"Όταν κάτι μας φαίνεται όμορφο, αυτό το κάτι είναι, στην πραγματικότητα, μια εικόνα η οποία ταιριάζει σε μιαν όμορφη ιδέα που προϋπήρχε μέσα μας και απλώς περίμενε τη μορφή της να έρθει απ’ έξω. Όταν ερωτευόμαστε, εκείνος τον οποίο ερωτευθήκαμε είναι η εικόνα που αγαπούσαμε ανέκαθεν και που τώρα, ξαφνικά, αποκτάει σάρκα και οστά. Ο θαυμασμός μας είναι ένα καθρέφτισμα. […] Η αγάπη επομένως αποτελεί μια στιγμή Αναγνώρισης. «Σ’ αγαπώ» θα πει «Σε θυμάμαι από μιαν άλλη ζωή, ωραιότερη». Αγάπη είναι η Στιγμή που ένα Σύμβολο (από μέσα μας ξεκινώντας) έρχεται να τυλίξει μιαν εικόνα (εκεί έξω) με τρυφερότητα τριών διαστάσεων". Οι προηγούμενες φράσεις ανήκουν στον Ευγένιο Αρανίτση κι όχι σε κάποιο διάσημο ψυχαναλυτή. Ο ποιητής, συγγραφέας και κριτικός (σε ηλικία 21 ετών συνεργάστηκε με τον Ελύτη) γράφει με φως στο μάρμαρο.Τα αποσπάσματα αφορούν το βιβλίο «ΙΨ ο τυπογράφος – Ο Ελύτης για παιδιά και ερωτευμένους» των εκδόσεων Πατάκη*.
Το έργο αποκαλύπτει την άνεση του Αρανίτση να κινείται στα βάθη των συμβόλων. Αυτά που αναδύονται από μαγευτικούς παράδεισους όπως λέει ο ίδιος. Τα ξεχασμένα σύμβολα… δε ξέρουμε πλέον ούτε πώς ακούγονται, ούτε πώς βλέπονται (όχι με τα μάτια). Η ψυχή στο επίπεδο του μέσου ανθρώπου δύσκολα αφουγκράζεται, καθώς εγκλωβίζεται στη ρηχότητα των ψηφιακών λεωφόρων. "Η ροή των εικόνων της τηλεόρασης, για παράδειγμα, δεν παρουσιάζει κάτι αληθινό. Η αγάπη, το χιούμορ μερικών γέρων που μιλούν στις παντόφλες τους, η γεύση της λέξης «Ιούνιος» που στάζει απ’ το βερίκοκο, η συγκίνηση που προκαλεί το καλοκαιρινό λυκόφως σαν πυρετός στον αυχένα, η ομορφιά του ήχου της αραβικής γλώσσας όταν τη μιλάνε ορφανά παιδιά… Αληθινό είναι ό,τι περιέχει Νόημα, δηλαδή αυτό στο οποίο διακρίνουμε βαθύτητα." Η ομορφιά είναι πολύ καλά κρυμμένη ειδικά όταν είμαστε νέοι. Ίσως η νεότητα δεν έχει τις ικανότητες να ψάξει στα βαθειά. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο θάνατο τόσο μεγαλύτερη η ωριμότητα μας. Το ενδοψυχικό υλικό μαλακώνει, οι ιδέες περνούν στο υπέδαφος της προσωπικότητας προκαλώντας τομές, αναδεικνύοντας παλιές πληγές. Κατά τη γνώμη μου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συνάντηση (τουλάχιστον με έναν) πραγματικό δάσκαλο (π.χ. τον Ελύτη ή τον Αρανίτση).
