π. Γεώργιος Αναγνωστόπουλος
Είχα πάρει στα χέρια μου ένα βιβλίο του Γέροντα Σωφρονίου Σαχάρωφ, με τίτλο «Περί Προσευχής». Μου έμεινε για πάντα η πρώτη φράση του βιβλίου: «Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία, ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμη». Η τοποθέτηση αυτή θα είναι και η βάση της σημερινής μου ομιλίας. Θα συζητήσω δηλαδή στην συνέχεια ορισμένα χαρακτηριστικά της ερευνητικής μεθοδολογίας, συγκρίνοντάς τα με κάποια χαρακτηριστικά της πνευματικής γνωσιολογίας, όπως αυτή μας παραδίνεται μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα στην ζωή και το πνεύμα της Θείας Λειτουργίας. Και, κατά κάποιο τρόπο, θα τολμήσω να παρουσιάσω ορισμένες παρατηρήσεις, ως μια αναλυτική ταπεινή επιβεβαίωση του βιωματικού αποφθεγματικού λόγου του Γέροντα.
"κατεβάστε" εδώ με δεξί "κλίκ" & save as το Ηχητικό αρχείο
Η θέση ότι «η προσευχή είναι ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης», προκύπτει ως αποτέλεσμα συγκρίσεως, και υποδηλώνει μια συσχέτιση μεταξύ της προσευχής αφενός και της τέχνης ή της επιστήμης αφετέρου. Παρουσιάζεται λοιπόν η Προσευχή ως οδός εμπειρίας, αφού συγκρίνεται με την Επιστήμη, και ως οδός ομορφιάς και δημιουργίας – μάλιστα «ατελεύτητης δημιουργίας»-, αφού συγκρίνεται με την Τέχνη.
Μία σύγκριση των δύο Γνωσιολογιών, της Πνευματικής-Λειτουργικής και της Επιστημονικής, φαίνεται ότι είναι καίριας σημασίας για το σημερινό άνθρωπο – πιστό ή «άπιστο»-, που αναπτύσσεται σ’ ένα περιβάλλον που καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα αποτελέσματα της επιστήμης, αλλά και που αναζητεί ένα Νόημα ζωής που δεν μπορεί να του δώσει η επιστήμη.
Στο Α’ μέρος της ομιλίας μουα προσπαθήσω να περιγράψω μερικά κοινά χαρακτηριστικά της επιστημονικής μεθόδου και της χριστιανικής πίσετως. Στο Β’ μέρος θα συζητήσω τα δύο πιο βασικά σημεία διαφοροποιήσεως των δύο δρόμων (της αυτονομημένης επιστημονικής έρευνας και της χριστιανικής πίστεως).
ΜΕΡΟΣ Α
Α1. Η ΠΙΣΤΗ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Προ καιρού βρέθηκα σ’ ένα Πανεπιστήμιο στην Μ. Βρετανία, για μια επιστημονική συνεργασία. Εκεί με πλησίασε ένας έλληνας ερευνητής με φιλοσοφικές ανησυχίες και η συζήτηση εξελίχθηκε γρήγορα σε διερεύνηση καίριων επιστημολογικών θεμάτων. Ο συνομιλητής μου επιτέθηκε στη νεώτερη Επιστημολογία. «Είχα επισημάνει, πρώτος νομίζω, μου λέει, ότι οι αρχές του Popper είναι ανορθολογικές. Ό,τι δεν αποδεικνύεται ορθολογικά δεν το συζητάμε», πρόσθεσε με ύφος που μάλλον ήθελε να προκαλέσει την αντίδρασή μου. «Θα θέλατε να μου ορίσετε τι εννοείτε «αληθές»;», ερωτώ. «Αληθές, μου απαντά με ευκολία, είναι ό,τι μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά». «Μάλιστα. Η δήλωση που μόλις εκφέρατε μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά;», ερωτώ πάλι. «Όχι», μου απαντά με κάποιο τρόπο σαν να επειγόταν τώρα να εξομολογηθεί. «Ασφαλώς, ο ορισμός της επιστημονικής αλήθειας στηρίζεται σε μια λογική αντίφαση».
Διότι βέβαια, η απάντηση στο ερώτημα «τι σχέση έχει επιστήμη με την αλήθεια» ή και ακόμη στο ερώτημα «ποιο είναι το κριτήριο της επιστημονικής γνώσης» δεν δίνεται από τον άνθρωπο ως επιστήμονα, διότι καμία επιστημονική θεωρία δεν αντιμετωπίζει το ανωτέρω ερώτημα, αλλά δίνεται σ’ ένα ορίζοντα ευρύτερο της επιστημονικής μεθόδου. Δίνεται δηλαδή από τον επιστήμονα ως άνθρωπο-φιλόσοφο.
Η άποψη του συνομιλητή μου, ότι η επιστημονική περιγραφή του κόσμου είναι η τελική γνώση της αλήθειας, προϋποθέτει την άποψη ότι ο κόσμος είναι πλήρως αναγνώσιμος δια της επιστημονικής μεθόδου. Αλλά από πού προκύπτει ότι ο άνθρωπος με τις δυνάμεις του – την επιστημονική μέθοδο- μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο απολύτως; «Η πίστη αυτή στην επιστήμη, έτσι όπως υπάρχει σήμερα, είναι εξίσου ανορθολογική με την οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη. Η μεγάλη πλειοψηφία των σημερινών ανθρώπων, μαζί και οι επιστήμονες, δεν έχουν έναντι της επιστήμης ορθολογική στάση: πιστεύουν σ’ αυτήν. Πρόκειται πράγματι για ένα είδος πίστης. Και αυτή την πίστη πρέπει να διαλύσουμε, που μεταφράζεται στην ιδέα ότι οι γιατροί, οι μηχανικοί, οι φυσικοί, οι οικονομολόγοι κατέχουν την απάντηση για όλα τα προβλήματα που τίθενται στην ανθρωπότητα», έγραψε ο διακεκριμένος έλληνας φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης1.
