελαγχολία το γνωρίζετε καλά, Νινόν, σας κάνει να είστε πιο όμορφη», έγραφε σε μια προσκλητήρια κάρτα ο Αλφρέντ ντε Μισέ.   Με αυτή την έννοια, η κατάθλιψη δεν είναι αλλά κατασκευάζεται να είναι μια «γυναικεία υπόθεση». Σε κάθε περίπτωση, στις ομάδες υψηλού κινδύνου βρίσκονται οι γυναίκες δίχως δουλειά ή με κατώτερη των προσδοκιών τους εργασία, με μεγάλα παιδιά που έχουν φύγει από το σπίτι και με κακές ή ανύπαρκτες διαπροσωπικές σχέσεις.

 

• Η επιλόχειος κατάθλιψη, που εμφανίζεται συχνά στις νέες μητέρες, οφείλεται αποκλειστικά σε βιολογικά-φυσιολογικά ή σε ψυχολογικά-κοινωνικά αίτια;

Η μονο-αιτιολόγηση είναι και εδώ άστοχη. Ας μην αναζητούμε δηλαδή μια μοναδική εξήγηση, ικανή να καλύψει την απορία που μας γεννά η επιλόχειος κατάθλιψη. Η επιλόχειος κατάθλιψη εμφανίζεται περίπου στο 10-15% των μητέρων και θα πρέπει να τη διαφοροποιήσουμε από τα Baby Blues, τη γνώριμη δυσθυμία που εμφανίζεται μετά τη γέννηση του μωρού, συνήθως μεταξύ της τρίτης και της δέκατης ημέρας.   Η μητέρα που βρίσκεται σε επιλόχειο κατάθλιψη νιώθει δυσκολία να συνάψει συναισθηματικό δεσμό με το μωρό της, γίνεται δυσλειτουργική ως προς τη φροντίδα του εαυτού της και του μωρού της. Ισως το πιο οδυνηρό σύμπτωμα είναι το γεγονός ότι βασανίζεται από σκέψεις που τη σπρώχνουν να βλάψει τον εαυτό ή και το μωρό της.   Οι απότομες ορμονικές μεταβολές πριν και μετά την εγκυμοσύνη δημιουργούν το βιολογικό υπόστρωμα για την ανάπτυξη επιλοχείου κατάθλιψης. Η βιολογία όμως, παρά την εξέχουσα σημασία των ορμονικών μεταβολών, δεν αρκεί για να εξηγηθεί η πολυπλοκότητα του ψυχισμού. Ο παράγων «προσωπικότητα» της κάθε γυναίκας παίζει εδώ σημαντικό ρόλο. Αποκτούν ξεχωριστή σημασία παράγοντες όπως η πρότερη ανάληψη ευθυνών στη ζωή της, η ανάγκη ελέγχου πάνω στα πράγματα, τα παιδικά βιώματα, οι μνήμες φροντίδας, η σχέση με τον σύντροφό της, ο βαθμός αυτοεκτίμησής της.   Καταλαβαίνουμε πόσο ένα στερητικό από άποψη στοιχειωδών υλικών αγαθών περιβάλλον, αλλά ακόμα και ένα περιβάλλον όπου λείπουν η αγάπη, η αποδοχή, η φροντίδα, υπονομεύουν τη δυνατότητα της μητέρας να λειτουργήσει ως «καλή» μητέρα.

 

• Πόσο αποτελεσματική θεωρείτε την επιβεβλημένη σήμερα «θεραπεία» της κατάθλιψης μέσω αντικαταθλιπτικών φαρμάκων;

Η μείζων κατάθλιψη είναι μια σοβαρή ψυχοπαθολογική διαταραχή που σου «κλέβει» τη ζωή, την ενέργεια, τη μαχητικότητά σου. Ενας θάνατος εν ζωή.   Για να έχει αποτελεσματικότητα η φαρμακευτική αγωγή, για να μπορέσει να ωφεληθεί ο πάσχων, θα πρέπει να συνοδεύεται παράλληλα από μια ψυχοθεραπευτική πλαισίωση αλλά και από ένα υποστηρικτικό διευκολυντικό περιβάλλον που σέβεται την υποκειμενικότητα του πάσχοντος υποκειμένου.   Ενα περιβάλλον που δεν σε αντιμετωπίζει σαν ένα άθροισμα συμπτωμάτων αλλά σαν ένα άτομο που βιώνει οδύνη. Και η οδύνη προτού γίνει ιατρικό συμβάν, προτού συρρικνωθεί σε μια ψυχιατρική διάγνωση, δηλώνει μια υπαρξιακή κατάσταση. Την οδύνη δεν τη θεραπεύει το φάρμακο. Το χάπι αμβλύνει, κατευνάζει το σύμπτωμα, αφήνει όμως ανοιχτή την πληγή όπου εδράζεται το αίτιο. Η άμβλυνση είναι αναγκαία, ιδίως όταν ο πόνος είναι οξύς, αλλά το αίτιο μένει ανέγγιχτο από το φάρμακο.

