Στο κείμενο που ακολουθεί θα σχολιάσουμε με συντομία πέντε συνήθεις ενστάσεις κατά της χριστιανικής θρησκείας. Σύμφωνα με την πρώτη, καμμία θρησκεία δεν είναι αξιόπιστη, διότι δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Η ένσταση έχει δύο βασικές αδυναμίες. Πρώτον, πολλά πράγματα τα πιστεύουμε χωρίς να έχουμε ή να επιζητούμε γι’ αυτά επιστημονικές αποδείξεις. Η γνώση ότι οι γονείς μας μάς αγαπούν, ή ότι έχουμε ζήσει μία συγκεκριμένη εμπειρία στο παρελθόν, ή ότι ένα άθροισμα λέξεων συνιστά ποιητικό αριστούργημα δεν αποδεικνύονται επιστημονικά – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν ισχύουν. Δεύτερον, ο Θεός δεν είναι αντικείμενο του κόσμου, τον οποίο ερευνά ή επιστήμη, αλλά ο δημιουργός του. Ο χριστιανισμός δεν λατρεύει “θεούς” όπως εκείνοι του αρχαίου ελληνικού παγανισμού, την ανυπαρξία των οποίων θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει με μία επίσκεψη στον Όλυμπο. Η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει ούτε την ύπαρξη ούτε την ανυπαρξία τού Θεού.
Μία δεύτερη ένσταση ισχυρίζεται ότι η θρησκεία είναι περιττή, αν όχι άχρηστη. Η ένσταση αυτή συνδέεται με τη διαδικασία τής εκκοσμίκευσης. Τον δέκατο έβδομο αιώνα, με την ανάπτυξη της επιστήμης, εκκοσμικεύτηκε η γνώση. Τον δέκατο όγδοο αιώνα, με τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση, που διαχώρισαν την Εκκλησία από το Κράτος, είτε με τρόπο εχθρικό (Γαλλία), είτε με τρόπο φιλικό (Αμερική), εκκοσμικεύτηκε η πολιτική. Τον δέκατο ένατο αιώνα εκκοσμικεύτηκε ο πολιτισμός. Τέλος, τον εικοστό αιώνα, ιδίως από το 1960 και μετέπειτα, εκκοσμικεύτηκε η ηθική. Επομένως, ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να μορφωθεί, να διασκεδάσει, να πολιτευτεί, και να ζήσει χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στη θρησκεία. Η ένσταση αυτή, ωστόσο, δεν λαμβάνει υπ’ όψη της τα θεμελιώδη υπαρξιακά και μεταφυσικά μας ερωτήματα. Γιατί υπάρχει κάτι και όχι τίποτα; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Ποιος είναι ο σκοπός τής ύπαρξής μου; Τι θα συμβεί, άραγε, όταν πεθάνω; Χωρίς απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα η ίδια η ζωή δεν έχει νόημα. Στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να δώσει απάντηση ούτε η επιστήμη, ούτε η τέχνη, ούτε η πολιτική, ούτε μία εκκοσμικευμένη ηθική. Η θρησκεία καταπιάνεται μ’ αυτά και γι’ αυτό τον λόγο, μεταξύ άλλων, σε όλες τις εποχές έχει κεντρική θέση στη ζωή των ανθρώπων.