Είναι προφανές ότι η άποψη του Διαφωτισμού και του Λογικού Θετικισμού, που αποδέχεται την χρήση της επιστημονικής μεθόδου ως του μόνου έγκυρου οργάνου γνώσεως, ανάγει τον δημιουργό και χρήστη της επιστημονικής μεθόδου, τον άνθρωπο- ή μάλλον ένα μέρος του ανθρώπου-, σε απόλυτο κριτή της αλήθειας του Είναι, σε Κύριο και Θεό. Πρόκειται για την πιο ισχυρή εφαρμογή της ανθρωποκεντρικής αρχής στον πυρήνα της επιστήμης, που σε άλλες περιπτώσεις οι επιστήμονες την απορρίπτουν.
Η εκκλησία προτείνει την πίστη στον Θεάνθρωπο, και όχι βέβαια στον πεπερασμένο άνθρωπο. Η πίστη στον Θεάνθρωπο είναι η βάση από την οποία ξεκινά ο άνθρωπος την πορεία του προς την επίγνωση της Αλήθειας.
Α2. Η ΓΝΩΣΗ ΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Γνωρίζει κανείς την επιστημονική μέθοδο έρευνας της φύσης κάνοντας ο ίδιος έργο-έρευνα και όχι απλά διαβάζοντας επιστημονικά εγχειρίδια, όπου προσφέρεται μια τυπική γνώση. Ο Khun θα γράψει στο κλασσικό του έργο «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων»: «Η έννοια της επιστήμης που προκύπτει από αυτά (τα κλασσικά κείμενα και τα εγχειρίδια) μπορεί να συγκριθεί με την εικόνα ενός εθνικού πολιτισμού που σχηματίζεται από τουριστικά φυλλάδια ή από εγχειρίδια ξένων γλωσσών»2.
Πράγματι, η πρόοδος στην επιστημονική γνώση λειτουργεί εντός ενός πλαισίου ζωής και δράσεως που περιέχει, αλλά και υπερβαίνει την διαδικασία μάθησης ως ανάγνωσης ενός (επιστημονικού) κειμένου. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει την προσωπική ερευνητική δραστηριότητα, τη μαθητεία σε άλλους επιστήμονες – ερευνητές, την εξοικείωση με το πείραμα και την θεωρητική ανάλυση, την διεπιστημονική προσέγγιση, την συμμετοχή σε επιστημονικά Συνέδρια, Συναντήσεις και Ενώσεις, την διαδικασία κρίσεως και δημοσιεύσεως ερευνητικών αποτελεσμάτων σε επιστημονικά Περιοδικά, την συνεργασία με άλλους επιστήμονες, την καθοδήγηση επιστημονικής ομάδας, την αλληλεπίδραση με το πολιτιστικό, πολιτικό, θρησκευτικό και κοινωνικό περιβάλλον, την αλληλεπίδραση με την τεχνολογία και την βιομηχανία κλπ.
Αλλά και η πνευματική γνώση μέσα στην εκκλησία είναι μια πορεία που υπερβαίνει την έννοια της γνώσης ως απλής διαδικασίας ανάγνωσης και έχει λειτουργικό χαρακτήρα, όπως η επιστημονική γνώση, που περιγράφηκε ανωτέρω. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία το κέντρο, η καρδιά και ταυτόχρονα η έκφραση της αληθινής ζωής είναι η Θ. Λειτουργία (Λειτουργία = έργο του λαού), εκεί όπου ποιείται το έργο του λαού, μέσα σε ύμνους, λόγο, εικόνα, κίνηση, ευωδία, σωματική άσκηση, Άρτο και Οίνο. Εκεί, στην Θ. Λειτουργία λειτουργούνται όλες οι αισθήσεις και όλος ο νους για να φθάσουν στην υπερ-αίσθηση θέαση του Μυστηρίου της Ζωής.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία η Γραφή είναι το υπέρτατο γραπτό κείμενο. Η Γραφή όμως δεν νοείται έξω ή εκτός της Εκκλησίας, αλλά εντάσσεται, δηλαδή αναγιγνώσκεται και κατανοείται, εντός της Θ. Λειτουργίας και της Εκκλησίας.
Α3. Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΩΣ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Μια άλλη συσχέτιση που ανιχνεύουμε μεταξύ της λειτουργίας της επιστημονικής γνώσης και της φύσεως της γνώσης που μας προσφέρει η Θ. Λειτουργία είναι η υφή της γνώσης ως εμπειρίας.
Η επιστημονική μεθοδολογία καταξιώθηκε και καταξιώνεται συνεχώς χάριν της συνδέσεως της με τα εμπειρικά δεδομένα, και την πειραματική επαλήθευση θεωρητικών προτάσεων ή ενός θεωρητικού προτύπου (μοντέλου). Αυτή η σύνδεση της γνώσης με την εμπειρία έχει προσδώσει μια αίγλη στην επιστήμη τους τελευταίους αιώνες, σε αντιπαράθεση με οποιαδήποτε άλλη γνώση, ιδιαίτερα μορφών γνώσεων που θεωρούνται ότι είναι αφηρημένες.