 

• Πολλοί αποδίδουν την πρόσφατη αύξηση των αυτοκτονιών αποκλειστικά στην «επιδημία κατάθλιψης» που πλήττει τους πολίτες των αναπτυγμένων κοινωνιών. Πόσο πλήρης ή επαρκής είναι, κατά τη γνώμη σας, αυτή η ψυχολογιστική εξήγηση;

Κανείς δεν δικαιούται σήμερα να απορεί ή να αμφιβάλλει για την αύξηση των αυτοκτονιών. Κι αυτό από μόνο του λέει πολλά. Ζούμε τη βίαιη ανατροπή των πάντων, δεν υπάρχουν σταθερές ή βεβαιότητες. Το τίποτα σαν μανιασμένη θάλασσα σε κυκλώνει.   Η έλλειψη προοπτικής και ελπίδας για το μέλλον είναι σήμερα σε όλους καταφανής. Αν όμως δεν πιστέψεις στο αύριο, δεν υπάρχει παρόν. Πέρα από το οικονομικό πρόβλημα, νιώθεις άχρηστος, περιττός, ένοχος. Μια ολόκληρη και ολοένα πιο αυταρχική τάξη πραγμάτων φροντίζει να σε πείθει κάθε μέρα και πιο πολύ ότι δεν τελείς μόνον υπό οικονομική δυσπραγία αλλά και υπό απαξιωμένη ύπαρξη. Οταν λοιπόν λες «τα έχασα όλα», δεν αναφέρεσαι μόνο στα χρήματα. Εννοείς «έχασα την αξιοπρέπεια, την πίστη στον εαυτό μου, την πεποίθηση ότι αυτή τη ζωή αξίζει να τη ζω». Οταν λες «τα έχασα όλα και άρα γιατί να ζω;», εννοείς «άδειασε από μέσα μου ο άνθρωπος. Δεν υπάρχω για να με στηρίξω, και κανείς και τίποτα δεν υπάρχει».   Οταν οι αντοχές χάνονται, όταν η εμπιστοσύνη στα πρόσωπα και στους θεσμούς γύρω σου αλλά και στον ίδιο σου τον εαυτό αιμορραγεί, τότε η αυτοκαταστροφή, η επιθυμία «ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΝΑ ΖΕΙΣ» προβάλλει ως η μόνη λύση.   Με αυτή την έννοια η κρίση, ναι, βοηθάει να κατανοήσουμε την αυτοχειρία, αρκεί να έχουμε κατά νου ότι: η οικονομική εξαθλίωση δεν οδηγεί νομοτελειακά στην επιθυμία θανάτου. Η κρίση αυτή άλλους θα τους τρελάνει, άλλους θα τους διαλύσει, άλλους θα τους πεισμώσει, άλλους θα τους δυναμώσει. Η οικονομική κρίση λειτουργεί μόνον ως πυροδοτικός μηχανισμός, ούτε εξηγεί ούτε και προκαλεί από μόνη της την αυτοκτονία.   Κάθε αυτοκτονία είναι μοναδική, ξεχωριστή. Χρειάζεται σεβασμός γι’ αυτή την επιλογή, και προσοχή στις εύκολες γενικεύσεις. Το αίνιγμα, το δυσεντόπιστο, παραμένει κρυμμένο, χαραγμένο στην καρδιά της αυτοχειρίας. Θυμάμαι ακόμα τη συγκλονιστική απάντηση που έδωσε σε έναν δημοσιογράφο στην τηλεόραση, δέκα χρόνια μετά την τραγική αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, η γυναίκα του. Στο ερώτημα «Γιατί το έκανε;» η άθεη και αριστερή Ανί Λεκλέρ απάντησε: «Ποιος ξέρει; O Θεός μόνο ξέρει το γιατί».   

 

Ποιο νόημα δίνετε σε αυτές τις δύο τραγικές αλλά κάθε άλλο παρά «απονενοημένες» ενέργειες;

Το βιβλίο μου αναφέρεται στην τραυματική ιστορία μιας οικογένειας Ελλήνων που μεταναστεύει στην Αμερική, όπως την εξιστορεί ένας επίγονός της κατά τη διάρκεια ενός αεροπορικού ταξιδιού από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα, που διαρκεί 8 ώρες και 35 λεπτά. Μέσα στο αεροπλάνο, ο Τζόναθαν ανασυνθέτει την ιστορία του εαυτού του, του έρωτά του για τη χαμένη αδελφή του, της οικογένειάς του, του τόπου και της πατρίδας του.   Υπάρχουν πράγματι δύο αυτοκτονίες, της αδελφής της γιαγιάς του και της αδελφής του. Οι δύο αυτές αυτοκτονίες φανερώνουν πως το τραύμα εγγράφεται πάντα σε ένα σώμα, σε μια ψυχή και σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, και πόσο δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα, αν δεν συλλογιστούμε την αέναη αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αυτά τα τρία σημαίνοντα: «Σώμα»-«Ψυχή»-«Πλαίσιο».   Το νόημα, που πάντα βρίσκει τρόπο να μας ξεφεύγει, βρίσκεται στον παράξενο και όχι πάντα ευκρινή διάλογο που αναπτύσσεται συνεχώς και ακαταπαύστως ανάμεσα σε αυτούς τους τρεις τόπους-τοπία του εαυτού μας και του άλλου μέσα μας.   Η αυτοκτονία, αν τοποθετηθεί μέσα στην τρισυπόστατη αυτή αλήθεια –εγώ, ο άλλος, ο τόπος– τότε προβάλλει (και έτσι εμφανίζεται και στο μυθιστόρημά μου) όχι σαν ένα οπωσδήποτε τελεσίδικο τέλος αλλά σαν μια ενδόμυχη ευχή-δυνατότητα, όχι να πεθάνεις, αλλά να ζήσεις αλλιώς.   Με άλλα λόγια, προτείνω να συλλογιστούμε έναν αυτόχειρα όχι μόνο ως κάποιον που θέλει να πεθάνει αλλά ως κάποιον που δεν αντέχει ΕΤΣΙ να ζει…

πηγή: http://www.efsyn.gr/?p=155440

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