Σύμφωνα με μία τρίτη ένσταση, «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Τον ισχυρισμό διατύπωσε ο Κάρλ Μάρξ και επανέλαβαν με διαφορετική μορφή ο Φρόυντ και τόσοι άλλοι, για να δηλώσουν ότι η θρησκεία δεν είναι παρά μία ανθρώπινη επινόηση όσων αναζητούν παρηγοριά για τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ζωής. Η ένσταση αυτή πάσχει από δύο προφανείς αδυναμίες. Πρώτον, το γεγονός ότι επιθυμούμε ή φανταζόμαστε κάτι δεν σημαίνει ότι αυτό δεν υπάρχει. Ένας οδηγός που έχει ελάχιστη βενζίνη επιθυμεί και ελπίζει ότι σε λίγο θα αντικρύσει κάποιο βενζινάδικο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το βενζινάδικο δεν υπάρχει. Οι επιθυμίες μας και η πραγματικότητα αποτελούν ζητήματα διαφορετικής τάξης. Δεύτερον, η ίδια ένσταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υπέρ της θρησκείας, διότι εξίσου καλά μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η αθεΐα αποτελεί βολική επινόηση όσων θέλουν να είναι απόλυτοι κύριοι της ζωής τους, να καθορίζουν οι ίδιοι το καλό και το κακό, και να μην είναι υπόλογοι σέ κανέναν για τις επιλογές και τις πράξεις τους.
Η τέταρτη ένσταση επικαλείται την κακότητα των χριστιανών. Έστω όμως κι αν δεχόμασταν ότι αυτό ισχύει (παραβλέποντας, βέβαια, ότι ο χριστιανισμός έχει ασκήσει μακράν την ευεργετικότερη επίδραση στην ανθρώπινη ιστορία), θα αποτελούσε, άραγε, κάτι τέτοιο επιχείρημα κατά του χριστιανισμού; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, ας χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα δύο μεγάλων Δημοκρατιών τής σύγχρονης εποχής, της Βρετανικής και της Αμερικανικής. Οι πολίτες τους βαρύνονται με μεγάλα αμαρτήματα: δουλεμπόριο, αποικιοκρατία, ρίψεις ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, καταστροφή τού φυσικού περιβάλλοντος και τόσα άλλα. Αποτελούν όμως αυτά επιχείρημα κατά της Δημοκρατίας; Μπορούν να αναιρέσουν τα όποια επιτεύγματα αυτών των Δημοκρατιών; Σημαίνουν, άραγε, ότι τα ιδεώδη της ισότητας και της ελευθερίας είναι διάτρητα; Μάλλον παραπέμπουν στην αδυναμία των ανθρώπων να αρθούν στο ύψος των ιδανικών τους και όχι κατ’ ανάγκην στην απαξία αυτών των ιδανικών. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει ορισμένες φορές και με τους χριστιανούς.
Πέμπτη και τελευταία ένσταση: οι θρησκείες ευθύνονται για τους πολέμους. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τεράστιο πραγματολογικό σφάλμα. Οι θρησκείες ευθύνονται για λιγότερο από το 10% των πολέμων στην ιστορία τής ανθρωπότητας. Ο πόλεμος, μάλιστα, είναι αντίθετος στη φύση ιδίως του χριστιανισμού, ο οποίος λατρεύει τον εσταυρωμένο βασιλέα τής ειρήνης. Αντιθέτως, αν φέρουμε στη μνήμη μας τις κοσμικές, ολοκληρωτικές, αντιχριστιανικές ιδεολογίες τού εικοστού αιώνα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι εκείνες ευθύνονται για το θάνατο ασυγκρίτως περισσότερων θυμάτων από όσα καταλογίζουν στον Χριστιανισμό κατά τους είκοσι αιώνες της ιστορίας του.
Με δύο λόγια, ενώ οι παραπάνω ενστάσεις επαναλαμβάνονται συνεχώς ως δήθεν πειστικές και εύλογες, η αποδεικτική τους ισχύς είναι, στην πραγματικότητα, ανύπαρκτη.
(Πηγή: Περιοδικό “Εφημέριος” Νοε. – Δεκ. 2020)
Πολύ καλό καί εὔστοχο τό ἀνωτέρω δοκίμιο τοῦ π. Δημητρίου. Θά ἤθελα νά προσθέσω ἐπιγραμματικά δύο-τρία σχόλια στίς ἀνωτέρω ἐνστάσεις.