Αλλά και η γνώση του Θεού στο χώρο της Εκκλησίας αρχίζει, με την πίστη, με την μελέτη του Λόγου του Θεού, και γίνεται εμπειρία μέσα στο χώρο και στο πνεύμα της Θ. Λειτουργίας. Ο αββάς Ισαάκ περιγράφει ως εξής την σχέση φυσικής γνώσης-πίστης- αληθούς γνώσεως ή εμπειρίας: «Άλλη είναι η γνώσις, ήτις προηγείται της πίστεως, και άλλη, ήτις γεννάται εκ της πίστεως... (η πίστις οδηγεί εις το) να πράττωμεν τα καλά έργα και ούτω δίδεται εις τον άνθρωπον η πνευματική γνώσις... Η πνευματική γνώσις είναι αίσθησις των κρυπτών θείων μυστηρίων, και όταν τις αισθανθή αυτά τα αόρατα και κατά πολύ υπερβάλλοντα πράγματα, εκ τούτων λαμβάνει το όνομα της πνευματικής γνώσεως, και γεννάται δια της αισθήσεως αυτής άλλη πίστις, όχι εναντία της πρώτης, αλλά βεβαιούσα την πίστιν εκείνην»3.
Ο πιστός, και συχνά και ο «άπιστος», γεύεται την γλυκύτητα και την ειρήνη του Αγ. Πνεύματος μέσα στην Θ. Λειτουργία, ευρισκόμενος ακόμη και μόνος του απλά και μόνον μέσα στο κτίριο εκκλησίας. Η χάρις αυτή που αισθάνεται τότε κανείς είναι γιατί μέσα σ’ αυτό των χώρο, κάποια άλλη στιγμή, έχει τελεσθεί το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, η Θ. Λειτουργία. Είναι γιατί εκεί βρίσκεται το κέντρο του Σύμπαντος, η πηγή της Αγάπης, η Χάρη του Θεού.
Ό,τι είναι γραμμένο στο Ευαγγέλιο και στα άλλα κείμενα της Εκκλησίας δεν είναι συνήθως παρά η καταγραφή της εν Θεώ εμπειρίας των αγίων, και προσφέρεται από την εκκλησία όχι απλώς προς ακοή ή προς μάθηση, αλλά ως πρόσκληση προς κάθε πρόσωπο επαλήθευσης αυτών των εμπειριών (όχι μόνο υπέρ-αισθητών εμπειριών του πνεύματος, αλλά ακόμη και αισθητών εμπειριών-γεγονότων).
Α4. Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ
Βεβαίως η ανθρώπινη εμπειρία και γνώση δεν μπορεί να εισέλθει στην κατανόηση ούτε της ουσίας του κτιστού κόσμου, ούτε της ουσίας του Θεού. Η επιστημονική γνώση αναφέρεται στην γνώση των ενεργειών της φύσεως του κτιστού κόσμου και η πνευματική γνώση γεύεται και θεάται τις ενέργειες του Θεού.
«Γνωρίζουμε», για παράδειγμα, το ηλεκτρόνιο από τις ενέργειές του, αλλά τι είναι το ηλεκτρόνιο στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε. Και τι είναι «ύλη» δεν γνωρίζουμε.
Η απάντηση της υλιστικής φιλοσοφίας ότι «ύλη είναι ό,τι υπάρχει», είναι προφανώς ένας φιλοσοφικός ορισμός, πέραν της εμπειρικής γνώσεως.
Α5. ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΑΠΟΔΕΙΞΙΜΗ ΓΝΩΣΗ;
Αν και τα παρατηρησιακά δεδομένα που προκύπτουν από το πείραμα είναι εκείνο το στοιχείο που έδωσε λάμψη στην επιστημονική μέθοδο, και μια έπαρση ως προς το ακαταμάχητο της ισχύος της ως γνωστικής οδού έναντι άλλων οδών γνώσεως, όπως π.χ. η θρησκεία, η σύγχρονη έρευνα κατέδειξε την δυσκολία να απαντηθούν με ορθολογικό τρόπο μερικά βασικά ερωτήματα γύρω από την φύση της ίδιας της επιστήμης, και τελικά το ερώτημα «τι είναι επιστήμη;». Διότι οι βεβαιότητες γύρω από την ακατανίκητη δύναμη της επιστημονικής αλήθειας κλονίζονται μόλις επιχειρήσουμε να απαντήσουμε με ορθολογιστική σαφήνεια στο ερώτημα: «ποιο είναι το κριτήριο της επιστημονικής μεθόδου, που την διαφοροποιεί από την μη επιστήμη;».