Τι είναι όμως η ποίηση; Είναι το δίδαγμα του ποιήματος που απαιτούσαν τα κοκάλινα γυαλιά της φιλολόγου; Είναι η στεγνή και άτονη φωνή των σχολικών τοίχων που διδάσκουν υποτίθεται Νέα Ελληνικά; Είναι πολλά και τίποτα. Αλλά όμως: "ένας καλός αναγνώστης της καλής ποίησης πρέπει να διαβάζει απ’ έξω προς τα μέσα, δηλαδή αρχίζοντας από τις λέξεις που επιπλέουν στην επιφάνεια του κειμένου, και προχωρώντας κάτω απ’ αυτήν, πίσω απ τις λέξεις και τα σημεία της στίξης, ως τα βάθος, ως εκεί που θα βρει τη συγκίνηση. Διότι αυτός είναι ο στόχος." Επιτέλους, ο στόχος ήταν η συγκίνηση, το αντίθετο δηλαδή του βαθμού στον έλεγχο. Πόσοι βγήκαμε συγκινημένοι από στις σχολικές αίθουσες; Πόσοι αναζητήσαμε αργότερα να απαντήσουμε ξανά τον Ελύτη ή το Σολωμό;
"Το Σύμβολο χρησιμεύει στο να σημαίνει αυτό που δεν μπορούμε να δούμε αλλά μόνον να σκεφτούμε και να νιώσουμε. […] Καμιά φορά το κύκλωμα της λογικής υπερθερμαίνεται προκαλώντας εγκαύματα. Απέναντι σ’ αυτό τον κίνδυνο, το Σύμβολο λειτουργεί σαν φυλαχτό, σαν ασφάλεια στον πίνακα της ΔΕΗ. Άλλοι λένε πως το Σύμβολο είναι το οξυγόνο της σκέψης και πως, γι’ αυτό η γλώσσα που σκέφτεται με Σύμβολα δεν λαχανιάζει ποτέ, ακόμη κι αν ανεβαίνει στον Όλυμπο για να δει τους θεούς πάνω στα 24 σκι τους. Μια μέρα (αλλά ποια μέρα!) το Σύμβολο θα θεωρείται το εμβόλιο που θα πρέπει να κάνεις στη σκέψη σου όταν αυτή είναι ακόμη νήπιο. Χαμένες ιδέες, χαμένες πατρίδες, ποιος σκοτίζεται για τα σύμβολα στην εποχή μας… Κάθετι που φτιάχνουν οι άνθρωποι γύρω μας για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, προβάλει τεράστιο και επιβλητικό: το διαφημίζουν σαν απαραίτητο. Το προσκυνάνε λες και η ψυχή τους έχει πονόδοντο. Το λεγόμενο Κράτος, η κρατική οικονομία, τα δίκτυα της τηλεόρασης, όλ’ αυτά είναι πράγματα γιγαντιαία, πανταχού παρόντα. Όμως η λεπτομέρεια παραμένει μαγική. Είναι εγγονάκι του ονείρου."
Ας μη ξεχνάμε ότι: "Για τους μεγάλους έλληνες ποιητές, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Καρούζο, δεν υπάρχει θέμα πιο σημαντικό απ’ το Πένθος, δηλαδή απ’ τη συγκίνηση που νιώθεις όταν αυτό που αγαπάς πεθαίνει. Σε πείσμα του Θανάτου, ετούτη εδώ η συγκίνηση δεν είναι αγκάθι που το καταπίνεις. Έχει τη γεύση πρώτου φιλιού. […] Κατάθλιψη ονομάζουμε ακριβώς το εξής: όταν σε παίρνει ο θάνατος χωρίς να σε σκοτώσει. Δεν κατορθώνεις να πενθήσεις, ν’ αποχωριστείς; Τότε βυθίζεσαι στην κατάθλιψη." Ο πολιτισμός μας έχει μια ιδιαίτερη κλίση στην απάρνηση – απώθηση του πένθους. Γι’ αυτό καταφάσκει την κατάθλιψη. Τούτο το τελευταίο πάχυνε τις φαρμακευτικές εταιρείες σαν τοξικές κοκότες. Όμως οι άνθρωποι καταπίνουν και καταπίνουν χάπια, χωρίς συνειδητοποίηση των συμβολισμών.
Το βιβλίο του Αρανίτση είναι ένας μικρός θησαυρός, μεταφορών και συμβόλων. Τη χρειαζόμαστε τη συγκίνηση. Μας βγάζει για λίγο από το καταστροφικό εγώ μας. Περιέχει μέσα η έννοια το σωτήριο «συν», αλλά και τη λέξη «κίνηση». Προφανώς το πτώμα είναι το μόνο ακίνητο. Ακόμη και το σύμβολο δείχνει σε άλλο σύμβολο, που δείχνει σε άλλο σύμβολο δημιουργώντας κίνηση (ή ενέργεια). Λένε πως είναι δύστροπος και δυσνόητος ο Αρανίτσης. Όμως, ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα, είχε γράψει ο Ελύτης. Όσο ψαρεύεις στα βαθειά νερά του, όλο και κάτι πιάνεις. Χρειάζεσαι όμως τις ρυτίδες που αυλακώνουν το πρόσωπο του ψαρά πριν κρατήσεις στα χέρια σου τα μεγάλα ψάρια. Τότε έρχεται και η θάλασσα δηλαδή η συνείδηση.
Μια "μικρή" λεπτομέρεια. Το βιβλίο, έκδοση του 1999, δεν κυκλοφορεί πλέον στα βιβλιοπωλεία. Ίσως ο συγγραφέας να έχει ανακαλέσει, ίσως να μην επιθυμεί την επανέκδοση του, ίσως απλά… να νευρίασε με όσα βλέπει και ακούει. Όμως πρόκειται για ένα μοναδικό έργο που αστραποβολεί στο στερέωμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κόβει βόλτες στην ψυχή μας, θυμίζοντας για μια ακόμη φορά ότι η ψυχή αν και σκοτεινή είναι απέρατη. Όσο για τις ζωγραφιές του Δημήτρη Καλοκύρη, καλύτερα να μη σχολιαστούν. Είναι απλά αριστουργηματικές.