Στήν πρώτη ἔνσταση ὁ Ἀριστοτέλης γράφει στά Μετά τά φυσικά, 1006 a 6-8;: “Ἔστι γάρ ἀπαιδευσία τό μή γινώσκειν τίνων δεῖ ζητεῖν ἀπόδειξιν καί τίνων οὐ δεῖ”
Στήν τρίτη ἔνσταση ὁ Ἰονέσκο γράφει χαρακτηριστικά ὅτι “ὁ ἀθλητισμός εἶναι τό νέο ὄπιο τῶν λαῶν”
Στήν τελευταία ἔνσταση ἔχουμε καί τό παράδειγμα τῆς κλασσικῆς δημοκρατικῆς Ἀθήνας. Ἡ δόξα της εἶναι ἀγέραστη στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. “Θαυμασθησόμεθα καί τοῖς νῦν καί τοῖς ἔπειτα” (=θά γίνουμε ἀντικείμενο θαυμασμοῦ καί ἀπό τούς συγχρόνους μας καί ἀπό τούς μεταγενέστερους) εἶπε ὁ Περικλῆς προφητικά στόν Ἐπιτάφιο. Ὅμως ἡ δημοκρατία της στηριζόταν στήν ἐκμετάλλευση τῶν ὑπηκόων της ἑλληνικῶν πόλεων. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅσο ριζοσπαστικοπεῖτο ἡ δημοκρατία τόσο πιό ἰμπεριαλιστική καί ἐπιθετική γινόταν ἡ Ἀθήνα. Μάλιστα κατά τή διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου κατέστρεψε καί ἐξανδραπόδισε κάμποσες ἑλληνικές πόλεις, Ὁ δέ διάλογος μέ τούς Μηλίους εἶναι τό ἀποκορύφωμα τοῦ πολιτικοῦ κυνισμοῦ στήν παγκόσμια ἱστορία.
Πολύ καλά τα παραπάνω για συζήτηση με σώφρωνες ανθρώπους, πιστούς και μη. Όμως, πολύ δύσκολα μπορεί να “πουλήσει” ένας χριστιανός το πρώτο επιχείρημα σε άθεους, όταν ζήσαμε και ζούμε τα φαινόμενα δεισιδαιμονίας από εκκλησιαστικούς κύκλους με τον κορονοϊό. Από την μια ζητάμε – και ορθώς – την “ανοχή” των ορθολογιστών στην αποδεικτική ικανότητα της επιστήμης, και από την άλλη προσφέρουμε με φανατισμό εντελώς ανορθολογικά επιχειρήματα – του στυλ δεν κολλάει ο ιός μέσα στον ναό κτλ – σε επιστημονικά θέματα. Δυστυχώς, ο διάλογος ορθολογισμού/χριστιανισμού – από τον οποίο εξαρτάται και το μέλλον της πίστης στον σύγχρονο κόσμο – είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα για να αφεθεί στα χέρια του σημερινού ιερατείου. Όμως – και εδώ έρχεται η ανορθολογική πίστη μας – ο Χριστός δεν θα μας αφήσει έτσι και θα βρει το τρόπο να μας δυναμώσει “παρά” τις προσπάθειες των εντός και εκτός των τειχών της μητέρας Εκκλησίας…
Ευτυχώς που ο ΠΟΥ και οι λοιποί ορθολογικοί οργανισμοί, δεν θα μας αφήσουν έτσι, καθώς τα νούμερα και οι κουβέντες πάνε και έρχονται όπως πιθανόν και ο υπουργός ανάπτυξης και κάποιοι ορθολογικοί (ή μη ορθολογικοί) μητροπολίτες. Ο μύθος του πολιτικά ορθού της επιστήμης καλά κρατεί από την εποχή της Ιεράς εξέτασης, της δίκης του Γαλιλαίου, και συνεχίζει ‘εως τις μέρες μας με την πλύση εγκεφάλου των ΜΜΕ (το όπιο του λαού) και τις αφανείς και εμφανεις διώξεις όσων δεν συμφωνούν με την μεγάλη επανεκκίνηση του μεγάλου αδελφού και τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο του Gates και του Face-book. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη καποιοι κληρικοί (πέρα από τους παπατζήδες) που στέκουν ακόμη όρθιοι
Το να παρατηρείς “φαινόμενα δεισιδαιμονίας από εκκλησιαστικούς κύκλους”, δεν είναι κάτι σπουδαίο, σαν να κλέβεις παγγάρι που λέει και ο λαός.