Η κοινή πρόληψη ότι «επιστήμη είναι εκείνη η γνώση που μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά από όλους», είναι φανερό ότι δεν είναι μια συμβατή με την Ιστορία της Επιστήμης προσέγγιση. Η άποψη αυτή έχει ισχύ περίπου όμοια με την αυτονόητη ισχύ που είχε η αλήθεια της χριστιανική πίστης μέσα στη μεσαιωνική χριστιανική κοινωνία. Αλλά όπως ο Χριστός είναι η Αλήθεια, αλλά η Αλήθεια αυτή δεν επιβάλλεται με τρόπο που να καταργεί την ελευθερία, ορθολογικά, κατά παρόμοιο τρόπο φαίνεται ότι και οι επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να επιβάλλουν την αλήθεια τους με τρόπο απολύτως ορθολογικό. Ο προαναφερθείς λοιπόν ορισμός της επιστημονικής μεθόδου, ότι δηλαδή «επιστήμη είναι η γνώση που μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά από όλους» είναι ατελής για πολλούς λόγους. Θα αναφερθούμε σε μερικούς εξ αυτών επιγραμματικά.
1. Η συμφωνία μεταξύ θεωρητικού προτύπου (μοντέλου) - παρατηρησιακών δεδομένων, σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις, δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Επιγραμματικά αναφέρομαι στις εξής σχετικές διατυπώσεις διακεκριμένων ερευνητών της επιστημονικής μεθοδολογίας. Σύμφωνα με τον Popper δεν υπάρχουν παρά μόνο λανθασμένες επιστημονικές θεωρίες, υπάρχει όμως πρόοδος ιστορικά προς θεωρίες λιγότερο λανθασμένες. Ο Khun, στο μνημειώδες έργο του «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», βεβαιώνει ότι «Καμιά θεωρία δεν λύνει ποτέ τους γρίφους (τις αντιθέσεις της παρατήρησης ως προς το μοντέλο) και δεν φθάνει ποτέ σε μια τελική συμφωνία», και συμπεραίνει ότι «Αν οποιοδήποτε λάθος σ’ αυτό το συνταίριασμα (θεωρίας-δεδομένων) οδηγούσε κάθε φορά στην απόρριψη της θεωρίας, τότε θα έπρεπε όλες οι θεωρίες να είχαν απορριφθεί σ’ όλες τις εποχές»4. Στην ίδια κατεύθυνση ο Feyerabend, στο βιβλίο του «Ενάντια στη Μέθοδο», συμπεραίνει: «Επομένως η επιστήμη, όπως την ξέρουμε, μπορεί να υπάρχει μόνο αν αποσύρουμε την απαίτηση αυτή (συμφωνία θεωρίας - παρατήρησης) και αναθεωρήσουμε τη μεθοδολογία μας...»5. Ή όπως συμπεραίνει ένα άρθρο στο Physics Today: «Μερικές φορές η θεωρία και το πείραμα είναι σωστά, αλλά δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Μερικές φορές μιά λάθος θεωρία συμφωνεί με τό πείραμα. Πρέπει λοιπόν να προσέχουμε να μη προχωρούμε σε εύκολα συμπεράσματα» .
Εδώ, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό που ονομάζουνε συχνά οι επιστήμονες «συμφωνία» των παρατηρησιακών δεδομένων με το θεωρητικό μοντέλο προϋποθέτει σχεδόν πάντα μια γενίκευση της ισχύος πεπερασμένου αριθμού μετρήσεων η γεγονότων.
2. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει κριτήριο το οποίο μας καθοδηγεί με ορθολογικό τρόπο στην διακρίβωση μιας λανθασμένης θεωρίας και στην αποδοχή μιας άλλης. Ο Khun σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Η αντίσταση για μια ολόκληρη ζωή, ιδιαίτερα στην περίπτωση εκείνων που το παραγωγικό τους έργο τους έχει δεσμεύσει σε μια παλιότερη παράδοση φυσιολογικής επιστήμης, δεν αποτελεί παραβίαση κάποιων επιστημονικών κριτηρίων αλλά μια ένδειξη για τη φύση της ίδιας της επιστημονικής έρευνας. Η πηγή της αντίστασης είναι η βεβαιότητα ότι το παλιότερο Παράδειγμα θα λύσει τελικά όλα τα προβλήματα του, ότι η φύση μπορεί να προσαρμοστεί στο πλαίσιο που προσφέρει το Παράδειγμα. Αναπόφευκτα βέβαια, αυτή η βεβαιότητα, σε καιρούς επανάστασης, μοιάζει πεισματική και στενοκέφαλη, όπως πολλές φορές, καταλήγει πραγματικά να γίνει. Είναι όμως και κάτι παραπάνω. Η ίδια αυτή βεβαιότητα δίνει στη φυσιολογική επιστήμη (ή στη δραστηριότητα επίλυσης γρίφων) δυνατότητα ύπαρξης»6..
Η έλλειψη στην επιστήμη ενός αυστηρώς ορθολογικού κριτηρίου το οποίο θα προσδιόριζε την μετάβαση από μία λανθασμένη σε μια ορθή επιστημονική θεωρία, δραματοποιείται ως εξής από τον διαπρεπή φυσικό του 20ου αιώνα Μ. Planck: «Mια νέα επιστημονική αλήθεια δεν θριαμβεύει επειδή πείθει τους αντίθετους και τους κάνουν να δουν το φως, αλλά μάλλον επειδή κάποτε οι αντίπαλοι τους πεθαίνουν και μια νέα γενιά ανδρώνεται που είναι εξοικειωμένη μ’ αυτή την αλήθεια»7.
Ο Lakatos θεωρεί ως κριτήριο «ορθολογικής» απόρριψης μιας επιστημονικής θεωρίας την γενική αίσθηση των επιστημόνων σε μια συγκεκριμένη εποχή.