Σαν δροσερή βυσσινάδα στο κατακαλόκαιρο
Δεν ξέρω για το – εξαντλημένο, λοιπόν – βιβλίο του Αρανίτση. Βλέποντας τα αποσπάσματα, εδώ, μου επιβεβαιώνεται η εικόνα μιας… ανταγωνιστικής σχέσης με τον αναγνώστη: μιας εναλλαγής φιλικών όσο και… ά-φιλων αιφνιδιασμών. Ξέρω όμως για το κείμενο αυτό του Βαγγέλης Μεννή. Το βρίσκω θαυμάσιο.
ευχαριστώ πολύ, ενδιαφέρον το σχόλιο σας ούτε που μου είχε περάσει απ’ το μυαλό, ίσως πρέπει να το ψάξω. Αν υπάρχει ανταγωνιστικότητα είναι φαίνεται υποσυνείδητη.
Ο Αρανίτσης, κατά τη γνώμη μου, είναι γίγαντας στην ηθογραφία δε νομίζω ότι τα μεγέθη συγκρίνονται, υπολογίζω ότι βρίσκομαι εκατοντάδες χρόνια πίσω, σε πνευματική ηλικία. Καθώς, όπως γνωρίζουμε, στην πνευματική ηλικία δε ζεις μόνο το ηλικιακό προσδόκιμο που δίνει η στατιστική και υπολογίζεται η σύνταξη και το εφάπαξ…
Η στόχευση του κειμένου είναι να αρπάξει ο αναγνώστης κάποια λουλούδια από τον (κατά Ελύτη πάλι) ανθισμένο γκρεμό που λέγεται Αρανίτσης. Τι καλά που θα ήταν να υπήρχε ένας πνευματικός φορέας που να κατευθύνει νέα παιδιά προς αυτά τα σχολεία κι όχι προς τα άλλα που μας μαθαίνουν μόνο ψυχαναγκασμούς. Αν λοιπόν το άρθρο δημιουργεί ένα διερώτημα για το “ποιος είναι αυτός” τότε αξίζει τις ώρες που πέρασα γράφοντας.
Κατά τα άλλα αυτός παίζει τη μελωδία κι εγώ έβαλα κάνα δυο ακόρντα.
“Συγκίνηση…”
Δυστυχώς, η ανθρωπότητα παράγει πολύ αίσθημα και ολίγο πνεύμα. Και το πολύ τρώει το λίγο. Δεν το λέω σχετλιαστικά, το λέω με λύπη. Επειδή το πολύ σπαταλιέται και συσσωρεύεται σε τόσο μεγάλες ποσότητες που καταντά ν’ αποκλείει κάθε προσέγγιση προς το Ουσιώδες. Και το δάκρυ, το πιο ιερό πράγμα, με το να θολώνει τα μάτια (και το νου) γίνεται η αιτία που συγχέουμε στην τέχνη την ομιλία σε πρώτο πρόσωπο με την ιδιωτική περίπτωση του δημιουργού. Έτσι, μοναδικό μας κριτήριο απέναντι σε κάθε δημιούργημα έφτασε νά ’ναι η “συγκίνηση” και μόνον. Είναι όμως έτσι; Αυτό είναι το σωστό;
Προσωπικά, δεν θυμάμαι ποτέ να δοκίμασα συγκίνηση απέναντι στον Παρθενώνα ή την Ιλιάδα, στις ψηφιδογραφίες της Ραβέννας ή τον Σολωμό. Δόνηση, ναι. Δέος, ναι, αν όχι και απορία: πως γίνεται, πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος τόσο από την φύση του υπό, να φτάνει σ’ ένα τέτοιο υπέρ. Να ευθειάσει ή να καμπυλώσει τις γραμμές στο μάρμαρο, στη γλώσσα, στους ήχους, με τόση ακρίβεια που να υπακούουν και να μας παραδίδονται τα στοιχεία του κόσμου όπως θα θέλαμε να είναι, όπως τα ζητά η ψυχή μας και όπως όλες οι πιθανότητες δείχνουν ότι θα μπορούσαν να είναι. Αλλά το ίδιο, υπό τον όρο της υψηλής ποιότητας, παρατηρούμε και σε πιο μικρή κλίμακα: στ’ αρχαϊκά ειδώλια και τον Αρχίλοχο, στις λαϊκές Βαϊφόρους και τον Θεόφιλο, στην Παραπορτιανή και το Ρόδον το Αμάραντον.
Πνεύμα που για να το εισδεχθείς πρέπει να κάνεις άλμα πάνω από την συγκίνηση. Και νά ’χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από ’κει μιλάει ο κόσμος. Από ’κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό. Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ.
Ελύτης Ιδιωτική Οδός