Το θέμα είναι να αναγνωρίζεις την νοσηρή θρησκευτικότητα σε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου και ειδικά στην εσχάτως ακμάζουσα… μεταφυσική της ιατρο-πολιτικής…
Δηλαδή, δεν βλέπω τρομακτικές διαφορές σε κάποιον πιστό που σε στραβοκοιτάει εάν φοράς μάσκα και σε έναν που -πιστός στο τελευταίο δημοσιογραφικό αφήγημα- ταυτίζει π.χ. τον ανεμβολίαστο με τον λεπρό.
Τον δεύτερο, προσωπικά, μάλιστα τον φοβάμαι περισσότερο: Ο πρώτος, όπως λέτε, έχει περισσότερες αφορμές να ξυπνήσει την κοιμισμένη του αγάπη.
Στα όρια του περιττού, συμφωνώντας τόσο με το εύστοχο δοκίμιο του π. Μπαθρέλλου όσο και με την κριτική της μεταφυσικής της ιατρο-πολιτικής του προηγούμενου σχολιαστού, θα επιχειρήσω να θέσω στην βάσανο της αγάπης του υποστηρικτού του διαλόγου ορθολογισμού/χριστιανισμού την συνέχεια της άποψης της άλλης ίσως μεριάς …
Ο μεγάλος λογικός φιλόσοφος Charles Sanders Peirce – από τους θεμελιωτές του Αμερικάνικου πραγματισμού που τόσο επιτακτικά επικαλούνται κάποιοι κύκλοι στις μέρες μας- στην εργασία του “How to Make Our Ideas Clear” / ‘Πώς να κάνουμε τις ιδέες μας ξεκάθαρες’, αναφέρει
Ας εφαρμόσουμε, εδώ λοιπόν, τους κανόνες μας. Σύμφωνα μ αυτούς , η πραγματικότητα, όπως κάθε άλλη αποδιδόμενη ιδιότητα, συνίσταται από τα ιδιόμορφα αισθητά αποτελέσματα τα οποία παράγουν τα πράγματα που συμμετέχουν σ αυτήν. Το μόνο αποτέλεσμα που τα πραγματικά πράγματα έχουν, είναι να προκαλούν πίστη, γιατί όλα τα αισθητηριακά ερεθίσματα που εγείρουν αναδύονται στην συνείδηση με την μορφή πεποιθήσεων. Το ερώτημα , επομένως, είναι, πώς μια αληθινή πεποίθηση (η μια πεποίθηση για το πραγματικό του πράγματος) μπορεί να ξεχωρίσει από μια ψευδή πεποίθηση (η μια πεποίθηση σ ένα αποκύημα φαντασίας). Όπως τώρα έχουμε δει, στην προηγούμενη εργασία, οι ιδέες της αλήθειας ή του ψεύδους, στην πλήρη τους ανάπτυξη, αποτελούν αποκλειστικά μέρος της επιστημονικής μεθόδου για την διευθέτηση των απόψεων. Κάποιος που αυθαίρετα επιλέγει την πρόταση που θα υιοθετήσει μπορεί να χρησιμοποιήσει την λέξη αλήθεια μόνο για να δώσει έμφαση στην έκφραση του ότι είναι αποφασισμένος να επιμείνει στις επιλογές του. Βεβαίως, η μέθοδος της επιμονής στο εκάστοτε κρατούν των απόψεων, ποτέ δεν επικράτησε αποκλειστικά. Η λογική είναι κάτι το πολύ φυσικό, στους ανθρώπους, για να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Όμως στην γραμματεία των εποχών του σκοταδισμού βρίσκουμε κάποια εξαιρετικά παραδείγματα κάτι τέτοιου. Όταν ο Scotus Erigena σχολιάζει ένα