Κατανοεί κανείς αμέσως ότι η έννοια του ορθολογικού κριτηρίου έχει τόσο διευρυνθεί, που αναδεικνύει το πρόσωπο του επιστήμονα που δρα μέσα στην ιστορία και κρίνει την σχέση παρατηρησιακών δεδομένων – θεωρητικού προτύπου, ως το κατ’ ουσίαν τελικό κριτήριο της αποδοχής ή της απόρριψης μιας επιστημονικής θεωρίας8.
Οι αναλύσεις της ιστορίας της επιστήμης και η αδυναμία διατύπωσης κοινώς αποδεκτού – ορθολογικού κριτηρίου για την ισχύ μιας θεωρητικής πρότασης με βάση τις παρατηρήσεις οδήγησαν τον φυσικό και φιλόσοφο Feyrabend να συμπεράνει στο βιβλίο του «Ενάντια στην Μέθοδο»: «Επιτέλους ο Ορθός Λόγος πάει να συναντήσει όλα τα άλλα αφηρημένα τέρατα - την Υποχρέωση, το Καθήκον, την Ηθική, την Αλήθεια - και τους πιο συγκεκριμένους προγόνους τους, τους θεούς...». Η δήλωση αυτή για τον Ορθό Λόγο σημαίνει κατά την γνώμη μας ότι η Λογική μπορεί πλέον να επανενταχθεί στη χαμένη εστία της : το πρόσωπο. Άλλωστε και η κατάργηση και των άλλων «αφηρημένων τεράτων» αφήνει πάλι ανοικτή την επιστροφή του ήθους και της αλήθειας στο ίδιο χαμένο κέντρο, το Πρόσωπο...
Μία ανάδειξη του Ορθολογισμού ή του απόλυτου Σχετικισμού της γνώσης ως κοινωνικής πίστης μπορεί να επιτρέπουν στις πολιτικές εξουσίες την απόλυτη εξουσιαστική διαχείριση της κοινωνίας εν ονόματι της Απόλυτης Αλήθειας ή της απουσίας της. Αλήθειας. Η ανάδειξη της αλήθειας του Προσώπου ως σημείου αναφοράς υποστηρίζει την «ευθύνη» της κοινότητας των προσώπων ως προωθητική δύναμη της κοινωνίας.
Θα τελειώσω την σχετική συζήτηση μ' ένα σχόλιο σ' ένα επιστημονικό γεγονός. Είναι γνωστό το πρόβλημα της μείωσης του όζοντος στην ατμόσφαιρα πού θέτει σε απειλή τη ζωή στον πλανήτη μας. Ή πρώτη διαπίστωση της μείωσης του όζοντος στην Ανταρκτική οφείλεται σε μια βρετανική επιστημονική ομάδα και αφορούσε τις χρονικές χρονιές 1982, και κυρίως το 1983 και 1984. Ή πρώτη δημοσίευση αυτού του φαινομένου έγινε το 1985. Ή Βρετανική επιστημονική ομάδα βρέθηκε σε μια δυσκολία να εμπιστευθεί τις πρώτες μετρήσεις της μείωσης του όζοντος, γιατί ο μετεωρολογικός δορυφόρος Nibus -7 πού βρισκόταν σε τροχιά από το 1978 και πού ήταν εφοδιασμένος με κατάλληλα όργανα δεν είχε δώσει ανάλογες πληροφορίες. Γιατί όμως τα όργανα του Nibus -7 δεν οδήγησαν στην ανακάλυψη της «τρύπας του όζοντος»; Οι ειδικοί σε θέματα ατμοσφαιρικής φυσικής και χημείας γνώριζαν ότι ποτέ δεν είχε καταγραφεί συγκέντρωση όζοντος κάτω από 200 μονάδες Dobson. Έτσι στο Κέντρο Διαστημικών Πτήσεων Goddard (GSFG) οι προγραμματιστές αποφάσισαν ν' απορρίπτουν κάθε μέτρηση μικρότερη από 180 μονάδες Dobson αποδίδοντας τη σε σφάλμα του οργάνου του δορυφόρου. Ή πράξη αυτή στηριζόταν στις μέχρι τότε μετρήσεις και στην πεποίθηση ότι τα θεωρητικά μοντέλα περιέγραφαν με πιστότητα τις ατμοσφαιρικές διεργασίες. Ή πράξη αυτή ήταν επιστημονικά «νόμιμη», με την προϋπόθεση ότι έχουμε συνείδηση ότι ή επιστήμη εργάζεται συνεχώς με «υποθέσεις εργασίας». Μια τέτοια «νόμιμη» επιστημονικά διαδικασία οδήγησε πάντως τους επιστήμονες στο GSFG στη διαγραφή της «μη φυσιολογικής» συμπεριφοράς της ατμόσφαιρας (μείωση του ατμοσφαιρικού όζοντος). Άλλα υπάρχει για τους επιστήμονες (και τους μη επιστήμονες επίσης) ένας μεγαλύτερος κίνδυνος. Να ξεχνούμε ότι όχι μόνο κάθε θεωρητικό μοντέλο είναι μια υπόθεση εργασίας για την έρευνα της φύσεως, αλλά και ότι ή ίδια ή επιστημονική μέθοδος είναι μια υπόθεση εργασίας πού μας βοηθάει ασφαλώς σε μια μερική γνώση της πραγματικότητας.
