Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Ελλάδα

1
1154

Όλα μαζί σε ένα θεότρελο διονυσιασμό. Η αίσθηση της ελευθερίας στη κατάληψη της Νομικής: «Είναι λίγο γραφικό: σ’ ένα αμφιθέατρο η ολονυχτία. Οι πιο πολλοί δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, ήταν από διάφορες σχολές, και λαγοκοιμόμαστε οι περισσότεροι κουρασμένοι στα έδρανα, στα καθίσματα, στις κερκίδες, και μερικές φορές σηκωνόταν κάποιος ανώνυμος από το πλήθος κι έγραφε με την κιμωλία στο μαυροπίνακα ένα στίχο του Σεφέρη, κάτι του Μακρυγιάννη, μη φανταστείς τίποτα εξτρέμ, και μετά, χωρίς να πει το όνομά του, χωρίς να πει τίποτε, επέστρεφε στη θέση του. Ήταν δηλαδή και πάλι αυτό, ο θρίαμβος της υπαινικτικότητας, που όμως έκρυβε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι να αγόρευες δέκα λεπτά, να έβγαζες ένα λόγο δεκάρικο. Στο λέω σαν μορφή επικοινωνίας πολύ λιτή, συμπυκνωμένη» (συνέντευξη)[1].

Από την άλλη, η φωνή των αναρχικών- και ιδίως η επιμονή τους στην «απόλαυση» με την έννοια της λακανικής jouissance- εξέφραζε από πολλές απόψεις την προκλητική πτυχή του ’68 και ερχόταν σε αντίθεση με την εντονότερη σοβαρότητα που χαρακτήριζε το φοιτητικό κίνημα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η σοβαρότητα υπαγορευόταν επιτακτικά από το έντονα κατασταλτικό πλαίσιο, από το υψηλό τίμημα της συμμετοχής στο κίνημα και από την αίσθηση της «εθνικής αποστολής» την οποία είχαν οι φοιτητές. Για το λόγο αυτό η Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης αποφάσισε ότι τα συνθήματα έπρεπε να είναι άμεσα, λακωνικά, να απομνημονεύονται, να αντιγράφονται και να επαναλαμβάνονται εύκολα, όμως να μην έχουν καμία συνδήλωση που θα παρέπεμπε σε αντιιεραρχικές τοποθετήσεις[2].

Δύο τάσεις μίας Ελλάδας που κοιτά προς τη Δύση, μένοντας στην ανατολική της ιδιοπροσωπία. Θα έλεγε κανείς ότι την ίδια υπαρξιακή και πολιτισμική «σχιζοφρένεια» θα επιδείξουν και οι δικτάτορες, οι οποίοι από το 1967 θα προσπαθήσουν να «διασώσουν» την ελληνορθόδοξη παράδοση και θα αναγκαστούν εκ των πραγμάτων να γίνουν τελικά οι «τουριστικοί ατζέντηδες» των χίπιδων τουριστών στα Μάταλα και αλλού. Τους ενοχλούσε ο κομμουνισμός (δήθεν) των Λαμπράκηδων, αλλά ασμένως καλοδέχονταν το δολάριο και τη δυτική σφαίρα επιρροής. Και αν σε συνθήκες ψυχρού πολέμου, αυτό το αντιφατικό σχήμα άντεχε και λειτουργούσε, και από την πλευρά των  χουντικών και από την πλευρά των φοιτητών, όταν παρήλθε το πλαίσιο, στην επόμενη φάση της δημοκρατικής μεταπολίτευσης, τότε θα μείνει και θα επικρατήσει ο δυτικός καταναλωτισμός που εξήχθη αποτελεσματικά από την Ευρώπη σε αυτή τη μικρή βαλκανική χώρα. Στο βάθος του χρόνου της ιστορίας που θα ξεχαστούν οι ερπύστριες των τανκ και οι βασανισμοί των σαδιστών του καθεστώτος, η ελληνική και ορθόδοξη παράδοση αυτού του λαού που ήταν υπέρ του καθεστώτος θα συναντηθεί με την ελληνική και ορθόδοξη παράδοση αυτών των ηρωικών λίγων που αντιτάχθηκαν στο καθεστώς. Θα αλλάξουν οι εποχές και θα συμφιλιωθούν ιδεολογικά απέναντι στο ούτως ή άλλως πλειοψηφικό ρεύμα της απέραντης λαγνείας της ύλης και του χαβαλέ της υπόλοιπης κοινωνίας.

Μιλάμε για κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες και για μία Ελλάδα που δεν είχε ποτέ ταξικότητα. Αυτή η έλλειψη της επέτρεπε να διαφεύγει από τα ανταγωνιστικά δίπολα και να κάνει «βουτιές» σε μία παράδοση (συνήθως, της γενιάς του ’30), την οποία και υπερεκτιμούσε. Ο μέσος αριστερός εκείνης της εποχής, αυτός του Πολυτεχνείου, απόφευγε τα αντικρατικά και ελευθεριακά συνθήματα του Μάη του ’68 και έμενε πίσω στο Σεφέρη και τον Μακρυγιάννη. Δεν ήταν εργάτης, αν και υπήρχαν ακόμα τότε εργάτες, συνέχιζε να είναι παραδοσιακός μικροαστός. Και στα χρόνια που ακολούθησαν δεν εμφανίστηκε και πάλι καμία ιδιαίτερη ταξικότητα, όμως το εθνικό (και θρησκευτικό) πλαίσιο της παράδοσης δεν σήμαινε και πολλά σε μία μαζική δημοκρατία. Οι χειρότεροι εφιάλτες των ιδεολόγων της δικτατορίας και των φοιτητών του Πολυτεχνείου για τη δυτικοποίηση και την «αμερικανοποίηση» της καθημερινότητας και των ηθών θα οριστικοποιηθεί κοινωνικά τότε, σε δημοκρατικό καθεστώς.

[1] Κ. Κουρνέτη, Τα παιδιά της Δικτατορίας. Φοιτητική Αντίσταση, Πολιτισμικές Πρακτικές και η μακρά δεκαετία του εξήντα στην Ελλάδα, εκδ. Πόλις, 2015, σ. 466-467.

[2] Κ. Κουρνέτη, ό.π., σ. 519.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της Νίκης Καραγάτση.

1 σχόλιο

  1. Λιτό, άμα και συνεκτικό το άρθρο του κ. Βαρδή. Πιστό στο πνεύμα της γενιάς του ’30 και του ’60. Δηλαδή ελληνότροπο. Και αυτό, και εκείνο. Ενεργεία δυνατή η γενιά του Πολυτεχνείου. Δυνάμει, όμως, αδύνατη. Η Εξουσία πάντα δυνατότερη… “έως αν η αυτή φύσις των ανθρώπων η”.(Θουκυδίδης). Πότε το “έως” ; Τότε, στα έσχατα. Όταν όλοι “εν εσμέν”. Δίχως εξουσιαστές κι εξουσιαζόμενους.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