ποιητικό κείμενο στο οποίο ο ελλέβορος φέρεται να έχει προκαλέσει τον θάνατο του Σωκράτη, δεν διστάζει να πληροφορήσει τον αναγνώστη που αναρωτιέται, ότι ο Ελλέβορος και ο Σωκράτης ήταν δυο επιφανείς Έλληνες φιλόσοφοι, και ότι ο δεύτερος έχοντας υπερκεραστεί στην επιχειρηματολογία από τον πρώτο πήρε το θέμα κατάκαρδα και πέθανε εξ αιτίας αυτού! Τι ιδέα για την αλήθεια μπορούσε να έχει ένας άνθρωπος που μπορούσε να υιοθετήσει και να διδάξει, δίχως έστω την διαβάθμιση ενός προσδιοριστικού ίσως, μια άποψη που έχει παρθεί τόσο τυχάρπαστα; Το πραγματικό πνεύμα του Σωκράτη, ο οποίος ελπίζω θα είχε ενθουσιαστεί να ‘έχει υπερκεραστεί σ ένα επιχείρημα’, γιατί θα είχε μάθει κάτι απ αυτό, βρίσκεται σε περίεργη αντίθεση με την απλοϊκή ιδέα του σχολιαστή (glossist), για τον οποίο η συζήτηση θα φαίνονταν απλά σαν ένας αγώνας…
Ελπίζω ότι και κάποιοι ανεμβολίαστοι, έχοντας υπερκεραστεί στην επιχειρηματολογία τους από τις άξιες και καθ όλα επιστημονικές θέσεις των υπερασπιστών του εμβολιασμού, δεν θα πάρουν το θέμα τόσο κατάκαρδα ώστε να πεθάνουν εξ αυτού…
Μα βρε παιδί μου, πως γίνεται μόνο οι “καλοί χριστιανοί” να βλέπουν την παγκόσμια συνωμοσία των Gates και Zuckenberg, των ΜΜΕ, του ΠΟΥ κτλ.. και από την άλλη να χρησιμοποιούν το Facebook, να γράφουν στο Word, να παίρνουν την ασπιρίνη της Ναζιστικής Bayer, να παραγγέλνουν το viagra της pfizer στο dark web, να είναι γραμμένοι σε συλλόγους ιαπωνικής αυτοάμυνας. κτλ κτλ. Τέλος πάντων, δεν υπάρχει επιχείρημα να πείσεις κάποιον ότι η δεισιδαιμονία του είναι λανθασμένη. Ευτυχώς, έρχεται η πραγματικότητα και λύνει το πρόβλημα αργά ή γρήγορα. Όπως έλεγε και ένας Γέροντας Λαυρεώτης πριν αρκετά χρόνια (πραγματικός, όχι “Γέροντας του Facebook”), η Ορθοδοξία είναι η αποδοχή της πραγματικότητας, αφού την πραγματικότητα την φτιάχνει ο ίδιος ο Θεός..Εδώ θα είμαστε για να φανερωθεί η πραγματικότητα μπροστά μας στο επόμενο διάστημα..Καληνύχτα σας..
Αγαπητέ κε Αντώνη Λ.
Πολύ εύστοχο το σχόλιο, και όντως είναι κρίμα να πεθάνει κάποιος για ένα πείσμα.
Βέβαια, το να πεθάνει εν τέλει κάποιος άνθρωπος είναι πιθανολογική συνάρτηση πολλών παραγόντων επίσης γνωστών από την -ίδια- επιστήμη.
Δεν χρησιμοποιώ πάντως τυχαία την έννοια «Ιατρο-πολιτική» καθώς ζούμε μία ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία επικοινωνιολόγοι, μαθημένοι ως τα χθες να διαφημίζουν επιδόματα, να ξεπλένουν υπουργούς και να πείθουν για την τάδε πολιτική ασχολούνται επισταμένως ,αποκλειστικώς και καθημερινώς με ιατρικά προϊόντα.