Μ' αυτή τη συνειδητοποίηση του βασικού περιορισμού της επιστημονικής μεθόδου, ότι δηλαδή τα συμπεράσματα της μπορεί να υπερβαθούν από νέα γεγονότα και νέα γνωστικά όργανα, αποφεύγουμε την απόρριψη ζωτικών περιοχών της Πραγματικότητας, διαγράφοντας τα ως «λανθασμένα γεγονότα».
Α6. Η ΓΝΩΣΗ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Ποια είναι η σχέση της Επιστήμης και της πνευματικής γνώσεως με την Τέχνη, δηλαδή με την ομορφιά και την δημιουργία;
Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν προκύπτει κατά τρόπο ντετερμινιστικό από την προϋπάρχουσα ύλη-εμπειρία, αλλά την προϋποθέτει. Γι’ αυτό και κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα αποτυπώνει τόσο την ιστορική ένταξη του καλλιτέχνη σε μια χρονική - κοινωνική περιοχή, όσο και την ελευθερία του: προσωπική του μοναδική ιδιαιτερότητα και εξέλιξη. Κατά τρόπο ανάλογο οι μεγάλες νοητικές συλλήψεις των ερευνητών - επιστημόνων προϋποθέτουν τα παρατηρησιακά δεδομένα, αλλά δεν προκύπτουν κατά τρόπο ντετερμινιστικό. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι επαναστατικές θεωρίες έχουν συλληφθεί στο όνειρο, κατά τη διάρκεια του ύπνου, εκεί που ο βιασμός της δεδομένων και η ορθολογιστική διαδικασία σταματάει και η άμεση φαντασιακή δημιουργικότητα και αισθητική του επιστήμονα απελευθερώνεται. Ο A. Einstein, για να αναφερθώ σε έναν μόνο μεγάλο επιστήμονα, βεβαιώνει ότι «δεν υπάρχει λογικό μονοπάτι που να οδηγεί στους πολύ γενικούς νόμους».
Τι σχέση έχουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά της τέχνης και της ερευνητικής διαδικασίας με την Θ. Λειτουργία και την προσευχητική εμπειρία της γνώσης; Η λειτουργική πράξη μας εμφανίζει την προσευχητική εμπειρία της γνώσης ως ένα ενδεχόμενο της ελευθερίας μας και της απροσδιόριστης προσωπικής αρχής του είναι μας. Η εμπειρία της ζωής και η λειτουργική πράξη είναι για όλους μας κοινή και παρούσα εκεί κάθε φορά. Προϋπάρχουν και προσφέρονται προς όλους ως μία δυνατότητα μετοχής σε μια άγνωστη ακόμη εμπειρία του Θεού. Αλλά το άλμα προς τον Άγνωστο Παρόντα, επιτυγχάνεται όχι από όλους, ή όχι από όλους στον ίδιο βαθμό.
Τέλος, όπως στην Επιστήμη μεγάλες συλλήψεις γίνονται συχνά με τρόπο διαισθητικό, και με κριτήριο την κομψότητα ή την ομορφιά της δομής, κατά παρόμοιο τρόπο, όχι μόνο η έλξη προς τον Θεό είναι ένα γεγονός έρωτος, αλλά ακόμη και κριτήριο της αληθούς θεϊκής εμπειρίας είναι η ομορφιά των ειρηνικών ματιών και της ειρηνικής και πνευματικής καταστάσεως της ψυχής.
Η Εκκλησία έχει τους Αγίους της, όπως η Τέχνη τους μεγάλους Δημιουργούς της, και η Επιστήμη τους μεγάλους Εφευρέτες-Ερευνητές. Ή μάλλον οι Άγιοι της Εκκλησίας φθάνουν την Τέχνη και την Επιστήμη πέρα από τα όριά τους
Α7. Ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΗ
Η εισαγωγή στην πιο ουσιαστική μορφή της επιστήμης, που είναι η προσωπική μετοχή στην διαδικασία της έρευνας, τελείται συνήθως με την εύρεση ενός έμπειρου ερευνητού και την ανάθεση της εμπιστοσύνης του υποψήφιου ερευνητού στο πρόσωπο του, ώστε να τον οδηγήσει πρακτικά σε νέους χώρους γνώσεως, πέραν των βιβλίων. Ο υποψήφιος ερευνητής έχει ανάγκη να δεχθεί οδηγητικές κατευθύνσεις, να διδαχθεί πρακτικές μεθόδους, να συζητήσει προσωπικά με τον επιστημονικό σύμβουλο σημεία που δεν εξηγούν τα βιβλία και δεν μπορεί να τα εξηγήσει με τις ατομικές του γνώσεις ή με την δική του μόνο ευφυία. Κατ' αναλογία ή αληθινή γνώση της ζωής και της Θεολογίας της Εκκλησίας, που κορυφώνονται στην μετοχή στη Θ. Λειτουργίας, ξεκινάει συνήθως από την στιγμή που κάποιος θελήσει να γίνει μαθητής σ’ ένα Πνευματικό οδηγό, που γίνεται και Πνευματικός Πατέρας. Η συσχέτιση αυτή μεταξύ ερευνητικής και πνευματικής μαθητείας κοντά σ’ ένα πρόσωπο - δάσκαλο αναδεικνύει την προσωπική σχέση ως κοινό στοιχείο των δύο γνώσεων -επιστημονικής και λειτουργικής – όταν αυτές νοούνται στην ουσιαστική τους μορφή.
Α8. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι η έρευνα εντέλει δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί παρά μόνο όταν ο ερευνητής λάβει υπόψη του την προηγούμενη εμπειρία των άλλων ερευνητών πάνω στο θέμα με το οποίο απασχολείται, και όταν ανακοινώσει τα αποτελέσματα του στην επιστημονική κοινότητα και γίνουν αποδεκτά από τους άλλους ειδικούς επιστήμονες. Είναι φανερό δηλαδή ότι η λειτουργία της επιστημονικής γνώσης τελείται εντός μίας κοινότητας ειδικών. H πρόοδος της επιστήμης προϋποθέτει την επιστήμη ως ένα κοινωνικό φαινόμενο.
Κατ’ αναλογία η πνευματική γνώση του πιστού παρέχει εγγύηση όταν είναι λειτουργική και εκκλησιαστική. Όταν βρίσκεται δηλαδή σε συμφωνία με την πείρα όλων των ζώντων και κεκοιμημένων αγίων, και όταν τελείται με την βοήθεια τους. Μια πνευματική γνώση ατομικιστική, ακόμη και όταν θέλει να είναι θρησκευτική και πνευματική, κινδυνεύει να εκτραπεί σ’ ένα φανταστικό κόσμο ψυχολογικών και άλλων εμπειριών μακριά από την «κοινωνία των αγίων».
Α9. ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
Τέλος αξίζει να σημειωθεί η αναλογία μεταξύ Επιστήμης - Θεολογίας και Τεχνολογίας – Ηθικής. Η Τεχνολογία είναι εφαρμοσμένη Επιστήμη, αλλά και βοηθός της Επιστήμης, μέσω των τεχνικών οργάνων. Αλλά και στην λειτουργική κατανόηση της χριστιανικής γνωσιολογίας, η Ηθική (ή Άσκηση) είναι μια Θεολογία εφαρμοσμένη και η άσκηση πάλι, δηλαδή η πνευματική εμπειρία, γίνεται το φυσιολογικό έδαφος της αληθούς Θεολογίας.
ΜΕΡΟΣ Β.
Προχωρώ τώρα να συζητήσω μερικά σημεία διαφοροποιήσεως της αυτονομημένης επιστημονικής έρευνας από την πνευματική μεθοδολογία της λειτουργικής γνώσεως.
Β1. ΝΟΜΟΣ Η ΠΡΟΣΩΠΟ;
Η μέγιστη επιτυχία της επιστημονικής μεθόδου, όσον αφορά κυρίως τις φυσικές επιστήμες, είναι η ανίχνευση νόμων λειτουργίας της φύσεως και η ανάδειξη του αριθμού ως δομικών στοιχείων της λογικής τάξεως. Το καίριο ερώτημα όμως που θέτει η ανάπτυξη της επιστήμης είναι το εξής. Είναι ο Αριθμός, ή ο Νόμος, η τελική ουσία του κόσμου; Εξαντλείται η λογικότητα του κόσμου σε μια απρόσωπη λογικότητα φυσικών Νόμων και αριθμητικών σχέσεων;
Αν δεχθούμε την αριθμητική αρμονία και την απρόσωπη λογικότητα του Νόμου, ως την τελική λογικότητα που ουσιοποιεί την φύση και την κάνει κόσμο (= κόσμημα), τότε αναδύεται η συνείδηση του παράλογου μιας συνειδητής λογικής υπάρξεως, που αναζητεί λόγο (νόημα) ζωής μέσα σ’ ένα λογικό κόσμο, που όμως δεν έχει αντικειμενικό λόγο - νόημα.
Η Θ. Λειτουργία, ως προσφορά ζωής («υπέρ της κόσμου ζωής»), και όχι θανάτου, δεν αρχίζει με την φράση «Ευλογημένη η βασιλεία του Νόμου» ή «Ευλογημένη η βασιλεία του Αριθμού», αλλά «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Ευλογούμε, δηλαδή δεχόμαστε, μακαρίζουμε, και πορευόμαστε προς την Βασιλεία των Προσώπων και της Αγάπης των Προσώπων. Αυτών που αριθμούνται ως Τρείς υποστάσεις - πρόσωπα και που ταυτόχρονα υπερβαίνουν την αρίθμηση, ως Ένας Θεός. Μία Βασιλεία. Διότι τολμούμε, μετά την ένταξή μας στην κοινωνία του Υιού του Θεού, να επικαλούμαστε τον «επουράνιον», «απερινόητον», «αόρατον», «ακατάληπτον» Θεόν, όχι ως «Ουσία» ή «Αριθμό» ή «Νόμο», αλλά «Πάτερ ημών».
Η πρώτη λοιπόν ουσιώδης διαφορά της αυτονομημένης επιστημονικής και της λειτουργικής γνωστικής μεθοδολογίας έγκειται στο ότι, κατά την δεύτερη, η τελική Αλήθεια και Ομορφιά του κόσμου αναζητούνται στο Πρόσωπο, το οποίο υπερβαίνει τον αριθμό (1=3, 1=2), ενώ κατά την πρώτη, το ζητούμενο είναι ο Νόμος και ο Αριθμός.
Διερωτώμαι, μήπως τα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού ανάγονται σε μεγάλο βαθμό στην απολυτοποίηση της αρίθμησης και της λογικής του Νόμου ως κατεξοχήν εργαλείων ερμηνείας και διαχειρίσεως του κόσμου.