Την ίδια στιγμή, τα δεδομένα αλλάζουν, ίσως όχι δραματικά, πάντως ότι λεγόταν πριν έναν μήνα σίγουρα δεν λέγεται έτσι σήμερα. Θυμίζω π.χ. πως η αισιοδοξία της ελευθερίας του εμβολιασμένου έχει μετριαστεί στην (σημαντικότατη) αποτροπή της βαριάς νόσησης από Δ.
Αγαπητέ κε Τάσο Πέτκου
Χωρίς να αρνούμαι στο ελάχιστο φαινόμενα που περιγράφετε, αυτό που με ξενίζει συχνά είναι η ταύτιση της θρησκευτικής παθογένειας αποκλειστικά με θρησκευτικούς χώρους.
Η μεταφυσική, αντιθέτως, τείνει να είναι καθημερινή μας ασχολία γεγονός που αγνοούμε παθολογικά ελέω του θανατηφόρου ιού.
Σαφώς και έρχεται αμείλικτη η πραγματικότητα.
Είναι πάντως η ίδια πραγματικότητα που σταμάτησε τις λοβοτομές και τα ηλεκτροσόκ στους σχιζοφρενείς αδελφούς μας.
Δεν τις έκαναν παπάδες του μεσαίωνα, αλλά γιατροί του 20ού.
Καλημέρα σας
Αγαπητε κε Πέτκου
Στο πνεύμα των λεγομένων του π. Μπαθρέλλου και σε απάντηση πιστεύω των όσων λέτε πολύ εύστοχα ο καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης στο μνημειώδες έργο του: «Παλαμικά» γράφει χαρακτηριστικά: «Η άκτιστη χάρη δεν προσφέρεται κατά μαγικό τρόπο προς ενίσχυσιν των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου ή των πνευματικών ικανοτήτων αυτού. Μία τοιαύτη χάρις θα ήτο κτιστή, διότι απλούστατα δεν θα απετέλει προσωπικήν σχέσιν, αλλ’ αντικειμενικήν προσφοράν. Άκτιστος χάρις είναι το φως του Θεού. Είναι η έλευσις και η παραμονή αυτού εντός του πιστού… Άκτιστος χάρις είναι η δόξα της Μεταμορφώσεως, η πνοή της Πεντηκοστής. Η οποία αναγεννά τον άνθρωπος… Άκτιστος χάρις είναι η ζωή του Χριστού εντός του πιστού και η ζωή του πιστού εντός του Χριστού».
Ο διάλογος ορθολογισμού/χριστιανισμού – από τον οποίο όπως αναφέρετε εξαρτάται και το μέλλον της πίστης στον σύγχρονο κόσμο δεν μπορεί βεβαίως να γίνει με τους όρους της σχολαστικής φιλοσοφίας που βρίσκεται στα θεμέλια του είδους της επιστήμης που εσείς προκρίνετε.
Κάποιους αιώνες πριν στα πλαίσια ενός τέτοιου διαλόγου μεταξύ του Γρηγόριου Παλαμά και του σχολαστικού Βαρλαάμ η ορθοδοξία ανέπτυξε τις θέσεις της για την σύσταση της πραγματικότητας αναζητώντας την άκτιστη χάρη στα όρια μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Θέσεις που η σύγχρονη επιστήμη φαίνεται να προσεγγίζει με τους όρους της σύγχρονης κβαντομηχανικής όπου η ‘κτιστή’ πραγματικότητα των παρατηρούμενων φαινομένων αντιπαραβάλλεται με την ελευθερία των επιλογών της πορείας αυτού που βρίσκεται πέρα από τις παρατηρήσεις που συνδέουν τα πειράματα με την επιστημονική πραγματικότητα
Kαθώς χάος υπεισέρχεται σε όσα συμβαίνουν ή λειτουργούν διαδραστικά μεταξύ γης και ουρανού, στην προσπάθεια που κάνουμε να οργανώσουμε κατά κάποιο τρόπο τις σκέψεις μας συνακόλουθα με τις σκέψεις του εκάστοτε ειδικού, σοφού επιστήμονα, ενορατικού ποιητή, άγιου ή μάγου που έχει κάτι στην πορεία αυτού του είδους των σκέψεων να μας πει ή να προσθέσει στο σκεπτικό μας, πιθανότατα θα αισθανθούμε ότι καθώς πηγαίνουμε προς τα πίσω ιχνηλατώντας τέτοιου είδους διαδρομές, κάποιες φορές περισσότερο επιστημονικά ή θεωρητικά, κάποιες φορές λιγότερο θεωρητικά και περισσότερο εμπειρικά, αναπόφευκτα επαυξάνουμε την αβεβαιότητα της στόχευσης του θέματος που έχουμε θέσει προς παρακολούθηση.
Ισως αρμόζει στην περίπτωση τέτοιου είδους αναδρομών στην δύσκολη κατά καιρούς σχέση θρησκείας και επιστήμης η στροφή της κρητικής μαντινάδας
Μη μου ξυπνάς το παρελθόν
άφησ’ το να κοιμάται
γιατί πολύ πονεί η καρδιά
όταν παλιά θυμάται
Μια τελευταία αναφορά θα ήθελα να κάνω στο πρόβλημα της ανθρώπινης συνείδησης παραθέτοντας κάποια αποσπάσματα από μια ομιλία του σύγχρονου φιλόσοφου John Searl στα γραφεία της Google στην προσπάθεια να στρέψω την προσοχή στα λεγόμενα του π. Μπαθρέλλου, που πιστευω ότι ο περιορισμός της συζήτησης στα προβλήματα του Covid, πολύ αδικεί όσον αφορά την αρχική του στόχευση.
Οσον αφορά τα συμπεράσματα που προκύπτουν στον χώρο της φιλοσοφίας της επιστήμης ή της επιστημολογίας, όταν προσπαθούμε να προσεγγίσουμε επιστημονικά το πρόβλημα της συνείδησης, γίνεται συστηματικά ασαφής ο ορισμός τους, αναφέρει ο Searl, «..ανάμεσα σε μια έννοια που είναι επιστημική, όπου επιστημική σημαίνει ότι έχει να κάνει με την γνώση, και μια έννοια που είναι οντολογική, όπου οντολογική σημαίνει ότι έχει να κάνει μ αυτό που υπάρχει…Επιστημικά η διαφοροποίηση προκύπτει μεταξύ τύπων επικαλούμενης γνώσης. Αν πω ότι ο Rembrandt γεννήθηκε το 1606, αυτό είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, είναι επιστημικά αντικειμενικό, αλλά αν πω ο Rembrandt είναι ο μεγαλύτερος ζωγράφος που έζησε ποτέ, αυτό είναι θέμα γνώμης. Αυτό είναι επιστημικά υποκειμενικό. Κάτω απ’ αυτό βρίσκεται μια διάκριση στους τρόπους ύπαρξης. Πολλά πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτό που σκέφτεται κανείς. Έχουν τρόπο ύπαρξης οντολογικά αντικειμενικό. Αλλά πράγματα υπάρχουν μόνο στην έκταση που προκύπτουν μέσα από την εμπειρία ενός υποκειμένου. Είναι οντολογικά υποκειμενικά. Τα βουνά, τα μόρια και οι τεκτονικές πλάκες ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Όμως οι πόνοι, οι πίκλες, και τα ερεθίσματα της φαγούρας ανήκουν στην δεύτερη κατηγορία.
Αυτή η διάκριση είναι σημαντική, γιατί πολλά φαινόμενα που είναι οντολογικά υποκειμενικά επιδέχονται καταλογισμό που είναι επιστημικά αντικειμενικός. Η επιστήμη είναι αντικειμενική, ενώ η συνείδηση οντολογικά είναι υποκειμενική. Όμως η επιστημική αντικειμενικότητα μιας θεωρίας, δεν αποκλείει έναν επιστημικά αντικειμενικό καταλογισμό μιας περιοχής που είναι οντολογικά υποκειμενική…Μια άλλη διάκριση που έχει κριτική σημασία έχει να κάνει με φαινόμενα που είναι ανεξάρτητα από τον παρατηρητή, όμως ο κόσμος είναι γεμάτος από πράγματα που έχουν σημασία για μας που είναι σχετικά με τον παρατηρητή, υπάρχουν μόνο σχετικά με τους παρατηρητές ή αυτούς που τα χρησιμοποιούν, όπως πχ το κομμάτι χαρτί που έχω στο πορτοφόλι μου είναι χρήμα, όμως το γεγονός που το κάνει χρήμα δεν είναι η χημεία του, είναι ένα γεγονός που έχει να κάνει με τον τρόπο που εμείς το βλέπουμε…Όλα τα φαινόμενα που είναι σχετικά με τον παρατηρητή δημιουργούνται από την ανθρώπινη συνείδηση και έτσι εμπεριέχουν ένα στοιχείο οντολογικής υποκειμενικότητας…Παρ όλα αυτά, μπορούμε να έχουμε μια αντικειμενική θεωρία των οικονομικών, παρότι τα φαινόμενα που μελετάμε με την οικονομική θεωρία είναι γενικά σχετικά με τον παρατηρητή».
Αγαπητέ κε Χαράλαμπε Π.
Εκπληξη μου προκάλεσε η ανάρτηση του τελευταίου σχολίου μου, καθώς προηγούμενο σχόλιο μου δεν είχε ανέβει, και ως εκ τούτου είχα θεωρήσει ότι η συζήτηση (τουλάχιστον εκ μέρους μου) είχε λήξει.
Ούτως ή άλλως η εξέλιξη των λεγομένων, πέρα από το ότι θεωρώ ότι αδικεί την στόχευση του π. Μπαθρέλλου, αδικεί και το αρχικό σχόλιο του κου Σχοινιά, οπότε σε περίπτωση που γίνουν αποδεκτά τα τελευταία (και το εννοώ) που γράφω, μου δίνεται η ευκαιρία να επανέλθω στα αρχικά του κου Σχοινά, όπου μεταξύ των όσων τόσο εύστοχα αναφέρει θα ήθελα να στρέψω την προσοχή στην παραπομπή του στον Αριστοτέλη, που βρίσκω ιδιαιτέρως σχετική με την όλη συζήτηση.
“Ἔστι γάρ ἀπαιδευσία τό μή γινώσκειν τίνων δεῖ ζητεῖν ἀπόδειξιν καί τίνων οὐ δεῖ”
Προς διευκρίνηση τέλος των δικών μου λεγομένων, και προς αποφυγή παρεξηγήσεων, πόσο μάλλον απόδοσης ευσήμων για κάτι που δεν εννοώ, θα ήθελα να επαναλάβω το αρχικό μου σχόλιο με ένα κόκκο αλάτι (a grain of salt), με την σωστή στίξη και τον σωστό τονισμό.
«…Ελπίζω ότι και κάποιοι ανεμβολίαστοι, έχοντας ίσως υπερκεραστεί στην επιχειρηματολογία τους από τις άξιες και καθ όλα επιστημονικές θέσεις των υπερασπιστών του εμβολιασμού (;;), δεν θα πάρουν το θέμα τόσο κατάκαρδα ώστε να πεθάνουν εξ αυτού…»
Βεβαίως και δεν εννοώ ότι «… είναι κρίμα να πεθάνει κάποιος για ένα πείσμα (εμβολιασμένος ή ανεμβολίαστος – δεν παίρνω θέση), όμως είναι σίγουρα κρίμα, όπως το εννοώ, να μην μπορεί να παρακολουθήσει κανείς με ανοικτό μυαλό μέχρι τέλους τα επιχειρήματα του άλλου.
Συμφωνώ απολύτως με το σχόλιο σας για την λοβοτομή, και δράττομαι της ευκαιρίας να σας ευχαριστήσω ούτως ή άλλως για τα καλά σας λόγια