Β2. ΔΩΡΟ Η ΚΤΗΜΑ;
Η δεύτερη υπέρβαση της λειτουργικής γνώσεως ως προς την αυτονομημένη επιστημονική έρευνα σαν τελικού εργαλείου γνώσης, προκύπτει από την προηγούμενη. Η λειτουργική εμπειρία είναι Ευχαριστηριακή. Επίσης, η Θ. Λειτουργία είναι η ζωή της Εκκλησίας, και η Θ. Ευχαριστία είναι η καρδιά της Θ. Λειτουργίας. Ο πιστός θεάται τον Θεό ως Δημιουργό και Δωρητή του κόσμου και των όντων εξ αγάπης.: «…Ευχαριστούμεν σοι, Βασιλεύ αόρατε, ο τη αμετρήτω σου δυνάμει τα πάντα δημιουργήσας και τω πλήθει του ελέους σου, εξ ουκ όντων εις το είναι τα πάντα παραγαγών»
Ο Χριστός πάλι ως τέλειος άνθρωπος, παρουσιάζεται να προσφέρει τον εαυτό του στο Σταυρό ευχαριστιακά, και να δίνει στο κόσμο ζωή: «λαβών άρτον εν ταις αγίαις αυτού και αχράντοις, και αμωμήτοις χερσίν, ευχαριστήσας, και ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας, έδωκε τοις αγίοις αυτού Μαθηταίς και Αποστόλοις, ειπών: Λάβετε, φάγετε …»
Οι πιστοί τέλος εισάγονται στην Ευχαριστιακή μετοχή και στην ευχαριστιακή αποδοχή του κόσμου, των άλλων και του Θεού: «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα»… «Άξιον και δίκαιον σε υμνείν, σε ευλογείν, σε αινείν, σοι ευχαριστείν,... Υπέρ τούτων απάντων ευχαριστούμεν σοι, και τω μονογενεί σου Υιώ, και τω Πνεύματί σου των Αγίω,... Ευχαριστούμεν σοι και υπέρ της Λειτουργίας ταύτης…»
Η απολυτοποίηση της επιστημονικής μεθόδου γνώσεως και η μη ένταξή της σε μια ευχαριστιακή προοπτική επιτρέπει την υπόθεση ότι ο εφευρέτης των νόμων της Φύσεως, το ανθρώπινο υποκείμενο, είναι η ανώτατη μορφή ύπαρξης της φύσεως. Το αίσθημα της κτητικότητας είναι η πρωτογενής του εμπειρία. Η εκμετάλλευση από κει και πέρα του αυτοθεωθέντος Εγώ επί των άλλων εγώ και επί της φύσεως είναι θέμα λογικής και πρακτικής συνεπαγωγής. Ο ατομικισμός και η άλογη εκμετάλλευση της φύσεως είναι φαινόμενα φυσιολογικά πλέον μέσα σε μια τέτοια κοινωνία.
Αντίθετα, η αίσθηση του κόσμου ως δώρου του Θεού, και ακόμη η αίσθηση του ίδιου του Θεού ως θυσιαστικού Δώρου, ως δείπνου στο οποίο έχουμε προσκληθεί από τον Θεό, θέτει κατά φυσιολογικό τρόπο όρια στη χρήση του κόσμου. Ακόμη περισσότερο, αναπτύσσει και την ευαισθησία μιας λεπτής συμπεριφοράς έναντι του μεγάλου Ξενοδόχου, της Τράπεζας και των Συνδαιτημόνων του Δείπνου. Με άλλα λόγια η λειτουργική γνώση ή εμπειρία δεν είναι απλά η γνώση κάποιων σχέσεων, αλλά είναι η ίδια - η γνώση - μια σχέση. Είναι η Γνώση ως Γνώση της Αγάπης, και Αγάπη.
Ο άνθρωπος γίνεται ό,τι γνωρίζει. Η γνώση έχει την συνήθεια να καθιστά το υποκείμενο της γνώσης ό,τι είναι το αντικείμενό της. Η γνώση-εμπειρία της Αγάπης του Θεού μεταποιεί τον πιστό με τον καιρό υποκείμενο αγάπης. Η επιστημονική γνώση, όταν δεν λειτουργείται ευχαριστιακά, αλλά ανθρωποκεντρικά, μεταποιεί το υποκείμενο της γνώσης στη μορφή του αντικειμένου της: σε αυτόματο μηχάνημα η αριθμό.
Θα επιχειρήσω να παρουσιάσω τις επιπτώσεις των δύο διαφορετικών αντιλήψεων, της λειτουργικής γνώσης των Προσώπων και της ανθρωποκεντρικής απρόσωπης λογικής μ’ ένα παράδειγμα9. Αν η λογικότητα του κόσμου είναι μια απρόσωπη λογικότητα, ένας απρόσωπος Φυσικός Νόμος, μοιάζω να είμαι καταδικασμένος να ζω στον κόσμο όπως σ’ ένα άσυλο, σωματείο ή οργανισμό, που τυραννικά ελέγχεται από μια απρόσωπη διοίκηση. Αν ο Λόγος είναι Πρόσωπο, τότε μεγαλώνω, γνωρίζω, κινούμαι, ζω και αγαπώ στο σπίτι του Πατέρα μου. Η έκπληξη των δώρων Του δεν έχει τέλος. Η ελπίδα και η έκπληξη με συνοδεύουν ως το τέλος. Δεν υπάρχει τέλος…
* Αν. καθηγητής, Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Υπολογιστών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης